«Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι, καλησπέρα σας»! Του Διακογιάννη η φωνή σίγησε…
Ο Γιάννης Διακογιάννης είναι ο Πατριάχης, αξεπέραστος, όχι γιατί δεν υπάρχουν άλλοι εξαιρετικοί σπορτκάστερς και παρουσιαστές αλλά γιατί συγκέντρωνε μια ακτινοβολία, ως προσωπικότητα, ως αποτύπωμα, με την παιδεία και καλλιέργειά του να βάζουν αυτή τη μοναδική στάμπα.
Όταν ο Γιάννης Διακογιάννης μεγαλουργούσε, δεν υπήρχε ούτε internet, ούτε οι σημερινές πηγές ενημέρωσης, ούτε οι έτοιμες πληροφορίες. Όταν ο Γιάννης Διακογιάννης μετέδιδε, είχε κάνει την προσωπική του έρευνα, είχε διαβάσει τις ελληνικές και ξένες εφημερίδες, είχε ανατρέξει σε αρχεία, είχε τρυπώσει σε πληροφορίες από την προσωπική του έρευνα.
Αλλά αυτήν η ακαταμάχητη περιγραφή, είτε ποδοσφαίρου είτε του αγαπημένου του στίβου, δεν έβριθε μόνο πληροφοριών και ενημέρωσης. Δεν ήταν απλώς μια κινητή βιβλιοθήκη που στα δικά μας αφτιά φάνταζε τρομερή, ήταν όλο αυτό το στόλισμα με γνώσεις και εμπειρίες από τόπους, πολιτισμούς, κοινωνίες που έδινε άλλη υπόσταση στις μεταδόσεις του.
Βλέπαμε «αθλητικά» στην τηλεόραση όχι τόσο για την έκβαση, για το αποτέλεσμα, για το γεγονός αλλά για να ακούσουμε του Διακογιάννη τη φωνή, σα να ήταν αυτή η είδηση, αυτό το νέο.
Το νέο το ποιητικό, το νέο το γλαφυρό, το νέο το τόσο ιδιαίτερα χρωματισμένο. Και όλοι μας απ΄αυτόν μάθαμε τον αθλητισμό, τα σπορ, αυτός μας μύησε στο πεδίο, κάνοντάς μας να το αγαπήσουμε, “τόσο ωραία που τα έλεγε”!
Έχτισε έναν μύθο και τον έχτισε καθόλου άκοπα, καθώς ήταν τέτοιος ο επαγγελματισμός του που, πριν ανοίξει το μικρόφωνο, είχε μελετήσει επί μέρες την προσωπική ζωή ποδοσφαιριστών, προπονητών και αθλητών, τις συνήθειές τους, τερματίζοντας αυτό που λέμε “τέλεια περιγραφή”.
Από το Μουντιάλ του 1954 στην Ελβετία ως το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 1998 στη Γαλλία, οι μεταδόσεις του αποτέλεσαν μια “σχολή” που πολλούς δίδαξε, αλλά κανέναν δεν έβαλε δίπλα του στο βάθρο.
Είχε μία ευρύτερη κουλτούρα, αγαπούσε την τέχνη, τη μουσική, τη λογοτεχνία και όλα αυτά συνέθεταν την προσωπικότητά του, αποτυπώνοντάς την στην εργασία του.
Θυμάμαι, όταν ξεκίνησε η συνεργασία του με το «Mega» για σχολιασμό των αγώνων του Champions League, είχα πάει στο σπίτι του -το καινούργιο, καθώς εκείνο στο Παγκράτι είχε καεί- για μια συνέντευξη. Και με πόση υπερηφάνεια, δίπλα στην αγαπημένη του σύζυγο, Βαρβάρα, μου έδειχνε όλα τα βιβλία, τα αρχεία, τους δίσκους, τα αθλητικά λάφυρα που είχε διασώσει απ΄τη φωτιά. Ήταν συλλογές μιας ολόκληρης ζωής, αποκτήματα δεκαετιών δουλειάς.
Ο Γιάννης Διακογιάννης ήταν ένας bon viveur, ένας λάτρης της ζωής, ένας πολυταξιδεμένος άνθρωπος, ο οποίος απόλαυσε όλη του την πορεία και καριέρα. Και πόσο ευγενής ήταν, πόσο αλώβητος είχε μείνει ο χαρακτήρας του πίσω από την τεράστια φήμη και αναγνωρισιμότητά του, με ένα κοινωνικό αποτύπωμα άξιο θαυμασμού.
Σεμνός και ένας φιλόσοφος της ζωής, μακριά από κάθε μάταιο και άχρηστο, είχε έρθει στο «Mega», στη Μεσογείων, να σχολιάσει για το κεντρικό δελτίο είδήσεων ένα παιχνίδι. Και η ενδυματολόγος προσπαθούσε να του προτείνει σακάκια, πουκάμισα και γραβάτες. Αλλά έμεινε με τα ρούχα που φορούσε, ένα απλό πουκάμισο και ένα σακάκι. Και, όταν τον ρώτησα «γιατί, κύριε Διακογιάννη δεν φοράτε κάτι από όλα αυτά τα ωραία ρούχα;», μου είχε πει το αμίμητο «κανείς δεν θα ασχοληθεί με αυτά που θα φοράω αλλά με αυτά που θα λέω!». Κι έπεσε σιγή στους παρευρισκομένους.
«Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι, καλή σας νύχτα»!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αλέξης Σπυρόπουλος: Γιάννης Διακογιάννης, «η φωνή»: Στον κύριό μας με αγάπη
Βάσω Ε. Μώραλη: Οι «ηρωικές» εποχές των μεταδόσεων ποδοσφαίρου