Το γαλάζιο του ουρανού και το μαύρο της αβύσσου. Μια βρώμικη γυαλάδα, μια τέλεια εκτελεσμένη σονάτα στη λάσπη.
Αμφίθυμος, δεν γινόταν να τον μπερδέψεις μέσα στο γήπεδο κι ας ήταν ο πιο βραχύσωμος απ’ όλους. Το παλιομοδίτικο στυλ, το κυρτό σώμα για να προστατεύει μονίμως τη μονάκριβή του, την μπάλα.
Ήθελε πάντα παθιασμένα την μπάλα, σχεδόν εμμονικά. Ήξερε πώς θα μεταμορφώσει ακόμα και το πιο απλό και βαρετό κοντρόλ σε κάτι εξωφρενικά περίπλοκο, σε βαθμό να εκνευρίζει συμπαίκτες, φιλάθλους κι αντιπάλους.
Κακομαθημένο παιδί, αυτό ήταν ο Αριέλ Ορτέγκα. Αυθάδες, κουτοπόνηρο, αναίσθητο.
Λύγισε μονάχα όταν στα 39 βγήκε με τον γιο του αγκαλιά στο γρασίδι του Monumental κι αντίκρισε 60.000 ζευγάρια μάτια βρεγμένα από δάκρυα ευγνωμοσύνης και πόνου. Δάκρυα αγάπης γι’ αυτό που ήταν, γι’ αυτό που μπορούσε να είναι και γι’ αυτό που δεν μπόρεσε να γίνει ποτέ.
Όλοι τους είχαν διαφοροποιήσει την οπτική γωνία, είχαν παραμερίσει τη λογική και τους κανόνες του ποδοσφαίρου, προκειμένου να επιτρέψουν στον εαυτό τους να τον ερωτευτεί. «Burrito» τον φώναζαν. Ο νους πάει στο έδεσμα, αλλά κυριολεκτικά σημαίνει «μικρός γάιδαρος». Ταιριαστό, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του το αμφίσημο.
Μόνο υπό συγκεκριμένη προοπτική τον λάτρευες τον Ορτέγκα. Υποχρεωτικά έπρεπε να σου αρέσουν το «sombrero», η «emboquillada», η «palanca», η «picadita», η «clareada», το «globito», το «charro». Υπάρχουν αδιανόητα πολλές λέξεις για τη «λόμπα» στη λατινοαμερικανική ποδοσφαιρική αργκό. Ε, ο Ορτέγκα είχε βαλθεί να τις επεξηγήσει όλες από το Μπουένος Άιρες και την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη Γένοβα και τη Βαλένθια.
Λόμπα και ντρίπλα. Η ζωή του όλη. Entertainer, στο απόλυτο επίπεδο, σχεδόν σε κουραστικό επίπεδο. Αυτό τού χάριζε ικανοποίηση όμως, έτσι έσκαγε το χαμόγελο στην ινδιάνικη φάτσα του. Αυτό το αυτάρεσκο, αναιδές, αλήτικο χαμόγελο που ζωγραφιζόταν για κλάσματα του δευτερολέπτου στο πρόσωπό του, όταν ένιωθε την ελαφριά κίνηση του αέρα που παράγεται από το πόδι του αντιπάλου, όταν “τρώει” την ντρίπλα. Σαν φευγαλέα ριπή ευτυχίας, σαν άγγιγμα του ακατάκτητου. Για εκείνον η ποδοσφαιρική ευτυχία ήταν φευγαλέα, δεν διαρκούσε παραπάνω από εκείνο το κλάσμα δευτερολέπτου κατά το οποίο του “έβγαινε” η ντρίπλα.
Αμέσως μετά, επέστρεφε στο αχανές σκοτάδι του, στο μέρος από το οποίο μια ολόκληρη ζωή προσπαθούσε ανομολόγητα να αποφύγει.
Σύμφωνα με τα σπουδαιότερα ινστιτούτα στον κόσμο, τα παιδιά των χρόνιων αλκοολικών έχουν τέσσερεις έως εννέα φορές περισσότερες πιθανότητες να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο.
Το αλκοόλ για τον Αριέλ ήταν ο ευκολότερος τρόπος να ξεφύγει από τον πόνο της ζωής του, τον αλκοολικό πατέρα του. Οξύμωρο έτσι;
Είχε όλες τις προϋποθέσεις να ξεφύγει, όλα τα φόντα να μην παρασυρθεί, αλλά ήταν τόσο σημαδεμένος, τόσο μαρκαρισμένος ώστε δεν κατάλαβε ποτέ. Πιθανόν να μην ήταν τόσο δυνατός ώστε να καταλάβει, ακόμα πιο πιθανό να μην μπορούσε να διακρίνει κανόνες και έθιμα. Παρόλο που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη μήτρα της αργεντίνικης θυμοσοφίας, το Λεντέσμα.
Δεν είχε κλείσει τα 15, όταν στο clásico της πόλης, ένα Αλμπέρντι-Λεντέσμα, ήταν ο μοναδικός σε ακτίνα 10 χιλιομέτρων που δεν είχε αντιληφθεί ότι το ματς είναι “κανονισμένο” για ισοπαλία, μιας και εξυπηρετούσε και τις δυο ομάδες. Ο προπονητής έκανε το λάθος να τον βάλει 10 λεπτά πριν λήξει το παιχνίδι. Ματς δεν υπήρχε, οι ποδοσφαιριστές απλώς περίμεναν να περάσουν και τα τελευταία λεπτά για να πανηγυρίσουν την πρόκριση στα play offs. Μπήκε, τους πέρασε όλους, έβαλε το γκολ και πανηγύρισε σαν μωρό παιδί. Στα 15 είχε κρίνει το ντέρμπι της πόλης κι όμως κανείς δεν έτρεξε να τον αγκαλιάσει, να τον συγχαρεί, να τον σηκώσει στα χέρια. Όλοι τον έβριζαν, τον προσέβαλαν, τραβούσαν τα μαλλιά τους.
Άκουγε μόνο μια ερώτηση, «Γιατί;». Το πρώτο από τα αναρίθμητα της καριέρας του.
Όταν έφτασε στο Μπουένος Άιρες, έναν χρόνο μετά, για να ενταχθεί στην ομάδα Νέων της Ρίβερ, ήταν και πάλι γεμάτος ερωτήσεις. Έφηβος, μόνος, χωρίς οικογένεια, δίχως δυνατότητα πραγματικής μαθητείας. Δεν μιλούσε σε κανέναν. Έπαιζε μόνο μπάλα. Λίγοι μήνες στην ομάδα Νέων, ούτε μια χούφτα ματς με τη Β’ ομάδα και απευθείας στο Αντρικό.
Όταν ο Πασαρέλα τον έριξε στον λάκκο των λεόντων, ήταν 17 χρόνων. Το ημερολόγιο έγραφε 1991, βρισκόμασταν στην αυγή μιας από τις πιο όμορφες και εμβληματικές περιόδους της Ρίβερ Πλέιτ.
Ο Πασαρέλα για τον Αριέλ υπήρξε ίσως ο αληθινός πατέρας του, έτσι τον λόγιζε. Ήταν ο μόνος που είδε τη ρωγμή στην πανοπλία του αμίλητου πιτσιρικά, ο πρώτος που κατάλαβε ότι έχουμε να κάνουμε με έναν εν δυνάμει σπουδαίο ποδοσφαιριστή αλλά και ένα παιδί χωρίς την παραμικρή βάση για να αντιμετωπίσει τον κόσμο.
Προσπάθησε πολύ μαζί του ο Πασαρέλα. Τον πηγαινοέφερνε με το αυτοκίνητο στις προπονήσεις, τον πήρε απ’ το χεράκι και τον πήγε στην τράπεζα να ανοίξουν τον πρώτο του λογαριασμό, του εξηγούσε βασικά πράγματα, απ’ αυτά που όλοι θεωρούσαν δεδομένα, αλλά ο Ορτέγκα συναντούσε για πρώτη φορά στη ζωή του. Ο Αριέλ προσπαθούσε να ανταποδώσει στο χορτάρι, έπαιζε για τον Πασαρέλα, πέθαινε για τον Πασαρέλα.
Το κοινό της Ρίβερ δεν χρειαζόταν να προσπαθήσει για να το κερδίσει. Αρκούσαν η τεχνική, οι ντρίπλες, το “σόου” ακόμα και ο προκλητικός τρόπος με τον οποίον αντιλαμβανόταν το ποδόσφαιρο.
Προσπάθησε να του το προσφέρει, κάνοντας πράγματα όπως την στιγμή που στο τέλος της προπόνησης τον φόρτωσε στο αυτοκίνητο και τον πήγε προσωπικά στην τράπεζα για να ανοίξει λογαριασμό όψεως. Ο Ορτέγκα δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι ήταν.
Τέσσερα χρόνια ποδοσφαιρικής έκρηξης, καθιέρωση, καθαγιασμός, υπερβολή. Πριν καν ολοκληρωθεί ως παίκτης, είχε γίνει το αγαπημένο παιδί της «Albiceleste», ο επόμενος “θεός”. Τρεις τίτλοι Apertura, το πρώτο Μουντιάλ, η φήμη ως το μεγαλύτερο ταλέντο της Αργεντινής.
Στη δεύτερη περίοδο, με τον Ραμόν Ντίαζ να αντικαθιστά τον Πασαρέλα, ήταν φτασμένος, σχεδόν ηγετική μορφή. Με τον Ντον Ραμόν ήρθε το Libertadores του 1996, το δεύτερο στην ιστορία των «Millonarios».
Το ένα «golazo» πίσω από το άλλο, η πολλοστή κατάχρηση ντρίπλας, η χιλιοστή λόμπα. Γι’ αυτά ζουν στην Αργεντινή, έτσι το καταλάβαιναν το ποδόσφαιρο.
Κάθε παιχνίδι, πριν μπαρκάρει για την Ευρώπη, ήταν και ένα μανιφέστο τεχνικής παντοδυναμίας, ένα γιγαντιαίο σλάλομ ποδοσφαιρικής επίδειξης.
Εκτός από ένα. Superclàsico, το τελευταίο παιχνίδι του Πασαρέλα στον πάγκο της Ρίβερ, πριν πάρει από τον Μπαζίλε την σκυτάλη στην Εθνική. 30 Απριλίου του ’94. Ο θρίαμβος και η τραγωδία της Ρίβερ.
Το Bombonera ασφυκτικά γεμάτο, η Μπόκα του Μενότι με το μαχαίρι στα δόντια. Σκληρή, πανέτοιμη, αποφασισμένη. Το γήπεδο, ώρες πριν ξεκινήσει το ματς, έχει γίνει ήδη κολαστήριο.
Ο Πασαρέλα μπαίνει με μια πετσέτα απλωμένη στο κεφάλι για να αποφύγει φτυσιές και αντικείμενα.
Ο Ορτέγκα είναι 20 χρόνων, έχει καταλάβει από την καταπακτή ότι αυτό το ματς δεν είναι σαν τα άλλα. Φοράει το «7», αλλά συμπεριφέρεται σαν το «δεκάρι».
Είναι η πρώτη φορά που ο Ερνάν Κρέσπο πατάει το χορτάρι του Bombonera και είναι όχι απλώς τρακαρισμένος, τρέμει ολόκληρος. Ο Ορτέγκα τον πιάνει απ’ τον γιακά, τον στολίζει με “γαλλικά”, τον παρασύρει σε ένα ξέφρενο πάρτι που βρίσκει τη Ρίβερ να θριαμβεύει με 0-2.
Η πιο μεγάλη βραδιά του Αριέλ, το βάπτισμα του πυρός του Ερνάν. Ο πρώτος θρίαμβος που διακόπτεται από τους ήχους πυροβολισμών. Στην ανταλλαγή πυρών μεταξύ των οπαδών, δυο παιδιά της Ρίβερ πέφτουν νεκρά. Τραγωδία, μια από τις μεγαλύτερες στην ιστορία των clàsico. Το μπλε του ουρανού, το μαύρο της αβύσσου.
Σε εκείνη την τραγική μέρα ο Αριέλ Ορτέγκα είχε δώσει τη μεγαλύτερη παράσταση της ζωής του, εκείνο το τραγικό απόγευμα έκανε το καλύτερο παιχνίδι της καριέρας του. Καλύτερο και από τον Τελικό του Libertadores με την Αμέρικα Ντε Κάλι, καλύτερο απ’ όλα τα επόμενα που ζούσε την έκσταση αλλά “κάτι” έμενε πίσω.
Αναμφίβολα η “τελευταία του” Ρίβερ ήταν η πιο σπουδαία ομάδα όπου έπαιξε ποτέ. Αστράντα, Ντίαζ, Μόνο Μπούργκος, Σορίν, Κρέσπο, Αλμέιδα, Γκαγιάρδο, Φραντσέσκολι. Έμαθε πολλά από τον «Πρίγκιπα», κυρίως τη σημασία της ολοκλήρωσης στη δύση μιας καριέρας. Δεν τα κεφαλαιοποίησε ποτέ ωστόσο.
Στη Βαλένθια, η οποία ήταν ο πρώτος σταθμός έξω από το κουκούλι του, η εμπειρία ήταν τραυματική. Ταξίδι σε έναν άλλο κόσμο, με εκατοντάδες νέες πραγματικότητες για να διαχειριστεί και μονάχα ένα “φάρμακο” στο μυαλό του.
Ο Ρανιέρι, ο οποίος κοουτσάριζε τότε τις «Νυχτερίδες», το κατάλαβε πολύ γρήγορα το πρόβλημα του Ορτέγκα.
Τετράγωνος και διπλωμάτης ο Ιταλός, άναρχος και συγκρουσιακός ο «Burrito».
Ένα 23χρονο παιδί χωρίς ίχνος επαγγελματισμού, δίχως αντίληψη της θυσίας για το σύνολο, πολλώ δε υπομονή. Ο Ορτέγκα νόμιζε, πίστευε ότι και στην Ευρώπη μπορεί να ξεφύγει από κάθε μοτίβο, ότι και στη Liga επιτρέπεται να απελευθερώνει το ταλέντο και το ταμπεραμέντο του χωρίς περιορισμούς και εγγυήσεις. Ο δογματικός Ρανιέρι αυτά εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να τα αποδεχτεί.
Αγεφύρωτο το χάσμα μεταξύ των δυο, μια σχέση οργής από την αρχή μέχρι το τέλος. Καυγάδες με πολύ βαριές κουβέντες, μειωτικούς χαρακτηρισμούς, δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων. Μάταια προσπαθούσε να κάνει τον ειρηνοποιό ο Κλάουντιο Λόπεζ, ακόμα πιο μάταια ο Ορτέγκα γύρευε κατανόηση στους παραλογισμούς του.
Έφυγε για τη Γένοβα με την στάμπα του απείθαρχου, του αποτυχημένου, του “δύσκολου” και με το χρονικό μιας προαναγγελθείσας εθνικής εποποιΐας στα γήπεδα της Γαλλίας. Μπορεί το τελευταίο του Μουντιάλ στην Άπω Ανατολή να θεωρείται ένα από τα πιο απίστευτα παράδοξα στην ιστορία του ποδοσφαίρου (το καλύτερο υλικό στην ιστορία της «Albiceleste» με τον Μπιέλσα στο τιμόνι δεν προκρίθηκε καν από τον όμιλο), αλλά η Γαλλία ήταν η ευκαιρία του.
Στον πάγκο ήταν ο Πασαρέλα, το «10» ήταν δικό του, κεντρικός κυνηγός έπαιζε ο καλύτερος δυνατός συμπαίκτης, ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα.
Οι δυο τους καθάριζαν έναν-έναν τους αντιπάλους, επανέλαβαν τον άθλο της “εκδίκησης” εναντίον των Άγγλων σε εκείνο το θρυλικό ματς, από το οποίο δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις να θυμηθείς.
Το υπέροχο γκολ του Όουεν;
Την αποβολή του Μπέκαμ;
Την ισοφάριση του Ζανέτι;
Τα πέναλτι του Ινς και του Μπάτι που απέκρουσε ο Ρόχα;
Διαλέγω το συνεχές και άγριο τανγκό του «Burrito».
Τους περνούσε όπως ήθελε. Εκείνο το βράδυ είχε εμμονή να τους περνάει την μπάλα ανάμεσα απ’ τα πόδια. Δεν σκόραρε, αλλά ήταν το παιχνίδι που, ναι, τον καθιέρωσε ως ηγέτη της Αργεντινής, ως το μεγάλο «δεκάρι» που έψαχνε και ψάχνει μια ολόκληρη χώρα μετά τον Ντιέγκο.
Ακόμα ένας θρίαμβος που εξελίχθηκε σε τραγωδία. Στον προημιτελικό εναντίον της Ολλανδίας αποβλήθηκε για εκείνη την ανεξήγητη κεφαλιά στον Έντβιν Βαν Ντερ Σαρ. Τρία λεπτά αργότερα έλαβε χώρα το αριστούργημα του Ντένις Μπέργκαμπ. Από το ζενίθ στο ναδίρ, από τον παράδεισο στην κόλαση.
Έφτασε στη Γένοβα σκυθρωπός, προσπάθησε να λάμψει στη Γαλλία, αλλά για πολλοστή φορά, παρά τους καλούς οιωνούς και το φίλιο περιβάλλον, καταστροφή.
Από όλη τη σεζόν έμειναν η εμφάνιση με τους Άγγλους κι ένα καταπληκτικό «καντηλάκι» στον Παλιούκα.
Η Σαμπντόρια, κάνοντας μια αδιανόητα κακή σεζόν, υποβιβάστηκε. Με επιθετικό δίδυμο Ορτέγκα και Μοντέλα. Ένας απίστευτα οδυνηρός και αναπάντεχος υποβιβασμός, μη διαχειρίσιμος.
Τα βάρη στους ώμους του πολλά, ο ψυχισμός του ξανά στα τάρταρα. Και η νύχτα με το σκοτάδι της το μόνο του καταφύγιο, όπου δυστυχώς δεν μπορούσε να προσποιηθεί το ίδιο αριστοτεχνικά όπως στο χορτάρι. Στο γήπεδο ντρίπλες και επίδειξη. Στην προσωπική του ζωή όχι. Δεν τα κατάφερε ποτέ. Πάντα φαινόταν αυτό που είναι.
Είπε έναν καλό λόγο ο Κρέσπο στον Μαλεζάνι και κατέληξε στην Πάρμα.
Είχε μπει ήδη βαθιά στο τούνελ και ο δρόμος έμοιαζε να μην έχει γυρισμό. Τον Δεκέμβρη του ’98 συλλαμβάνεται, επειδή εντελώς μεθυσμένος έγινε κεντρικός πρωταγωνιστής ενός τεράστιου καβγά έξω από ένα νυχτερινό κέντρο.
Παραδέχεται ότι δεν είναι καλά, ότι πίνει και υποφέρει.
Νόμιζε ότι θα γιατρέψει τη νοσταλγία του επιστρέφοντας στη μοναδική ομάδα όπου έλαμψε. Η Ρίβερ δεν υπήρχε περίπτωση να του κλείσει την πόρτα, όσο ραγισμένος κι αν ήταν. Καλά έκανε, όσοι αγαπούν συγχωρούν και ξέρουν να περιμένουν.
Ο Ορτέγκα ήξερε ότι μόνο παίζοντας για τον κόσμο του μπορεί να ξαναγίνει ο εαυτός του. Η επιστροφή στη Ρίβερ είναι μυθιστορηματικού χαρακτήρα, αγγίζει τα όρια του έπους.
Η διετία 2000-2002 είναι αναμφίβολα η καλύτερη απ’ όλες. Καπετάνιος σε ένα τσούρμο νέων αστέρων. Σαβιόλα, Αϊμάρ, Ντ’ Αλεσάντρο, Καβενάγκι. Η Ρίβερ πετούσε φωτιές. Το αραβούργημα του 2002 στο Bombonera, ένα 3-0 που προήλθε από σχεδόν μεφιστοφελική εμφάνιση του «Burrito». Πρωτάθλημα. Εξαγνισμός. Ένας λαός ταγμένος στα πόδια του, ένα έθνος να λατρεύει το “δικό του” ποδόσφαιρο.
Στο βάθος το Μουντιάλ της Άπω Ανατολής, το γραμμάτιο που έχει εμμονή να ξεπληρώσει. Με τη σεζόν ολοκληρωμένη στην Αργεντινή, κάνει το ολέθριο σφάλμα να συμφωνήσει με τη Φενέρ, προκειμένου να μείνει ενεργός για το Μουντιάλ. Μεταναστεύει πολύ μακριά, τόσο γεωγραφικά όσο και σωματικά και εννοιολογικά. Η γλώσσα, το φαγητό, η κουλτούρα, όλα του μοιάζουν μαρτύριο. Ξαναπέφτει στο σκοτεινό του καταφύγιο.
Η αποτυχία στο Μουντιάλ κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Τον Φεβρουάριο του 2003 δεν επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη. Αδιαφορεί για συμβόλαια και ρήτρες, μπαίνει στο πρώτο αεροπλάνο για Μπουένος Άιρες και εκβιάζει με παιδικό τρόπο τη Φενέρ προκειμένου να τον αφήσει ελεύθερο.
Οι Τούρκοι καταγγέλλουν την αντιεπαγγελματική συμπεριφορά στη FIFA και στη δίκη τούς επιδικάζονται 10(!) εκατ. δολάρια. Το χειρότερο απ’ όλα δεν είναι το οικονομικό σκέλος αλλά η αναστολή της επαγγελματικής δραστηριότητας του Ορτέγκα.
Είναι 29 ετών, υπερχρεωμένος και συντεριμμένος, γιατί δεν μπορεί να παίξει ποδόσφαιρο. Ψάχνει ένα κλαδί να πιαστεί, μια σανίδα να τον σώσει από το βέβαιο πνιγμό.
Ο Αμέρικο Γκαγιέγκο πείθει τη διοίκηση της Νιούελς να επενδύσει σε έναν ποδοσφαιριστή ανενεργό σχεδόν έναν χρόνο. Είναι κι εκείνος παλιά δόξα της Ρίβερ, αγαπάει τον «Burrito», τυραννιέται να τον βλέπει να εξαϋλώνεται.
Η Νίουελς βρίσκει μετά από μεγάλο αγώνα μια συμβιβαστική λύση με τη Φενέρ, ζητά και παίρνει την επιείκεια της FIFA και τον εντάσσει στις τάξεις της.
Τον Αύγουστο του 2004 πατάει χορτάρι, αλλά δεν είναι ο Ορτέγκα. Ναι, ντριμπλάρει, κάνει λόμπες, κόλπα και “μαγικά”, αλλά είναι ανέκφραστος. Ο «Burrito» αναπνέει ξανά, αλλά δεν είναι ευτυχισμένος.
Στιγμές ποδοσφαιρικής ευτυχίας βρίσκει μονάχα όταν κεντάνε μαζί με τον Φερνάντο Μπελούτσι στο Coloso del Parque. Η Νιούελς κατακτά την Apertura, αλλά ο Αριέλ είναι θυμωμένος. Απροσδιόριστα θυμωμένος.
Στα δύο χρόνια της Νιούελς αποδεικνύει ότι είναι ακόμα ποδοσφαιριστής. Στόχος του είναι να αντέξει, να πληρώσει τα χρέη του και να κατορθώσει να έχει ένα μεγάλο φινάλε καριέρας. Στη σκέψη του μόνιμα οι κερκίδες του Monumental. Θέλει να γυρίσει, πασχίζει να γυρίσει, παίζει για να γυρίσει.
Και το κάνει.
Δεν είναι ο Ορτέγκα που θυμούνται, δεν χαίρεται το παιχνίδι, “φωνάζει” ότι τούτη τη φορά εκείνος χρειάζεται τη Ρίβερ περισσότερο απ’ όσο εκείνη τη μαγεία του. Το εσωτερικό του κενό εξακολουθεί να το καλύπτει το αλκοόλ, αλλά η Ρίβερ είναι το μοναδικό περιβάλλον στο οποίο μπορεί να ξαναβρεί τη δύναμη για να αναστήσει τον εαυτό του.
Εκτίθεται δημοσίως τον Οκτώβριο του 2006. Παραδέχεται ότι είναι αλκοολικός και καταθλιπτικός, ζητά βοήθεια. Από εκεί και πέρα ξεκινά μια ολόκληρη σειρά από αρχικές και ημιτελείς θεραπείες.
Η πρώτη του επιστροφή, ένα μήνα μετά την παραδοχή του εθισμού του, είναι καθαρή λογοτεχνία. Ένα τρομερό “σκαφτό” με τη Σαν Λορέντζο που χειροκροτείται από οπαδούς και των δυο ομάδων.
Πάλεψε πολύ. Μετά από κάθε λάμψη και δυο, πέντε, δέκα σκοτάδια. Δεσμεύσεις, προδοσίες, εκρήξεις, σιγή. Είπε ψέματα ακόμα και στον Πασαρέλα, δεν το συγχώρησε ποτέ στον εαυτό του. Το έσκασε στην προετοιμασία, έβρισε και τσακώθηκε με τον άνθρωπο που αγαπούσε περισσότερο από κάθε άλλον στο ποδόσφαιρο. Γύρισε μετανιωμένος και ξαναμπήκε σε κέντρο αποκατάστασης.
Όταν ανέλαβε ο Σιμεόνε, τον κάλεσε, μίλησαν, του έδωσε το περιβραχιόνιο. Μίλησαν την ίδια γλώσσα, παλιοί συμπαίκτες, ιδιαίτεροι χαρακτήρες αμφότεροι. Ανταπέδωσε την εμπιστοσύνη, βοηθώντας τα μέγιστα για τον τίτλο. Την τσαλάκωσε κι αυτή την σχέση, κατέρρευσε, ξαναμπήκε στη μαύρη τρύπα της ύπαρξής του.
Κατέφυγε στη Μεντόζα και την Ιντεπεντιέντε Ριβαντάβια, μια ομάδα δεύτερης κατηγορίας, η οποία του προσέφερε συμβόλαιο, αρκεί να ακολουθούσε θεραπεία αποτοξίνωσης.
Εννέα μήνες εξορίας στους οποίους δεν πήγαν όλα πολύ καλά, αλλά βρήκε το κίνητρο και τις προϋποθέσεις για να το κάνει “μια τελευταία φορά”. Να επιστρέψει και να ξαναφορέσει τη φανέλα που αισθανόταν δέρμα του.
Δυο παλιοί του συμπαίκτες, ο Λέο Αστράντα και ο Ερνάν Ντίαζ, του δίνουν την τελευταία ευκαιρία που τόσο επιζητούσε. Του θυμίζουν τη Ρίβερ των ’90s, τη νιότη του, τα καλύτερά του χρόνια. Τους πρόδωσε κι αυτούς. Το Φεβρουάριο ξαναφτάνει στην προπόνηση εντελώς μεθυσμένος. Είναι στο χειρότερο σημείο.
Φυσιολογικά μένει εκτός ομάδας, η Ρίβερ μαστίζεται από ανυπολόγιστου μεγέθους οικονομικά προβλήματα, είναι αδύνατον να διαχειριστεί και τον Ορτέγκα.
Με την ομάδα σε θλιβερή κατάσταση, ο Μιγκέλ Άνχελ Κάπα τον επισκέπτεται σπίτι του. Είναι ο νέος προπονητής, εκείνος που επελέγη για το restart. Τα μάτια του «Burrito» ξαναβγάζουν σπίθες, είχε έρθει η ώρα να ξεπληρώσει μέρος από το χρέος του στην ομάδα που λάτρεψε. Η Ρίβερ στη B Nacional, σαν να λέμε εμείς «στα χωράφια». Δεν έχει νικήσει τον εθισμό του, αλλά έχει ξαναβρεί το χαμόγελό του.
Ο Μαραντόνα, ο οποίος τότε είχε αναλάβει την Εθνική και ήξερε πολύ καλά απ’ αυτά, τον καλεί για έναν τελευταίο χορό με τη φανέλα της Εθνικής. Ήταν ένα φιλικό εναντίον της Αϊτής, ένα αδιάφορο ματς για όλους, εκτός από το Μαραντόνα και τον Ορτέγκα.
Το ευχαριστιέται, αγκαλιάζει τον Ντιέγκο και κλείνει ένα από τα μεγάλα κεφάλαια της ζωής του με ένα γλυκό και καταθλιπτικό χαμόγελο. Παιδικό και πικαρέσκο.
Φεύγει από την σκηνή, χωρίς καν να περιμένει το encore, χαμένος πίσω από το όνειρο ενός Μουντιάλ που δεν θα ήταν “δικό του”, δεν μπορούσε να γίνει με τίποτα το ίδιο με τα προηγούμενα στη συνείδησή του. Εκεί ωρίμασε μέσα του η σκέψη ότι τελείωσε.
Επρόκειτο να επιστρέψει μόνο για το αντίο, αυτό το χρωστούσε σε όλους εκείνους που τον αγάπησαν. Με γκρίζα μαλλιά και δόντια που μαρτυρούν τα σημάδια του εθισμού του αλλά και πάλι με εκείνο το ξεχασμένο χαμόγελο.
Εκατόν εβδομήντα εκατοστά και 60 κιλά καταστροφής. Αλλά μια μεγάλη καρδιά, μια αυθεντική καλοσύνη. Το επιβεβαιώνουν οι πρώτοι του συμπαίκτες στην ομάδα νέων της Ρίβερ. Για την ακρίβεια το ορκίζονται.
Μίλησαν πολλοί σε εκείνο το αντίο. Είπαν για τις κούτες με αθλητικό υλικό που έστελνε στα παιδικά τμήματα, για την οικονομική βοήθεια σε ασθενέστερους συμπαίκτες, για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων αποκατάστασης, όσο κρατούσε το πρόβλημά του ιδιωτικό.
Τον αγάπησαν όλοι.
Χάριζε ό,τι μπορούσε να δώσει, ό,τι είχε.
Μάγεψε παίζοντας αυτό το εντελώς δικό του ποδόσφαιρο, προσπάθησε να ακολουθήσει τους κανόνες, κατά περιόδους το κατάφερε.
Όσο μπορούσε έμεινε όρθιος, όσο άντεξε λαμποκοπούσε.
Μετά, επέστρεφε στην κρυψώνα του, την προσωπική του άβυσσο, αυτήν στην οποία βυθίστηκε για να κρατάει όλους τους άλλους έξω.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η λάβα του Ντιέγκο καίει ακόμα
Ντιέγκο Σιμεόνε, κάτι παραπάνω από ένας προπονητής
Κλαούντιο Κανίγια: Η ζωή εξαφανίζεται
Η χαμένη νοσταλγία του Κάρλος Τέβες
Το τελευταίο τραίνο του Άνχελ Ντι Μαρία
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro