Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό 1.000 κατοίκων, το Καρβουνάρι Θεσπρωτίας, λίγο έξω από την Πάργα.
Στα 14 μου ξεκίνησα να παίζω στην ομάδα του χωριού μου.
Μέχρι τότε, όλη τη μέρα κυριολεκτικά ήμουν με μια μπάλα στα πόδια. στήναμε αυτοσχέδιες εστίες με κοντάρια στα μέρη με χορτάρι και παίζαμε με τις ώρες… ντέρμπι, ο Άνω με τον Κάτω Μαχαλά.
Ωραίες εποχές, αγνές, με αγάπη για το ποδόσφαιρο.
Τότε δεν υπήρχαν ακαδημίες, στα 14 έβγαλα δελτίο, έπαιξα μια χρονιά στο τοπικό με την ομάδα του χωριού μου και την επόμενη πήγα στην Παραμυθιά, μια κωμόπολη της περιοχής, η οποία αγωνιζόταν στη Δ’ Εθνική. Τότε στην κατηγορία αυτή έπαιζαν μεγαλύτεροι σε ηλικία ποδοσφαιριστές και εγώ ήμουν ο μικρότερος, μόλις 15 ετών.
Έπαιξα σε 22 αγώνες και το καλοκαίρι, επειδή οι γονείς μου είχαν επιχειρήσεις στην Κέρκυρα, πήγα για δοκιμαστικό στον ΑΟ Κέρκυρας.
Καλό είναι ανθρώπους που μας βοήθησαν να μην τους ξεχνάμε. Εμένα λοιπόν με πίστεψε και με στήριξε ο Αντώνης Ζώτος. Ταυτόχρονα, στην ομάδα βρίσκονταν τότε ο Σπύρος Καλογιάννης και ο προπονητής Νίκος Παντέλης, ο οποίος με βοήθησε πολύ, με έβαλε βασικό στη Γ’ Εθνική μόλις στα 18 μου και έκανα 25 ματς.
Κάθισα τρία χρόνια στην Κέρκυρα, τα δύο ήταν στη Δ’ Εθνική και ένας στη Γ’.
Δεν θα ξεχάσω ότι έχασα την επταήμερη στην Κρήτη με το σχολείο μου, γιατί παίζαμε δυο κρίσιμα για την άνοδο παιχνίδια στην Καρδίτσα, Τετάρτη και Κυριακή. είχα στενοχωρεθεί πολύ, αλλά ήμουν τόσο προσηλωμένος στο ποδόσφαιρο και τουλάχιστον άξιζε τον κόπο, αφού βγήκαμε κατηγορία.
Στο φινάλε της σεζόν έψαχνα να κάνω το βήμα παραπάνω, να δοκιμάσω στη μεγαλύτερη κατηγορία.
Στη ζωή ενός ποδοσφαιριστή όμως χρειάζονται και άνθρωποι που την κατάλληλη στιγμή μπορούν να βοηθήσουν.
Στα 19 μου λοιπόν ο Παναγιώτης Βασιλειάδης ήξερε τον αείμνηστο Νίκο Σαλευρή της Καλλιθέας, η οποία είχε πάρει εκείνη τη χρονιά την άνοδο στη Β’ Εθνική.
Κατεβαίνω για προπονήσεις με προπονητή τον Σπύρο Λιβαθηνό, ο οποίος δεν με ήξερε καθόλου.
Έκανα δοκιμαστικό για μια εβδομάδα και με πίεση από τον ίδιο τον Σαλευρή υπέγραψα συμβόλαιο και πήγα προετοιμασία.
Στα 19 μου σε μια καλή ομάδα.
Εκτός από την πίστη που είχα στον εαυτό μου, με βοήθησε ότι από τα 14 σε όλες τις κατηγορίες έπαιζα με μεγαλύτερους σε ηλικία, ήμουν ήδη μπαρουτοκαπνισμένος σε σκληρές συνθήκες και μου φάνηκε οικείο.
Στην προετοιμασία ο κύριος Λιβαθηνός είχε άλλες προτεραιότητες βέβαια στη θέση μου, έπαιζα αλλαγή στα φιλικά, αλλά τα έδινα όλα και έφτασε κάποια στιγμή σε μια ομιλία του στα αποδυτήρια να πει:
«Εγώ για τον Σπύρο δεν καιγόμουν, αλλά μου δείχνει ότι πρέπει να τον βάλω. Την θέση του στην 11άδα την κέρδισε με την αξία του».
Την επόμενη σεζόν ήρθε ο Νίκος Κόβης, ήταν μια χρονιά που δεν θα ξεχάσω ποτέ, γιατί στα 20 είχα ψηφιστεί καλύτερος νέος ποδοσφαιριστής στην κατηγορία και ήμουν ο μοναδικός απο τη Β΄ Εθνική που κάλεσε στην Εθνική Ελπίδων ο Γιάννης Κόλλιας, με συμπαίκτες όπως ο Καραγκούνης, ο Καφές, ο Χούτος, ο Πατσατζόγλου, ο Λουμπούτης.
Ήταν λογικό μετά από αυτό το όνομά μου να “παίξει” για διάφορες ομάδες της Α’ Εθνικής, όπως ο ΠΑΟΚ ή ο Ηρακλής.
Ειδικά μετά το ματς με την Τσεχία, στο οποίο κερδίσαμε 1-0 και αγωνίστηκα βασικός, άρχισαν να έρχονται προτάσεις στην Καλλιθέα για να φύγω.
Σε εκείνο το ματς με είχε δει και ο Άρι Χάαν, τότε προπονητής στον ΠΑΟΚ, και ο κύριος Σαλευρής αποφάσισε με δώσει στην ομάδα της Θεσσαλονίκης. κάναμε συνάντηση, θυμάμαι, με τον Μπατατούδη στην Αθήνα και υπέγραψα για τεσσεράμισι χρόνια.
Τότε ο ΠΑΟΚ πήρε και τον Δημήτρη Ναλιτζή από τον Πανιώνιο, πρώτο σκόρερ του Πρωταθλήματος, προσφέροντας όμως και κάποιους παίκτες ως αντάλλαγμα.
Ήταν λοιπόν να χαλάσει η μεταγραφή, γιατί ο Πανιώνιος ζητούσε εμένα και τον Κρισμάρεβιτς, οπότε αποφασίστηκε να πάω δανεικός.
Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι δεν υπήρχε κανένα χαρτί δανεισμού, πήγα εν αγνοία μου ως ελεύθερη μεταγραφή, ενώ πίστευα ότι θα πάω για ένα εξάμηνο δανεικός. Ήμουν ένα μικρό παιδί από χωριό, έλειπε και ο πατέρας μου στο εξωτερικό και δεν… διάβασα τα ψιλά γράμματα. Είχα και πολύ εμπιστοσύνη στον μάνατζέρ μου, τον Βασίλη Αμανατίδη, ο οποίος φυσικά έκανε τα πάντα εν γνώση του και για αυτό ήρθαμε σε ρήξη.
Να φανταστείτε, το κατάλαβα το καλοκαίρι που νόμιζα ότι θα γυρίσω στον ΠΑΟΚ και μου εμφάνισαν κλειστό συμβόλαιο τεσσεράμισι χρόνων με τον Πανιώνιο.
Στον Πανιώνιο του κυρίου Μπέου κάθισα δυο χρονιές, αλλάξαμε πολλούς προπονητές, τον ενάμιση χρόνο έπαιζα βασικός, αλλά, όταν ήρθε ο Ντουμίτρου, δεν ήμουν στις επιλογές του και αποφάσισε να φύγω. Έγινε με μεγάλη δυσκολία.
Πήρα το δελτίο μου στις 29 Ιανουαρίου, επέστρεψα στην Καλλιθέα, τους ζήτησα να κάνουμε συμβόλαιο μέχρι το καλοκαίρι, αλλά πήραμε την άνοδο τελευταία αγωνιστική με γκολ του Γκέκα κόντρα στη Χαλκηδόνα και αποφάσισα να μείνω για άλλα δυο χρόνια.
Έγινα αρχηγός και πέρασα δυο υπέροχες σεζόν, ιστορικές για την Καλλιθέα, αφού έπαιζε πρώτη φορά στη μεγάλη κατηγορία, ενώ εκεί είχα συμπαίκτες τους Γκέκα, Τάτση, Σκαρμούτσο, Κυργιάκο, Κουλακιώτη.
Οι δύο μου γεμάτες χρονιές προκάλεσαν εκ νέου το ενδιαφέρον από μεγάλες ομάδες.
Θεώρησα τον Άρη μεγάλη ευκαιρία, υπέγραψα για έναν χρόνο, προπονητής ήταν ο Γιώργος Χατζάρας, έκανα μια καλή σεζόν, έπαιξα σε όλα τα παιχνίδια βασικός, σε μια δύσκολη μεταβατική χρονιά, χωρίς υψηλές βλέψεις για την ομάδα, λόγω οικονομικών.
Μέχρι που φτάσαμε στο περιβόητο παιχνίδι με τον Ηρακλή, ένα γεμάτο γήπεδο και το κλίμα σαν να πήγαινες στον πόλεμο του Βιετνάμ, φοβερή ένταση, απίστευτο άγχος, με νίκη θα σώζαμε την κατηγορία, απεναντίας όχι μόνο δεν κερδίσαμε αλλά διεκόπη το ματς εις βάρος μας και δεχθήκαμε και αφαίρεση έξι βαθμών, η ομάδα έπεσε πολύ χαμηλά, μετά από εκείνο το παιχνίδι αντιμετωπίσαμε ένα εχθρικό κλίμα παντού και μοιραία ήρθε ο υποβιβασμός.
Αν και είχα προτάσεις, λόγω των όσων περάσαμε είχα προλάβει να δεθώ με τον σύλλογο, είχα αντιληφθεί και πόσο μεγάλος είναι, με συνέπεια να δεχθώ το τριετές συμβόλαιο που μου πρότειναν. Ήξερα ότι θα είχαμε οικονομικά προβλήματα, όπως το γνώριζαν και τα υπόλοιπα παιδιά που, προς τιμήν τους, έμειναν για να βοηθήσουμε στα δύσκολα και να επαναφέρουμε τον Άρη εκεί που του αξίζει να βρίσκεται.
Μιλάμε για μια πολύ δύσκολη χρονιά, η οποία είχε απίστευτο… κυνηγητό, βλέπαμε ομάδες που δεν είχαν φιλάθλους να κάνουν πορεία “Μπαρτσελόνα” με αρκετές βοήθειες, ενώ εμείς κάθε παιχνίδι το αντιμετωπίζαμε σαν… πόλεμο. στο τέλος τα καταφέραμε με πολύ κόπο… και με το γκολ του Βελώνη στο Χαϊδάρι.
Ανεβαίνοντας, ήρθε ο Όγιος και μαζί του η λατινοποίηση του Άρη, με αρκετούς καλούς ξένους, όπως ο Κόκε, ο Χαβίτο, ο Γκιάρο, ο Κάλβο, ο Νέτο.
Αν και θα περίμενε κάποιος το αντίθετο, ο κύριος Όγιος σεβόταν και υπολόγιζε πολύ τους Έλληνες παίκτες, εγώ, για παράδειγμα, μέχρι να φύγει, έπαιξα τα εννέα από τα 11 ματς βασικός, έβλεπε δηλαδή καλούς επαγγελματίες και καλούς χαρακτήρες, ασχέτως με το τι του μετέφεραν άλλοι μέσα στην ομάδα.
Με τον Κίκε Ερνάντεθ που ανέλαβε μετά, αν και είχα άριστες σχέσεις και με εκτιμούσε, δεν είχα πολλές συμμετοχές για λόγους που δεν θα ήθελα να αναφέρω.
Θυμάμαι όμως σαν χθες ένα περιστατικό. Ήταν ένα εκτός έδρας ματς με τον Παναθηναϊκό, εγώ είχα να παίξω ενάμιση μήνα και μου λέει ο Ερνάντεθ: «Σήμερα θέλω να παίξεις και για μένα», κερδίζουμε 0-1 με το γκολ του Νασιμέντο και την επόμενη αγωνιστική ήμουν εκτός αποστολής.
Είχα ελάχιστη συμμετοχή ως το τέλος της σεζόν, τους λόγους τους κρατάω για μένα.
Γνωρίζω ποιοι λειτουργούσαν έτσι σε βάρος εμού αλλά και άλλων Ελλήνων στην ομάδα, το καλοκαίρι εντέχνως καλλιεργούσαν κλίμα ότι δεν θα είχα ενεργό ρόλο και ότι καλό θα ήταν να αρχίσω να ψάχνομαι, παρότι οι προπονητές μού έλεγαν το ακριβώς αντίθετο.
Έμεινα τελικά, αρχίσαμε με τον Κάρλος Ολίβα, έπαιξα όλα τα φιλικά βασικός αλλά και στην πρεμιέρα με τον Πανιώνιο, το οποίο ήταν και το τελευταίο του ματς. ενοχλούσε η αδυναμία που είχε αυτός ο άνθρωπος σε πολλούς Έλληνες, με αποτέλεσμα να φύγει.
Με τον Μπάγεβιτς το μοναδικό παιχνίδι που έπαιξα μέχρι τον Δεκέμβριο ήταν με την Μπόλτον στην Ευρώπη, παιχνίδι που στο 95′ χάσαμε την πρόκριση.
Αν και δεν μου είπε κανείς να φύγω, βλέποντας ότι δεν υπολογίζομαι και επειδή δεν μου αρέσει να κάθομαι στο συμβόλαιο χωρίς να αισθάνονται πολύτιμος, πήγα στον Σκόρδα και του ζήτησα να φύγω.
Αρχικά μου πρότεινε να πάω δανεικός έξι μήνες στη Βέροια, γιατί εκτιμούσε ότι δεν είχα δημιουργήσει ποτέ πρόβλημα, ήμουν όμως τόσο εκνευρισμένος με αυτά που συνέβαιναν στην ομάδα, ώστε λειτούργησα εν βρασμό ψυχής και υπό την πίεση των συναισθημάτων.
Αν έμενα, ίσως να έπαιρνα ευκαιρίες από τον κύριο Μπάγεβιτς, ο οποίος μου είχε ζητήσει να το σκεφτώ καλύτερα, όπως συνέβη με άλλους παίκτες, επέλεξα όμως να πάω κάπου που θα με ήθελαν, για να βρω ξανά τον εαυτό μου και να πάρω παιχνίδια.
Πήγα στον ΠΑΣ Γιάννινα, όπου έμεινα δυο χρόνια (τον έναν στην Α΄ Εθνική), συνέχισα στην Κύπρο και τον Ερμή Αραδίπου και το 2010 γύρισα στην Ελλάδα για λογαριασμό του Αγροτικού Αστέρα στη Β’ Εθνική.
Μέσα στη σεζόν εκείνη μού παρουσιάστηκε μια μεγάλη ευκαιρία. Είχαμε κερδίσει 3-0 τον ΟΦΗ, του οποίου προπονητής ήταν ο Αναστόπουλος, με τον οποίον είχα συνεργαστεί σε Καλλιθέα και Άρη. Τον Γενάρη έψαχνε κεντρικό αμυντικό και με πίεσε αρκετά, αλλά ο Αγροτικός Αστέρας δεν με άφησε και εγώ δεν ήθελα να κάνω προσφυγή.
Ήταν μια ευκαιρία να επανέλθω στα 32 μου σε μια ομάδα που τελικά ανέβηκε στη Super League, αλλά τελικά έμεινα στον Αστέρα.
Ξαναπήγα στην Κύπρο, στη Δερύνεια αυτή τη φορά, ακολούθησε ο Ολυμπιακός Βόλου στη Β’ Εθνική και η τελευταία μου χρονιά ήταν στη Λαμία του Πανουργιά Παπαιωάννου, η οποία τότε βρισκόταν στη Γ’ Εθνική αλλά με βλέψεις ανόδου, όπως και τελικά έγινε.
Θα επέστρεφα στη Θεσσαλονίκη και τον Άρη, θα ήθελα να κλείσω την καριέρα μου στην ομάδα, είχα συμφωνήσει με τον Γαλανό, αλλά λόγω του Καλαϊτζίδη χάλασε η επιστροφή και αποφάσισα να σταματήσω στα 36.
Ο χώρος του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα είναι δύσκολος και σκληρός, θέλει ψυχικά αποθέματα, θα συναντήσεις ανθρώπους που δεν θα έπρεπε καν να βρίσκονται στο χώρο, κάνοντας κουμάντο, χωρίς να γνωρίζουν το αντικείμενο!
Ευγνωμονώ τον Θεό που από ένα μικρό χωριό έφτασα να παίξω στο υψηλό επίπεδο, στην Ευρώπη, σε Τελικούς Κυπέλλου!
Αυτά που μένουν είναι οι φιλίες, οι οποίες κρατούν μέχρι σήμερα, και το γεγονός ότι το όνειρό μου έγινε πραγματικότητα.
Κάνοντας την ανακεφαλαίωση της καριέρας μου, αναγνωρίζω βέβαια και πολλά λάθη στον εαυτό μου.
Οι αποφάσεις που παίρνονται πρέπει να ζυγίζονται πολύ καλά, γιατί μπορεί να στιγματίσουν την καριέρα σου.
Δεν ήμουν ποτέ των δημοσίων σχέσεων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, πήγαινα κοινώς “με τον Σταυρό στο χέρι” από την αρχή ως το τέλος.
Έχω να το καυχιέμαι αυτό, αλλά σε πολλές περιπτώσεις, αν είχα λειτουργήσει διαφορετικά, ίσως να είχα διαφορετική πορεία, όπως για παράδειγμα να μην έπρεπε να φύγω από τον Άρη.
Ένας ποδοσφαιριστής επίσης πρέπει να ξέρει να διαχειρίζεται πολλά πράγματα, τους προπονητές, τους παράγοντες, τον κόσμο.
Ήμουν ένα παιδί που δεν μιλούσε πολύ και δούλευε σκληρά, κάτι που κάποιοι προπονητές το εκτίμησαν, κάποιοι άλλοι όχι.
Είχα πείσμα όμως. Όταν πήγα στην Αθήνα 18 ετών, έμενα μόνος μου σε σπιτάκι 12τμ. στον Νέο Κόσμο, με μοναδικό σκοπό να επιβιώσω στον χώρο του ποδοσφαίρου, να πετύχω και να βοηθήσω την οικογένειά μου, γιατί δεν υπήρχε οικονομική ευχέρεια.
Ίσως και εγώ λοιπόν να αδίκησα τον εαυτό μου, αλλά, όταν δεν πάει κάτι καλά, δεν αρκεί να τα ρίχνουμε πάντα στους άλλους, μπορεί να φταίμε και εμείς οι ίδιοι και εγώ τα λάθη μου τα αναγνωρίζω.
Ο Σπύρος Γόγολος είναι πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής, νυν προπονητής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιώργος Κολτσίδας: Έτσι έπρεπε να ήμουν
Κρίστι Βανγκέλι: Στο ρουθούνι του Κριστιάνο Ρονάλντο