Το πρόσωπό του σκαμμένο, κάθε ρυτίδα φανερώνει πόσο έχει υποφέρει.
Ένα πρόσωπο σημαδεμένο, χαρακωμένο, διαβρωμένο, σχηματισμένο μέσα από μάχες που δεν είναι μονάχα αθλητικές.
Προκάλεσε τον εαυτό του, τα έβαλε με τους δαίμονές του και με μια ασθένεια που εξασθενεί τον οργανισμό του, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, λεπτό με λεπτό.
Στηριζόμενος σε ένα δεκανίκι, ο Όσκαρ Ουάσινγκτον Ταμπάρες εξακολουθεί να δίνει εντολές στους “πολεμιστές του”. Είναι μια φιγούρα αποκαμωμένη, αλλά υπερήφανη. Το μοναδικό του αντάλλαγμα είναι να βλέπει τους παίκτες του, τους “μαθητές” του, τους “στρατιώτες” του, να ανταποδίδουν με ό,τι έχουν κι όσο έχουν. Και λίγο περισσότερο.
Γιατί σημασία δεν έχει μόνο το αποτέλεσμα. Πάνω απ’ όλα είναι η διαδρομή.
«Σκεφθείτε ότι βρίσκεστε απέναντί μου, βαθιά στον ορίζοντα. Κάνω δυο βήματα να σας πλησιάσω και αυτομάτως κάνετε κι εσείς δυο πίσω. Πεισμώνω και κάνω δέκα βήματα. Με πολύ κόπο. Διαπιστώνω, όμως, ότι και ο ορίζοντας κινείται δέκα βήματα πιο μακριά. Όσο κι αν περπατήσω, όσο κι αν μοχθήσω, δεν πρόκειται να σας φθάσω ποτέ. Γιατί, λοιπόν, να κυνηγώ αυτή την ουτοπία; Θα σας πω γιατί. Ακριβώς, διότι θα μοχθήσω και θα κάνω βήματα προς τα εμπρός».
Πίσω από αυτά τα λόγια του προπονητή, στην καρδιά αυτής της παραβολής του Ταμπάρες, είναι και η αυταπάρνηση των παιδιών του στο χορτάρι. Γιατί οι παίκτες του μοχθούν. Όσο μπορούν κι ακόμα περισσότερο.
Γιατί είναι έτοιμοι να πεθάνουν στον αγωνιστικό χώρο, σαν πολεμιστές. Οι δικοί του πολεμιστές. Όλοι για τη -μικρή δημογραφικά, αλλά τεράστια στην καρδιά- Ουρουγουάη, όλοι για την πατρίδα, όλοι για τη φανέλα, όλοι για το «Maestro», όλοι για το «Δάσκαλο».
Τον Όσκαρ Ουάσινγκτον Ταμπάρες.
Γεννημένος 3 Μαρτίου του 1947 στο Μοντεβιδέο, μεγάλωσε κανονικά, αξιοπρεπώς. Ποτέ του δεν έπαιξε το χαρτί της φτώχειας, παραείναι περήφανος για να διηγείται δακρύβρεχτες ιστορίες.
Την οικογένειά του την αναφέρει πάντοτε ως ταπεινή. Ποτέ φτωχή. «Μεγάλωσα με αξιοπρέπεια, τα απαραίτητα δεν μας έλειψαν ποτέ. Τελείωσα το γυμνάσιο που ήταν το βασικό. Βρέθηκε ο τρόπος να προχωρήσω περισσότερο, να τελειώσω και το λύκειο, να πάω ακόμη παραπέρα. Όπως συνέβαινε συχνά εκείνη την εποχή, ο πατέρας μου έλειπε πολλές ώρες στη δουλειά, η μάνα μου έμενε στο σπίτι να μας φροντίσει. Δεν ξέρω ποιον πρέπει να ευχαριστήσω περισσότερο».
Ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις γιους, ο Ουίλιαμς τρία χρόνια νεότερος, ο βενιαμίν Βάλτερ οκτώ. Ο πατέρας του, ο Όσκαρ, ήταν εργάτης σε ένα εργοστάσιο γαλακτοκομικών, έτσι βρισκόταν πάντοτε ο τρόπος να υπάρχει κάτι επάνω στο τραπέζι, όταν επέστρεφε αργά, για να δειπνήσει με την οικογένεια.
Τον αγαπούσε πολύ τον πατέρα του, πιο πολύ, όμως, σεβόταν τον αγώνα του, τη συνέπειά του και το γεγονός ότι τους μεγάλωσε φυσιολογικά σε ένα περιβάλλον πολύ δύσκολο.
Όταν ήταν ακόμη παιδί, τον φώναζαν Ουάσινγκτον. Όσκαρ έγινε στα χρόνια του γυμνασίου, όταν πια είχε μπει στην εφηβεία.
Το ποδόσφαιρο το λάτρευε από μικρός, από τότε που χανόταν στους δρόμους μεταξύ Cerrito de la Victoria και Brazo Oriental κι έπαιζε με τους συνομήλικους. Είχε πολύ μεγάλη αδυναμία στη μάνα του, μια γυναίκα πολύ δυνατή που δρούσε περισσότερο με το ένστικτο παρά με τη λογική.
«Η μάνα μου αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στους τρεις μας. Πιο πολύ με μια προσέγγιση που έβγαινε από τα σπλάχνα της και όχι βασισμένη στη λογική ή τη σταθερότητα. Σταθερότητα παρείχε ο πατέρας. Η μάνα μας ώθησε να μελετήσουμε, να είμαστε επιμελείς, μας έδωσε τη δυνατότητα να συνεχίσουμε και να γίνουμε κάτι στη ζωή μας. Και οι τρεις».
Ο Ουίλιαμς άρχισε να δουλεύει με το που τελείωσε το γυμνάσιο, ο Βάλτερ έγινε δάσκαλος και μετέπειτα διευθυντής του Κολλεγίου του Άγιου Φραγκίσκου της Ασίζης στο Μοντεβιδέο.
Κι ο Όσκαρ;
Ο Όσκαρ από πιτσιρίκος μαζί με τον ξάδερφό του, τον Μιγκέλ Άνχελ, να παίζει, να μιλάει, να σκέπτεται και να ονειρεύεται ποδόσφαιρο.
Με τον Μιγκέλ μάζευαν μαζί χαρτάκια, ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία η συμπλήρωση του άλμπουμ. Πολλές φορές ο μεγαλύτερος ξάδερφος το άφηνε στο σπίτι του μικρού, για να το ξεφυλλίζει τις νύχτες. Μια μέρα ο Όσκαρ το πήρε και μαζί στο σχολείο. Του το έκλεψε ένα μεγαλύτερο παιδί, ήταν η πρώτη μεγάλη στενοχώρια στη ζωή του.
Ήθελε να εξαφανιστεί από ντροπή, δεν ήξερε πώς να το πει στον ξάδερφό του. Βρήκε το θάρρος και το ψέλλισε, αλλά ο Μιγκέλ δεν του έβαλε τις φωνές, δεν τον κατσάδιασε. Με την ψυχραιμία και την ωριμότητα στην αντιμετώπισή του, έδειξε στον μικρό Όσκαρ ότι τις ήττες και τις απώλειες τις αντιμετωπίζουμε καλύτερα δίχως δραματοποιήσεις κι ανέξοδες “τιμωρίες”.
Ο Μιγκέλ τον πήρε μαζί του στην Ciclón του Cerrito, όπου προπονούσε ο πατέρας του, αλλά ο Όσκαρ δεν ήταν καλός. Σπανίως τον έβαζε να παίζει ο θείος Ίσμαελ και, όσες το έκανε, ήταν για να μην καταστρέψει τα όνειρά του.
Ο Όσκαρ ξεκίνησε σαν επιθετικός. Όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας του, ήθελε να είναι πρωταγωνιστής. Πολύ γρήγορα ωστόσο, κατάλαβε ότι το ταλέντο του είναι λειψό. Όταν πήγε να παίξει στη Faro, τον έβαλαν στην άμυνα. Δεν τον ενόχλησε, το δέχτηκε αδιαμαρτύρητα, αντιλήφθηκε ότι θα είχε το χρόνο και τη δυνατότητα να δει το ποδόσφαιρο διαφορετικά, πιο ολοκληρωμένα. Μέσα του ήξερε ότι ως ποδοσφαιριστής πολύ δύσκολα θα έχει την ευκαιρία να διαπρέψει, αλλά ήταν αδύνατον να σταματήσει, γιατί το αγαπούσε.
Την είχε παιδιόθεν αυτή την “αίσθηση ευθύνης” ο Ταμπάρες, και στο σχολείο ήταν επιμελής, μελετούσε, κατόρθωσε και πέρασε το magisterio, για να γίνει δάσκαλος. Δεν ήταν το όνειρό του, το επέλεξε σχεδόν τυχαία, πιο πολύ επειδή οι περισσότεροι φίλοι του επέμεναν ότι του ταιριάζει. Μέχρι την πρώτη φορά που ήρθε σε επαφή με τα παιδιά, θεωρούσε ατυχέστατη επιλογή να διδάξει, ακόμα είχε στο νου το ποδόσφαιρο. Μετά ως διά μαγείας κατάλαβε ότι η πραγματική αξία της γνώσης κρύβεται στη διάδοσή της.
Ήρθε ο πρώτος διορισμός ως εκπαιδευτικός. Τον έστειλαν στα πιο δύσκολα σχολεία της πρωτεύουσας, στις πιο φτωχές συνοικίες του Μοντεβιδέο. Τότε άρχισε να αναθεωρεί πολλά, ακόμα και για την ίδια του την ύπαρξη.
Παρατηρούσε τα παιδιά που έτρωγαν τη φλούδα από τις μπανάνες, παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο με σκισμένα ρούχα και παπούτσια. Τότε αντίκρισε για πρώτη φορά την πραγματική φτώχεια, τότε πήρε και την κομβική απόφαση να αγνοήσει σχεδόν τη σιωπηρή ντιρεκτίβα του υπουργείου και αντί να διδάξει τραγουδάκια και παιχνίδια σε παιδιά που «ούτως ή άλλως, η ανάγκη για επιβίωση θα τα αναγκάσει να μην τελειώσουν ούτε το δημοτικό», να τολμήσει να δώσει μια μάχη εκ προοιμίου χαμένη.
Αγόρασε το βιβλίο του Ότο Ένγκελμαϊερ σχετικά με την εξελικτική ψυχολογία της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας. Βοήθησε πάρα πολύ όσα παιδιά πέρασαν από τα χέρια του, μαζί τους όμως ωρίμασε και ο ίδιος.
Γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του, τη Σίλβια, στο καρναβάλι στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Μέσα σ’ έναν χρόνο παντρεύτηκαν, τον επόμενο γεννήθηκε η κόρη τους, η Λάουρα.
Η γέννηση ενός παιδιού είναι μία από τις θεμελιώδεις εμπειρίες της ζωής, μια στιγμή απερίγραπτης ευτυχίας. Τα μάτια του πατέρα, της μητέρας, των παππούδων, των θείων, είναι όλα στραμμένα στο νεοφερμένο μέλος της οικογένειας.
Με την Σίλβια ήταν πολύ νέοι, γνώριζαν ο ένας τον άλλον μόνο δυο χρόνια κι όπως κάθε νέο ζευγάρι, στο μυαλό είχαν μόνο σχέδια και ψευδαισθήσεις. Δυο χρόνια μετά την Λάουρα ήρθε η Τάνια, λίγο πιο μετά η Βαλέρια. Η οικογένεια Ταμπάρες ολοκληρώθηκε λίγο αργότερα με τον ερχομό της Μελίσα.
Τη φαμίλια του τη χαρακτηρίζει ως ιδιαίτερη, επισημαίνει γελώντας ότι η γυναίκα του είναι οπαδός της Πενιαρόλ, ο ίδιος της Νασιονάλ, της αιώνιας “εχθρού” και δεν γίνεται να συμφωνήσουν ποτέ. Τους ενώνουν πράγματα πολύ έξω από τα καθιερωμένα με τη Σίλβια. Κάποτε είχαν αγοράσει το βινύλιο με τα Όνειρα Αγάπης του Λιστ, χωρίς να έχουν καν πικάπ να το ακούσουν.
Η οικογένεια Ταμπάρες απείχε πολύ από τη μέση λατινοαμερικάνικη οικογένεια. Kατά βάση, συντηρείτο από τον μισθό της συζύγου. Ο Όσκαρ πάλευε να μαζέψει ό,τι μπορεί με τον πενιχρό μισθό στα σχολεία και τα δίμηνα-τρίμηνα συμβόλαια που έκανε σαν ποδοσφαιριστής.
Αμέρικα, Γουόντερερς, Σπορτίβο, Φένιξ. Πέρασε απ’ όλες τις ομάδες του Μοντεβιδέο.
¡FELIZ CUMPLE MAESTRO TÁBAREZ! 🎂🎈
“El camino es la recompensa”. 🙌🏼 pic.twitter.com/hhXbBqMGec
— Montevideo Wanderers (@mwfc_oficial) March 4, 2018
Δεν έθελξε ποτέ με την απόδοσή του στον αγωνιστικό χώρο, άλλωστε τον τυράννησαν και αρκετοί τραυματισμοί στα γόνατα που δεν του επέτρεψαν ποτέ να δουλέψει περισσότερο.
Έφτασε μέχρι και το Μεξικό, έπαιξε στην Πουέμπλα για το μεροκάματο, αλλά δεν άντεξε περισσότερο από δυο μήνες μακριά από την Σίλβια και τα κορίτσια. Ήταν από τις χειρότερες περιόδους της ζωής του, εκτός απ’ τη νοσταλγία, υπήρχε και ένα πολύ σοβαρό ενδεχόμενο η Τάνια να πάσχει από μυϊκή δυστροφία.
Απεδείχθη εκ των υστέρων ότι ήταν ήπιας μορφής, αλλά με τα μέσα και την ιατρική εκείνης της εποχής η τελική διάγνωση ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Στην τελευταία βιοψία, όταν ο γιατρός απέκλεισε τον κίνδυνο, ο Ταμπάρες έμεινε ακίνητος, ανέκφραστος, δεν έβγαλε λέξη, είχε μια αντίδραση, σαν να είχε ακούσει το χειρότερο. Μέσα του έμοιαζε με ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί, δεν ήξερε αν έπρεπε να αγκαλιάσει ή να πιάσει το γιατρό απ’ το λαιμό.
Η περιπέτεια με την κόρη του τον οδήγησε ουσιαστικά να ολοκληρώσει την καριέρα του, σχετικά νωρίς ακόμα και για τα δεδομένα της εποχής. Δεν είχε κλείσει καν τα 32, όταν το 1979 αποφάσισε να δώσει το οριστικό τέλος με το μεγάλο του πάθος, το ποδόσφαιρο.
Είχε πετύχει τον στόχο του, είχε μαζέψει στην άκρη κάποια χρήματα, για να αγοράσουν ένα σπίτι, ήταν αγαπητός σε όλη την ποδοσφαιρική κοινότητα της Ουρουγουάης, παρότι “ανώνυμος” σαν παίκτης.
Λόγω ιδιοσυγκρασίας, κλήθηκε και σε ένα φιλικό της Εθνικής ομάδας, για να γράψει έστω και μια ανεπίσημη συμμετοχή με το εθνόσημο. Ήταν η μέγιστη τιμή για κάθε Ουρουγουανό η φανέλα της Celeste. Ήταν και παραμένει ιερή για τους 3,5 εκατ. ανθρώπους που κατοικούν νοτιοδυτικά του Ρίο ντε λα Πλάτα.
Όταν ανακοίνωσε στην Σίλβια ότι σταματάει, η αντίδρασή της ήταν η αναμενόμενη: σκέφτηκε αμέσως το ζην, το εισόδημα που χανόταν, τα κορίτσια που ήταν ακόμα στην εφηβεία, τη γενικότερη ανέχεια στο Μοντεβιδέο.
Ο Όσκαρ την καθησύχασε, της εξήγησε ότι θα βρει και δεύτερη δουλειά. Πράγματι, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, εκτός από το δημόσιο σχολείο, προσελήφθη και σε ένα καθολικό κολλέγιο που χρηματοδοτούσε η γερμανική κοινότητα στην πρωτεύουσα. Τα χρήματα, όμως, ήταν και πάλι πενιχρά.
Ένα βράδυ, άκουσε στο ραδιόφωνο τον θρύλο προπονητή της Πενιαρόλ, Χοσέ «Πέπε» Ετσεγκόγεν, να λέει ότι αναζητούνται νέοι άνθρωποι με όρεξη, για να βοηθήσουν τις ακαδημίες. Ο “Πέπε” τονίζει ότι δεν θέλει απλώς ποδοσφαιρικά καταρτισμένους, θέλει παιδαγωγούς.
Το ημερολόγιο γράφει φθινόπωρο του 1980 και εκείνη τη νύχτα ο Όσκαρ Ουάσινγκτον Ταμπάρες έμεινε άυπνος, ετοιμάζοντας μια μακροσκελέστατη εισήγηση γεμάτη ιδέες και νεωτερισμούς, προκειμένου να την παρουσιάσει στον Ετσεγκόγεν. To επόμενο πρωινό, πήρε τα χαρτιά και χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού τού Ετσεγκόγεν: «Δεν ξέρω αν με θυμάστε, είμαι ο Ταμπάρες και σας έχω ετοιμάσει ένα αναλυτικό πλάνο σχετικά με τις ακαδημίες που είπατε χθες στο ραδιόφωνο. Σας το αφήνω εδώ και, εάν σας ενδιαφέρει, παρακαλώ να επικοινωνήσετε μαζί μου». Δεν πρόλαβε να επιστρέψει σπίτι και τον περίμενε η Σίλβια στην πόρτα. «Πού είσαι; Σε έχει πάρει δυο φορές τηλέφωνο ο Ετσεγκόγεν»!
Ο Πέπε χωρίς περιστροφές δηλώνει ενθουσιασμένος, του εξηγεί ότι, αν υπήρχε ελεύθερη θέση στο επιτελείο του, θα τον έπαιρνε αμέσως μαζί του. Του συστήνει να κάνει λίγο υπομονή και να πάει στη Μπέλα Βίστα (η μικρή ομάδα που έκλεισε την καριέρα του ο Ταμπάρες) και να αναλάβει τις ακαδημίες.
Desde este club que te vio surgir como DT, sabemos más que nadie que "El camino es la recompensa", por muchos años más de enseñanza y buen fútbol.
🎊 ¡Feliz cumpleaños maestro Óscar Washington Tabárez! 🎉#OrgulloDeNuestroFutbol https://t.co/bOGv3Y67Pl pic.twitter.com/w0zQP2R3Ll
— BELLA VISTA (@BellaVistaUY) March 3, 2018
Στέλνει εκεί και τον Χοσέ Χερέρα «el Profe», έναν νέο γυμναστή με πολλές ιδέες που επίσης αναζητούσε δουλειά.
Ο Χοσέ Χερέρα θα παραμείνει στο πλευρό τού Όσκαρ Ταμπάρες, σε μια συνεργασία που έσπασε κάθε ρεκόρ, συμπληρώνοντας τέσσερις δεκαετίες.
Η δουλειά του στη Μπέλα Βίστα είναι αξιοσημείωτη, κάνει ακριβώς αυτά που έγραφε στον Ετσεγκόγεν: μαθαίνει στα παιδιά τα βασικά του παιχνιδιού: υποδοχή, κοντρόλ, πάσα. Το αξίωμά του είναι πως η σκέψη είναι πιο γρήγορη και από τον ταχύτερο επιθετικό, η διδαχή του επικεντρώνεται στο ότι το ποδόσφαιρο είναι εγκεφαλικό και γι’ αυτό διεγείρει την ανθρώπινη φύση.
Μένει στις ακαδημίες τρία χρόνια, δουλεύει ακατάπαυστα και με μεγάλη θέρμη, νιώθει ήδη έτοιμος να αναλάβει την πρώτη ομάδα. Ο προβιβασμός, όμως, δεν έρχεται ποτέ. Όταν δεν ανοίγει μια συγκεκριμένη πόρτα, πάντα θα ανοίξει μια άλλη που μέχρι τότε δεν την είχαμε δει ποτέ.
Λίγες βδομάδες μετά την απογοήτευση, ήρθε η κλήση από την ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Ουρουγουάης. Του προσφέρθηκε η δυνατότητα να προπονήσει την ομάδα Νέων, με ποδοσφαιριστές κάτω των 20 ετών.
Σε αυτό το οικείο περιβάλλον έρχεται η πρώτη διάκριση της καριέρας του. Η “δική του” Εθνική Νέων κατακτά το χρυσό μετάλλιο στους Παναμερικανικούς Αγώνες του 1983 στο Καράκας, νικώντας στο μεγάλο τελικό τη Βραζιλία του Κάρλος Ντούνγκα.
Εκείνη η ανέλπιστη επιτυχία με τη μικρή Εθνική έφερε και τη δουλειά στη Ντανούμπιο, αμέσως μετά στους Μοντεβιδέο Γουόντερερς Wanderers, όπου θα γνωρίσει τους μετέπειτα κομβικούς για την καριέρα του, Σέλσο Οτέρο (τότε τερματοφύλακας), Μάριο Ρεμπόλο (τότε αμυντικός) και τον ιατρό Αλμπέρτο Παν, τρεις ανθρώπους που έκτοτε θα προστεθούν στον Χερέρα και θα αποτελέσουν το σταθερό και αδιάβλητο τεχνικό επιτελείο συνεργατών του.
Παρότι θα οδηγήσει το κλαμπ στην έξοδο στο Libertadores, βιώνει τη σκληρή πραγματικότητα των προπονητών και απολύεται για μια σειρά μέτριων αποτελεσμάτων. Μένει εκτός για μεγάλο διάστημα, αλλά εκπλήσσεται όταν οι παίκτες της πρώην ομάδας του, τον επισκέπτονται στο σπίτι του, ζητούν συμβουλές, συζητούν και μοιράζονται προβληματισμούς μαζί του για το ποδόσφαιρο.
Παίρνει δύναμη να συνεχίσει, τότε αντιλαμβάνεται ότι η προπονητική είναι το κισμέτ του.
Επέστρεψε στους πάγκους για την Πενιαρόλ, μια παραπαίουσα αριστοκράτισσα με οικονομικά προβλήματα και τους σημαντικούς της ποδοσφαιριστές να την εγκαταλείπουν.
Ο Ταμπάρες ουσιαστικά πρέπει να προπονήσει, να χτίσει και να φέρει αμέσως αποτελέσματα με την πιο νεανική Πενιαρόλ όλων των εποχών. Μόνος του σύμμαχος, ένας παλιός γνώριμος από τις ακαδημίες της Μπέλα Βίστα, ο Ντιέγκο Αγκίρε.
Ο Ταμπάρες είναι ουσιαστικά ο άνθρωπος που έπλασε τον Αγκίρε, ο προπονητής που ανάγκασε τον Ολυμπιακό του Γιώργου Κοσκωτά να δαπανήσει πακτωλό εκατομμυρίων, για να έρθει ο Ουρουγουανός επιθετικός στην Ελλάδα εκείνον τον φρενήρη Δεκέμβριο των 16 συνολικά μεταγραφών του “τυφώνα” τραπεζίτη.
Ο Αγκίρε δεν έπιασε ποτέ στην Ελλάδα, κατηγορήθηκε μάλιστα και για χρήση αντικανονικών ουσιών σε έλεγχο ντόπινγκ και ελάχιστοι θα συγκρατούσαν το όνομά του, εάν δεν επρόκειτο για την πρώτη πανάκριβη μεταγραφή της εποχής Κοσκωτά στον Ολυμπιακό.
Τον Αγκίρε τον είχε δοκιμάσει στα 15 του στη Μπέλα Βίστα, τον είχε επιλέξει για την ομάδα νέων, αλλά ο μικρός αρνήθηκε, γιατί δεν είχε επιλέξει μαζί και τους δυο συμμαθητές του που τον συνόδευαν. Ο Ταμπάρες, όταν τον ξαναβρήκε στην Πενιαρόλ, θυμόταν ακόμα και τα μικρά ονόματα των άλλων παιδιών που ουδέποτε έκαναν καριέρα στο ποδόσφαιρο.
Ο άκρως επιτυχημένος προπονητής μετέπειτα Αγκίρε αναφέρει, αυτή την ιστορία σε κάθε ευκαιρία για να καταδείξει πόσο μεθοδικός και μνήμων είναι ο Ταμπάρες, πόσο έμπρακτα κοντά βρίσκεται σε κάθε παίκτη, είτε πρόκειται για παιδί των ακαδημιών που απλώς περνάει δοκιμαστικό είτε για σούπερ σταρ του διαμετρήματος ενός Καβάνι.
Βασιζόμενος σε αυτή την προσέγγιση, κάνοντας δηλαδή κάθε ποδοσφαιριστή του να νιώθει ξεχωριστός, οδηγεί την Πενιαρόλ των πιτσιρικάδων στον τελικό του Libertadores, όπου τον περίμενε η τρομακτική Αμέρικα του Κάλι, με μούρες βγαλμένες από το Narcos.
Το 2-0 του πρώτου αγώνα στην Κολομβία, είναι φτωχό για να περιγράψει την εικόνα του αγώνα. Οι πιτσιρικάδες τρόμαξαν και από την ατμόσφαιρα και από το σχεδόν αντιαθλητικό παιχνίδι των αντιπάλων. Στη ρεβάνς στο Centenario, ο Ταμπάρες εκφωνεί έναν από τους ιστορικούς λόγους του στα αποδυτήρια, κλείνει την ομιλία του λέγοντας ότι 53 χιλιάδες κόσμος στις εξέδρες περιμένει από τους πιτσιρικάδες να γίνουν άντρες.
Και έγιναν.
Τρία λεπτά πριν τη λήξη του αγώνα, ο Βιγιάρ με εκπληκτική εκτέλεση φάουλ σκοράρει το δεύτερο γκολ και οδηγεί τον τελικό σε επανάληψη σε ουδέτερο γήπεδο.
31 Οκτωβρίου 1987, Σαντιάγο, Χιλή. Εκεί Πενιαρόλ και Αμέρικα θα τα παίξουν όλα για όλα.
Τα 90′ ολοκληρώνονται χωρίς σκορ, το ίδιο και το πρώτο ημίχρονο της παράτασης. Οι Κολομβιανοί στην εξέδρα είναι σε έκσταση, το χρονόμετρο γράφει 119΄ και η Αμέρικα του Κάλι είναι αγκαλιά με το κύπελλο βάσει ενός “λατινοαμερικάνικου” κανονισμού που πριμοδοτεί τα εκτός έδρας γκολ των προηγούμενων αγώνων.
Στο τελευταίο λεπτό της παράτασης ολοκληρώνεται η τριλογία ενός από τους καλύτερους τελικούς Libertadores όλων των εποχών.
Με τρεις αντιπάλους να τον παρεμποδίζουν, να τον τραβούν απ’ τη φανέλα και το σορτσάκι και 25 χιλιάδες κόσμο να τρελαίνεται, ο Ντιέγκο Αγκίρε στέλνει τη μπάλα στα δίχτυα και γεννιέται το έπος της Penarol des Milagros. Στην άκρη του πάγκου, αγέρωχος ένας μελαχροινός άντρας με χωρίστρα και εικόνα πολύ παράταιρη σε σχέση με τον λατινοαμερικανό που έχουμε κατά νου: ο Όσκαρ Ουάσινγκτον Ταμπάρες.
Δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί με λόγια σε ανθρώπους που δεν έχουν επαφή με το ποδόσφαιρο της Λατινικής Αμερικής, τί σημαίνει για αυτά τα εκατομμύρια ανθρώπους ένα κύπελλο, ποια είναι η σχέση των λαών αυτών με το ποδόσφαιρο, πώς διαμορφώνουν την καθημερινότητά τους σε άμεση σχέση και διάδραση με αυτό.
Το ποδόσφαιρο είναι διέξοδος, καταξίωση, διαφυγή, εξαγνισμός, περικλείει σχεδόν τα πάντα.
Έτσι πιθανόν να εξηγείται και το οξύμωρο της Ουρουγουάης, μιας χώρας 3,5 εκατομμυρίων κατοίκων με κατακτήσεις δύο Παγκοσμίων Κυπέλλων, με ασύγκριτα πολλές κατακτήσεις Copa America, με τρομερές φυσιογνωμίες στο παγκόσμιο μουσείο του αθλήματος.
Στο 120′ εκείνου του Τελικού του Libertadores, ο Όσκαρ Ταμπάρες διάβηκε το κατώφλι του κλειστού κλαμπ των πραγματικά μεγάλων, τότε επί της ουσίας ξεκίνησε να γράφει τη δική του ξεχωριστή ιστορία στη Βίβλο του ποδοσφαίρου. Παρά το γεγονός ότι η Πενιαρόλ χάνει το διηπειρωτικό από την Πόρτο, o Ταμπάρες είναι ήδη ο επόμενος προφήτης της Ουρουγουάης, η κλήση του από τη μεγάλη Εθνική μοιάζει θέμα χρόνου.
Μετά από ένα πολύ σύντομο πέρασμα από τη Ντεπορτίβο Κάλι, η ομοσπονδία τον καλεί με αποστολή να ξαναβάλει την Εθνική στο κλαμπ των μεγάλων. Το 1978 και το 1982 οι Ουρουγουανοί ήταν απόντες από το Παγκόσμιο Κύπελλο, σε τελική φάση είχαν να κερδίσουν παιχνίδι από το 1970.
Η δεξαμενή του Ταμπάρες δεν ήταν ανεξάντλητη, είχε όμως την τύχη να ξεκινά την ομάδα από δυο εκπληκτικούς ποδοσφαιριστές: τον καλλιτέχνη Έντσο Φραντσέσκολι και τον πολιορκητικό κριό Ρούμπεν Σόσα. Το πρώτο σημαντικό τεστ πριν το Παγκόσμιο της Ιταλίας, είναι το Copa America του ’89.
Η Ουρουγουάη μπαίνει εύκολα στον τελικό γύρο των τεσσάρων και διαλύει εύκολα την Παραγουάη με 3-0, ενώ κερδίζει καθαρά και την Αργεντινή του Ντιέγκο με 2-0, σε ένα ματς που θα μείνει στην ιστορία για αυτό το απίστευτο δοκάρι του Μαραντόνα από τα 50 μέτρα.
Στον Τελικό, οι Ουρουγουανοί θα λυγίσουν στη λάβα του Μαρακανά μπροστά σε 148 χιλιάδες κόσμο, εκεί όπου δεν λύγισε μόνο ο εθνικός ήρωας Αλτσίντες Γκίτζα. Η κεφαλιά του μεγάλου Ρομάριο θα χαρίσει το τρόπαιο στη Βραζιλία, αλλά η Ουρουγουάη φωνάζει ότι επέστρεψε.
Ο στόχος που έχει θέσει ο Ταμπάρες τότε στην ομοσπονδία, είναι η βελτίωση της εικόνας του ποδοσφαίρου της χώρας στον υπόλοιπο κόσμο.
Μέχρι τότε οι Ουρουγουανοί ποδοσφαιριστές ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι με δρεπανηφόρα, κυνηγούς κεφαλών και αστραγάλων, για τον υπόλοιπο κόσμο ήταν συνώνυμο του αντιαθλητικού παιχνιδιού. Ο Ταμπάρες ήθελε να το αλλάξει αυτό, επιθυμούσε να παρουσιάσει και μια άλλη πρόταση, διαφορετική, πιο ποδοσφαιρική.
Στο πλαίσιο αυτό, πριν το Παγκόσμιο της Ιταλίας, κλείνει φιλικό στο Γουέμπλεϊ, όπου κερδίζει τη γηπεδούχο Αγγλία, αποδίδοντας πολύ όμορφο ποδόσφαιρο. Την ίδια εικόνα διατηρεί και στα ιταλικά γήπεδα, όπου προκρίνεται από τον όμιλο, αλλά έχει την ατυχία να πέσει επάνω στη διοργανώτρια Ιταλία και τον οίστρο του Τοτό Σκιλάτσι.
Η δουλειά όμως, είχε γίνει. Η Ουρουγουάη δεν ήταν πια (μόνο) η ομάδα των δρεπανηφόρων, παρουσίαζε και ποδόσφαιρο κατοχής, είχε το δικό της μεγάλο δεκάρι (τον Φραντσέσκολι), κέρδιζε τη συμπάθεια των ουδέτερων.
Η πρώτη εμπειρία στον πάγκο της Εθνικής διήρκησε 34 παιχνίδια, ο Ταμπάρες δεν είχε σπάσει απλώς την “κατάρα” του ’70, αλλά είχε οδηγήσει την ομάδα και στη φάση των νοκ-άουτ. Σημειωτέον δε, ότι για να ξανακερδίσει η Ουρουγουάη σε Μουντιάλ, χρειάστηκε να επιστρέψει κι ο ίδιος στον πάγκο της.
Εν τω μεταξύ, έχει αποδεχθεί τη μεγάλη πρόκληση να καθίσει στον ηλεκτρικό πάγκο της Μπόκα Τζούνιορς, άτιτλης για περισσότερο από δεκαετία και με κόσμο έτοιμο να λιντσάρει ακόμα και τους κηπουρούς του Μπομπονέρα.
Κατακτά την Apertura το 1992, όταν οι οπαδοί της Μπόκα γκρέμισαν τα κάγκελα στο πέταλο. Η φιλοσοφία του συνοψίζεται στα λόγια του: «Δίνω πάντα μεγαλύτερη σημασία στην πειθώ παρά την επιβολή. Είναι σημαντικό ο σπουδαστής ή -στην περίπτωση μιας ομάδας- ο παίκτης, να δίνει σημασία σε αυτό που κάνει. Ο παίκτης πρέπει να μεγαλώνει, να βελτιώνεται, να αισθάνεται ανεξάρτητος».
El 31 de mayo de 1992, #Boca ganó la Copa Master. El equipo del Maestro Tabárez se impuso 2-1 a Cruzeiro en la final. pic.twitter.com/eWG58RDJLV
— Boca Juniors (@BocaJrsOficial) May 31, 2015
Τα παραπάνω λόγια τα ενσάρκωσε καλύτερα απ’ όλους ένας νεαρός επιθετικός της Μπόκα με μακριά ξανθιά χαίτη, ο Γκάμπριελ Ομάρ Μπατιστούτα.
Η θητεία του Ταμπάρες στη Μπόκα θα μείνει στην ιστορία από τη θρυλική Batalla de Macul, τον ημιτελικό του Libertadores με τους Χιλιανούς της Κόλο Κόλο, το ματς που αποδίδει όσο κανένα άλλο την παράνοια του ποδοσφαίρου στη Λατινική Αμερική.
Μονουμεντάλ του Σαντιάγο, 22 Μαΐου 1991. Το γήπεδο δεν είναι απλώς ασφυκτικά γεμάτο, έχει κόσμο ακόμα και μέσα (!) περιμετρικά των γραμμών. Στα δοκάρια κρέμονται ρολά ταμειακής, έχουν πέσει χιλιάδες χαρτάκια μέσα στον αγωνιστικό χώρο, μαζί με εκατοντάδες πυροτεχνήματα, βεγγαλικά, καπνογόνα, ό,τι βάζει ο νους.
Το ματς δείχνει να οδεύει ολοταχώς για παράταση, όταν ο Πατρίσιο Γιανέζ πασάρει στον Μαρτίνεζ. Πριν καν σκοράρει ο Χιλιανός επιθετικός, οποιοσδήποτε με αργεντίνικο διαβατήριο ή διακριτικά της Μπόκα στο γήπεδο, έχει σηκώσει το χέρι και ζητάει οφσάιντ. Ο επόπτης μένει στη θέση του, ο Μαρτίνεζ χάνεται στο ντελίριο των πανηγυρισμών ενός ανεπανάληπτου mix κόσμου, παρατρεχάμενων, φωτογράφων, φροντιστών, αστυνομικών, των πάντων.
Ό,τι ακολουθεί είναι extreme ακόμα και για τη hard core λατινοαμερικάνικη εκδοχή του ποδοσφαίρου.
Ανείπωτο ξύλο, σκυλιά της αστυνομίας στον αγωνιστικό χώρο να δαγκώνουν(!) ποδοσφαιριστές, αντικείμενα, προπηλακισμοί, διακοπή, μπουνιές, κλωτσιές, ατόφιο ξύλο. Οπαδοί στον αγωνιστικό χώρο, ποδοσφαιριστές αιμόφυρτοι, ο ίδιος ο Ταμπάρες αιμόφυρτος, ο Μπατιστούτα εν εξάλλω να συλλαμβάνεται από την κάμερα να κραυγάζει «hijo de puta, hijo de puta!»,άγνωστο προς ποια κατεύθυνση.
Προς έκπληξη όλων, το ματς θα συνεχιστεί (!) οι Χιλιανοί θα προκριθούν στον τελικό και όταν λήγει το ματς, ο Ταμπάρες μαζί με τον μέσο της Μπόκα, Μπλας Τζιούντα, συλλαμβάνονται και οδηγούνται στη φυλακή! Το θέμα λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις, παρεμβαίνει με δήλωσή του ακόμα και ο Αργεντίνος Πρόεδρος, Κάρλος Μενέμ, ενώ στη Χιλή πανηγυρίζουν στους δρόμους, καίγοντας σημαίες της Αργεντινής. Θα χρειαστούν τελικά λεπτοί χειρισμοί σε επίπεδο διπλωματών και ατέλειωτες διαπραγματεύσεις μεταξύ αξιωματούχων για να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο.
Ο Ταμπάρες θα ολοκληρώσει αυτή την ταραχώδη περίοδο της καριέρας του το 1993, όταν και αποφασίζει να επιστρέψει στην Πενιαρόλ νιώθοντας έτοιμος για να προπονήσει και στην Ευρώπη.
Όταν το καλοκαίρι του 1994 τον καλεί ο ιδιόρρυθμος Τσελίνο στην Κάλιαρι, είναι στην πιο παραγωγική προπονητικά ηλικία της καριέρας του και έτοιμος να βγει από το κουκούλι του ιδιότυπου λατινοαμερικάνικου ποδοσφαίρου.
Η Ευρώπη τον υποδέχεται με σκεπτικισμό, οι Ιταλοί είναι πολύ δύσκολοι στο να αποδεχθούν αλλοδαπούς προπονητές, ανέκαθεν θεωρούσαν ότι η δική τους σχολή είναι υπεράνω όλων.
Ο Ταμπάρες, όμως, σαγηνεύει και τους Ιταλούς πολύ γρήγορα.
Δηλώνει ότι ο Ιταλός ποδοσφαιριστής που θαυμάζει περισσότερο είναι ο Μπαρέζι, επειδή είναι ένα σύμβολο, ένας ταπεινός και νηφάλιος ηγέτης, ο οποίος έχει δώσει μια διαφορετική εικόνα στον ρόλο του.
Στις συνεντεύξεις Τύπου, αντί να αναλύει ανούσια πράγματα για πέναλτι και κάρτες, τσιτάρει Βάργκας Λιόσα και Γκαλεάνο, κλείνει ομιλίες με αποστάγματα σοφίας.
«Ο ιδανικός παίκτης δεν υπάρχει, επειδή το ιδανικό είναι αντίθετο της πραγματικότητας. Και ένας προπονητής πρέπει να καθοδηγεί με βάση την πραγματικότητα», είναι οι ατάκες του, όταν ολοκληρώνει τον κύκλο του στην Κάλιαρι, αφήνοντας γλυκειά γεύση.
Spegne 70 candeline Óscar Washington #Tabárez 🔴🔵
¡Feliz cumple, Maestro! 🎉🎉 pic.twitter.com/i573gbWWSM— Cagliari Calcio (@CagliariCalcio) March 3, 2017
Τερμάτισε δις στη μέση της βαθμολογίας, αποφεύγοντας χαρακτηριστικά άνετα τη ζώνη του υποβιβασμού, ακολουθώντας ένα ιδιότυπο 5-2-3 που οι Ιταλοί λατρεύουν, γιατί είναι πολύ επιθετικό. Ο ίδιος τους διορθώνει με ευγένεια, απαντώντας ότι το ποδόσφαιρο είναι και άμυνα και επίθεση και η άμυνα είναι πολύ μεγάλη τέχνη, όταν παίζεις σε αθλητικά πλαίσια.
Η μικρή του επανάσταση είναι αυτή η “καθαρή” άμυνα, με διαρκή πίεση και στη μπάλα και στο χώρο, με πρες από τον στόπερ στον φορ, ακόμη κι όταν εκείνος κινείται μακριά από την περιοχή. Η νίκη δεν είναι αυτοσκοπός, νικητής είναι εκείνος που προτείνει κάτι κόντρα στις καθιερωμένες φόρμες, επαναστάτης είναι όποιος πηγαίνει το ποδόσφαιρο ένα βήμα παραπέρα.
Γι’ αυτό και ο Ταμπάρες δηλώνει ερωτευμένος με την Μίλαν του Σάκι. Με τον τρόπο του εντός κι εκτός γηπέδων, με τις δηλώσεις και τη συμπεριφορά του, έχει κερδίσει ακόμα και τους πολύ δύσκολους Ιταλούς.
Το βράδυ χαλαρώνει στην παραθαλάσσια βίλα του έξω από την πόλη, με τη Σίλβια και τις τέσσερις κόρες του πάντα στο πλευρό του.
Μιλάει στο δρόμο με τους πολίτες της Σαρδηνίας που από τότε είχαν φέρει το προσφυγικό πρόβλημα στην πραγματικότητα του νησιού, διακρίνει το υφέρπον μίσος για τους μετανάστες και τους ξένους.
Έχοντας βιώσει τη δικτατορία στην Ουρουγουάη το ’73, εξηγούσε σε φίλους και γνωστούς πόσο σημαντικό ήταν το κίνημα του ’68, γιατί κάθε κοινωνία χρειάζεται κριτικό πνεύμα απέναντι στη θεσμική αρτηριοσκλήρωση.
Εκείνη την εποχή, στο Κάλιαρι, η εικόνα μεταναστών να περιφέρονται απελπισμένοι στους δρόμους ήταν μια καθημερινή κατάσταση, το νησί υπέφερε. Ο Ταμπάρες δεν έμεινε αμέτοχος, θεωρούσε ότι η αδράνεια είναι συνενοχή. Κατηγορήθηκε για αυτήν την αντιδημοφιλή στάση του, όσοι, όμως, τον κατέκριναν ότι δρούσε εκ του ασφαλούς από την άνεση της βίλας του, λησμονούσαν πότε, πού και πώς μεγάλωσε, την πραγματικότητα που βίωσε, τις εικόνες με τα παιδιά που έτρωγαν τις φλούδες από τις μπανάνες, όταν ξεκίνησε να διδάσκει στις φτωχογειτονιές.
Αυτό το θάρρος της γνώμης είναι μια από τις αρετές που εκτίμησε και ο Αντριάνο Γκαλιάνι και έπεισε τον Μπερλουσκόνι, ώστε να τον επιλέξει για τον δυσκολότερο πάγκο της Ευρώπης εκείνη την εποχή, τον πάγκο της Μίλαν.
Today Óscar #Tabárez turns 70 🎉 ¡Felicidades en tu día, Maestro! 🇺🇾 pic.twitter.com/hDZfyV3S18
— AC Milan (@acmilan) March 3, 2017
Οποιοσδήποτε και να αναλάμβανε, μετά τα θαύματα του Σάκι και του Καπέλο, ήταν περίπου βέβαιο ότι έβαζε το κεφάλι του στη λαιμητόμο.
Η Μίλαν τα είχε κατακτήσει όλα, πάνω απ’ όλα είχε αλλάξει το ίδιο το ποδόσφαιρο και έπασχε από την ασθένεια της πληρότητας. Ήταν τόσο χορτασμένη που αδυνατούσε να “φάει” περισσότερο.
Ο Ταμπάρες ανέλαβε μια αποστολή, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα αποτύχει, το κατάλαβε από την παρουσίασή του, όταν είδε δίπλα του μόνο τον Αντριάνο Γκαλιάνι, ο οποίος του έδωσε στο χέρι ένα φάκελο «προσωπικά από τον πρόεδρο».
Η αντίστροφη μέτρηση για τον Ταμπάρες είχε ξεκινήσει από τη σάλα της παρουσίασής του και, όταν το αγαπημένο του παιδί, ο Γκάμπριελ Μπατιστούτα, στερούσε από τη Μίλαν το Super Cup με το ιστορικό γκολ του «Te amo Irina!» στην κάμερα, o Μπερλουσκόνι αναζητούσε ήδη τον επόμενο προπονητή της ομάδας.
Το τυπικό της υπόθεσης ολοκληρώθηκε στην Πιατσέντσα και στην ήττα από την τοπική ομάδα με 3-2, χάρη σε ένα απίθανο ανάποδο ψαλίδι του Λουίζο που εκείνο το απόγευμα έβαλε το γκολ της ζωής του.
Δεν περίμενε καν το τηλεφώνημα, πήγε στη συνέντευξη Τύπου και ανακοίνωσε την παραίτησή του στους δημοσιογράφους. Αρκέστηκε απλώς να αναφέρει ότι δεν είναι η αιτία όλων των δεινών της Μίλαν, όπως πασχίζουν όλοι να τον κατηγορήσουν. Τον πήγε πολύ πίσω αυτή η αποτυχία, ουσιαστικά του έκλεισε δια παντός τις πόρτες των μεγάλων κλαμπ στην Ευρώπη.
Μετά τη Μίλαν, ήταν πολύ εύκολη και η αποστολή στη Ρεάλ Οβιέδο και η ρομαντική επιστροφή στην Κάλιαρι και οι επιτυχημένες παρουσίες σε Βελέζ και Μπόκα. Και μόνο το γεγονός ότι τον καλούσαν πίσω ομάδες στις οποίες είχε ήδη δουλέψει, ήταν ενδεικτικό της αξίας και της δουλειάς του. Εκείνος, όμως, πάντα ήθελε να επιστρέψει στο τιμόνι της Εθνικής.
Η κλήση καθυστέρησε τέσσερα χρόνια, αλλά η ομοσπονδία πλέον το είχε πάρει απόφαση. H Celeste, χωρίς το Maestro στο τιμόνι της, είχε μείνει εκτός Παγκοσμίου Κυπέλλου και το 1994 και το 1998 και το 2006. Είχε να επιδείξει απλώς μια μίζερη παρουσία στον όμιλο το 2002.
Ο Maestro γύρισε τον χρόνο πίσω, στο 1980 και σ’ εκείνο το γράμμα στον Πέπε Ετσεγκόγεν. Κάλεσε τους παντοτινούς συνεργάτες του, κλείστηκε σ’ ένα γραφείο μαζί με τον «El Profe» Χερέρα, τον Σέλσο Οτέρο, τον Μάριο Ρεμπόλο και εκπόνησε το μανιφέστο του ουρουγουάνικου ποδοσφαίρου. «Institucionalización de los procesos de las selecciones nacionales y de la formación de sus futbolistas» είναι ο τίτλος αυτού του μανιφέστου-παρακαταθήκη για το ποδόσφαιρο της Ουρουγουάης που στην πατρίδα του ονομάζουν πια «Proceso Tabárez».
Βασικός άξονας του πλάνου, είναι η παραδοχή του γεγονότος πως η Ουρουγουάη λόγω δημογραφικής και οικονομικής θέσης, θα χάνει πάντοτε τους ποδοσφαιριστές της από ευρωπαϊκούς ή μεγαλύτερους συλλόγους της Λατινικής Αμερικής και το πρωτάθλημά της θα παραμένει ες αεί υποβαθμισμένο.
Η επανάσταση που πρότεινε ο Ταμπάρες είναι η πλήρης αναδόμηση του συστήματος των ακαδημιών, η εναρμόνιση των εθνικών κλιμακίων από τις ηλικίες 15 και κάτω με πρωτεύοντα στόχο την εξέλιξη των παιδιών σε ανθρώπινο επίπεδο και δευτερευόντως σε αθλητικό.
En el Complejo Celeste se realiza el cierre del año de los 6 Centros de Formación integral de futbolistas juveniles del interior del país.
Oscar Tabárez les dio la bienvenida destacando la importancia de este tipo de programas para la formación de los jóvenes y el fútbol. pic.twitter.com/nAT86rZ7C5
— AUF (@AUFOficial) December 19, 2019
Η Ουρουγουάη επέστρεψε στα βασικά και όταν οι προπονητές αναγνώριζαν ένα ταλέντο που είναι για το ανώτερο επίπεδο, φρόντιζαν να διαπλάσουν τον νεαρό ποδοσφαιριστή, με στόχο όχι απλώς να φορέσει τη φανέλα της Εθνικής, αλλά να τη βοηθήσει να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Αυτός είναι ο στόχος, εκεί επικεντρώθηκε η αλλαγή νοοτροπίας, τα τακτικά πλάνα, η προσέγγιση στο ίδιο το παιχνίδι. Τα πρώτα δείγματα αυτής της μεθόδου, αυτής της επανάστασης του Ταμπάρες, φάνηκαν στο Μουντιάλ του 2010, όταν η Ουρουγουάη κατέπληξε σύσσωμο το φίλαθλο κοινό, αποκλειόμενη εν τέλει στα ημιτελικά από την Ολλανδία.
Και τούτο, όπως παραδέχονται οι περισσότεροι, επειδή έλειπαν τα μεγάλα της αστέρια, Λουγκάνο και Σουάρες, αμφότεροι τιμωρημένοι.
Όταν επέστρεψε με την ομάδα στο Μοντεβιδέο, ο λαός τον υποδέχθηκε σαν ήρωα. Στάθηκε δίπλα στον Πρόεδρο της χώρας, Χοσέ Μουχίκα, εκφώνησε ένα λόγο που έγραψε ιστορία:
«Είμαστε έκπληκτοι, συγκινημένοι, εντυπωσιασμένοι, ενθουσιασμένοι. Πάνω απ’ όλα, όμως, είμαστε ευγνώμονες. Η αγάπη σας ξεπερνά κάθε προηγούμενο, δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν αυτό που βιώνουμε σήμερα. Το ξέρω πως το σωστό και το δίκαιο είναι να γιορτάζουμε τις νίκες, τις επιτυχίες, τα κύπελλα. Σήμερα, όμως, με την αντίδρασή σας και την παρουσίας σας εδώ, αποδεικνύετε ότι το μήνυμα που προσπαθούσα τόσα χρόνια να μεταδώσω, έφτασε στους αποδέκτες του. Η επιτυχία δεν είναι συνδεδεμένη μόνο με τη νίκη, αλλά με τον μόχθο, με την προσπάθεια, αυτό δίνει αξία σε ό,τι κάνουμε. Η επιτυχία κρύβεται στις δυσκολίες που συναντάμε κι άλλοτε τις ξεπερνάμε, άλλοτε όχι. Διακρίνεται στον αγώνα της καθημερινής ζωής, συγκεντρώνεται στο ενεργό πνεύμα που διαρκώς θέτει νέες προκλήσεις. Η διαδρομή είναι η ανταμοιβή. Σας ευχαριστώ! Uruguay nomás»!
#150PartidosDelMaestro | Tabárez logró el 4° puesto en el Mundial Sudáfrica 2010 y fue Campeón de América 2011. pic.twitter.com/TN1DEvrKDk
— Selección Uruguaya (@Uruguay) June 18, 2015
Την επόμενη χρονιά, στο Copa America της Αργεντινής, ήλθε η αποθέωση. Η Ουρουγουάη διεκπεραιώνει τον όμιλο και την περιμένει η διοργανώτρια Αργεντινή του Μέσι και των υπόλοιπων αστέρων.
Είναι μια Ουρουγουάη πολύ διαφορετική, μια ομάδα σκληροτράχηλη, σχεδόν ηρωική, με αρχηγό τον εμβληματικό Ντιέγκο Λουγκάνο. Το ματς ήταν ισόπαλο, η Αργεντινή όμως πίεζε δίχως αύριο.
Η Ουρουγουάη, παρότι από το τέλος του ημιχρόνου αγωνιζόταν με 10 (στο τέλος αποβλήθηκε και ο Μαστσεράνο και επήλθε αριθμητική ισορροπία) θα καταφέρει να κρατήσει.
Το ματς κατέληξε στα πέναλτι, ο Μουσλέρα απέκρουσε το πέναλτι του Κάρλος Τέβες και χάρισε την πρόκριση στην ομάδα του, βυθίζοντας μια ολόκληρη χώρα στη θλίψη.
Ο τελικός με την Παραγουάη αποδείχθηκε παιχνιδάκι και η Ουρουγουάη των 3,5 εκατομμυρίων κατοίκων κατέκτησε το 15ο Copa America της ιστορίας της.
Το νούμερο είναι τρομακτικό, εάν γίνουν οι δέουσες αναγωγές και αναλογιστούμε ότι αυτή η μικρή χώρα διαχρονικά είχε και έχει να αντιμετωπίσει εργοστάσια ποδοσφαίρου, όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή.
Μετά από εκείνο το τρόπαιο, ο Όσκαρ Ουάσινγκτον Ταμπάρες μπαίνει στο πάνθεον και αναγνωρίζεται παγκοσμίως από ειδικούς και μη του ποδοσφαίρου.
.@Uruguay es el máximo ganador de la Copa América con 15 títulos en 44 ediciones disputadas #Copa100 pic.twitter.com/gcmLc1pvZB
— CONMEBOL.com (@CONMEBOL) June 5, 2016
Σε αυτήν τη δεύτερη παρουσία του στον πάγκο της Celeste κερδίζει και τη συμπάθεια των εντελώς ξένων με το ποδόσφαιρο, διότι πρέπει να γνωστοποιήσει το πρόβλημα υγείας του, καθότι τα σημάδια είναι πλέον ορατά.
Πάσχει από το σύνδρομο Guillain-Barré, μια ασθένεια που σταδιακά επιφέρει μυϊκή αδυναμία και παράλυση. Την αντιμετωπίζει με την υπαρξιακή προσέγγιση που τον διακρίνει σε όλη τη ζωή του.
«Η ασθένεια είναι χρόνια, μερικές φορές έχει ταλαντώσεις. Την αντιμετωπίζω με σκληρή φυσιοθεραπεία, φαρμακευτική αγωγή και σε αρμονική συνεννόηση με τους γιατρούς και τις θεραπείες που μου προτείνουν. Σαφώς και έχει αλλάξει η ζωή μου κι αν ποτέ νιώσω ότι τα παιδιά δεν με ακολουθούν στον αγώνα ή ότι με λυπούνται, θα φύγω μόνος μου από τον πάγκο. Μέχρι στιγμής, ευτυχώς, δεν έχει συμβεί. Δεν συμβιώνω με πόνο, αυτή η σπάνια νευροπάθεια μού προκαλεί μόνο κινητικά προβλήματα. Τώρα, χρησιμοποιώ ένα μπαστούνι, άλλες φορές χρειάζομαι πατερίτσες, μερικές φορές το αμαξίδιο, τις καλές μέρες τα καταφέρνω μόνος μου».
Συγκέντρωσε όλη την ενέργεια στο κορμί του για να σηκωθεί από τον πάγκο στο γκολ του Χιμένεθ εναντίον της Αιγύπτου στην πρεμιέρα του Μουντιάλ της Ρωσίας, δεν μπόρεσε να κρατηθεί με τίποτα στο γκολ-ποίημα του Καβάνι με την Πορτογαλία. Ξέχασε τα πάντα, σηκώθηκε πιέζοντας τις γροθιές του στον πάγκο, αγνόησε το δεκανίκι και φώναξε «Uruguay nomás»!
Το ταξίδι του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2018, ολοκληρώθηκε στον αγώνα με τη μετέπειτα θριαμβεύτρια Γαλλία. Όπως είπε και ο ίδιος, το ταλέντο των Γάλλων είναι αδιαμφισβήτητο, αλλά η Ουρουγουάη έκανε το σωστό και έπεσε μαχόμενη. Το ίδιο έκανε κι εκείνος μέχρι το Νοέμβριο του 2021, όταν μετά από 15 χρόνια στον πάγκο της Celeste, η Ομοσπονδία αποφάσισε τη λύση της συνεργασίας τους. Υποδέχθηκε την απόφαση με ένα στωικό χαμόγελο, στα 74 του χρόνια έχει απόλυτη επίγνωση για το δύσβατο της διαδρομής.
Στο El camino es la recompensa, ο Οράσιο Λόπες ρωτά το Maestro, εάν η αποδοχή τού θανάτου είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να αντιληφθούμε το νόημα της ζωής. «Είναι ένα ερώτημα υποκειμενικό που μάλλον δεν θα απαντηθεί ποτέ», απαντά ο Maestro.
Όλοι σε κάποιο σημείο της ζωής μας έχουμε τον φόβο του θανάτου, ειδικότερα όσο μεγαλώνουμε και γινόμαστε πιο ευάλωτοι.
Το ζήτημα είναι τι κάνουμε όσο ζούμε, τι αφήνουμε πίσω, για να μας θυμούνται, όταν δεν θα υπάρχουμε πια, ποια ερωτήματα επιλέγουμε να απαντήσουμε στη διαδρομή μας και ποια αφήνουμε αναπάντητα. Από επιλογή.
Μόνο γνωρίζοντας την ερώτηση βρίσκουμε την απάντηση, μόνο όταν έχουμε ξεκάθαρο στόχο κινούμαστε προς αυτόν.
Ο Όσκαρ Ουάσινγκτον Ταμπάρες το έχει ξεκαθαρίσει αυτό το σημείο, τον ξέρει το στόχο. Κινείται συνεχώς προς αυτόν, κι ας ξέρει ότι τον ορίζοντα δεν τον φτάνεις ποτέ, κι ας είναι βέβαιος ότι κυνηγάει μια ουτοπία.
Στην αμφιβολία, ο Maestro συνεχίζει με βήματα προς τα εμπρός, με το βλέμμα καθαρό και περήφανο, όπως κάνουν όλοι όσοι ζουν κάθε στιγμή της ζωής τους με το κεφάλι ψηλά.
Να το θυμάστε, η αξία της ουτοπίας κρύβεται στη διαδρομή.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro