Άλλη φορά ως τότε, 3 Ιουλίου του 1974, Ολλανδία και Βραζιλία δεν είχαν βρεθεί ποτέ αντιμέτωπες σε τελική φάση Παγκόσμιου Κυπέλλου. Τότε στο Westfalen θα ήταν η πρώτη τους, διεκδικώντας μια θέση στον Τελικό.
Δεν μπορούσε να είχε γίνει και διαφορετικά. Όλες και όλες δύο φορές είχαν βρεθεί σε τελικά οι «Oranje», αμφότερες στις πρώτες, προπολεμικές διοργανώσεις. Και δεν επιβίωσαν ποτέ της φάσης των ομίλων.
Η «Seleção» από εκεί -πάντα- ξεκινούσε. Στα γερμανικά γήπεδα υπερασπιζόταν τον τίτλο της, έχοντας φτάσει σε τρεις παγκόσμιες στέψεις στα τέσσερα τελευταία τουρνουά. Απόλυτη ποδοσφαιρική κυρίαρχος του πλανήτη.
Αυτό που διαδραματίστηκε στα 90 (και κάτι) λεπτά εκείνης της αναμέτρησης δεν ήταν παιχνίδι. Ήταν μάχη. Κανονική μάχη. Κόντρα στο διαχρονικό dna των Βραζιλιάνων, κόντρα στην καινοφανή αισθητική που έφερνε το «Total Voetbal» των Ολλανδών.
Ταίρι για το πόσο βίαιο ήταν εκείνο το παιχνίδι, πόσο αδίστακτα, δολοφονικά (χωρίς εισαγωγικά) εκατέρωθεν μαρκαρίσματα, πόσο αδυσώπητες μονομαχίες είχε, δεν βρίσκεται στην ιστορία του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Και ίσως όχι μόνο της διοργάνωσης.
Βλέποντας μόνο τα χαρακτηριστικότερα στιγμιότυπα, είναι απορίας άξιο πώς ο Δυτικογερμανός διαιτητής, Κουρτ Τσένσχερ, έδειξε μόλις έξι κίτρινες και μία κόκκινη κάρτα και αυτή στο φινάλε, όταν όλα είχαν κριθεί.
Ο Λουίς Περέιρα που τη δέχτηκε, για μια προβολή στον Νέεσκενς, αποχώρησε από το γήπεδο βρίζοντας, χειρονομώντας κατά της εξέδρας, πετώντας οτιδήποτε έβρισκε μπροστά του, κλωτσώντας. Ταιριαστή συνέχεια των όσων είχαν προηγηθεί. Προάγγελος των όσων ακολουθούσαν για την (τότε) «τρικαμπεάο», η οποία χρειάστηκε να περιμένει 20 χρόνια ώστε να επιστρέψει στην κορυφή.
Από την άλλη, οι Ολλανδοί που είχαν ταξιδέψει στη Βεστφαλία φώναζαν από την εξέδρα αυτό που η ομάδα τους φώναζε στο γήπεδο καθ’ όλη τη διάρκεια της διοργάνωσης: «Ερχόμαστε να πάρουμε το Κύπελλο». Δεν το πήραν, με την οικοδέσποινα Δυτική Γερμανία να επικρατεί στον Τελικό, βάζοντας έτσι τον πρώτο λίθο της οικοδόμησης του θρύλου της «Βασίλισσας δίχως στέμμα» των 70s, με τον δεύτερο να μπαίνει τέσσερα χρόνια μετά στην Αργεντινή και τον δεύτερο διαδοχικό χαμένο Τελικό πάλι από οικοδέσποινα.
Οι Ολλανδοί έπρεπε να περιμένουν 14 χρόνια για να πανηγυρίσουν κάτι. Το πρώτο τους. Το Euro 1988, το οποίο φιλοξενήθηκε πάλι στη Γερμανία, έχοντας στον πάγκο τους, ξανά, τον μεγαλοφυή γεννήτορα του «Απόλυτου Ποδοσφαίρου», Ρίνους Μίχελς.
Τότε το σύνθημα της πορτοκαλί εξέδρας ήταν «Ήρθαμε να πάρουμε τα ποδήλατά μας». Και απευθύνονταν στους άσπονδους γείτονες Γερμανούς, με ευθείες αναφορές στην κατοχή της Ολλανδίας από τους Ναζί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατάσχεση εκατοντάδων χιλιάδων ποδηλάτων όταν, αρχικά, είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία τους.
Πίσω, εννοείται πως, δεν τα πήραν. Σημειολογικό έτσι κι αλλιώς το σύνθημα, παρότι είχε παλλαϊκή απήχηση. Το Κύπελλο, μοναδικό στην ιστορία των «Oranje», περίσσευε.
Και αυτό, παρότι δεν γιάτρεψε μια από τις μεγαλύτερες αθλητικές πληγές των Ολλανδών, το σοκ της ήττας του Τελικού του 1974, αναλόγια ισότιμο με το «Maracanazo» των Βραζιλιάνων, την απώλεια δηλαδή του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1950 με την ήττα από την Ουρουγουάη στο Maracana.
Όλα συνδεδεμένα, όλα κομμάτια μιας ιστορίας που δεν λέγεται, που δεν γράφεται. Απλώς μοιράζεται, βιώνεται. Και εκείνο το πιο βίαιο παιχνίδι στην ιστορία του Παγκόσμιου Κυπέλλου, τέτοια μέρα το 1974, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του ποδοσφαιρικού χρονοσυνεχούς.
Από πεντάμορφη, τέρας
Η τελευταία εικόνα της Βραζιλίας πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο των του 1974 ήταν η επιτομή του ποδοσφαίρου της αλεγρίας, του ταλέντου και του αυτοσχεδιασμού. Εκείνο το γκολ το κερασάκι στην τούρτα στον Τελικό του Azteca στο Μεξικό το 1970, με τον Πελέ να… ακούει τον καλπασμό του Κάρλος Αλμπέρτο και να του σερβίρει το τέταρτο γκολ της «Seleção» στο 4-1 επί της Ιταλίας.
Μέχρι να φτάσει στη Γερμανία τέσσερα χρόνια αργότερα, υπερασπιζόμενη τον τίτλο της, η Βραζιλία άλλο επίσημο παιχνίδι δεν είχε δώσει, αφού το Κύπελλο Εθνών Νότιας Αμερικής είχε σταματήσει να διεξάγεται από το 1967 (θα ξεκινούσε και πάλι το 1975). Ο θρυλικός Μάριο Ζάγκαλο παρέμενε στον πάγκο, όμως η ομάδα του ’70 δεν είχε καμία σχέση με αυτήν του ’74.
Ο Πελέ ήταν στη Δυτική Γερμανία αλλά όχι στο χορτάρι. Είχε κρεμάσει τα εξάταπα και έμοιαζε, από την εξέδρα που παρακολουθούσε πλέον τα παιχνίδια, σαν χτικιό να στοιχειώνει μόνο και μόνο με την αύρα του το κάθε τι στη «Seleção». Μόλις επτά ποδοσφαιριστές από το ρόστερ της διοργάνωσης του Μεξικό είχαν “επιβιώσει”. Από την ενδεκάδα του Τελικού τέσσερα χρόνια νωρίτερα μόλις δύο είχαν περάσει τον Ατλαντικό.
Δίπλα στους Ριβελίνο και Ζαϊρζίνιο θα μπορούσαν να βρίσκονται οι Τοστάο και Κάρλος Αλμπέρτο, αλλά αμφότεροι λόγω τραυματισμών δεν ταξίδεψαν. Μόνο και μόνο ότι, πέραν από τους δύο προηγούμενους Παγκόσμιους Πρωταθλητές, οι καλύτεροι εκείνης της Βραζιλίας λογίζονταν ένας τερματοφύλακας, ο Λεάο, και ένας στόπερ, ο Λουίς Περέιρα, είναι ενδεικτικό.
Μοιραία και η προσέγγιση του Ζάγκαλο. Από την στιγμή που το ταλέντο έλειπε, τουλάχιστον σε σύγκριση με την προ τετραετίας ομάδα, έπρεπε να επιστρατευτεί ο κυνισμός. Προσέγγιση παράταιρη, κόντρα στη νόρμα των Βραζιλιάνων, οι οποίοι, με πρώτον τον Πελέ, επέκριναν συνεχώς, μετά από κάθε παιχνίδι, ό,τι έβλεπαν και όσα παρουσιάζονταν στο γήπεδο.
Και δεν ήταν έτσι κι αλλιώς καλά. Η πρεμιέρα έφερε ένα 0-0 με την Γιουγκοσλαβία και τους «Plavi» να έχουν τις καλύτερες των ευκαιριών (δοκάρι και απομάκρυνση αμυντικού πάνω στην γραμμή). Άλλο ένα 0-0 ακολούθησε κόντρα στην Σκωτία, με την αμφισβήτηση και την κριτική να κορυφώνεται.
Τελευταίο παιχνίδι στη φάση των ομίλων αυτό με το αδύναμο -στα χαρτιά- Ζαΐρ. Η Βραζιλία ήθελε νίκη με τρία γκολ για να ξεπεράσει την Σκωτία, η οποία είχε κερδίσει τους Αφρικανούς με 2-0.
Αφρικανοί, οι οποίοι μπορεί να είχαν διαλυθεί με το εκκωφαντικό 9-0 από τη Γιουγκοσλαβία στο άλλο τους παιχνίδι, αλλά ελάχιστοι θυμούνται πως εκείνο το είχαν μετατρέψει οι ίδιοι οι διεθνείς τους σε διαμαρτυρία για τη μη καταβολή των πριμ που τους είχε υποσχεθεί το καθεστώς του Δικτάτορα Μοτούμπο Σέσε Σέκο. Και ουσιαστικά, ναι, δεν προσπάθησαν για απολύτως τίποτα στη συγκεκριμένη αναμέτρηση, επιτρέποντας στους «Plavi» να κάνουν ό,τι ήθελαν. Εννοείται πως δεν πήραν τα πριμ που διεκδικούσαν, ίσα-ίσα που τα δημοσιεύματα της εποχής ήθελαν τους αξιωματούχους του καθεστώτος να απειλούν ευθέως τους Ζαϊρινούς ποδοσφαιριστές πως θα αντιμετώπιζαν αυστηρότατες ποινές (οι οποίες απλώς θα ξεκινούσαν από φυλάκιση…), σε περίπτωση που στον τελευταίο τους αγώνα, κόντρα στην Βραζιλία, είχαν ανάλογες σκέψεις και δέχονταν περισσότερα από τρία γκολ.
Τελικά, η εκατέρωθεν… επιθυμητή διαφορά προέκυψε, το 3-0 έδωσε το εισιτήριο για τα προημιτελικά στην Βραζιλία, χωρίς όμως κανείς να πείθεται για τη δυναμική της. Η επόμενη φάση περιλάμβανε πάλι ομίλους, με τους νικητές αυτών των ομίλων να προκρίνονται στον Τελικό.
Εκεί φάνηκαν τα πρώτα ψήγματα βελτίωσης. Όχι συγκλονιστικής, όχι εν γένει προσέγγισης, η οποία παρέμεινε υπέρ το δέον συντηρητική, αλλά τουλάχιστον ικανής να χαρίσει στους Παγκόσμιους Πρωταθλητές δύο νίκες. Μ’ ένα φάουλ του Ριβέλινο η πρώτη επί της Ανατολικής Γερμανίας (1-0) και, στο νοτιοαμερικανικό «classico», με σκόρερ τους εναπομείναντες της προηγούμενης τετραετίας, Ζαϊρζίνιο και (πάλι) Ριβελίνο, η δεύτερη επί της Αργεντινής (2-1).
Total Voetbal
H δεκαετία του ’60 άλλαξε τα πάντα στην Ολλανδία. Κοινωνικά, πολιτικά, αισθητικά. Και άλλαξε τόσο γρήγορα, ώστε από έναν τόπο (και λαό) βαρετό, χωρίς φλόγα, χωρίς ενδιαφέρον, μετατράπηκε στο κέντρο της ελεύθερης σκέψης, τον στοχαστικό πυρήνα της Ευρώπης, με την ραγδαία αναπτυσσόμενη φιλοσοφία των hippies να κυριαρχεί και να προετοιμάζει για τον πλήρη μετασχηματισμό των επόμενων γενιών της χώρας.
Διόλου τυχαίο πως το περίφημο «Bed-in» του Τζον Λένον και της Γιόκο Όνο γυρίστηκε σ’ ένα δωμάτιο του Hilton του Άμστερνταμ. Η ανανεωτική σκέψη, η απελευθέρωση, πέρασε σε οποιοδήποτε εκφραστικό πεδίο. Για τους Ολλανδούς τέτοιο δεν ήταν, αλλά έγινε, το ποδόσφαιρο. Αναζητώντας μανιωδώς στην καθημερινότητά τους, στη ζωή τους, χώρο, έστω και μια σπιθαμή από δαύτον, το πεπερασμένο πλαίσιο ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου μετατράπηκε σε καμβά διανόησης, επινόησης και εφευρετικότητας.
Το «Total Voetbal» βασίστηκε, δομήθηκε, ακριβώς σε αυτήν την έννοια. Την αξιοποίηση του χώρου. Τη δημιουργία του ακόμα και σε ένα απολύτως ορισμένο πλαίσιο. Όχι με την αύξησή του -κάτι που δεν γινόταν- αλλά με την απαλοιφή, παντελώς, οποιασδήποτε ως τότε συμβατικής θέσης και ρόλου των ποδοσφαιριστών στον χώρο, στο γήπεδο. Όλοι μπορούσαν να πάνε παντού. Όλοι μπορούσαν να παίξουν οπουδήποτε.
Το «Total Voetbal», όπως ονομάστηκε κατοπινά το «Ολοκληρωτικό Ποδόσφαιρο» που λάνσαραν οι Ολλανδοί, κυριαρχούσε συλλογικά. Ολλανδικές ομάδες είχαν κατακτήσει τα τέσσερα από τα πέντε τελευταία Κύπελλα Πρωταθλητριών. Το 1970 η Φέγενορντ του Ερνστ Χάπελ και τα τρία επόμενα ο Άγιαξ, πρώτα με τον Ρίνους Μίχελς και μετά με τον Στέφαν Κόβακς στον πάγκο του.
Σε επίπεδο Εθνικής ομάδας, αυτή η κυριαρχία δεν μεταφερόταν. Λογικό, συνυπολογίζοντας το ανύπαρκτο ποδοσφαιρικό background των «Oranje», οι οποίοι προκρίθηκαν στα τελικά του 1974 για πρώτη φορά μετά από 36 χρόνια και αυτό χάρη σε ένα -κάθε άλλο παρά χαρακτηριστικό τους- 0-0 που έφεραν στον προκριματικό όμιλο κόντρα στο Βέλγιο (με κανονικό γκολ να ακυρώνεται στους «Κόκκινους Διαβόλους») και τους επέτρεψε να τερματίσουν ψηλότερα από τους γείτονές τους.
Το παράλογο, να είναι ευλογημένοι δηλαδή με τον δημιουργό της ποδοσφαιρικής τάσης που τους είχε επιτρέψει να αλλάξουν το άθλημα, αλλά να μην είναι εκλέκτοράς τους, το διόρθωσαν. Και έτσι, ο Ρίνους Μίχελς άφησε την Μπαρτσελόνα και ανέλαβε τα ηνία, διαδεχόμενος τον Φράντισεκ Φάντροκ, ο οποίος αμέσως μετά το “διαζύγιο” με την Ολλανδική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία ήρθε στα μέρη μας, χτίζοντας την σπουδαία ΑΕΚ των τελών της δεκαετίας του ’70.
Η διάνοια του Μίχελς φάνηκε από τις πρώτες κιόλας, στελεχιακές κυρίως, αποφάσεις του. Η βάση έτσι κι αλλιώς εκείνης της Ολλανδίας ήταν ποδοσφαιριστές που ήξερε, ποδοσφαιριστές στους οποίους είχε εμφυσήσει τις δομικές αρχές του «Total Voetbal». Και φυσικά, είχε και τον Γιόχαν Κρόιφ. Τον κορυφαίο του πλανήτη.
Στα δυτικογερμανικά γήπεδα οι «Oranje» έφτασαν, δείχνοντας εντυπωσιακοί παρά όντας τέτοιοι. Η εμφάνισή τους αποτύπωνε πλήρως το πνεύμα ελευθερίας που κυριαρχούσε στη χώρα τους και οι ίδιοι οι διεθνείς έμοιαζαν περισσότερο με ροκ σταρς παρά με ποδοσφαιριστές. Μακρυμάλληδες, με τσιγάρα και μπύρες στα χέρια, ρούχα και συνήθειες που μόνο σε συμβατικά επαγγελματικά πρότυπα δεν ταίριαζαν, ελευθερία και ελευθεριότητα εντός και εκτός γηπέδου.
Στα φιλικά προετοιμασίας έφεραν δύο ισοπαλίες και κερδίζοντας μόνο -επιβλητικά, με 4-1- την Αργεντινή. Στον όμιλο ξεκίνησαν σκορπώντας την Ουρουγουάη, με το τελικό 2-0 να είναι πάμφτωχο για το επίπεδο της κυριαρχίας τους. Ακολούθησε το 0-0 με τη Σουηδία, το μόνο παιχνίδι στη διοργάνωση που δεν σκόραραν, μα αυτό (και αυτό, για την ακρίβεια) που πέρασε στην αιωνιότητα χάρη στην «Cruyff Turn», την περίφημη στροφή, ντρίμπλα, έμπνευση -όπως θέλετε πείτε το- του Κρόιφ στον Γιαν Όλσον.
Το φεστιβάλ κόντρα στη Βουλγαρία (4-1) επικύρωσε την πρωτιά στον όμιλο. Με μια ακόμα “τεσσάρα” ξεκίνησε τις υποχρεώσεις της στον επόμενο που διαμορφώθηκε στα προημιτελικά, συντρίβοντας αυτήν τη φορά την Αργεντινή, με δύο γκολ σε κάθε ημίχρονο, χωρίς ούτε καν η καταρρακτώδης βροχή του δευτέρου να επηρεάσει την “πορτοκαλί” παράσταση. Ακόμα περισσότερη βροχή τούς περίμενε κόντρα στην Ανατολική Γερμανία, με το 2-0 να διαμορφώνεται διαδικαστικά.
Σε κάθε τους εμφάνιση ολοένα και περισσότεροι συμπατριώτες τους βρίσκονταν στις εξέδρες. Σε κάθε τους εμφάνιση κέρδιζαν πολλά περισσότερα από νίκες. Κέρδιζαν συμπάθεια, κέρδιζαν αναγνώριση, κέρδιζαν αυτοπεποίθηση, κέρδιζαν -πριν καν τους αντιμετωπίσουν στο γήπεδο- τους αντιπάλους τους.
Αυτό που παρουσίαζαν δεν αντιμετωπιζόταν. Ο μόνος δυνατός, ρεαλιστικός τρόπος να αντιμετωπιστεί είχε να κάνει με τους ίδιους. Με την κακή τους μέρα, με την αστοχία τους, με την αναποτελεσματικότητά τους.
Θα το συνειδητοποιούσαν, επώδυνα, στον Τελικό.
Η μάχη και η αλυσίδα που προκάλεσε
Πριν από τον Τελικό, ήταν ο… τελικός που οδηγούσε σε αυτόν. Ισόβαθμες Ολλανδία και Βραζιλία, με τους «Oranje» λόγω διαφοράς τερμάτων να έχουν την άνεση των δύο αποτελεσμάτων. Δεν φάνηκε στο παιχνίδι. Παιχνίδι. Τρόπος του λέγειν. Οι Βραζιλιάνοι ήταν αυτοί που έδωσαν τον τόνο από το ξεκίνημα. Αλλιώς, ήταν σαφές πως δεν μπορούσαν να κοντράρουν τους ανώτερους ολούθε Ολλανδούς.
Γι’ αυτό και, πριν καν τη σέντρα, άπαντες προσδοκούσαν, εκτιμούσαν, ακόμα-ακόμα και ήθελαν (απολύτως χαρακτηριστικά τα δημοσιεύματα εκείνων των ημερών) νίκη των «Πορτοκαλί». Για να συνεχίσει να επιβραβεύεται το ποδόσφαιρο του ’70, το οποίο όμως πλέον πρέσβευαν, παρουσίαζαν, εξέλισσαν σε επίπεδα που δεν είχε δει ως τότε ο πλανήτης οι Ολλανδοί.
Μα και αυτοί, πέραν της δαντέλας, πέραν της καινοτομίας, πέραν της ιδιοφυΐας του Κρόιφ και του χαρίσματος των υπολοίπων της μοναδικής φουρνιάς των συμπαικτών του, έδειξαν όχι μόνο ανθεκτικότητα αλλά ανταπέδωσαν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Και έτσι, από το πρώτο κιόλας σφύριγμα του Τσένσχερ, το ξύλο ήταν ασταμάτητο.
Πολύ ξύλο. Ωμό ξύλο. Χωρίς τίποτα το μεταφορικό στον χαρακτηρισμό. Κλωτσοπατινάδα ολκής, με τους Βραζιλιάνους αρχικά να κυνηγάνε και να κλωτσάνε οτιδήποτε κινούνταν και ανέπνεε στον αγωνιστικό χώρο, αλλά και τους Ολλανδούς να δείχνουν μια παράταιρη της ως τότε εικόνας τους προσαρμοστικότητα και να απαντάνε στα ίσια, στα ίδια.
Ποδόσφαιρο ελάχιστο. Ειδικά στο, ισορροπημένο βάσει ευκαιριών (όσων δημιουργήθηκαν τουλάχιστον), πρώτο ημίχρονο. Περισσότερες ήταν οι κίτρινες σε αυτό το διάστημα. Τέσσερις. Ασύλληπτο πως δόθηκαν μόνο τόσες. Αδιανόητο ότι στο δεύτερο ημίχρονο βγήκαν μόνο άλλες δύο.
Όσες και τα γκολ. Των Ολλανδών, οι οποίοι -κακά τα ψέματα- ήταν οι μόνοι που μπορούσαν και να παίξουν ποδόσφαιρο. Τρανό παράδειγμα το πρώτο τους με καταπληκτικό συνδυασμό Βαν Χάνεγκεμ, Νέεσκενς και Κρόιφ στο 50′. Από εκεί και πέρα, το παιχνίδι έγινε ακόμα -και όμως- πιο σκληρό. Κάποιος, δεδομένα, θα τραυματιζόταν. Παρήγορο, μα και απίστευτο, πως ήταν μόνο ένας. ο Ρομπ Ρέζενμπρικ (έχασε εξαιτίας του τραυματισμού τον Τελικό) στα μέσα του ημιχρόνου.
Κάποιος, δεδομένα, παρά την όση ανεκτικότητα του Δυτικογερμανού διαιτητή, θα αποβαλλόταν. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Θα μπορούσε να είναι ο Ζε Μαρία για μια προβολή ράγκμπι στον Κρόιφ, ο Μαρίνιο Πέρες για μια λαβή μακριά από την μπάλα στον Νέεσκενς, ο οποιοσδήποτε στον οποιοσδήποτε και από τις δύο πλευρές του γηπέδου, σε κάθε γωνιά του, οπουδήποτε.
Ακόμα και όταν ο Κρόιφ, μόλις ένα τέταρτο μετά το πρώτο γκολ, τελείωσε το παιχνίδι, διαμορφώνοντας το τελικό 2-0, το ξύλο δεν σταμάτησε. Το… μοιραίο της αποβολής ήρθε μόλις στο 85′, με τον Περέιρα να κάνει ό,τι μπορεί, αποχωρώντας από τον αγωνιστικό χώρο μετά την αποβολή του, προκειμένου να γενικεύσει τη σύρραξη, να κάνει το Westfalen, απ’ άκρη σ’ άκρη, ροντέο.
Δεν το πέτυχε. Δεν άλλαξε και τίποτα. Η Ολλανδία, δίκαια, αναμενόμενα μα και τελείως αντίθετα με τα όσα ως τότε παρουσίαζε, προκρίθηκε στον Τελικό, φτάνοντας εκεί έχοντας παραχωρήσει μία ισοπαλία σε έξι παιχνίδια και έχοντας δεχτεί μόλις ένα γκολ. Στον Τελικό δέχτηκε δύο, γνωρίζοντας τη μοναδική της ήττα.
H Βραζιλία, έτσι, έκλεισε οριστικά τον κύκλο της παγκόσμιας παντοκράτειρας. Οι τελευταίοι της “χρυσής” γενιάς, τόσο σε γήπεδο όσο και σε πάγκο, αποσύρθηκαν, με τον Ζάγκαλο να επιστρέφει 20 χρόνια αργότερα σε ρόλο συντονιστή, προκειμένου να οδηγήσει τη «Seleção» στον τέταρτο παγκόσμιο τίτλο της στα γήπεδα του Νέου Κόσμου.
Στον δρόμο γι’ αυτό, στα προημιτελικά, οι πιο “Ευρωπαίοι” από ποτέ ως προς την προσέγγισή τους Βραζιλιάνοι πήραν τη ρεβάνς από τους Ολλανδούς, επικρατώντας με 3-2, στο μόνο παιχνίδι τους στα νοκ άουτ όπου πέτυχαν περισσότερα από ένα γκολ.
Δεκαέξι χρόνια μετά από τότε, στη Νότια Αφρική πια, για ακόμα μια φορά στα προημιτελικά Παγκόσμιου Κυπέλλου, οι Ολλανδοί ήταν αυτοί που ανέκτησαν το πάνω χέρι στο μπραντ ντε φερ κοντά μισού αιώνα των δύο ομάδων.
Επικράτησαν με 2-1, φτάνοντας έκτοτε στον τρίτο Τελικό της ιστορίας τους. Και πάλι τον έχασαν, ωστόσο η γκρίνια των media, κοινής γνώμης και παλιών ποδοσφαιριστών για το υπερβολικά προσεκτικό, χωρίς ρίσκο, ελευθερία και δημιουργία, στα όρια του κατενάτσιο -όπως τουλάχιστον το αντιλαμβάνονται οι Ολλανδοί- παιχνίδι που υιοθέτησε ο εκλέκτορας Βαν Μάαρβαϊκ αποτέλεσαν το βασικό ζήτημα ανάλυσης μετά από εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Εννιά κίτρινες δέχτηκαν από τον Χάουαρντ Γουέμπ οι Ολλανδοί σε εκείνον τον Τελικό κόντρα στην Ισπανία. Τις δύο τις πήρε ο Τζον Χάιτινχα, ο οποίος και αποβλήθηκε στην παράταση. Μια εξ αυτών δέχτηκε για την θρυλική πλέον καρατιά του στον Τσάμπι Αλόνσο ο Νάιτζελ Ντε Γιονγκ, σε ενέργεια, στιγμιότυπο, που αποτύπωσε ανάγλυφα την παρουσία των «Oranje» στο συγκεκριμένο τουρνουά.
«Γυρίσαμε πίσω στο Westfalen. Μόνο που ήμασταν εμείς οι Βραζιλιάνοι. Και έτσι, όχι, δεν κερδίζεις», το σχόλιο κορυφαίου αρθρογράφου ολλανδικής εφημερίδας την επομένη εκείνου του Τελικού.
To 1974 η μάχη του Westfalen δημιούργησε με την πρωτοφανή βιαιότητά της μια ρωγμή, εκκινώντας μια νέα, ξεχωριστή ποδοσφαιρική αλυσίδα.
Και έκτοτε κρίκοι, αλληλένδετοι, συνεχώς τη μεγαλώνουν, αδιάλειπτα προσθέτουν κομμάτια και κεφάλαια σε μια ιστορία που δεν λέγεται, που δεν γράφεται.
Απλώς μοιράζεται, βιώνεται, συνεχίζεται.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Δανία – ΕΣΣΔ: Το παιχνίδι που γέννησε έναν μύθο
Πελέ: Η στέψη του βασιλιά / La grande bellezza / Ο Θεός είναι στις λεπτομέρειες
Ο Γιόχαν Κρόιφ μας βοήθησε να καταλάβουμε / Τα έξι δευτερόλεπτα του Κρόιφ
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη