Μου άρεσε πάντα να διαβάζω ιστορίες και να ακούω διηγήσεις προπονητών.
Ακόμα και την εποχή που ήμουν αθλητής, παρακολουθούσα τις δηλώσεις και τα λεγόμενα προπονητών από άλλους χώρους κι άλλα αθλήματα.
Μου άρεσε να μαθαίνω για το πώς σκέφτονται προπονητές που ξεχώρισαν και τι ήταν αυτό που τους οδήγησε στην καριέρα τους, πέρα από τις νίκες και τις ήττες.
Σκεφτείτε ότι, πολύ πριν ασχοληθώ με το πόλο, είχα μεταφράσει στα ελληνικά το βιβλίο του περίφημου Αμερικανού, Ντον Κάνσιλμαν, προπονητή του Μαρκ Σπιτς, «The science of swimming». Στη συνέχεια, έκανα το ίδιο με βιβλία για το πόλο που έπεφταν στα χέρια μου, ενώ πάντα με ενδιέφεραν θέματα προπονητικής για το μπάσκετ, το ποδόσφαιρο ή και το χάντμπολ.
Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά τα πρώτα μου βήματα στην προπονητική, νιώθω πάντα πως κάθε μέρα μάς μαθαίνει κάτι καινούργιο σε ό,τι κι αν κάνουμε.
Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά, είναι ότι ο προπονητής, τον οποίον βλέπουμε και συχνά κρίνουμε ή αποθεώνουμε μετά από έναν αγώνα ή ένα πρωτάθλημα, έχει έναν ρόλο που ξεπερνά τις επιλογές τακτικής που απαιτεί η στιγμή.
Αυτό που πάντα τον οδηγεί, έστω και υποσυνείδητα, είναι πού θέλει να οδηγήσει και πού θέλει να φτάσει στο τέλος την ομάδα και τους αθλητές του.
Ποιο είναι, ωστόσο, το περιβάλλον, μέσα στο οποίο καλούνται να κινηθούν οι προπονητές σε όλα τα αθλήματα;
Κατ’ αρχήν, ο προπονητής συναναστρέφεται με τον αθλητή σε καθημερινή βάση. Η σχέση αυτή είναι σίγουρα στο επίκεντρο. Ο προπονητής δεν είναι γονιός. Το λέει εξάλλου και η λέξη. Ο προπονητής “προκαλεί” (μεταφορικά) πόνο, σε αντίθεση με τον γονέα που συνήθως κάνει το ακριβώς αντίθετο.
Είναι αυτός που περνά αρκετά μεγάλο μέρος της ημέρας με τους αθλητές του, καλείται να τους προετοιμάσει όχι μόνο σωματικά αλλά κυρίως ψυχικά, και πρέπει να διαχειριστεί καλούς και λιγότερο καλούς αθλητές, αντιμετωπίζοντας τον καθένα ξεχωριστά.
Πάνω απ’ όλα, είναι αυτός που βοηθάει τον αθλητή να διαχειριστεί τις επιτυχίες και τις αποτυχίες, ενώ τον μαθαίνει ότι «είναι τόσο καλός, όσο ήταν την τελευταία φορά».
Υπάρχουν αρκετοί αθλητές που έχουν την ικανότητα, την ευφυΐα και τον χαρακτήρα να το κατανοήσουν. Υπάρχουν, όμως, κι άλλοι που επαναπαύονται στις δάφνες τους, κι έτσι σιγά-σιγά αρχίζουν να μετρούν αντίστροφα. Εκεί, χρειάζεται η στήριξη από τον προπονητή.
Αν καταφέρει (ο προπονητής) να διαχειριστεί σωστά τέτοιες καταστάσεις, τότε μπορεί να κερδίσει τους αθλητές του και στη συνέχεια όλοι μαζί να πορευτούν, έχοντας κοινό στόχο μέχρι το τέλος της διαδρομής.
Οι ομάδες είναι σαν μία αλυσίδα.
Σίγουρα, ο αθλητής είναι ο πρωταγωνιστής.
Ας μην ξεχνάμε, ωστόσο, ότι όλα αρχίζουν από τους παράγοντες. Τη διοίκηση, δηλαδή, της ομάδας. Ο παράγοντας, λοιπόν, είναι ένας σημαντικός κρίκος σ’ αυτήν. Είναι εκείνος που κατ’ αρχάς θα επιλέξει τον προπονητή, κι αυτός με τη σειρά του, στη συνέχεια, θα επιλέξει τους παίκτες.
Αν, βέβαια, ρωτήσετε την άποψη ενός αθλητή, θα σας πει ότι ο σημαντικότερος κρίκος στην αλυσίδα είναι ο ίδιος.
Θα το πει συχνά, ξεχνώντας ή υποτιμώντας την ευκαιρία που του δόθηκε, να αναδείξει το ταλέντο του σ’ ένα περιβάλλον γόνιμο, κάτω από την καθοδήγηση ενός καλού προπονητή. Κάτι που επιτρέπει τελικά και στους δύο να δουλέψουν αρμονικά και αποδοτικά.
Αν, τώρα, ρωτήσετε εμάς τους προπονητές, δεν θα είναι και λίγοι αυτοί που θα πουν ότι εμείς είμαστε οι πλέον σημαντικοί συντελεστές στην καλή λειτουργία της ομάδας και, βέβαια, χάρη στη δική μας δουλειά έρχονται και οι επιτυχίες της.
Είχα την τύχη στη διάρκεια της καριέρας μου να συνεργαστώ με παράγοντες, με τους οποίους είχαμε ίδιες αντιλήψεις και οι οποίοι με στήριξαν, όταν χρειάστηκε.
Εκεί -εκτιμώ ότι- φαίνεται και η πραγματική αξία του παράγοντα. Στα δύσκολα. Αυτό ήταν και θα παραμένει ένα από τα ζητούμενα.
Στην Ελλάδα, απ’ όσα σωματεία πέρασα, θυμάμαι πάντα τους ανθρώπους, με τους οποίους μοιραστήκαμε το ίδιο όραμα και οι οποίοι με άφησαν να δουλέψω. Το ίδιο συνέβη στην Ιταλία, τη Γαλλία ακόμα και την Αίγυπτο. Τους θυμάμαι όλους και τους εκτιμώ απεριόριστα. Μοιραζόμαστε, θα έλεγα, αισθήματα αμοιβαίας εκτίμησης.
Βέβαια, πάντα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Παράγοντες που άλλα λένε, κατά βάθος, όμως, άλλα θέλουν, ενώ με ευκολία παρακάμπτουν τον προπονητή και ανοίγουν “γραμμή επικοινωνίας” με τους αθλητές, κατά κανόνα τους δυσαρεστημένους.
Ειδικά στον ερασιτεχνικό χώρο, συναντάμε συχνά παράγοντες που συνδυάζουν τον ρόλο τους και με αυτόν του γονέα-αθλητή της ομάδας, κάτι που αρκετές φορές δημιουργεί προβλήματα, τα οποία τελικά βλάπτουν, αντί να ωφελούν, την λειτουργία της ομάδας.
Σε κάθε περίπτωση και πέρα από το ποιος είναι ο πιο σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα μιας ομάδας, προσωπικά, πάντα πίστευα στην σημασία, τον ρόλο και την αξία και των τριών.
Μπορούμε να δούμε πολλά παραδείγματα στην πράξη και σε όλους τους χώρους. Επαγγελματικούς ή ερασιτεχνικούς. Αν ανατρέξουμε στο προφίλ των ομάδων που πέτυχαν κάτι ξεχωριστό σε όλα τα αθλήματα, δεν είναι δύσκολο να δούμε τι κρύβεται πίσω από τις μεγάλες τους στιγμές.
Όταν το τρίπτυχο «διοίκηση-προπονητής-αθλητής» λειτουργεί αρμονικά, τότε -αργά ή γρήγορα- έρχονται και οι επιτυχίες.
Το έζησα αυτό, κυρίως με το πρόγραμμα που είχα την τύχη να εφαρμόσω με τις ομάδες του Ναυτικού Ομίλου Βουλιαγμένης.
Σκεφτείτε ότι στη Βουλιαγμένη “στήσαμε” εκ του μηδενός έναν μικρό αθλητικό οργανισμό με δώδεκα επιμέρους επίπεδα, καθώς στο πέρασμα τεσσάρων δεκαετιών αναπτύχθηκαν οι ομάδες υποδομής αλλά και πρωταθλητισμού σε αγόρια και κορίτσια.
Ομολογώ ότι για μένα ο Όμιλος ήταν μεγάλο σχολείο. Έμαθα πολλά και οφείλω πολλά στις ευκαιρίες που μου δόθηκαν.
Βέβαια, μπορείτε να καταλάβετε ότι, πέρα από τις επιτυχίες των ομάδων, μέσα από το πρόγραμμα δόθηκε η ευκαιρία να αναδειχθούν και πολλοί αθλητές και αθλήτριες που έφτασαν με τις Εθνικές ομάδες σε Ολυμπιακούς Αγώνες, Παγκόσμια και Πανευρωπαϊκά Πρωταθλήματα.
Μη ξεχνάμε ότι τόσο ο Γιώργος Μαυρωτάς όσο και ο Γιώργος Αφρουδάκης συμμετείχαν σε πέντε Ολυμπιακούς Αγώνες και συγκαταλέγονται στους δεκατέσσερεις αθλητές στην ιστορία του αθλήματος, οι οποίοι έχουν συμμετάσχει τουλάχιστον από πέντε φορές στην συγκεκριμένη διοργάνωση.
Χαίρομαι, γιατί αυτό που ξεκίνησε δειλά-δειλά στα τέλη του ’70, δημιούργησε ένα καλό πρότυπο.
Θα λέγαμε ότι είναι μια καλή πρακτική που ακολούθησαν και άλλοι συνάδελφοι και σωματεία στην Ελλάδα, κι έτσι συμβάλλαμε, κατά κάποιον τρόπο, όλοι μαζί στην άνοδο του επιπέδου του αθλήματος.
Όταν υπάρχει, λοιπόν, αρμονία μεταξύ διοίκησης, προπονητών και αθλητών, τότε και μόνο τότε μπορούν να μπουν οι βάσεις για κάτι καλό.
Θα έλεγα με βεβαιότητα, αν και είναι αυτονόητο πια, ότι, αν δεν προηγηθεί δουλειά στη βάση και την “παραγωγή” που θα αναδείξει νέα παιδιά, κανένα σωματείο δεν μπορεί να έχει ορίζοντα μακράς πνοής.
Στην αντίθετη περίπτωση, δύσκολα θα αντέξει στον χρόνο. Όλοι πια ξέρουν, τόσο στην Ελλάδα όσο και τον υπόλοιπο κόσμο, πως οι καλές ομάδες δεν φτιάχνονται από τη μία μέρα στην άλλη.
Αυτό ήταν μεταξύ άλλων και το μυστικό στη γειτονική μας (πρώην) Γιουγκοσλαβία, η οποία ανέδειξε -με δομές και νοοτροπία μακράς πνοής- σωρεία αθλητών, προπονητών, παραγόντων και ομάδων σε όλα τα ομαδικά αθλήματα που άντεξαν και αντέχουν ακόμα και μετά τη διάσπαση της χώρας.
Το συγκεκριμένο θα έπρεπε να είναι πρότυπο ακόμα και για επαγγελματικές ομάδες στο ποδόσφαιρο, το μπάσκετ ή τα άλλα ομαδικά αθλήματα.
Κάτι, το οποίο απαιτεί μια νέα γενιά παραγόντων που θα αναλάβει μεταξύ άλλων και δράσεις εκπαίδευσης των φιλάθλων στην “υπομονή”. Αυτό είναι από τα πιο σημαντικά συστατικά στο “χτίσιμο” μιας καλής ομάδας. Ίσως, πιο σημαντικό ακόμα κι από τα χρήματα.
Κάτι τέτοιο, έστω κι αν φαντάζει ουτοπικό, θα μπορούσε να αλλάξει το προφίλ των φιλάθλων-οπαδών και, βέβαια, να ανοίξει και τον δρόμο για την επιστροφή των οικογενειών πίσω στα γήπεδα.
Ας μη ξεχνάμε ότι οι φίλαθλοι-οπαδοί , είναι οι τελικοί μας “πελάτες”. Είναι αυτοί, οι οποίοι “καταναλώνουν” το αθλητικό προϊόν που λέγεται ομάδα, αγώνας ή αθλητικό γεγονός.
Στον αθλητισμό, ωστόσο, δεν θα έπρεπε να ισχύει το γνωστό «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο», το οποίο επιβάλλει τη νοοτροπία του «QuickWin». Την απαίτηση, δηλαδή, του γρήγορου αποτελέσματος ή του «εδώ και τώρα» πρωτάθλημα.
Στον δικό μας χώρο, στα αθλήματα του υγρού στίβου, τη θέση των φιλάθλων παίρνουν δικαιωματικά και οι γονείς.
Οι γονείς είναι αυτοί που, κατ’ αρχήν, οδηγούν τα παιδιά τους στις πισίνες ή τα γυμναστήρια και σ’ έναν μεγάλο βαθμό, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, είναι και οι βασικοί χρηματοδότες.
Ο ρόλος τους είναι εξαιρετικά σημαντικός αλλά μερικές φορές, ειδικά όταν το σωματείο δεν έχει δυνατή διοίκηση, διεισδύουν στα διοικητικά και κάνουν κακό όχι μόνο στο σύνολο, αλλά και στα ίδια τα παιδιά τους, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως δεν υπάρχουν και εξαιρέσεις.
Όλα αυτά που σας εξιστορώ ίσως να φαίνονται απλά και αυτονόητα, αλλά, δυστυχώς, δεν είναι και τόσο.
Θυμάμαι τον Κωνσταντίνο Τσακίρη, πρώην πρόεδρο στον Ερασιτέχνη Πανιώνιο, να μου ζητάει να του περιγράψω εναλλακτικές προτάσεις για τη δημιουργία μιας ομάδας με προοπτική επιτυχίας. Κάναμε πολλές κουβέντες για να καταλήξουμε σε αυτό που ο ίδιος είχε ονομάσει «σενάριο υπομονής». Μου άρεσε ο ορισμός του.
Η αλήθεια είναι ότι, παρ’ όλο που είχα ζήσει το “χτίσιμο” μιας ομάδας-πρωταγωνιστή, δεν είχα σκεφτεί έως τότε πώς θα έβλεπε ένας νέος και ορεξάτος παράγοντας την επιλογή του δρόμου της παραγωγής, της δουλειάς με νέα παιδιά, κάτι που, όπως καταλαβαίνετε, χρειάζεται τον χρόνο του για να “δρέψει δάφνες”.
Αυτό, λοιπόν, το «σενάριο της υπομονής» είναι το μυστικό για όσους θέλουν να “χτίσουν” μια ομάδα, η οποία θα μπορεί να αντέξει στο χρόνο.
Υπομονή, με προπονητές που θα δουλεύουν στοχεύοντας μακριά, αθλητές που θα δουλεύουν κάθε μέρα με στόχο να γίνονται καλύτεροι από χθες, γονείς που θα κοιτούν περισσότερο το παιδί του διπλανού παρά το δικό τους, φιλάθλους που θα δέχονται ότι και οι ήττες συμβάλλουν στο “χτίσιμο” μιας ομάδας και, βέβαια, με παράγοντες που θα είναι εκεί για να λύνουν προβλήματα και να “ανοίγουν” δρόμους.
Τώρα, βέβαια, που μοιράστηκα αυτό το μυστικό μαζί σας, δεν είναι πια μυστικό…
Καλή δουλειά!
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιάννης Γιαννουρής: Πάμε Μία Βόλτα Στη Βουλιαγμένη
Γιώργος Μαυρωτάς: 511 σκαλοπάτια περηφάνιας
Εύη Μωραϊτίδου: Τίποτα δεν χαρίζεται
Αγγελική Καραπατάκη: Τα κλειδιά / Το τρίτο οκτάλεπτο
Νικόλας Δεληγιάννης: Η σημασία του Μέντορα
Μάνια Μπικόφ: Να μη ξεχαστεί από κανέναν