«Μπαμπά, θέλω να δω τον τελικό από τον πάγκο. Μπορώ;».
Ο γιος μου, ο Νικόλας, τότε 7 ετών μου έθεσε αυτό το ερώτημα. Ξέρετε πώς είναι τα παιδιά…
Σκέφτονται με τη δική τους (παιδική) αφέλεια. Τέτοια θεώρησα πως διέθετε όταν μου έλεγε ότι το Κύπελλο θα καταλήξει στην ομάδα που έπαιζα το 2007, τη Λάρισα.
Πέρασαν κιόλας 12 χρόνια από εκείνη τη στιγμή. Πέντε Μαΐου του 2007. Μία ντουζίνα έτη. Γεμάτα όμορφες αναμνήσεις από εκείνο το Κύπελλο της ΑΕΛ. Την κορυφαία στιγμή στη σύγχρονη ιστορία της ΑΕΛ. Από την ημέρα που γύρισε ξανά σε αυτό που μας αρέσει να ονομάζουμε… σαλόνια.
Ο Νικόλας δεν μου είπε ψέματα. Τα παιδιά (και οι… τρελοί) άλλωστε δε το συνηθίζουν.
Εκείνο το παιχνίδι…. Μου έχει μείνει κάθε λεπτομέρεια. Κάθε στιγμή. Τα πάντα.
Δεν είχα άγχος. Αυτό το ξέρω. Άλλες φορές, σε άλλα ματς, έπιανα τον εαυτό μου να… χάνει ανάσες. Όχι εκείνο το βράδυ στον Βόλο.
Ο μοναδικός παράγοντας άγχους ήταν ο γιος μου. Που θα έμενε στον πάγκο. Μην τον χτυπήσει κατά λάθος μία μπάλα. Μήπως συμβεί κάτι άλλο. Να φτάσει έγκαιρα στο γήπεδο. Ξέρετε πώς είναι αυτά…
Στην αρχή, πριν τη σέντρα, τον έβαλα στο γρασίδι. Ήταν ο… βοηθός μου σε μερικές πάσες. Εκείνος χαμογελαστός, εγώ χαλαρός.
Ήταν εκεί. Είδε και τα 90 λεπτά από τον πάγκο της ΑΕΛ. Και όσο ήμουν στον αγώνα, τον πρόσεχαν οι συμπαίκτες μου, με πρώτο και καλύτερο τον Παναγιώτη Κατσιαρό.
Ο Νικόλας δεν είχε το μυαλό του μόνο στον τελικό. Ήταν και αλλού. Αλλά αυτό θα το αναφέρω παρακάτω. Στο δικό μου το μυαλό… σφηνώθηκε ένα πράγμα. Η τελευταία ανάμνηση που έχω από το ματς. Όσοι θυμούνται το ματς, μπορούν να καταλάβουν τι εννοώ. Οι συμπαίκτες μου ξέρουν ήδη…
Θα το θέσω όσο πιο… ευγενικά μπορώ. Μιλούσα, πριν αρκετό καιρό, με τον συμπαίκτη μου, εκείνο τον θεότρελο Γερμανό που μας μιλούσε ελληνικά, τον Μάρκο Φέρστερ.
Και η κουβέντα έφερε το Κύπελλο. Όταν του είπα ότι σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται δέκα χρόνια, ξέρετε τι μου είπε; «Πω πω ρε μαλάκα, θυμάσαι τι έχασε ο Μάντζιος;»! Εσείς θυμάστε τι είχε γίνει;
Όταν είδα τον Βαγγέλη Μάντζιο σε εκείνη τη θέση, σε εκείνο το χρονικό σημείο, το τελευταίο δευτερόλεπτο των καθυστερήσεων, είπα από μέσα μου «δεν πειράζει, πάμε γερά, έχουμε την παράταση». Σαν διαπίστωσα ότι η μπάλα ήταν στα χέρια του Στέφανου, έκανα τον σταυρό μου.
Από εκείνη τη στιγμή και μέχρι την απονομή τον είχα στην αγκαλιά μου. Δεν με ένοιαζε τίποτε εκείνη τη στιγμή.
Πέρα από μία μικρή λεπτομέρεια. Ο μικρός ήθελε να πάρει μία συγκεκριμένη φανέλα. Όχι της ΑΕΛ. Αλλά του Παναθηναϊκού. Αγαπημένος παίκτης του από εκείνη την ομάδα των «πράσινων» ήταν ο Σωτήρης Νίνης.
Αυτή τη φανέλα θέλαμε. Τόσο πολύ, που το Κύπελλο έμπαινε σε δεύτερη… μοίρα. Την πήραμε! Ο Σωτήρης μας την έδωσε, παρά την πίκρα για την απώλεια του Κυπέλλου. Και τον ευχαριστώ γι’ αυτό. Έστω και με μεγάλη καθυστέρηση.
Και αυτό εξηγεί, γιατί μέσα στο βυσσινί και το λευκό της απονομής υπήρχε μία πράσινη… πινελιά. Ο Νικόλας φόρεσε τη φανέλα ολόκληρο το υπόλοιπο βράδυ.
Θυμάμαι, μέρες ολόκληρες πριν το τελικό, μία φράση αντηχούσε στο μυαλό μου: «Πάμε να γράψουμε ιστορία». Αυτό θέλαμε, να κάνουμε ότι και οι προηγούμενες γενιές της ΑΕΛ.
Ο κόουτς, Γιώργος Δώνης δε σταματούσε να μας το λέει. Οι φίλαθλοι το επαναλάμβαναν. Λες και ήταν συνεννοημένοι. Ξέρετε, η Λάρισα είναι μία πόλη που ζει και αναπνέει για την ομάδα. Και το Κύπελλο ήταν μία μεγάλη υπόθεση. Τεράστια. Μολονότι εκείνη τη χρονιά σωθήκαμε την τελευταία αγωνιστική.
Ήξερα Λαρισαίους που είχαν κάνει τάμα να επιστρέψουν με τα πόδια από το Βόλο, αν κερδίζαμε το Κύπελλο.
Και κάτι μου λέει πως θα το έκαναν πιο γρήγορα, αντί να πάρουν το αμάξι τους. Στο δρόμο από το Βόλο μέχρι τη Λάρισα γινόταν πανζουρλισμός. Χαμός. Πείτε το όπως θέλετε. Εμείς με το πούλμαν κάναμε περίπου 4 ώρες… Άλλοι που παράτησαν τα αυτοκίνητά τους, αφού δεν μπορούσαν να μετακινηθούν, είμαι σίγουρος πως έφτασαν νωρίτερα.
Το τάμα της επιστροφής δεν ήταν ο μοναδικός οιωνός. Ούτε και η… πρόβλεψη του Νικόλα.
Ο Ανρί Αντσουέ, ο ποδοσφαιριστής που έβαλε το γκολ της νίκης, μας το έλεγε συνέχεια. Δεν είναι μία ιστορία για να ενισχύσω τον θρύλο εκείνης της ΑΕΛ. Είναι η αλήθεια.
Το έλεγε. Ξανά. Και ξανά. «Θα βάλω γκολ στον τελικό». Μας το είπε την παραμονή του αγώνα. Και στο ζέσταμα. Και το έκανε!
Όταν έφυγε προς την περιοχή του Παναθηναϊκού, περιμέναμε να δούμε τι θα συμβεί. Όποιος σας πει πως ήταν σίγουρος για την κατάληξη της μπάλας, μάλλον σας λέει ψέματα. Κανείς δεν ήταν σίγουρος. Όμως ο Ανρί τα κατάφερε. Και εμείς μαζί του.
Από εκείνο τον τελικό έχω ακόμη το μετάλλιο μου. Δεν θα μπορούσα να το αποχωριστώ. Για την ακρίβεια το έχει ο Νικόλας στο δωμάτιο του. Του ανήκει πια. Όταν ήταν πιο μικρός, του άρεσε να παίζει στο σπίτι, να σκοράρει και να γίνεται ολόκληρη απονομή!
Για εμένα έχω κρατήσει περισσότερο προσωπικά αντικείμενα. Τη φανέλα μου. Και μία από τις μπάλες του τελικού. Το μόνο που έχω μετανιώσει είναι που δεν πρόλαβα να μου την υπογράψουν όλοι οι συμπαίκτες μου. Να γίνει ένα πραγματικό κειμήλιο.
Η αλήθεια είναι πως ήθελα να κρατήσω και τα παπούτσια με τα οποία αγωνίστηκα. Δεν τα κατάφερα, όμως. Το ένα χάθηκε κάπου στους πανηγυρισμούς. Κάποιος το πήρε. Το άλλο το πέταξα εγώ στην κερκίδα.
Μάλιστα, ο τύπος που το έπιασε ήρθε και μου ζήτησε το έτερο. Του είπα καλή τύχη και αν το βρει, ας το κρατήσει…
Το παράλογο εκείνης της νύχτας είναι πως δεν μπορούσαμε να το χαρούμε όσο θέλαμε. Η ΑΕΛ ήταν κοντά στον υποβιβασμό. Και είχαμε ένα ματς ακόμη, στην Καλαμαριά με τον Απόλλωνα.
Θέλαμε, αν μπορούσαμε, εκείνη τη στιγμή. Μετά τον τελικό. Παρά τον κάματο. Να πάμε απευθείας στην Καλαμαριά. Και να αγωνιστούμε. Να νικήσουμε. Να παραμείνουμε. Να γράψουμε ιστορία.
Τα καταφέραμε. Γράψαμε ιστορία.
Ο Άγγελος Διγκόζης είναι προπονητής ποδοσφαίρου.
Επιμέλεια κειμένου: Μιχάλης Γκιουλένογλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Στέλιος Βενετίδης: Όταν νιώσαμε ότι μπορούμε να ανατρέψουμε το κατεστημένο