Δύο δευτερόλεπτα. Αυτά που ακολουθούσαν τη βουτιά, ενόσω βρισκόταν μέσα στο νερό. Αυτός, το γαλάζιο και εκατοντάδες φουσκάλες από την πτώση του στο υγρό στοιχείο που λάτρευε.
Εκεί, για τόσο λίγο αλλά και για τόσο πολλές φορές, έβρισκε την αγαλλίαση ο Γκρεγκ Λουγκάνις. Ύστερα από μία ακόμα άρτια εκτελεσμένη προσπάθειά του, η οποία συνοδευόταν από το πηγαίο χειροκρότημα του κοινού. Ένα… τίποτα, χρονικά. Μα αρκετό ώστε να “καθαρίσει” από το άγχος και να κινήσει για την επόμενη προσπάθεια.
Σκαλίτσα στην άκρη της πισίνας, έξω στο… οξυγόνο, πετσέτα και στέγνωμα, μικρή αναμονή, ανέβασμα στον πύργο, δυο λόγια εμψύχωσης από μέσα του πάνω στον βατήρα, νέα βουτιά. Με πρόσωπο και με πλάτη στην υδάτινη επιφάνεια από κάτω του, με ευθεία κατάδυση και με ελεύθερο πρόγραμμα, με pike και tuck, με δύο και τρεις και… σχεδόν τέσσερεις περιστροφές. Η αγαπημένη του ρουτίνα, μακριά από την καθημερινότητα μιας ζωής αρχικά αβάσταχτης και ενίοτε με ακόμα περισσότερο πόνο. Ψυχικό πρωτίστως.
Ρουτίνα μετά πρωτοφανούς ποικιλίας βέβαια. Ο βαθμός δυσκολίας για κάθε κατάδυση ήταν για τους άλλους. Για τον ίδιο τον κορυφαίο αθλητή του αγωνίσματος όλων των εποχών, ήταν ένα νούμερο. Ένας ακόμα κωδικός. Που τον αποκρυπτογραφούσε, πέφτοντας προς το νερό, για να αναδυθεί με αυτό το χαρακτηριστικό υπομειδίαμα στα χείλη. Που έκρυβε τόσο πολλά…
Δέκτης παιδικού μπούλινγκ, καταπίεση από την οικογένεια μέχρι τις ενήλικες σχέσεις του, κακοποιήσεις και βιασμοί, ένοχα μυστικά, φυσικά το άνοιγμα του κεφαλιού του από το χτύπημα στον βατήρα και το (ξαν)άνοιγμα της υπόθεσης χρόνια μετά, όταν αποκάλυψε ότι ήταν φορέας του AIDS.
Μοναδική μα τόσο πολύτιμη σταθερά στην πολυκύμαντη ζωή του η πισίνα. Και η κατάδυση με τον πιο εντυπωσιακό, τον πιο άρτιο τεχνικά τρόπο, αφού δεν μπορούσε να καταδυθεί στα μύχια της ψυχής του.
Γρηγόριος του Πέτρου, αγόρι του χορού… και του νερού
Ο Γκρέγκορι Ευθύμιος Λουγκάνις έρχεται στον σκληρό τούτο κόσμο στις 29 Ιανουαρίου 1960. Χωρίς αυτό το όνομα. Χωρίς κανένα όνομα, στους εννιά πρώτους μήνες της ζωής του. Καρπός του έρωτα δύο 15χρονων μαθητών, ενός μελαχρινού αγοριού από τη Σαμόα και ενός γαλανομάτικου κοριτσιού, δίνεται για υιοθεσία. Ανάλογα αντιθετικό το ζεύγος που τον παίρνει στη ζωή του μετά από πέντε έγγαμα και συνάμα άγονα χρόνια.
Αυτός, ο Πέτρος Λουγκάνης, μετανάστης από την Ελλάδα. Με τη δική του εταιρεία αλιείας τόνου στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας, με την επιθυμία να μεγαλώσει ένα παιδί σύμφωνα με τις διδαχές που έχει λάβει ο ίδιος. Με πειθαρχία, με την Ορθόδοξη εκκλησία τις Κυριακές, με τον «παλιό τρόπο», όπως καυχιέται.
Αυτή, η Φράνσες, μια κοκκινομάλλα γεματούλα Τεξανή, ιρλανδικής και σκωτσέζικης καταγωγής. Μεταξύ μας, αν δεν ήταν αυτά τα σχιστά γεμάτα μελαγχολία μάτια να προδίδουν την πολυνησιακή καταγωγή του, εύκολα μπορούσες να περάσεις τον μιγά Γκρεγκ και για παιδί των… θετών γονιών του.
Ελ Καχόν λοιπόν. Έξω από το Σαν Ντιέγκο. Ο τραχύς λιγομίλητος μπαμπάς τον παίρνει σε τοπικό κλαμπ να παλέψει με άλλα αγόρια και το σιχαίνεται. Εκεί αναπτύσσει και την αποστροφή για κάθε άθλημα με σωματική επαφή. Η εξωστρεφής μαμά τον μεγαλώνει στην κουζίνα της, σε μαθήματα χορού με την αδελφή της. Και ο Γρηγοράκος το λατρεύει.
Από μωρό διαγιγνώσκεται με άσθμα και του συστήνεται άσκηση. Την βρίσκει, και επισκεπτόμενος το μάθημα της δικής του αδερφής, της επίσης υιοθετημένης Δέσποινας, στις κλακέτες. Το τυπάκι δεν παίζεται. Απίθανα ευκίνητο, δίνει κανονικά σόου. Χορευτικά, ακροβατικά, οτιδήποτε. Και οπουδήποτε. Ακόμα και σε ναυτική βάση, ακόμα και σε νοσοκομεία, μοστράρει τις φιγούρες του.
Αριστεύει και στο τραμπολίνο. Όταν στα οκτώ του μετακομίζει με τη φαμίλια σε σπίτι με πισίνα, αρχίζει να τις σκαρώνει και στον βατήρα. Άλλωστε, τραμπολίνο (αναπηδητήριο, επί το ελληνικότερον) λέγεται το ένα από τα δύο Ολυμπιακά αγωνίσματα των καταδύσεων. Αυτό με τον βατήρα στα 3μ. Το άλλο, από τα 10μ., είναι στη σταθερή πλατφόρμα.
Θορυβημένη η μητέρα του μη σπάσει κανά λαιμό, τον γράφει σε μια ομάδα καταδύσεων. Και όλα παίρνουν τον δρόμο τους. Να πνιγεί πάντως δεν τον φοβάται. Εξοικειωμένος από τριών ετών, στην πισίνα της νονάς του. Έχοντας μάθει ήδη να επιπλέει, ακόμα και να κρύβεται κάτω από το νερό… και να βγάζει ξαφνικά το κεφάλι, τρομάζοντας και καλά τις κυρίες.
Μπούλινγκ, τρίτος… πατέρας και Νο 1 ταλέντο
Ό,τι… -phobia υπάρχει, την αναπτύσσει μικρός, μεγαλύτερος, μεγάλος. Από οφιοφοβία, μέχρι που πήρε ένα φίδι στο σπίτι του και του πέρασε (!), μέχρι υψοφοβία. Προτού νιώσετε έκπληξη, η εξήγηση διά στόματος Γκρεγκ:
«Τρέμω, άμα στέκομαι κάπου ψηλά. Αν όμως από κάτω υπάρχει νερό, δεν υπάρχει και κανένα πρόβλημα».
Έχει και διάφορες αλλεργίες, στο Δημοτικό διαπιστώνει ότι είναι και δυσλεκτικός. «God saw a dog», γράφει το βιβλίο. «Dog was a God», διαβάζει. Και δώσ’ του χάχανα στην τάξη…
Δεν είναι μόνο έτσι αθώα η αντιμετώπιση από τους συνομηλίκους του. Του ασκείται κανονικό μπούλινγκ, ακούει να τον λένε από «αράπη», λόγω σκούρας επιδερμίδας, μέχρι «αδερφή», λόγω διαφορετικών ενδιαφερόντων από τα συνηθισμένα.
Αρχίζει να τραυλίζει στο σπίτι, συχνά ολοκληρώνει η Δέσποινα τις προτάσεις του. Βάζει τσιγάρο στο στόμα στα εννιά του, βάζει σύντομα και αλκοόλ, έχοντας και το κακό σχετικό παράδειγμα του πατέρα του. Τρώει ξύλο, περιμένοντας μια μέρα το λεωφορείο. «Καθυστερημένεεε», κλείνει τα μάτια το βράδυ και ακούει να τον φωνάζουν. Θα διαγνωστεί και με κατάθλιψη αργότερα, θα αποπειραθεί τρεις φορές (και ενήλικος) να βάλει τέλος στη ζωή του.
Σωτηρία οι καταδύσεις. Το ταλέντο του απλώς δεν υπάρχει. Πουθενά στον πλανήτη.
Ο πρώτος του προπονητής τού ούρλιαζε, ο δεύτερος τού έλεγε κάτι περίεργα ότι «οι βουτιές είναι σαν τα ποιήματα». Στα 13 του τον αναλαμβάνει ο περίφημος Σάμι Λι και νιώθει επιτέλους κάπου ισορροπημένος.
Στο πρόσωπο τού κορεατικής καταγωγής δις Ολυμπιονίκη (στα 10μ. το 1948 και το 1952) βρίσκει μια πατρική φιγούρα και τον άνθρωπο που θα τον κάνει να ξεπεράσει φοβίες και κόμπλεξ.
Κάποιον τέλος πάντων που, αντί να τον κοροϊδεύει, του υπενθυμίζει κάθε μέρα ότι είναι ο καλύτερος. Τον είχε πρωτοδεί παιδάκι 10 ετών και είχε πει στον δικό του γιο «αυτός εδώ ο μικρός θα γίνει ο καλύτερος αθλητής του κόσμου… με τον κατάλληλο προπονητή».
Όπερ και εγένετο. Κατεβαίνει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ το 1976 και, παρά τον οξύ πονόδοντο…, ανεβαίνει στο δεύτερο σκαλί του βάθρου σε ηλικία 16 ετών. Υψηλότερη βαθμολογία συγκεντρώνει μόνο ο Κλάους Ντιμπιάζι. Θρύλος ο Ιταλός, με το τρίτο Χρυσό του Ολυμπιακό μετάλλιο. Καλά, aspetta…
Χρονικοί, επαγγελματικοί, γεωγραφικοί περιορισμοί φέρνουν νέα αλλαγή προπονητή στα 18 του. Ο Ρον Ο’Μπράιεν είναι περισσότερο φίλος, μεγάλος αδερφός, παρά… πατέρας. Έχει την έγκριση του Λι πάντως και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Τον φτάνει στα όρια του και ο Γκρεγκ τα ξεπερνάει. Όπως με τη βουτιά 307C. Μία από τις δυσκολότερες, την οποία ελάχιστοι μπορούν να “βγάλουν”.
Τρεισήμισι περιστροφές, με tuck. Με συσπείρωση δηλαδή, τον παλμό που τον έχει δυσκολέψει (κι όμως!) και παλιότερα. Ξέρετε, εκείνη η βουτιά που ο αθλητής έρχεται σε εμβρυϊκή στάση, με τα λυγισμένα πόδια πιασμένα μπροστά από το στήθος. Την δούλευε μήνες στο έδαφος. Με μια ζώνη αιωρούμενος. Άλλο όμως τώρα.
«Να σου φέρω μεσημεριανό; Πιο μετά βραδινό; Πάντως δεν θα φύγω και δεν θα φύγεις, αν δεν πέσεις», ο Ο’Μπράιεν από κάτω, σε μια από τις σπάνιες φορές που ο Λουγκάνις διστάζει πάνω στον βατήρα. Προφανώς το πετυχαίνει, εννοείται ότι με την 307C κατακτά και Χρυσά μετάλλια.
Δέκα χρόνια αήττητος, μια στιγμή-σοκ
Όπου «Χρυσά μετάλλια», τα πάντα όλα από το 1978 έως το 1988, οπότε και σταματάει στα 28 του, ώστε να αφοσιωθεί στην υποκριτική. Η πρώτη χρονολογία είναι εκείνη κατά την οποία γίνεται δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι. Ο κόουτς εκνευρίζεται με τα πήγαιν’-έλα του αθλητή του στην άλλη άκρης της αχανούς χώρας για να πάρει το πτυχίο στις θεατρικές σπουδές. Το 1983 παίρνει ανάλογο και από το γειτονικό, Καλιφόρνια-Ιρβάιν, όπως και “χαρτί” στον χορό.
Ταυτόχρονα, ο Λουγκάνις “χορεύει”τους αντιπάλους του. Παντού. Αρχής γενομένης από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1978 στο Δυτικό Βερολίνο, σαρώνει σε κάθε αγώνα. Το 1980 χάνει τα (δεδομένα…) πρώτα του Ολυμπιακά Χρυσά λόγω του μποϊκοτάζ των ΗΠΑ στους Σοβιετικούς, το 1982 στο Παγκόσμιο του Γκουαγιακίλ γίνεται ο πρώτος ever που παίρνει 10 και από τους επτά κριτές. Βάσει του κανονισμού, οι υψηλότερες και οι χαμηλότερες βαθμολογίες τους (2+2 συνήθως) αφαιρούνται στους αγώνες, μα ο άνθρωπος είχε άριστα απ’ όλους!
Επιτέλους, Χρυσά στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1984, εντός έδρας μάλιστα. Στο Λος Άντζελες, τόσο στα 3μ. όσο και στα 10μ. Και με ρεκόρ βαθμών, ρεκόρ διαφοράς από τον δεύτερο. Αυτός και το αρκουδάκι του, το οποίο παίρνει πάντα μαζί στις συνεντεύξεις Τύπου, γίνονται διάσημοι εντός και εκτός ΗΠΑ. Όχι, δεν το φωνάζει Μίσα (σαν τη μασκότ στο χαμένο ραντεβού του ’80), αν απορείτε. Γκαρ είναι το όνομά του. Για να συγκεντρωθεί, ανάμεσα από τις προσπάθειές του, στα ακουστικά βάζει «Vangelis». Τους «Δρόμους της φωτιάς».
2/2 και στο Παγκόσμιο της Μαδρίτης δύο χρόνια αργότερα. Σεούλ. Έχουμε φτάσει στο 1988 και ένας άντρας (που έχει πλέον μουσική συνοδεία το εύγλωττο «Believe in yourself» της Νταϊάνα Ρος) “σκουπίζει” για πρώτη φορά τα Χρυσά σε διαδοχικούς Ολυμπιακούς. Γενικότερα οι Αγώνες της Νότιας Κορέας σημαδεύονται και από τον Λουγκάνις. Επειδή σημαδεύεται και το κεφάλι του, με υπεύθυνο τον… βατήρα.
Προκριματικός στο τραμπολίνο (3μ.), ένατη προσπάθεια. Ανάποδη κατάδυση, δυόμισι περιστροφών. Στην τελευταία, προτού πέσει στο νερό, χτυπάει με δύναμη το πίσω μέρος του κεφαλιού του στην παλλόμενη σανίδα. Κακός υπολογισμός, αίματα. Το γαλάζιο της πισίνας γίνεται κατακόκκινο. Σαν τα μάγουλα των παγωμένων στο θέαμα φιλάθλων στην εξέδρα.
Παρένθεση. Το 1979 στην Τιφλίδα τού είχε ξανασυμβεί. Στη σταθερή πλατφόρμα των 10μ. μάλιστα! Είχε σωθεί, επειδή έτυχε να είναι φτιαγμένη από κόντρα πλακέ και όχι ως συνήθως από τσιμέντο. Το 1983 στο Έντμοντον ετοιμαζόταν να ανεβεί στον πύργο, όταν ο Σεργκέι Τσαλιμπσβίλι (που έπεφτε ακριβώς πριν από εκείνον), ο μοναδικός άλλος που μπορούσε να κάνει την περίφημη «βουτιά του θανάτου», ναι, την 307C, χτύπησε τη δική του κεφάλα. Ο Σοβιετικός είχε μείνει αναίσθητος, ο Αμερικανός το 1988 επανέρχεται μέσα σε 20 λεπτά. Κλείσιμο παρένθεσης.
Ο Λουγκάνις δέχεται λοιπόν τις πρώτες βοήθειες, το νερό καθαρίζεται, συνεχίζει. Προκρίνεται χωρίς πρόβλημα στον Τελικό, εκεί επικρατεί -παρά τη διάσειση που έχει υποστεί- των Κινέζων, οι οποίοι διαχρονικά τον απειλούν. Κάνει το ίδιο και στα 10μ., πάντα με μια μικρή καραφλίτσα στο κεφάλι από τον τραυματισμό του.
Και καλείται να απολογηθεί το 1995, όταν πια κάνει το come out και, εκτός από το ότι ανακοινώνει ότι είναι γκέι, ενημερώνει και ότι είναι φορέας του AIDS.
Όλων το μυαλό γυρίζει σε εκείνον τον αγώνα. Που ο Λουγκάνις έχει μολυνθεί από τον ιό και το γνωρίζει, αλλά το κρύβει. Κριτικάρεται σκληρά από κάποιους συναθλητές και ομοσπονδίες, μα το χλώριο έχει κάνει τη… δουλειά του, όπως επιβεβαιώνει και ο δόκτωρ Άντονι Φάουτσι (δεκαετίες προτού γίνει φίρμα διεθνώς με τον κορωνοϊό), και ο HIV δεν περνάει σε άλλους οργανισμούς.
Στην αμερικανική καθομιλουμένη
«Μr. Perfect» τον αποκαλούν και μετά τη Σεούλ ο «κύριος Τέλειος» κρεμάει το… μαγιό του, παρότι ο κόουτς Ο’Μπράιεν ορκίζεται ότι «μπορεί να κυριαρχήσει για άλλα 10 χρόνια, αν αφοσιωθεί στον αθλητισμό».
Μετά από μια δεκαετία συνεχών νικών, πλην μιας ήττας σε ήσσονος σημασίας αγώνα το 1987, αποχωρεί από την ενεργό δράση και το γυρίζει σε ηθοποιός και χορευτής. Εμφανίζεται σε θεατρικές παραστάσεις και σε ταινίες, συχνά παριστάνοντας στις τελευταίες τον εαυτό του, στα δε μέσα της δεκαετίας του ’90 λυτρώνεται με το να παραδεχτεί δημοσίως ότι είναι ομοφυλόφιλος. Καλείται στις Όπρες, τις Μπάρμπαρες, στα εμπορικότερα talk shows. Εκδίδει την αυτοβιογραφία του, αφήνει πίσω μία κακοποιητική σχέση με τον ατζέντη και σύντροφό του, Τζιμ Μπάμπιτ.
Είχαν γνωριστεί στη σχολή στην Καλιφόρνια και, παρότι ο τελευταίος τον είχε βιάσει με την απειλή όπλου, όπως θα καταγγείλει πολλά χρόνια αργότερα ο Λουγκάνις, έμειναν μαζί έξι χρόνια και έζησαν τη μεγάλη ζωή στη βίλα τους στο Μαλιμπού.
Με τον Μπάμπιτ να έχει πεθάνει από το AIDS, ο κορυφαίος καταδύτης θεωρεί ότι είναι θέμα χρόνου να… αποχωρήσει και αυτός. Στα γενέθλιά του το 1993 δίνει αποχαιρετιστήριο (από τη ζωή!) πάρτι, μα σύντομα θα ανεβεί ψυχολογικά και θα εξελιχθεί σε μαχητικό ακτιβιστή για τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Μαθαίνει να συγχωρεί, αποδίδει δημοσίως ευχαριστίες στους λιγοστούς που του παραστάθηκαν, όταν η ζωή του κινδύνευε να πάρει επικίνδυνες ατραπούς.
«Τα δύο μεγαλύτερα πράγματα που έμαθα με τα χρόνια είναι η ευγνωμοσύνη και η συγχώρεση».
Βρίσκει τον άνθρωπό του στο πρόσωπο του Τζόνι Τσέιλοτ, τον οποίον παντρεύεται το 2013, σε μια έγγαμη σχέση που θα διαρκέσει οκτώ χρόνια, βρίσκει μέχρι και τους βιολογικούς γονείς του. Έχει και συμβουλευτικό ρόλο στους αθλητές που εκπροσωπούν τις ΗΠΑ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012 και του 2016.
Από αθλητισμό, μέχρις εκεί. Δεν ασχολείται άλλο, δεν έχει καν βατήρα στην πισίνα του νέου του σπιτιού. Μόνο ο… κυναθλητισμός τον συγκινεί, μια και αγαπάει παθολογικά τα σκυλιά και κατεβάζει τα δικά του σε αγώνες κινητικότητας. Τιμά δε την ελληνική του ανατροφή στην… κουζίνα. Η σπεσιαλιτέ του είναι ο μουσακάς, φτιάχνει μέχρι και μπακλαβά.
Δείχνει συμφιλιωμένος με όσα έχει ζήσει, πετύχει, υποστεί.
Και παραμένει τόσα χρόνια μετά στην καθομιλουμένη. Πώς λέμε εμείς «τρέχει σαν τον Βέγγο»; Στις ΗΠΑ, έστω οι μιας άλφα ηλικίας άνθρωποι, έχουν το άλλο, «πέφτει σαν τον Λουγκάνις». Ό,τι κι αν σημαίνει το «πέφτει».
CHECK IT OUT: Το χρυσό μετάλλιο (δεν) θύμισε στον Τομ Ντέιλι ποιος πραγματικά είναι
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Μαρκ Σπιτς: Ανθίζει κι Εξαφανίζεται