Ο Φρουκτουόσο Ριβέρα ήταν εκείνος που ύψωσε το λάβαρο της επανάστασης, οδηγώντας στην απελευθέρωση της Ουρουγουάης από τη βραζιλιάνικη επικυριαρχία.
Ωστόσο, όσο φλογερός πατριώτης υπήρξε άλλο τόσο η ιστορία τον καταγράφει ως “σφαγέα”. Υπό τη δική του Προεδρία, το 1831 ο στρατός κατευθύνθηκε στο Έντρε Ρίος, στα σύνορα με την Αργεντινή. Σκοπός ήταν να εξαφανίσουν από προσώπου γης την ινδιάνικη φυλή που κατοικούσε σε εκείνη την εύφορη περιοχή. Σε μία χωρίς προηγούμενο σφαγή, οι Charrua καταστράφηκαν για πάντα.
Οι σύγχρονοι Ουρουγουανοί κάθε άλλο παρά καμαρώνουν για αυτή τη μαύρη κηλίδα της ιστορίας τους και προσπαθούν να αναβιώσουν και να κρατήσουν ζωντανό ό,τι μπορούν από τις μνήμες των αυτοχθόνων της πατρίδας τους. Και περισσότερο απ’ όλα, έχουν κατορθώσει να εντάξουν στη ζωή, το μυαλό, το σώμα και την ψυχή το πνεύμα εκείνου που ονομάζουν «Garra Charrua». Δεν πρόκειται για κάτι που μπορεί να εξηγηθεί ξεκάθαρα. Είναι κάτι σαν το ελληνικό «φιλότιμο» ή το ισπανικό «duente». Είναι αυτές οι λέξεις, οι έννοιες, που δεν γίνεται να μεταφραστούν απλοϊκά.
Το «Garra Charrua» κρύβει κάτι το μυστηριακό και το αιώνιο, αλλά συγχρόνως σηματοδοτεί τη ζωή και τον θάνατο. Είναι μία εσωτερική δύναμη και θέρμη, ένας αδιάκοπος αγώνας προς την κατάκτηση της ανάσας και μία πηγαία ενέργεια κρυμμένη σε κάθε άνθρωπο.
Μιλά στην ψυχή για όλα όσα χάθηκαν, της στερήθηκαν και για όλα εκείνα που αναμένει να έρθουν στη ζωή. Για όλες τις υπερφυσικές υπάρξεις που σηματοδοτούν τη γέννηση των πάντων, όπως οι Μούσες και οι Άγγελοι. Είναι εκείνο που επουλώνει τις πληγές του παρελθόντος, για να δημιουργήσει νέες.
Είναι αυτό που έγινε οδηγός στη ζωή και την καριέρα του Γκουστάβο Πογέτ, ο οποίος ίσως να αντλεί μέρος των χρωμοσωμάτων του από τη χαμένη φυλή (υπολογίζεται ότι έχουν επιβιώσει κοντά στους 200.000 Charrua).
Η… σπυριάρα ενός aventurero
Οι περισσότεροι νομίζουν (δικαίως) ότι στην αθλητική ζωή της Ουρουγουάης υπάρχει μόνο το ποδόσφαιρο. Η αλήθεια είναι ότι σε μία χώρα με 3.5 εκατ. ψυχές δεν μπορείς να διακριθείς στα πάντα. Το μπάσκετ βρέθηκε εξ αρχής σε δεύτερη μοίρα.
Ωστόσο, η… ψηλή «Celeste» στα μέσα του προηγούμενου αιώνα ήταν ανταγωνιστική.
Ο Γκουστάβο (γεννημένος το 1967) δεν πρόλαβε να παρακολουθήσει τα ανδραγαθήματα του πατέρα. Ο Ουάσινγκτον Πογέτ αναλάμβανε να οργανώσει τις επιθέσεις των συμπατριωτών του σε δύο Παγκόσμια (1959, 1967) και δύο Ολυμπιακούς Αγώνες (1960, 1964). Στο σπίτι οι συζητήσεις κινούνταν πάντοτε γύρω από το πώς σε δύο από αυτά τα τουρνουά κατέληξε πρώτος σκόρερ της Εθνικής. Την κουβέντα συνήθως άνοιγε ο μικρότερος αδερφός του Ουάσινγκτον. Ο επίσης playmaker, Μαρσέλο Πογέτ, θεωρούσε πάντοτε τον πρωτότοκο της οικογένειας τον κορυφαίο μπασκετμπολίστα της εποχής σε όλη τη Νότια Αμερική.
Όλ’ αυτά μεταφέρονταν με τα χρόνια στον μικρό Γκουστάβο. Σε αντίθεση με τις περισσότερες ιστορίες που αφορούν στα ξεκινήματα των αθλητικών ηρώων της Αμέρικα Λατίνα, η δική τους φαμίλια δεν ανήκε στις φτωχές της περιοχής. Στη γειτονιά της Πάρκε Μπάτλε, οι φίλοι του Γκουστάβο ήταν από τις καλές οικογένειες. Τα πιτσιρίκια εκεί δεν ήταν ανάγκη να αγχώνονται από τόσο νωρίς εναγωνίως για ένα καλύτερο μέλλον, βουτώντας για τάκλιν στα λασπωμένα σοκάκια του Μοντεβιδέο. Ο Γκουστάβο και οι φίλοι του μπορούσαν να παίζουν το πιο κυριλέ μπασκετάκι τους.
Με εικόνα τον διάσημο πατέρα του, ξεκίνησε να χτυπάει με τα χέρια την μπάλα. Αμέσως έσπευσαν να του κληροδοτήσουν και το παρατσούκλι του μπαμπά. Ο «Ινδιάνος», έχοντας ξεχωρίσει για το ύψος του, βρέθηκε μέσα στη ρακέτα.
Μόνο που σταδιακά άρχισε να αλλάζει διάθεση και γούστα. Του έκανε “κακό” η τηλεόραση. Η επαφή με το ισπανικό ποδόσφαιρο υπήρξε αναπόφευκτα καταλυτική.
Καθώς η Αθλέτικ Μπιλμπάο κατακτούσε τα διαδοχικά Πρωταθλήματα (1983, 1984), ξετρελαινόταν με τον Μανούελ Σαράμπια. Ακόμα περισσότερο όμως ένιωθε πως γνώριζε το πρώτο του είδωλο. Ο συμπατριώτης του, Χόρχε Ντα Σίλβα (Βαγιαδολίδ), έπιανε τον θρυλικό Χουανίτο της Ρεάλ Μαδρίτης στην πρώτη θέση των σκόρερ (17). Μαζί τους ο “μάγος” (όνομα και πράμα), Μάχικο Γκονθάλεθ, και ο Ούγο Σάντσες θα τον οδηγούσαν στη μεγάλη απόφαση. Το παιχνίδι με την μπάλα στα πόδια μπορούσε πλέον να ξεδιπλωθεί μπροστά του.
Ήταν η πρώτη πράξη ενός-κάποιου είδους τυχοδιωκτισμού. Κατάφερε να μπει απ’ ευθείας στις ακαδημίες της Ρίβερ Πλέιτ του Μοντεβιδέο, για να ξεχωρίσει από την πρώτη στιγμή. Μόνο που μετά το μπάσκετ έπρεπε να μάθει και ποια θα είναι η θέση του στο μεγάλο γήπεδο. Ψηλός ήταν, κοντρολαρισμένος και δυνατός ήταν, τον έβαλαν μπροστά. Μόλις είχε γεννηθεί ένας νέος σέντερ φορ.
Γνήσιος aventurero (περιπετειώδης) και καθώς ήταν αεικίνητος, δραστήριος, ένας θιασώτης της έντασης και της προσπάθειας, έγινε σημείο αναφοράς στα στέκια των μάνατζερ. Είπαμε όμως, είχε και ο πατέρας τα… κονέ του. Ο μικρός βέβαια φαινόταν ότι δεν δείλιαζε να τρέξει πίσω από τις ευκαιρίες που εμφανίζονταν, ούτε και να τεστάρει με θάρρος ή θράσος τις δυνάμεις του υπό όποιες συνθήκες.
Αυτό το παιδί ήταν ξεκάθαρο πως αναζητούσε την πραγματοποίηση των ονείρων του.
Χαμένος στις Άλπεις
Το 1987 θα λάβει το βάπτισμα του πυρός και, μαζί με τα γκολ που θα σημειώσει με το κεφάλι και από μακρινή απόσταση, θα δεχθεί μία περίεργη πρόσκληση. Η Γκρενόμπλ, η οποία εδρεύει στις γαλλικές Άλπεις και αγωνιζόταν στη Ligue2, θα τον κάνει δικό της το 1988. Εκεί, έχοντας στο πλευρό του έναν εκκολαπτόμενο παικταρά, θα βιώσει τη δεύτερη πιο κακή περίοδο της καριέρας του, με τη δεύτερη να ακολουθεί περίπου μία δεκαετία αργότερα.
«Τρία πράγματα δεν θα ξεχάσω ποτέ από τη σεζόν μου στη Γαλλία. Το ένα είναι το αδιανόητο κρύο των Άλπεων. Το δεύτερο το πόσο παικταράς φαινόταν ότι θα γίνει ο Γιούρι Τζοργκαέφ. Και το τρίτο έχει να κάνει με μία τρελή ιστορία-περιπέτεια. Κάποτε, σε ένα ταξίδι προς την Αρλ, χαθήκαμε σε άγνωστους επαρχιακούς δρόμους στα βουνά για οκτώ ώρες, επειδή ο οδηγός ήθελε να κόψει δρόμο. Χωρίς κινητά και GPS, φτάσαμε στο προπονητικό στις 05:00 το ξημέρωμα. Οι συμπαίκτες μου συμφώνησαν ότι καλύτερα να έκαναν προπόνηση 06:00, ώστε να μην επιστρέψουν στις 10:00, όπως ζήτησε ο προπονητής. Όταν γύρισα σπίτι και είπα στη γυναίκα μου τι είχε συμβεί, δεν με πίστεψε καν.
Ήταν τραγικό. Δεν άντεχα άλλο. Ένιωθα πως ήταν οι χειρότεροι μήνες της ζωής μου. Σκεφτόμουν πως, αν το αεροδρόμιο ήταν κοντά στο σπίτι, θα έπαιρνα το πρώτο αεροπλάνο και θα έφευγα».
Φυσικά, η άσχημη ψυχολογία του είχε αντίκτυπο στο γήπεδο. Του έδωσαν κάμποσο χρόνο, μήπως και δείξει την αξία του. Είχαν επενδύσει πάνω του και τον πίστευαν. Μάλιστα, ο προπονητής και γείτονάς του, Κριστιάν Ντ’ Αλζέ, είχε αναλάβει να τον ταΐζει καθημερινά.
Παρόλο πάντως που έδειχνε «ήρεμος και ευγενικός νέος», στην πραγματικότητα δεν ήταν. Ποτέ του δεν προσαρμόστηκε. Πόσο μάλλον μπλεγμένος σε μια κατάσταση που τον έκανε να αισθάνεται χάλια. Δεν έψαξε βέβαια για άλλοθι. Απλώς δεν άντεχε. Τίποτα και κανέναν. «Εγώ έφταιγα. Ήμουν πραγματικά κακός. Έπρεπε να φύγω άμεσα». Με οκτώ γκολ σε μιάμιση σεζόν, έφτιαξε βαλίτσες και επαναπατρίστηκε στη Ρίβερ Πλέιτ.
Η μαγεία της Σαραγόσα και του Ναγίμ
Πίσω στην πατρίδα ξαναβρήκε τα πατήματά του και περίμενε την επόμενη ευκαιρία. Ήξερε ότι θα ερχόταν. Και συνέβη.
Ο συμπατριώτης του, Ίλδο Μανέιρο, βοηθός προπονητή στη Σαραγόσα, τον πλησίασε. «Θέλουμε έναν ψηλό να γεμίζει την αντίπαλη περιοχή. Δύσκολα θα είσαι βασικός, αλλά θα σε θέλαμε στην ομάδα», ήταν το ξεκαθάρισμα. «Θα έρθω, αλλά εγώ θα δεις ότι θα γίνω βασικός», υπήρξε η γεμάτη αυτοπεποίθηση απάντηση.
Βρέθηκε το 1990 στο Romadera να παίζει τη μία σέντερ φορ, την άλλη δεξιός εξτρέμ και την άλλη να κάθεται στον πάγκο. Όλα θα αλλάξουν με την άφιξη του Βίκτορ Φερναντές, τόσο για τον ίδιο όσο και για το club. Ο νέος κόουτς θα του δώσει άλλο νούμερο και θα τον βάλει σε θέση αμυντικού χαφ. Παράξενος ρόλος, αλλά στον οποίον αποδείχτηκε αρκετά αποτελεσματικός. Με αυτή την οπισθοχώρηση, βρίσκει σταθερή θέση στην 11άδα.
Η απόκτηση του Αργεντινού κόφτη, Νταρίο Φράνκο, θα τον στείλει στη θέση που θα τον αναδείξει για πάντα. Θα βρεθεί σε ενδιάμεσο ρόλο. Θα μπορεί να κερδίζει τις κεφαλιές στο κέντρο, να δίνει τις σκληρές μάχες που πάντα του άρεσαν και θα του επιτρέπεται να πατάει και πάλι την αντίπαλη περιοχή και να σκοράρει.
Θα σημειώσει 65 γκολ σε 239 συμμετοχές και θα βιώσει μία επταετία όνειρο.
Με αυτόν βασικό η Σαραγόσα θα χάσει το Κύπελλο του 1993 από τη Ρεάλ του Μίτσελ και του Μπουτραγκένιο, αλλά θα επιστρέψει έναν χρόνο αργότερα για να κάνει δική της την κούπα. Το 5-4 στα πέναλτι κόντρα στη Θέλτα είναι το πρώτο τρόπαιο του Πογέτ, για να ακολουθήσει ένα ακόμα πιο σπουδαίο.
Η έξοδος στο Κυπελλούχων θα τους οδηγήσει στο τέλος μίας απίθανης διαδρομής με τρελό φινάλε. Ο Τελικός με την Άρσεναλ είναι στο Παρίσι. Η επιστροφή στη Γαλλία αυτή τη φορά θα είναι ό,τι πιο όμορφο του έχει συμβεί. Θα φροντίσει γι’ αυτό ο Ναγίμ που θα δει τον Ντέιβιντ Σίμαν εκτός εστίας και από το κέντρο θα σκοράρει στο 119’ το νικητήριο highlight (2-1).
«Βρισκόμουν 10 μέτρα μακριά, όταν τον είδα να κάνει την τρέλα του. Σκέφτηκα “Τι διάολο κάνει τώρα; Τι είναι αυτό; Γιατί δεν κρατάει λίγο την μπάλα να πάμε στα πέναλτι;”. Όμως ο Ναγίμ ήξερε. Το είχε αισθανθεί. Και, όταν είδαμε την μπάλα να φεύγει από το πόδι του, μπορώ να πω ότι το αισθανθήκαμε όλοι μας. Θα θυμάμαι για πάντα την αίσθηση. Άπαντες σώπασαν, κοιτάζοντας μόνο την μπάλα και τον Ντέιβιντ Σίμαν να δέχεται το γκολ. Για εκείνον ήταν αναμφίβολα το χειρότερο γκολ στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Για να είμαι ειλικρινής, όλοι πήγαν παντού. Μετά το παιχνίδι, έκλαψα σαν μωρό από τη συγκίνηση, αλλά είχα και κράμπες στη γάμπα. Όταν προσπάθησα να τρέξω, είχα μουδιάσει από το πόδι και το συναίσθημα. Χρειάστηκε κάποιος να μου τεντώσει το πόδι, για να μπορέσω να πάω στους πανηγυρισμούς».
Το 1997 έχει φτάσει η στιγμή για μία δύσκολη μετάβαση. Έχοντας μεγαλώσει πλέον, θα αναπολήσει με αγάπη εκείνη την επταετία. Υπήρχε μάλιστα ένα ματς, εκτός από τον Τελικό με την Άρσεναλ, που θα ήθελε να το ξαναπαίξει τόσες και τόσες φορές. «Θα γύρναγα σε εκείνο το 6-3 με την Μπαρτσελόνα. Την πρώτη φορά που τους αντιμετώπισα χάσαμε 2-0, τη δεύτερη 4-1 και την τρίτη 6-1. Πήγαμε να παίξουμε και σκέφτηκα ότι, έτσι όπως το έχουμε πάει, τώρα θα φάμε οκτώ. Τελικά τους διαλύσαμε 6-3 και αυτό ήταν εκπληκτικό».
Θα ακολουθήσει το ταξίδι στον κόσμο της Premier League, η οποία είχε αρχίσει να γιγαντώνεται.
Το πιο δύσκολο, το πιο υπέροχο και το φινάλε
Η πρόταση της Τσέλσι εμφανίστηκε για να του αλλάξει τη ζωή. Αποφάσισε ότι θα έπρεπε και πάλι να είναι γενναίος. Να ρισκάρει. Με την γνώση πως δεν υπάρχει υποκατάστατο για την εμπειρία, συναίνεσε στη μετάβαση. «Ο Ναγίμ είχε παίξει στην Τότεναμ και με ενθάρρυνε να το κάνω. Αν και είχα μία όμορφη, στρωμένη ζωή στην Ισπανία, δέχτηκα αυτήν την περιπέτεια. Ήξερα ότι θα ήταν κάτι φανταστικό να παίξω με παίκτες όπως ο Τζόλα, ο Ντι Ματέο, ο Βιάλι και ο Γουάιζ. Και δεν το μετάνιωσα ποτέ».
Εκείνη την εποχή η Τσέλσι έκανε τους πειραματισμούς της. Αρχικά ο Πογέτ βρήκε σε ρόλο παίκτη-προπονητή τον Ρουντ Γκούλιτ και την προσπάθειά του να υλοποιήσει τις εξαγγελίες του για το περίφημο «σέξι ποδόσφαιρο», το οποίο δεν κατάφερε να παίξει ποτέ. Μόνο που ο Γκούλιτ δεν ήταν ο τύπος που μπορούσε να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στον κόσμο της προπονητικής. «Τον θυμάμαι να τελειώνει τη δουλειά με την προπόνηση και μετά το μεσημέρι να μην ασχολείται άλλο με την ομάδα». Μοιραία, στα μέσα της σεζόν τον ίδιο ακριβός ρόλο θα αναλάβει ο Τζανλούκα Βιάλι, απογειώνοντας τους «Μπλε» στην τρίτη θέση.
Ο Πογέτ ήδη θα έχει γίνει «Γκας» για τους Άγγλους, αλλά δεν θα το ευχαριστηθεί τόσο. Σε μία από τις πρώτες στιγμές του στο Νησί θα κατανοήσει το πού έχει βρεθεί. Ο Ρόι Κιν θα προσγειωθεί με τις σκάρες στο πρόσωπό του και θα τον αφήσει αιμόφυρτο στο χορτάρι. Το χειρότερο όμως θα έρθει λίγο αργότερα και θα του συμβεί απρόσμενα. Το γόνατό του θα γυρίσει σε ανύποπτη στιγμή, το δεξί θα μείνει καθηλωμένο παράταιρα σε μία κίνηση και οι χιαστοί του θα κοπούν. Τότε είναι που θα βρεθεί κοντά στο να λυγίσει και θα χρειαστεί να ψάξει βαθιά μέσα για τη δύναμη του «Garra Charrua».
«Η επέμβαση θα γινόταν στο Βέλγιο. Ήταν ό,τι δυσκολότερο. Περπατούσα μόνος μου στην πανέμορφη Αμβέρσα, αλλά ήμουν λυπημένος και ανήσυχος. Την επόμενη μέρα μπήκα στο χειρουργείο. Θυμάμαι το άγχος, τον φόβο, τα νεύρα και το κρύο που έκανε. Αμέσως μετά ξεκίνησε η αποκατάσταση. Ήταν τόσο περίεργα όλ’ αυτά. Χωρίς τη γυναίκα μου, δεν θα τα είχα καταφέρει. Το πλάνο ήταν να είμαι έτοιμος για την καλοκαιρινή προετοιμασία. Εγώ όμως είχα πεισμώσει και τα κατάφερα. Επέστρεψα νωρίτερα και πρόλαβα να ζήσω και πάλι το όνειρο».
Οι κούπες και η μετάνοια
Θα βρεθεί στο γήπεδο στα ημιτελικά του Κυπελλούχων κόντρα στην εκπληκτική Βιτσέντζα και στον Τελικό με την Γκλάντμπαχ. Η χρονιά θα ολοκληρωθεί εκπληκτικά, καθώς ο Τζαφράνκο Τζόλα θα χαρίσει στους Λονδρέζους και τον «Γκας» τη χαρά να σηκώσουν το ασημικό.
Ακόμα πιο φανταστικά όμως θα ξεκινήσει η επόμενη. Στο Μονακό τους περιμένει η Πρωταθλήτρια Ευρώπης, Ρεάλ. Οι Μαδριλένοι έχουν επιστρέψει στην κορυφή της Ευρώπης έπειτα από 30 χρόνια, αλλά εκείνος θα τους χαλάσει το κέφι. Περιμένοντας ανυπόμονα στο ημικύκλιο, θα πάρει την πάσα του Τζόλα και με χαμηλό μονοκόμματο θα δώσει στην Τσέλσι (1-0) το Super Cup Ευρώπης.
Μόνο που αυτό δεν θα είναι το διασημότερο γκολ του. Εκείνο το scissor kick με τη Σάντερλαντ θα μείνει για πάντα στα highlights των γκολ της Τσέλσι.
Εκείνην την χρονιά (1999-2000) θα σκοράρει συνολικά 18 φορές, ενώ την προηγούμενη το έχει κάνει άλλες 14. Στον δρόμο για την κατάκτηση του FA Cup το 2000, θα βάλει δύο στον ημιτελικό με τη Νιούκαστλ, ενώ θα φτάσουν μέχρι τα προημιτελικά του Champions League και θα πανηγυρίσουν το Charity Shield.
Έχει φτάσει 33 ετών και παραμένει στα καλύτερά του. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 2000 στον πάγκο θα καθίσει ο Κλαούντιο Ρανιέρι. Η Τσέλσι βιώνει τη μετάβαση προς τον γιγαντισμό και ο Ιταλός τεχνικός θα τον παραγκωνίσει εξαιτίας της ηλικίας του.
Η Τότεναμ θα σπεύσει να εκμεταλλευτεί την κατάσταση. Τον Μάιο του 2001 με 2.2 εκατ. λίρες κάνει την πολύ μικρή λονδρέζικη διαδρομή προς το White Hart Lane, αφήνοντας παρακαταθήκη 1.145 αγώνες, 49 γκολ και μία σεβαστή πορεία στο Stamford Bbridge.
Στο πρώτο μεταξύ τους ντέρμπι θα νιώσει εντελώς άβολα. Θα το μετανιώσει. «Μα τι πήγα και έκανα;», θα ομολογήσει στον εαυτό του.
Αν και θα ξεκινήσει δυναμικά και με 14 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις, θα οδηγήσει τους «Spurs» στον χαμένο Τελικό του League Cup, θα δει τους πολλαπλούς τραυματισμούς να τον λυγίζουν (18 γκολ σε 82 αγώνες).
Το 2004 είναι πλέον 37. Δεν αντέχει περισσότερο και θα το λήξει συνειδητά εκεί.
Το καλύτερο πέναλτι που δεν εκτέλεσε ποτέ
Σε αυτές τις σχεδόν δύο δεκαετίες καριέρας θα νιώσει την πληρότητα. Θα του την προσφέρουν οι αναμνήσεις, οι εικόνες, τα γήπεδα του κόσμου, τα μεγάλα ραντεβού.
Φυσικά, μέσα σε αυτά δεν γίνεται να μην συμπεριλάβει το πιο σπουδαίο όλων. Ο Πογέτ είναι βασικός και τα αστέρια της «Celeste» είναι ο Ντανιέλ Φονσέκα (Νάπολι, Ρόμα, Γιουβέντους) και ο θρύλος της χώρας, Έντσο Φραντσέσκολι. Κόντρα στη Βραζιλία του Μάριο Ζαγκάλο, η οποία το προηγούμενο καλοκαίρι έχει κατακτήσει το Μουντιάλ, θα βρεθεί στην κορυφή της γειτονιάς των Λατίνων.
Ο Τελικός του Copa America (1995) θα οδηγηθεί στα πέναλτι. Ο Φερνάντο Άλβες θα πιάσει ένα, ο Φραντσέσκολι θα βάλει το τελευταίο και ο Πογέτ θα ανακουφιστεί. «Ήταν να εκτελέσω το έκτο και είχα τεράστιο άγχος. Ευτυχώς ο Έντσο με έσωσε».
Αυτός ο υπερήρωας των Ουρουγουανών ήταν και ένα από τα ινδάλματά του. Όχι όμως και ο κορυφαίος συμπαίκτης του ever και αυτό είχε την εξήγησή του. «Αισθάνομαι ευλογημένος που έπαιξα στο πλευρό του Έντσο. Ηταν τεράστιο είδωλο και ο σημαντικότερος αρχηγός που είχα στην καριέρα μου. Ωστόσο, δεν τον έζησα παρά μονάχα λίγο με την Εθνική. Αντιθέτως, με τον Τζόλα συνεργαστήκαμε τέλεια. Ο καλύτερος συμπαίκτης που είχα ποτέ. Μας έκανε όλους καλύτερους και ήταν ένας εκπληκτικός μάγος».
Η ανάγκη μιας φλόγας
Η καριέρα του Γκουστάβο Πογέτ δεν περιελάμβανε πολλές φαντεζί στιγμές. Υπήρξε όμως γεμάτη αφτιασίδωτη ποιότητα.
Ουσιαστικός, δυνατός, αγέρωχος και ένας τύπος που θαρρείς ότι ταξίδευε όχι για να αλλάξει μέρος μα ιδέες και παραστάσεις. Μαζί του έμοιαζε να κουβαλάει πάντα εκείνη την σπίθα των native προγόνων του. Εκείνων που έζησαν πρώτοι στα χώματα της πατρίδας του και που το αγωνιστικό πνεύμα τους δεν έχει χαθεί.
Αυτό που ήταν ικανό για να τον χαρακτηρίσει στο γήπεδο και να προσδώσει ένα βαθύτερο νόημα στο παιχνίδι του. Εκεί όπου μπορούσε να ξεδιπλώσει όλα εκείνα τα στοιχεία που ελλοχεύουν μέσα στους πολεμιστές.
Άφηνε να ξεχυθεί η ανάγκη μιας φλόγας. Μιας φωτιάς που καίει συνεχώς και ωθεί στο να πραγματοποιούμε κάθε μας ενέργεια και σκέψη με πείσμα και ειλικρίνεια. Και ο ίδιος, ως γνήσιος Ουρουγουανός, υπηρέτησε ανιδιοτελώς το εν λόγω ένστικτο των προγόνων του.
Το δικό του «Garra Charrua» ξεδιπλώθηκε και πάνω απ’ όλα συντάραξε και συγκίνησε τον δικό του εαυτό. Του έδωσε το έναυσμα να παλέψει. Και στο τέλος της ημέρας να είναι πάντα ο άνθρωπος, ο ποδοσφαιριστής και όσα ακόμα είχε τη δύναμη να γίνει…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Έντσο Φραντσέσκολι: το τανγκό του Πρίγκιπα