Ο χρόνος ήταν γενναιόδωρος με τον Έντινσον Καβάνι.
Μονάχα μερικές ρυτίδες γύρω απ’ το στόμα και κάτω απ’ τα μάτια έγιναν λίγο πιο έντονες, αλλά στην ουσία το πρόσωπό του παραμένει το ίδιο. “Στεγνός” με μικρά και στενά μάτια, ζυγωματικά που προεξέχουν και τα μαύρα μακριά μαλλιά να πέφτουν στους ώμους του.
Ο πολεμιστής με το ινδιάνικο αίμα παραμένει ίδιος και στο χορτάρι. Γεμάτος ενέργεια, πάντα πρόθυμος να τρέξει και να σπαταλήσει δυνάμεις οργώνοντας το γήπεδο.
Κι όμως, ο Καβάνι αποχαιρέτισε το Παρίσι και την Παρί ως περιττός, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό.
Η εμπειρία της Γαλλίας μοιάζει με χαμένη ευκαιρία, το μοναδικό πράγμα που επιβεβαιώθηκε ήταν η έλλειψη επιδραστικότητας του Ουρουγουανού σε διεθνές επίπεδο.
Σε όλη του την επταετία στο Παρίσι απέτυχε να τρυπώσει στο κλειστό club των κυρίαρχων και αποφασιστικών επιθετικών της γενιάς του, δεν έγινε ποτέ ο super star που περίμενε η ποδοσφαιρική βιομηχανία, όταν έφυγε από τη Νάπολι.
Η ανάπτυξη και η βελτίωσή του στην πόλη και την ομάδα του Ντιέγκο ήταν κάθετη. Το ουρουγουανικό αίμα ταίριαξε στην ιδιότυπη νοοτροπία της Καμπανίας, αισθανόταν καλά, σκόραρε κατά ριπάς με περισσότερα από 100 γκολ σε τρεις σεζόν, ήταν έτοιμος να καθιερωθεί ως ηγέτης εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου.
Η “προαγωγή” στην Παρί ήταν η αναγνώριση, το μεγάλο βήμα, η ευκαιρία για τα πρώτα πολύ καλά -σχεδόν αλόγιστα- χρήματα. Με τη διαφορά ότι σε ομάδες όπως η Παρί και η Σίτι είναι από δύσκολο έως αδύνατο οποιοσδήποτε ποδοσφαιριστής να γίνεται το επίκεντρο.
Πάντοτε θα βρίσκεται κάποιος συμπαίκτης πιο φανταχτερός, ένα πιο hot όνομα στην αγορά που ξετρελαίνει του ιδιοκτήτες και η ψυχολογική πίεση στους ποδοσφαιριστές με ηγετικές τάσεις θα είναι αφόρητη.
Ο Καβάνι, σχεδόν με το που προσγειώθηκε στο Charles de Gaulle, κατάλαβε ότι πήγε στην ομάδα του Ιμπραΐμοβιτς. Τα πάντα στην Παρί κινούντο γύρω από τον Σουηδό, από το ενδιαφέρον διοίκησης και φίλαθλου κοινού μέχρι τον αγωνιστικό προσανατολισμό της ομάδας.
Ο Καβάνι, προσπαθώντας να προσαρμοστεί, αποδέχτηκε να γίνει γρανάζι στη μηχανή του Λοράν Μπλαν και έπαιξε στα άκρα, αποδεχόμενος τον ρόλο του δορυφόρου του Ζλάταν.
Η επιλογή του Γάλλου προπονητή δεν ήταν τακτική ούτε προϊόν κάποιας βαθυστόχαστης ποδοσφαιρικής ανάλυσης. Ο Μπλαν έκανε πολιτική, προσπαθώντας να τους χωρέσει όλους, με τον τρόπο όμως που θα ικανοποιεί τον Ιμπραΐμοβιτς.
Ο Ουρουγουανός, ως γνήσιος και τίμιος μαθητής του Maestro Ταμπάρες, έκανε υπομονή σεβόμενος την ιεραρχία. Και το 2017, οπότε ο Σουηδός ήταν ήδη καιρό στο Μάντσεστερ, πίστεψε ότι είχε έρθει η ώρα του. Έκανε λάθος.
Η Παρί έριξε 400 (!) εκατ. ευρώ στην αγορά και έφερε στο Παρίσι τον Κιλιάν Εμπαπέ και τον (τότε) ανερχόμενο «καλύτερο ποδοσφαιριστή στον κόσμο», Νεϊμάρ.
Ο Καβάνι επιτέλους θα έπαιζε στη θέση του στην κορυφή της επίθεσης, αλλά για πολλοστή φορά δεν θα είχε κεντρικό ρόλο στο project του συλλόγου. Υπελείπετο και οικονομικά και τεχνικά, ακόμα και συναισθηματικά.
Έχοντας βγει από την καλύτερη σεζόν της καριέρας του με τον Έμερι στον πάγκο της Παρί, η ψυχοσύνθεση και η αντίληψη του Ουρουγουανού τον είχαν πείσει ότι θα είναι το επίκεντρο, ότι η αξία του είναι απολύτως αναγνωρισμένη και το status του δεδομένο. Ξαναέκανε λάθος.
Για οποιονδήποτε άλλον ποδοσφαιριστή θα γινόταν λόγος περί ονειρικής σεζόν, με απίθανα στατιστικά (σκόραρε 49 φορές σε 50 εμφανίσεις) και αγωνιστική “παντοδυναμία”. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο δεν φτάνει η εικόνα εντός αγωνιστικού χώρου, σημασία έχουν άλλα πράγματα.
Ο Έντινσον ήταν “παλιομοδίτης”, εκτός βιομηχανικής λογικής, μακριά από το μάρκετινγκ.
Η απόφαση στα γραφεία είχε ληφθεί ομόφωνα: «Δεν γίνεται να θεωρηθεί άνθρωπος-franchise της PSG ο Καβάνι».
Είναι τεράστιο χτύπημα για οποιαδήποτε προσωπικότητα σε οποιαδήποτε δουλειά η παραπάνω διαπίστωση. Ασκεί μια άνευ προηγουμένου ψυχολογική πίεση και τρέφει μια αίσθηση αδικίας που δημιουργεί πολλά εσωτερικά ζητήματα, τα οποία, αν δεν προσεχθούν, πολύ εύκολα μετατρέπονται σε συμπλέγματα.
Ειδικά σε έναν οργανισμό που θα τελεί πάντα σε σύγχυση, όπως η Παρί, οι ισορροπίες και τα δεδομένα είναι πάντα πιο ευαίσθητα από τις υπόλοιπες πολύ μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες.
Η Παρί έχει χρήματα, διαθέτει χρυσόσκονη και glam, αλλά δεν είναι ούτε στιβαρή ούτε παραδοσιακή δύναμη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Δεν είναι Μπάγερν, δεν είναι Ρεάλ, δεν είναι Γιουβέντους, δεν είναι Λίβερπουλ, δεν είναι «Μπάρσα», δεν έχει το dna.
Για να γίνει αντιληπτή η θέση στην οποία βρέθηκε ο Καβάνι, κάντε μια παραβολή με την ώθηση που έδωσε στην καριέρα του (φίλου και συμπατριώτη του) Λουίς Σουάρες η μετακίνησή του στη Μπαρσελόνα. Ο Σουάρες βρήκε τη θέση του σε μια ομάδα που ζούσε και πέθαινε για τον Λιονέλ Μέσι, δεν αισθάνθηκε ποτέ παρατημένος από το club, δεν ένιωσε μειονεκτικά.
Ο Καβάνι δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να (απο)δείξει έστω αν μπορεί να ηγηθεί. Κέρδιζε τίτλους και αλλεπάλληλες ατομικές διακρίσεις και παρέμενε δυστυχής.
Το Παρίσι δεν ήταν η πόλη του, η Παρί δεν ήταν η ομάδα του. Παρότι εξαιρετικός παίκτης, δεν βελτιώθηκε, δεν ξεδίπλωσε το πλήρες ταλέντο του στο γήπεδο, δεν έκανε το βήμα παραπάνω.
Για έναν άνθρωπο που έχει μάθει να τον σέβονται και να αναγνωρίζεται η δουλειά και η δεξιότητά του, όσα λεφτά κι αν κερδίζει, η στασιμότητα είναι εφιάλτης. Στην Εθνική ομάδα προτάσσεται η συνείδηση, υπάρχει η έννοια της παρέας, ο κοινός αγώνας. Στην Παρί υπήρχαν μόνο τα χρήματα.
Δυστυχώς τα χρόνια πέρασαν, τα δεδομένα άλλαξαν και ποδοσφαιριστές με “παλιομοδίτικη” λογική, όπως ο Καβάνι, οφείλουν να προσαρμοστούν σε μια νέα πραγματικότητα και να γίνουν είτε βοηθητικοί πολυτελείας είτε εφεδρικοί του “επόμενου”.
Ο Έντινσον, ακριβώς επειδή στο μυαλό του “πέταξε” πολλά χρόνια στην Παρί, αδυνατεί να συμβιώσει με αυτήν την πραγματικότητα. Και εξακολουθεί να θεωρεί εαυτόν πρώτο βιολί και super star διαφοράς σε επίπεδο Champions League. Με αποτέλεσμα να μην τον ήθελε (σχεδόν) κανένας.
«Απαιτεί παράλογα ποσά, εμπλέκει τον αδελφό και την οικογένειά του στις διαπραγματεύσεις, αξιολογεί τον εαυτό του με λανθασμένο τρόπο». Είναι μόνο ορισμένες από τις απόψεις που διατυπώθηκαν δημόσια γι’ αυτόν σε ολόκληρο το διάστημα που αναζητούσε τον επόμενο σταθμό της καριέρας του.
Για έναν ποδοσφαιριστή της αξίας και του μεγέθους του Καβάνι, το να παραμένει τέσσερεις μήνες χωρίς ομάδα είναι σχεδόν ύβρις.
Κι όμως, με εξαίρεση τις φήμες για συμφωνία με τη Μπενφίκα και λιγότερο με την Ατλέτικο, ο Καβάνι δεν απασχόλησε το “ποδόσφαιρο που μετράει”.
Πιθανότατα γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η σκέψη να επιστρέψει στη Λατινική Αμερική για τη Μπόκα να ήταν η πιο σωστή. Στην Αργεντινή το ποδόσφαιρο εξακολουθεί να είναι “όπως παλιά” σε σχέση με την Ευρώπη. Όχι τόσο σε αγωνιστικό επίπεδο όσο στις υπόλοιπες εκφάνσεις του.
Αλλά στην Αργεντινή τα χρήματα ήταν και θα παραμένουν απείρως λιγότερα. Σε αυτή την ηλικία, είναι αδύνατον για τον Καβάνι να μην υπολογίσει και τα χρήματα.
Η καριέρα του οδεύει προς τη δύση της, οι ευκαιρίες για καλά και μεγάλα συμβόλαια όχι απλώς στερεύουν, είμαστε στις τελευταίες σταγόνες της βρύσης.
Προϊόντος του χρόνου, οι απαιτήσεις μειώθηκαν, η πίεση στο μυαλό έγινε ακόμα μεγαλύτερη και οι “διαρροές” έκαναν λόγο για προθυμία να “προσαρμόσει” τον μισθό του. Και πάλι δεν εμφανίστηκε κανένας πρόθυμος να ενδώσει.
Στην ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική πραγματικότητα, έχουμε μάθει να θεωρούμε περιττούς και βαρίδια μονάχα τους ποδοσφαιριστές μετρίων δυνατοτήτων που δεν βγήκαν, δεν προσαρμόστηκαν, δεν αποδείχτηκαν όσο χρήσιμοι πίστευαν οι προπονητές ή οι Τεχνικοί Διευθυντές.
Ποτέ δεν συνέβη κάτι ανάλογο όπως με τον Καβάνι.
Εν προκειμένω, μιλάμε για έναν ποδοσφαιριστή πρώτης γραμμής, χωρίς προβλήματα τραυματισμών πια, με γεμάτες χρονιές και άψογη φυσική κατάσταση. Εξακολουθεί να είναι ακούραστος χωρίς τη μπάλα, πρόθυμος να τρέξει για τον συμπαίκτη, να κάνει τη βρόμικη δουλειά και στην άμυνα και στην επίθεση.
Ως τρόπος παιχνιδιού, μοιάζει ο ιδανικός παίκτης για τον Σιμεόνε και την Ατλέτικο Μαδρίτης. Αλλά, όπως δήλωσε ο Πρόεδρος της ομάδας κατά τη διαπραγμάτευση με τους εκπροσώπους του, «δεν θα εμπλακούμε σε μια διαπραγμάτευση που πλησιάζει τη ληστεία».
Τόσο εξωπραγματικά ήταν τα χρήματα που έπαιρνε από την Παρί ο Καβάνι, ώστε ακόμα και οι μειωμένες απαιτήσεις του να φαντάζουν «ληστεία» για τα υπόλοιπα club.
Αυτό είναι το μεγαλύτερο κακό που έχουν κάνει τα πετροδόλαρα στο ποδόσφαιρο. Από τη μία σκοτώνουν το “εγώ” και την προσωπικότητα του ποδοσφαιριστή κι από την άλλη έχουν οδηγήσει τις αμοιβές σε δυσθεώρητα ύψη, με αποτέλεσμα ακόμα και οι καθ’ όλα σεβαστές ομάδες να μην μπορούν να παρακολουθήσουν.
Πλέον για κάθε ποδοσφαιριστή τα πάντα είναι θέμα αξιολογικών προτεραιοτήτων. Είναι αυτό που συνηθίζουμε να προτάσσουμε για το Ελληνικό Πρωτάθλημα, το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το ποδόσφαιρό μας και το Πρωτάθλημά μας είναι υποβαθμισμένα τα μετατρέπει αυτομάτως σε ιδανικό προορισμό για (πρώην) μεγάλους star με πτωτική πορεία στην καριέρα τους.
Μόνο και μόνο επειδή στην Ελλάδα θα ξανανιώσουν ξεχωριστοί και μοναδικοί.
Οι ποδοσφαιριστές, οι αθλητές γενικότερα, όσο κι αν το βιομηχανοποιημένο περιβάλλον τους θέλει να τους μετατρέψει σε προϊόντα, παραμένουν άνθρωποι. Με αδυναμίες, εύθραυστη ψυχοσύνθεση, προβλήματα που μεγαλοποιούνται και πολλαπλά “εσωτερικά σύμπαντα”.
Ο Καβάνι είναι ο πρώτος πραγματικός super star που βιώνει την ασθένεια του “κανονικού ποδοσφαιριστή”. Ζει την αγωνία, βιώνει την απόρριψη, αποδέχεται ότι τα κριτήρια δεν είναι ποτέ μόνο αγωνιστικά.
Μπορεί να φταίει ο ατζέντης, το οικογενειακό περιβάλλον, οι φίλοι. Σίγουρα δεν ευθύνεται εν όλω ο ίδιος, όπως πονηρά και ανέντιμα έχει αφήσει να εννοηθεί το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Στο Μάντσεστερ θα εξακολουθήσει να παίζει σε υψηλό επίπεδο, θα σκοράρει, θα ξαναγίνει video λίγων δευτερολέπτων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το ζήτημα είναι ότι θα εξακολουθεί να είναι μετέωρος, γιατί είχε την ατυχία να βρεθεί στη μετάβαση ενός ποδοσφαίρου που πλέον έχει γίνει κάτι άλλο και δεν σέβεται τους πρωταγωνιστές του.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro