Τι σημαίνει ένα γεμάτο γήπεδο ποδοσφαίρου;
Σχεδόν τίποτα, αν το βλέπεις κατάμεστο κάθε Σαββατοκύριακο. Σχεδόν τίποτα, αν δεν χρειάστηκε ποτέ να ξεπεράσεις τον εαυτό σου για αυτό. Σχεδόν τίποτα, αν κανείς ποτέ δεν ύψωσε παράλογα, “ετσιθελικά” τείχη ανάμεσα σε εσένα και αυτό.
Άρα, τα πάντα για τις γυναίκες. Και ακόμα περισσότερα για τις γυναίκες της Αγγλίας. Εκεί, στη χώρα που γέννησε το ομορφότερο των παιχνιδιών, οι γυναίκες βρήκαν γρήγορα την ευκαιρία να απολαύσουν μια δόση της μαγείας του, πριν η ποδοσφαιρική ευλογία τούς απαγορευθεί βίαια, λες και το κεφάλι της βρέθηκε στην γκιλοτίνα της εποχής.
Ήταν οι άντρες που πρώτα κυνήγησαν την μπάλα σε λαγκάδια, λασπωμένα σοκάκια και αυτοσχέδια γήπεδα. Οι ίδιοι που σταδιακά οργανώθηκαν σε ομάδες και συμμετείχαν στα πρωτόγονα πρωταθλήματα της ποδοσφαιρικής μυθολογίας. Μα σύντομα η χώρα άδειασε από δαύτους. Όποιος άνδρας, νέος ή γέρος, ήταν αρκετά ικανός να κλωτσήσει μια μπάλα ήταν ικανός και να πολεμήσει, άρα το ποδόσφαιρο ήταν το τελευταίο που τον ενδιέφερε.
Οι περισσότεροι έφυγαν για τη Γαλλία, βυθίστηκαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν γύρισαν ποτέ. Όσο έλειπαν όμως, ο τροχός της κοινωνίας έπρεπε κάπως να γυρίσει και οι γυναίκες βγήκαν από τα οικιακά τους καβούκια.
Ξεχύθηκαν στα εργοστάσια, σε υπηρεσίες, οπουδήποτε. Ξεχύθηκαν και στα γήπεδα. Είδαν την μπάλα να κυλά και την αγάπησαν κι εκείνες, τη μετέτρεψαν σε διέξοδο της ζοφερής πραγματικότητας, έμαθαν να την κάνουν να υπακούει στις εντολές τους, να τη χαϊδεύουν γλυκά με τα πόδια τους, την έκαναν κομμάτι της ζωής τους.
Κι έτσι, κι αυτές έβγαλαν τα δικά τους αριθμάκια, χωρίστηκαν σε ομάδες, έραψαν τις φανέλες τους και δημιούργησαν τα δικά τους πρωταθληματάκια. Αλλά σύντομα κάθε είδους υποκοριστικό έχασε το νόημά του.
Όσοι άντρες επιβίωσαν επέστρεψαν και βρήκαν το παιχνίδι τους σε ένα διαφορετικό επίπεδο, εκεί όπου το είχαν οδηγήσει οι γυναίκες τους. Δεν ήταν μόνο το επίπεδό τους που είχε εκτοξευτεί, ήταν κυρίως το περιτύλιγμα, το ενδιαφέρον του κόσμου για το ποδόσφαιρο, το ποδόσφαιρο των γυναικών, το οποίο είχε αλλάξει άρδην. Σε σημείο που η δημοτικότητά του δεν συγκρινόταν με αυτή του παιχνιδιού των αντρών.
Η απόλυτη κορύφωση ήρθε ένα πρωινό στο Goodison Park το 1921. Ούτε μια ούτε δύο αλλά 53.000 ψυχές στοιβάχτηκαν με ενθουσιασμό στις κερκίδες του για χάρη των Dick, Kerr Ladies -της σπουδαιότερης ομάδας γυναικών της εποχής- και της St Helens, σε ένα παιχνίδι που για δεκαετίες ολόκληρες θα έφερε τον τίτλο του ματς με τη μεγαλύτερη προσέλευση στην ιστορία της Αγγλίας. Τα -τρομακτικά για τα δεδομένα- έσοδά του δόθηκαν σε άνεργους και ανάπηρους απόστρατους, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων γέμισαν με ρεπορτάζ και φωτογραφίες του σεισμικού γεγονότος. Το κύμα ήταν πιο αληθινό και πιο επιβλητικό από ποτέ.
Ταυτόχρονα, πιο -υποτιθέμενα- απειλητικό από ποτέ. Για την FA, για το καθεστώς, για ένα κράτος που επούλωνε ακόμη τις πληγές του πολέμου και επιθυμούσε να σβήσει προκαταβολικά κάθε φλόγα οποιασδήποτε έξαρσης. Αν το ποδόσφαιρο γυναικών μπορούσε να μαζέψει τόσα χρήματα και 53.000 άτομα στον ίδιο χώρο για χάρη των πληγέντων στρατιωτών, θεωρείτο πως μπορούσε να τους μαζέψει και για κάθε άλλον σκοπό.
Όσο ο καιρός περνούσε, οι ψίθυροι πλήθαιναν, η FA πίστευε -ίσως απλώς αναζητούσε αφορμή- πως αυτή η δυναμική θα διοχετευτεί σε πολιτικούς σκοπούς της εργατικής τάξης, πράγμα που γεννούσε φλύκταινες στο κορμί του καθεστώτος. Πράγμα που οδήγησε σε εκείνη τη σοκαριστική ανακοίνωση, μόλις έναν χρόνο μετά το ιστορικό παιχνίδι του Goodison: «Έχουμε την ανάγκη να εκφράσουμε την ισχυρή μας άποψη πως το παιχνίδι του ποδοσφαίρου είναι ακατάλληλο για τις γυναίκες και δεν θα πρέπει να ενθαρρύνεται».
Η Ομοσπονδία απαγόρευσε τη χρήση των γηπέδων της -πρακτικά σχεδόν όλων των γηπέδων δηλαδή- από γυναίκες και διέλυσε όσα έχτιζαν έως τότε, ακρωτηρίασε την εξέλιξη και τα όνειρά τους και άλλαξε για πάντα το παιχνίδι τους. Αυτή η απαγόρευση άρθηκε -ναι, αλήθεια- 51 χρόνια αργότερα. Όταν η Χόουπ Πάουελ ήταν ήδη έξι ετών.
Ήρθε στη ζωή στον κόσμο της απαγόρευσης, μα πολύ γρήγορα έπεισε τον εαυτό της πως κανείς δεν θα της απαγόρευε να κάνει αυτό που θέλει, κανείς δεν θα έμπαινε ανάμεσα σε εκείνη και στο όνειρό της. «Πάντα ήξερα ότι ήθελα να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιρίστρια. Από τη στιγμή που πρωτοπερπάτησα, ήθελα μόνο αυτό». Κι όμως αυτό, η πηγαία επιθυμία της, ήταν σαν να έλεγε πως ήθελε να γίνει εκπαιδεύτρια δράκων ή κάτι τέτοιο. Σαν να θέλει να ακολουθήσει ένα φανταστικό επάγγελμα, γιατί, ναι, το να σκεφτεί τότε πως ως κορίτσι θα μπορούσε να ζει από το ποδόσφαιρο χρειαζόταν πολλή φαντασία. Δεν υπήρχαν επαγγελματίες ποδοσφαιρίστριες, δεν υφίσταντο. Και η μικρή Χόουπ θα καταλάβαινε από πολύ νωρίς πως αυτό είναι ένα μονοπάτι που, για να το διασχίσει, πρέπει πρώτα να το ανοίξει μόνη της.
Μεγάλωσε στο νότιο Λονδίνο, περικυκλωμένη από την πολυμορφία των διαφορετικών πολιτισμών των μεταναστών. Ανήκε κι αυτή σε μια τέτοια οικογένεια, η μαμά της και ο πατριός ήταν Τζαμαϊκανοί. Οι κίνδυνοι στο σκοτεινό Πέκαμ, στη γειτονιά της, πολλοί. Ναρκωτικά, μπλεξίματα, ληστείες, βία. Η παραβατικότητα αυτών των δρόμων ρουφούσε τόσα παιδιά, πριν καν το καταλάβουν.
Βέβαια, η τελευταία, η βία, δεν ήταν κάτι που η μικρή Χόουπ βίωνε μόνο στον δρόμο. Θυμάται τα χαστούκια, τις μεθυσμένες γροθιές, τα άγρια ξεσπάσματα του πατριού της. «Ήταν σκληρά, σκληρά για τα παιδιά, σκληρά για τη μαμά μου. Ο πατριός μου ήταν πολύ βίαιος. Όχι προς εμένα, εγώ ήμουν αυτή που έμπαινε ανάμεσα σε εκείνον και τη μητέρα μου», θα πει χρόνια μετά.
Η ανάγκη να προστατεύσει τους δικούς της, να βγει μπροστά και να ταχθεί απέναντι σε όσα δεν κάθονταν καλά μέσα της ήταν πάντα εκεί. «Είμαι μαχήτρια. Πιστεύω πως το παρελθόν διαμορφώνει το μέλλον και ξέρω πως κάποιες εμπειρίες μου ως παιδί, πράγματα που έχω δει, με έχουν επηρεάσει πολύ».
Πώς να πιστεύει κάτι διαφορετικό; Πιτσιρίκι ήταν ακόμη, όταν οπλίστηκε με όλη την ξεροκεφαλιά του κόσμου, την αποφασιστικότητα, την άρνηση να δεχθεί ό,τι έβλεπε, αν το θεωρούσε λάθος, την άρνηση να συμβιβαστεί.
Πάντα είχε το ποδόσφαιρο για να εκτονώνει την έντασή της, ήταν για εκείνη το πάθος που την κρατούσε σε ισορροπία και μακριά από μπελάδες στον δρόμο. Αλλά χρειαζόταν να παλεύει ακόμα και για να παίζει. «Θυμάμαι τα καλοκαίρια παίζαμε όλη μέρα έξω με τα αδερφιά μου. Στην αρχή ήταν μια πραγματική μάχη, δεν ήθελαν να με αφήσουν να παίζω μαζί τους. Μετακομίσαμε στο Γκρίνγουιτς και βγαίναμε σε ένα τσιμεντένιο γηπεδάκι. Μαζευόμασταν πολλά παιδιά και χωριζόμασταν σε δύο ομάδες που επέλεγαν οι πιο καλοί παίκτες. Δεν με επέλεγε κανείς. Συνέχισε να μη με επιλέγει κανείς. Μέχρι που μια μέρα με επέλεξαν, επειδή δεν υπήρχαν άλλοι. Και αυτό ήταν. Ήξερα ότι ήμουν καλύτερη από τα περισσότερα αγόρια. Αυτό ήταν που με ενοχλούσε πιο πολύ. Μετά μου έλεγαν: “Α, τελικά δεν είσαι τόσο κακή”. Κι εγώ τους απαντούσα: “Εγώ το ξέρω, μόνοι σας πιστεύατε ότι δεν μπορούσα να παίξω”».
Ήταν σχεδόν παντού το ίδιο, η ίδια ιστορία, η ίδια προσπάθεια να αποδείξει πως της αρέσει στα αλήθεια το ποδόσφαιρο, πως δεν αστειεύεται, πως είναι ένα κορίτσι που παίζει στα αλήθεια ποδόσφαιρο.
Παρά τα εμπόδια, τα οποία εμφανίζονταν ακόμα και στα πιο απλά. Όπως η σχολική ομάδα. Η Χόουπ ξεκίνησε να παίζει με τα υπόλοιπα αγόρια στην ομάδα του σχολείου της, όταν όμως έγινε 12 ετών, της απαγόρευσαν να συνεχίσει να παίζει, την έδιωξαν από την ομάδα. Φυσικά για κανέναν άλλον λόγο πέρα από το γεγονός πως ήταν το κορίτσι. Δεν είχε δημιουργήσει προβλήματα, δεν ήταν βάρος, ίσα-ίσα ήταν ένα πολύ ταλαντούχο παιδί.
Όμως ήταν κορίτσι και αυτό ήταν αρκετό για να της κλείσουν την πόρτα. «Ήμασταν εγώ κι άλλη μια κοπέλα, δεν μας επέτρεπαν να παίζουμε σε μεικτές ομάδες μετά τα 11, οπότε απλώς μας έδιωξαν. Δεν μπορούσα να το καταλάβω, εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να παίζω ποδόσφαιρο», θυμάται. Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν θα μπορούσε να τα παρατήσει. Έφαγε την πόρτα κατάμουτρα, μα συνέχισε να ψάχνει τον τρόπο να κάνει αυτό που αγαπά.
Θυμάται ακόμη το σοκ εκείνης της εικόνας. Ήταν σαν να ξεπήδησε μέσα από τα πιο αθώα, παιδικά όνειρά της: Ένα καταπράσινο γήπεδο ποδοσφαίρου, μια μπάλα και κοριτσίστικες κοτσίδες να αναπηδούν, τρέχοντας ξοπίσω της. Ακούγεται απλό, μα για ένα κορίτσι εκείνης της εποχής δεν ήταν. Έπρεπε να φτάσει μέχρι την εφηβεία της για να δει αυτό που τα αγόρια για παράδειγμα έβλεπαν με το που μπορούσαν να περπατήσουν.
Η Χόουπ αναζήτησε καταφύγιο, αφότου την έδιωξαν από τη σχολική της ομάδα, και το βρήκε στην αγκαλιά των Millwall Lionesses, μιας εκ των ελάχιστων ομάδων γυναικών τότε. Ακολούθησε εκείνη τη φίλη της -το μοναδικό άλλο κορίτσι που γνώριζε πως έπαιζε ποδόσφαιρο- και βρέθηκε στη δική της όαση, σε μια κανονική προπόνηση της ομάδας.
Η ώρα κύλησε, το σκοτάδι έπεσε και η Χόουπ, μεθυσμένη από αυτή την πρωτόγνωρη εμπειρία, σχεδόν ξέχασε να επιστρέψει σπίτι. Γύρισε αργά το βράδυ κι η μητέρα της την περίμενε ξύπνια για να της υψώσει ακόμα ένα τείχος: «Σήμερα, δεν της αρέσει να το λέω, αλλά έτσι ήταν. Δεν της άρεσε καθόλου το ότι έπαιζα ποδόσφαιρο. Είχε έρθει μικρή σε μια νέα χώρα, ψάχνοντας μια καλύτερη ζωή, και δυσκολευόταν. Ήθελε να τα πηγαίνω καλά στο σχολείο και αυτό ήταν προτεραιότητα. Τα κορίτσια δεν μπορούσαν να ζήσουν από το ποδόσφαιρο, δεν υπήρχε τρόπος να γίνει επάγγελμα για εμένα, οπότε, ακόμα κι έτσι, με προστάτευε και το καταλαβαίνω».
Το πείσμα ωστόσο ήταν ανέκαθεν ο μεγαλύτερός της σύμμαχος.
Η Χόουπ συνέχισε να παίζει στις Millwall Lionesses και να αναζητά το επόμενο βήμα, το επόμενο σκαλί για τα όνειρά της. «Είχα αλαζονική αυτοπεποίθηση από πολύ μικρή. Ήξερα ότι είμαι καλή και, όταν έμαθα πως υπάρχει Εθνική ομάδα γυναικών, θυμάμαι να λέω στον εαυτό μου πως δεν υπάρχει περίπτωση να μην παίξω για αυτή».
Αφού το έβαλε στο κεφάλι της, θα το πετύχαινε. Μόλις στα 16 της έκανε το ντεμπούτο της στην Εθνική Αγγλίας, έναν χρόνο μετά ήταν εκ των βασικών πρωταγωνιστριών των Λέαινων στην πορεία τους μέχρι τον -χαμένο εν τέλει- Τελικό του πρώτου Euro γυναικών της ιστορίας απέναντι στη Σουηδία στο 1984.
Δυσκολευόταν να το χωνέψει, δυσκολευόταν να αποδεχθεί σε πόσο πρωτόγονη κατάσταση βρισκόταν το ποδόσφαιρο γυναικών. Οι παίκτριες της Εθνικής συναντιόντουσαν για προπόνηση την Παρασκευή, έπαιζαν αγώνα την Κυριακή και τη Δευτέρα έσπαγαν. Αγόραζαν μόνες τους τις εμφανίσεις τους, έπλεναν μόνες τους τα ρούχα και τα παπούτσια τους, πλήρωναν τα μεταφορικά τους έξοδα. Ήταν ένας άλλος κόσμος.
Και μπορεί η Χόουπ να διέπρεπε σε αυτόν, να μη σταματούσε να σκοράρει με την εθνική και τους συλλόγους στους οποίους αγωνιζόταν, όμως δεν ήταν ο κόσμος που είχε φανταστεί μικρή.
Αυτός ο κόσμος δεν υπήρχε. Ο κόσμος που μια γυναίκα θα μπορούσε να ζει από το ποδόσφαιρο, να ζει κάνοντας αυτό που αγαπά, δεν υπήρχε. Κι έτσι η Χόουπ Πάουελ κατάλαβε πως μάλλον θα πρέπει να τον φτιάξει μόνη της. Αφιερώθηκε σε αυτό, για τον εαυτό της και για τους άλλους, είπε πως θα έκανε τα πάντα για να αφήσει τα πράγματα καλύτερα από όσο τα βρήκε.
Τα πάντα άλλαξαν για την Πάουελ, όταν χτύπησε εκείνο το τηλέφωνο το 1998. Ήταν 31 ετών, όλα αυτά τα χρόνια έπαιζε, αλλά έτσι δεν μπορούσε να κάνει τη διαφορά που ήθελε. Σοκαρίστηκε, δεν το περίμενε. Η Αγγλική Ομοσπονδία τής ζήτησε να γίνει προπονήτρια στην Εθνική ομάδα γυναικών. Είχε τα πρώτα διπλώματα προπονητικής, αλλά δεν είχε προπονήσει ξανά.
Το θέμα ωστόσο ήταν μεγαλύτερο, ήταν κάτι τεράστιο αυτό που της ζητούσαν. Θα γινόταν η πρώτη γυναίκα που θα προπονούσε οποιοδήποτε κλιμάκιο της Αγγλίας, ο πιο νέος coach της ιστορίας της, το πρώτο μαύρο άτομο με ρόλο προπονητή στην Ομοσπονδία. Λίγο αργότερα και η πρώτη γυναίκα κάτοχος του Uefa PRO, του υψηλότερου προπονητικού διπλώματος.
Πήρε τον χρόνο της να σκεφτεί. «Δεν μπορώ να αποτύχω, δεν επιτρέπεται να το κάνω. Για εμένα, για τις γυναίκες, για τους μαύρους», είπε. Και σιγά μην άφηνε τον εαυτό της να αποτύχει. Το κατάλληλο άτομο βρισκόταν πια στην κατάλληλη θέση, στη θέση όπου μπορούσε επιτέλους να επηρεάσει τα πράγματα. Ξεκαθάρισε από νωρίς τις επιθυμίες της, το όραμά της, όλοι ήξεραν πως δεν ήταν ο πιο εύκολος άνθρωπος, γι’ αυτό όμως την ήθελαν. Γιατί μπορούσε να εκτοξεύσει τον πήχη.
«Ήμουν προετοιμασμένη να κάνω ερωτήσεις για τις οποίες ήξερα πως θα άκουγα “όχι” και απλώς θα επέλεγα ξανά τη στιγμή μου να ρωτήσω. Ό,τι έκανα είχε να κάνει με την προσπάθειά μου να βελτιώσω τα πράγματα για την ομάδα μου. Ήμουν πολύ διαφορετική, μια πρόκληση για πολλούς ανθρώπους στην Ομοσπονδία, αλλά τίποτα δεν θα με σταματούσε από το να προσπαθώ για το καλύτερο δυνατό. Και για αυτό σίγουρα υπήρχαν άτομα που με έκριναν όχι για όσα έκανα αλλά για άλλα πράγματα, ίσως για το ότι ήμουν μια μαύρη γυναίκα», θα πει. Τα αιτήματά αφορούσαν σε πράγματα από σχεδόν αστεία, περισσότερες μπάλες στις προπονήσεις δηλαδή, μέχρι την προσπάθεια για ίδρυση περισσότερων ομάδων Νέων, αύξηση των βοηθών της με εξειδικευμένους επαγγελματίες, περισσότερα παιχνίδια με κορυφαίους αντιπάλους.
Η Χόουπ δούλευε σκληρά κάθε μέρα για να φτιάξει όλα όσα ονειρευόταν. Κάθε μέρα για 15 χρόνια, όσα έκατσε στον πάγκο της Εθνικής Αγγλίας γυναικών. Την οδήγησε σε έξι μεγάλα τουρνουά, έναν Τελικό Euro. Δεν κατέκτησε τίποτα, αλλά δεν είχε σημασία. Δεν ήταν ποτέ αυτός ο στόχος. Δεν την ένοιαζαν τα μετάλλια, οι κοινές επιτυχίες, μόνο να πλησιάσει στον κόσμο που ήθελε. Μόνο να ανοίξει τον δρόμο. Αν τη ρωτήσει κανείς σήμερα, πιθανότατα θα δηλώσει ευχαριστημένη, μα την αμέσως επόμενη στιγμή θα μιλήσει για όλα όσα μπορούν να βελτιωθούν ακόμη, για όλα όσα η ίδια θα ήθελε να αλλάξει. Μιλάει πολύ και πολύ αφιλτράριστα για να αρέσει σε όλους. Δεν αρέσει σε όλους. Μα όλοι τη θεωρούν θρύλο κι αυτό κάτι μαρτυρά.
Το ποδόσφαιρο γυναικών ήταν κάτι πολύ διαφορετικό, όταν η Πάουελ ερωτεύτηκε το παιχνίδι, λίγο αφού η απαγόρευση της FA άρθηκε. Ήταν κάτι πολύ διαφορετικό, όταν έκανε τα πρώτα της βήματα, λίγο αφού την έδιωξαν από τη σχολική της ομάδα. Ήταν κάτι πολύ διαφορετικό, όταν η Ομοσπονδία τής έδωσε το χρίσμα και κάτι πολύ διαφορετικό σήμερα.
Και η ίδια έκανε τα πάντα για να το φέρει εδώ που είναι, έκανε τα πάντα για να φτιάξει τον δικό της κόσμο. Η μικρή Χόουπ δεν μπορούσε εύκολα να ονειρευτεί πως θα γίνει επαγγελματίας παίκτρια, όμως άλλαξε τον χώρο, με τις απαιτήσεις και τη δουλειά της, με την αφοσίωσή της, για να δώσει τα εφόδια του ονείρου σε οποιοδήποτε μικρό κορίτσι σήμερα.
Έναν αιώνα μετά τον σεισμό του Goodison, 22 γυναίκες γέμισαν ξανά ένα στάδιο. Αυτή τη φορά ήταν το Wembley, στον νικηφόρο Τελικό της Αγγλίας κόντρα στη Γερμανία. 87.192 άτομα τον παρακολούθησαν. Ανάμεσα σε αυτά και εκείνη, το κορίτσι που μεγάλωσε με το όραμα που τώρα ξεδιπλωνόταν μπροστά στα μάτια της, το κορίτσι που δεν πήρε τη δόξα αυτής της αναγνώρισης ή ενός τίτλου, αλλά ήξερε πως χωρίς αυτή τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο.
Ακόμα κι αυτή η επιτυχία βέβαια, η ιαχή του ποδοσφαίρου γυναικών, δεν της ήταν αρκετή, όπως θα ομολογούσε μετά το παιχνίδι στη δημόσια τηλεόραση, γιατί αυτή ήταν πάντα. Ασυμβίβαστη, πεινασμένη, αφοσιωμένη στο όραμά της, δίχως όρια. «Σήμερα είδαν όλοι πόσο μεγάλο αντίκτυπο είχε όλη αυτή η προσπάθεια ετών. Η πρόκληση είναι να συνεχίσουμε, να προχωρήσουμε ακόμα πιο μπροστά, με ακόμα μεγαλύτερη συνέπεια».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Σαρίνα Βίγκμαν, Αυτή που έσπασε την κατάρα
Σάρα Μπιόρκ Γκούναρσντοτιρ: Το Ράγκναροκ μιας “ασταμάτητης” μαμάς-ποδοσφαιρίστριας