Μία από τις ομορφότερες ποδοσφαιρικές εικόνες στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στα ελληνικά γήπεδα ήταν η μαζική προσέλευση των φιλάθλων στον αγώνα της Κυριακής.
Δίχως κενά ασφαλείας, με άγχος για την εξασφάλιση ενός εισιτηρίου, με προσμονή για το επόμενο “κόλπο” που θα κάνει το αστέρι της ομάδας στο χορτάρι. Δεν ήταν αυτοσκοπός η νίκη, δεν υπήρχε “επικοινωνία” να μολύνει τα μυαλά σε σχήμα πρωθύστερο και, το κυριότερο, δεν υπήρχε γνώση για το επίπεδο των ομάδων στο εξωτερικό.
Τα ονόματα ήταν εξωτικά, οι ομάδες-φόβητρα, οι γνωστοί ποδοσφαιριστές εξ ορισμού καλλιτέχνες. Μέχρις ότου να κληρωθεί μια ελληνική ομάδα με μια μεγάλη του εξωτερικού, όλα επαφίονταν στη φαντασία, σε έναν άτυπο εξορθολογισμό συμπεριφορών, φωτογραφιών, μερικών δευτερολέπτων στα στιγμιότυπα της «Αθλητικής Κυριακής».
Στην καλή ενέργεια, ανεξαρτήτως οπαδικής προτίμησης, από την εξέδρα ακουγόταν εκείνο το μακρόσυρτο «ωωω», ένα επιφώνημα θαυμασμού για την αποθέωση του περιττού, της μαγείας, της δεξιοτεχνίας. Αυτό που δεν έχεις ζηλεύεις, εκείνο που σου λείπει γυρεύεις να προφτάσεις.
Μια μέρα μετά τον Δεκαπενταύγουστο του μακρινού 1988, ο Ολυμπιακός επρόκειτο να αντιμετωπίσει την Ατλέτικο Μαδρίτης. “Εξωτική” ομάδα τότε, σχεδόν άγνωστη στο ελληνικό κοινό, το οποίο περιοριζόταν στο δίπολο Ρεάλ-Μπάρτσα. Η Ατλέτικο του Πάο(υ)λο Φούτρε.
Η πληροφόρηση τότε προερχόταν σχεδόν αποκλειστικά από τις εφημερίδες, με καθυστέρηση μάλιστα μιας και δυο ημερών, όταν επρόκειτο για “διεθνές” ρεπορτάζ. Μερικές σκόρπιες φωτογραφίες, κάποια γκολ σε στιγμιότυπα, η φήμη και κατόπιν μονάχα η φαντασία.
Ο Φούτρε ήταν Πορτογάλος, κοντός, μελαχρινός, είχε μακριά μαλλιά και ένα βλέμμα που ανέβλυζε ιδιοφυΐα. Έδειχνε σαν να καίει κάτι μέσα του και να προσπαθεί να το εξωτερικεύσει, να το εκφράσει, να το μοιραστεί με τους γύρω του. Γρήγορος, “σίφουνας” για την εποχή, με την μπάλα κολλημένη στο αριστερό του πόδι και μια τόσο γοητευτική ποδοσφαιρική “αλητεία” να συνοδεύει κάθε του ενέργεια.
Εκείνο το βράδυ στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, σε εκείνο το φιλικό με τον Ολυμπιακό του Φούνες, ο Πάουλο Φούτρε ήταν ό,τι εγγύτερο σε “Μαραντόνα” έχει δει το αθηναϊκό κοινό. Ντρίπλες, σλάλομ, πάσες με το εξωτερικό, “γλυκά” πλασέ, τακουνάκια, τσαλίμια, η χαρά του θεατή.
Τρία δισεκατομμύρια δραχμές προσέφερε μετά από εκείνο το φιλικό ο Γιώργος Κοσκωτάς στον θεότρελο Πρόεδρο της Ατλέτικο, Χέσους Χιλ, για να τον αποκτήσει. Δεδομένων πληθωρισμού και τιμάριθμων, σαν να λέμε σημερινά 20 εκατ. ευρώ. Ο παίκτης δεν είχε πρόβλημα να έρθει, σε όλη του την καριέρα “ταξιδιώτης” υπήρξε, ανέκαθεν προσπαθούσε να βρει ένα λιμάνι απάνεμο για να ξαποστάσει. Δεν τον άφησαν τα γόνατά του, εκείνη η αναθεματισμένη ευπάθεια στους τραυματισμούς και η ελλιπής επιστημονική υποβοήθηση που είχαν τότε οι ποδοσφαιριστές. Οι διαπραγματεύσεις Ολυμπιακού-Ατλέτικο πάγωσαν, ο παίκτης έμεινε στη Μαδρίτη, στην Ελλάδα ξέσπασε το maxi σκάνδαλο «Κοσκωτά» και όλα ξεχάστηκαν.
Ο Φούτρε όμως δεν γίνεται να ξεχαστεί.
Παρά τους τραυματισμούς, παρά το “αλλόκοτο” των επιλογών στην καριέρα του, παρά τον χρόνο που πέρασε από πάνω του αδυσώπητα, ο Πάουλο Φούτρε παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους αρτίστες που παρήγαγε ποτέ το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. «Ο Μαραντόνα της Πορτογαλίας» διαβάζετε σε σύγχρονα αφιερώματα. Είναι άδικο για τον Φούτρε. Γιατί υπήρξε ξεχωριστή οντότητα, μοναδικός στο είδος του.
Ένα άθροισμα ταλέντου που δεν έχει χρόνο, ένα ταλέντο αναγνωρίσιμο με την πρώτη ματιά, με το πρώτο άγγιγμα στην μπάλα. Σε οποιαδήποτε εποχή. Μπορεί να φαίνεται παράλογο, αλλά η καριέρα του Φούτρε, η αποκρυστάλλωση της κληρονομιάς του, κάθε προσπάθεια κατανόησης της σημασίας της διαδρομής του, ανήκει σε όλες τις εποχές.
Ένας Τελικός Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1987 με τη φανέλα της Πόρτο, ένας Τελικός του Copa del Rey ενάντια στη μεγάλη Ρεάλ μέσα στο Bernabéu το 1992 με τη φανέλα της Ατλέτικο και ένα ξεχασμένο Ρετζιάνα-Κρεμονέζε στα στερνά του είναι τα τρία παιχνίδια που αποδεικνύουν τη διαχρονικότητα αυτού του ποδοσφαιριστή. Τρία εντελώς ανόμοια παιχνίδια μεταξύ τους, τρεις εκδοχές ποδοσφαίρου σε διαφορετικά περιβάλλοντα, “τρεις Φούτρε”.
Ειδικά εκείνον τον Τελικό στο Bernabéu ο Φούτρε επαναλαμβάνει ότι δεν τον ανταλλάζει ούτε με πέντε πρωταθλήματα. «Λένε ότι το γκολ είναι σαν τον οργασμό. Είναι ψέμα. Όταν σκόραρα το δεύτερο γκολ σε εκείνον τον Τελικό, ένιωσα τις φλέβες μου να βγαίνουν απ’ τον λαιμό μου. Αν υπάρχει έκσταση στη ζωή μας, αν υπάρχει άλλη διάσταση, νομίζω ότι την άγγιξα εκείνη την βραδιά. Σε εκείνο το γκολ, σε εκείνη την στιγμή όπου είδα την μπάλα να τινάζει τα δίχτυα».
Δεν είναι όλα τα γκολ ίδια. Δεν είναι όλες οι μεγάλες στιγμές ίδιες. Δεν είναι οι έντονες συγκινήσεις της ζωής μας ίδιες. Δεν είναι καν όλοι οι τελικοί ίδιοι. Έχει σημασία ο χρονισμός, η ψυχική κατάσταση, το εύρος του γνωστικού μας πεδίου, όταν μας συμβαίνουν κάποια πράγματα. Ο Φούτρε χάρη σ’ εκείνο το γκολ έγινε είδωλο, μύθος της Ατλέτικο. Τον καλούν ακόμη στο Metropolitano, τον σέβονται όπως τους μύθους που έμειναν για χρόνια στο «Calderòn».
Η Ρεάλ για την Ατλέτικο εκείνα τα χρόνια ήταν ό,τι ο Ιβάν Ντράγκο για τον Ρόκι Μπαλμπόα. Μια ανίκητη μηχανή, ένας αντίπαλος τον οποίον δεν υπήρχε τρόπος να συντρίψει.
Ο Φούτρε ήταν το συστατικό που έλειπε για να συμβεί για πρώτη φορά το “θαύμα”, ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα της “εκδίκησης”, η ευκαιρία να ανατραπεί η κατεστημένη τάξη, ένας σπόρος επανάστασης.
Τον κοιτούσαν με τρόμο ο Τσέντο, ο Γκορντίγιο, ο Πάκο Μπούγιο. Δυνατός, ασεβής, βλαβερός, επικίνδυνος αλλά ποτέ αγενής. Προικισμένος με κομψότητα, περισσότερο ταυρομάχος παρά ζογκλέρ, ένας εκλεπτυσμένος δαίμονας. Πρωτοεμφανιζόμενος ευγενής δαίμονας.
Από 17 χρόνων παιδάκι στην Σπόρτινγκ Λισαβόνας έτσι ήταν. «Δεν κάνω σχέδια, μακάρι να γίνει αυτό που θέλει η μοίρα», έλεγε στους εμβρόντητους ρεπόρτερ. Ορισμένοι μειδιούσαν, κάποιοι άλλοι στοιχημάτιζαν ότι θα είναι ένα ακόμα χαμένο ταλέντο. Η μοίρα τελικά ήταν καλοπροαίρετη μαζί του, ποτέ όμως δίκαιη. Άγνωστο πού θα μπορούσε να καταλήξει η καριέρα του δίχως την ευπάθεια στα γόνατα. Εμπίπτει στην κατηγορία των μεγάλων ποδοσφαιριστών που τους έβαλε χαλινάρι η υγεία τους.
Η Πόρτο από πολύ νωρίς είχε διακρίνει το ταλέντο του, με το που ολοκλήρωσε το ντεμπούτο στην κορυφαία κατηγορία με τους “εχθρούς” της Σπόρτινγκ τον πήρε στο «Dragão». Είχε ό,τι χρειαζόταν για να βοηθήσει την Πόρτο να επιστρέψει στην κορυφή μετά από έξι χρόνια ξηρασίας, πάνω απ’ όλα διέθετε στοιχεία πολύ ξένα με την εποχή. Ταχύτητα, έκρηξη, ακροβατική ντρίπλα, προδιάθεση να τους παρασύρει όλους μπροστά. Κι έπειτα ήταν εκείνο το ευλογημένο αριστερό πόδι, τόσο συγκροτημένο που φαινόταν θρασύδειλο.
Μαζί με τον Αλγερινό “Ζιντάν” της εποχής, Ραμπάχ Ματζέρ, και τον δις κάτοχο του Χρυσού Παπουτσιού, Φερνάντο Γκόμες, σχημάτισαν μια αδιανόητη επιθετική τριπλέτα στους «Δράκους». Εκείνος ξεκινούσε αριστερός επιθετικός, στην ουσία όμως κινείτο όπου κι όπως ήθελε στο γήπεδο.
Άρχισε να κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα ότι στην Πορτογαλία υπάρχει ένα παιδί «που είναι το κάτι άλλο». Και, όταν μετά το Μουντιάλ στο Μεξικό η Πόρτο ξεκίνησε την πορεία της στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, άρχισε να διαγράφεται και η «εποχή Φούτρε» στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Ένα εκλεκτό μέλος της δράκας του μυθικού κύκλου των μεγάλων ταλέντων, τα οποία -αρχής γενομένης από το στρατοσφαιρικό τουρνουά του Μαραντόνα στο Μεξικό– οδήγησαν το ποδόσφαιρο στο μέλλον. Ο Φούτρε απλώς ακόμα μακρύτερα.
Στον ημιτελικό του Πρωταθλητριών εναντίον της Ντιναμό Κιέβου του δασκάλου Λομπανόφκι ο Πάουλο, πέρα από το μεγαλοπρεπές γκολ στον πρώτο αγώνα, προσέγγισε τη ρεβάνς με έναν τρόπο που δεν ανήκει σε εκείνα τα χρόνια, είναι πολύ πιο κοντά στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Εκείνη η Ντιναμό ήταν μια ομάδα που πίεζε με λύσσα τον αντίπαλο που είχε την μπάλα. Έμοιαζε αδύνατον για την Πόρτο να ξεκλειδώσει αυτού του είδους το πρέσινγκ, το ποδόσφαιρο ήταν πολύ πιο στατικό, δεν υπήρχε ακόμη η ανάλυση των κενών χώρων και οι ποδοσφαιριστές δεν διέθεταν τις φυσικές δυνάμεις για να ανταποκριθούν σε πολύ υψηλής έντασης αγώνες.
Ο Φούτρε ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής που επινόησε το παιχνίδι με πλάτη στο τέρμα. Ο πρώτος που έδωσε νόημα στις έννοιες «κερδίζω μέτρα», «δίνω πλάτος», «παίρνω την κατοχή». Έπαιξε σε τρεις θέσεις, έκανε αυτό που πληρώνεται πανάκριβα στις μέρες μας, αποτέλεσε τον πρώτο επιθετικό multitasking στην ιστορία.
Πρέπει να γυρίσουμε πολύ πίσω, στις εποχές του Άγιαξ του Κρόιφ, προκειμένου να βρούμε ανάλογες αγωνιστικές συμπεριφορές και αναφορές σε ενδιάμεσα διαστήματα χώρου, overlaps και δημιουργίας προϋποθέσεων για “παίκτη παραπάνω”. Δεν βρήκε απάντηση στον γρίφο ολόκληρος Λομπανόφσκι, δεν κατόρθωσε να υψώσει ανάστημα καν η Μπάγερν Μονάχου σε εκείνον τον αλησμόνητο Τελικό της Βιέννης.
Στο πρώτο ημίχρονο του Τελικού κινείτο ως δεύτερος επιθετικός, στο δεύτερο ως εξτρέμ, ανά διαστήματα έπαιξε «δεκάρι».
Ήταν 21 ετών. Ό,τι πιο νέο, ό,τι πιο φρέσκο κυκλοφορούσε στον πλανήτη ποδόσφαιρο. Κανείς δεν τολμούσε να φανταστεί ότι αυτό το ποδοσφαιρικό θαύμα, πριν καν κλείσει τα 30, θα λογίζεται ως πρώην ποδοσφαιριστής. Είπαμε όμως, η μοίρα.
Εννοείται ότι μετά από εκείνον τον Τελικό, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για το «τακουνάκι» του Ματζέρ, ξεκίνησε μέγας πλειστηριασμός για την απόκτησή του.
Ο Πίντο Ντα Κόστα συμφώνησε με τον Πελεγκρίνι να τον πωλήσει στην Ίντερ έναντι αδιανόητου ποσού για την εποχή και την ημέρα που θα υπογράφονταν τα συμβόλαια σε κεντρικό ξενοδοχείο του Μιλάνου εμφανίστηκε στο λόμπι ένας ευτραφής χαμογελαστός κύριος, ο Χεσούς Χιλ. Υποψήφιος τότε για την Προεδρία της Ατλέτικο, ο πληθωρικός Χιλ πλησίασε τον Φούτρε, του έταξε λαγούς με πετραχήλια και πέντε ώρες αργότερα τον επεδείκνυε σαν ακριβό διαμάντι στο νυχτερινό κέντρο Jacara στη Μαδρίτη για να τον παρουσιάσει ως τον μελλοντικό ηγέτη των «Colchoneros».
Η επιλογή της Ισπανίας και συγκεκριμένα της Ατλέτικο φάνταζε αλλόκοτη, ο Φούτρε μάλλον ακολούθησε την πλοκή που υπαγόρευσε η μοίρα του και όχι η λογική. Εν τέλει ήταν μια επιλογή εγγεγραμμένη στην παράλληλη μοίρα του ποδοσφαίρου στην Ιβηρική χερσόνησο, σε μια εποχή όπου δεκάδες ταλέντα που άνθησαν από τα φυτώρια πήραν στις πλάτες τους το ισπανικό ποδόσφαιρο και το οδήγησαν στην κορυφή του κόσμου, σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο.
Επιλέγοντας την Ατλέτικο, ο Φούτρε τοποθετήθηκε σε αυτό το ρομαντικό δυαδικό σύνολο που ήταν πολύ της μόδας στη δεκαετία του ’80, εκείνων των ιδιοφυιών του ποδοσφαίρου που ασπάστηκαν δευτερεύουσες πραγματικότητες, σαν να ήθελαν με κάποιον τρόπο να θυσιαστούν για το καλό του σπορ. Για τον οπαδό της “μικρότερης” ομάδας, αυτές ήταν μεταγγίσεις μέγιστης καλοσύνης, στα όρια του αγιασμού. Στην περίπτωση της Ατλέτικο ειδικά, ο Φούτρε ήταν κίνηση ανάλογη του Μαραντόνα στη Νάπολι, η ευκαιρία που δεν έπρεπε με τίποτα να πάει χαμένη.
Ενείχε κάτι το πολύ ηρωικό εκείνη η μεταγραφή, πέραν του γεγονότος της “κλοπής” από την Ίντερ. Για να μετακομίσει στην Ισπανία, ο Φούτρε επέλεξε να κηρυχθεί ανυπότακτος (η στρατιωτική θητεία στην Πορτογαλία ήταν υποχρεωτική, όπως και στην Ελλάδα), γεγονός που από μόνο του επέφερε μια υποχρεωτική μετακίνηση στο εξωτερικό. Ήταν έτοιμος να δηλωθεί ως πρόσφυγας και να μην επιστρέψει στην Πορτογαλία για πέντε χρόνια, προκειμένου να εκπληρώσει το όνειρό του να παίξει στη La Liga.
Κινητοποιήθηκαν Αρχές και θεσμοί, ο Πορτογάλος Πρέσβης στη Μαδρίτη ζήτησε να συναντηθούν και του συνέστησε να δώσει το παράδειγμα σε όλους τους Πορτογάλους και να ανασκευάσει. Ο Φούτρε ευχαρίστησε και δίχως αιδώ τού απάντησε ότι το παράδειγμα θα το δώσει με την παρουσία του στην Ατλέτικο. Επιστρατεύτηκε μέχρι και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Μάριο Σοάρες, ο οποίος του τηλεφώνησε για να του ζητήσει να επιστρέψει. Έλαβε την ίδια αρνητική απάντηση με τον Πρέσβη.
Στην Πορτογαλία έγινε τεράστιο θέμα, αιτία πολιτικής αντιπαράθεσης, μέχρις ότου το Πορτογαλικό Κοινοβούλιο να εισαγάγει και να ψηφίσει ειδικό νόμο, σύμφωνα με τον οποίον οι επαγγελματίες αθλητές απαλλάσσονταν από την υποχρέωση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας. Ουσιαστικά επινοήθηκε ο «Νόμος Φούτρε».
Ελάχιστα τον απασχόλησε το γεγονός στη Μαδρίτη. Είτε από άγνοια είτε επειδή στο επίκεντρο των σκέψεών του δεν ήταν ποτέ τα παράπλευρα αλλά το αισθητικό του μανιφέστο. Ο Πάουλο ζωγράφιζε τις πρώτες του πινελιές στον ισπανικό καμβά, έδινε τις πρώτες ασίστ με έναν τρόπο απαλό, σχεδόν μελωδικό. Κάθε παιχνίδι το λόγιζε σαν ξεχωριστό έργο τέχνης, συμπύκνωνε σε αυτό αισθησιασμό, ένα είδος εξέγερσης ενάντια στους κανόνες, μερικές φορές και ενάντια στην κοινή λογική.
Πιθανότατα γι’ αυτό να τον λάτρεψε και ο επίσης ιδιότυπος χαρακτήρας, Χεσούς Χιλ. Αμφότεροι είχαν μια ακατανίκητη επιθυμία να εκπλήξουν, μια εσωτερική ανάγκη να φωνάξουν στον έξω κόσμο ότι θα αλλάξουν ολόκληρη τη φυσιογνωμία της Liga. Τον αγάπησε τόσο πολύ ο Χιλ, ώστε από τη δεύτερη σεζόν ήθελε να τον χρίσει αρχηγό της ομάδας, παρά το γεγονός ότι ήταν μόλις 23 ετών και Πορτογάλος. Γενικότερα ο Χεσούς ήταν ένας παρορμητικός Πρόεδρος, ένα αφεντικό πολύ μακριά από τον τυπικό πατρόνο κορυφαίας ομάδας της εποχής. Υποσχόταν εύκολα, αθετούσε τις υποσχέσεις του ακόμα πιο εύκολα. Τις αποφάσεις του τις έπαιρνε αναλόγως τη διάθεση της στιγμής, αδιαφορώντας για οικονομικό ή προσωπικό κόστος. Ο μοναδικός ποδοσφαιριστής με τον οποίον γινόταν “αρνί” ήταν ο Φούτρε.
Όταν, λίγο μετά από εκείνη την ιστορία με τον Ολυμπιακό, κάλεσε τον Φούτρε για να συζητήσουν την πρόωρη ανανέωση του συμβολαίου του, είχε αποφασίσει να παίξει σκληρό πόκερ με τον ποδοσφαιριστή. Και πάλι όμως εξεπλάγη.
Υπήρχε ένα 20χρονο παιδί τότε στην πρώτη ομάδα της Ατλέτικο, ο Αγκιλέρα, ο οποίος είχε προβιβαστεί από τις ακαδημίες της ομάδας. Το παιδί είχε διαγνωστεί με οστεοσάρκωμα, είχαν επηρεαστεί όλοι οι συμπαίκτες του, όλος ο οργανισμός Ατλέτικο. Ο ίδιος ο Χιλ είχε υποσχεθεί δημόσια ότι θα υπέγραφε επαγγελματικό συμβόλαιο ό,τι κι αν συνέβαινε, ότι ο σύλλογος δεν υπήρχε περίπτωση να μην φροντίσει για εκείνον. Ο όγκος του Αγκιλέρα αποδείχτηκε καλοήθης, ο Χιλ τρόπον τινά καθυστερούσε να τηρήσει την υπόσχεσή του και συμβόλαιο δεν πρότεινε ποτέ.
Όταν λοιπόν κάλεσε στο επιβλητικό του γραφείο τον Φούτρε για την πρόωρη ανανέωση του δικού του συμβολαίου, ο Πάουλο, αφού συμφώνησε σε πέντε λεπτά και ήταν έτοιμος να υπογράψει, κατέβασε το στιλό, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «Πρόεδρε, πάρε τώρα τηλέφωνο τον Αγκιλέρα και φώναξέ τον να έρθει να υπογράψουμε μαζί. Να ξέρεις ότι, εάν δεν το κάνεις, όχι μόνο δεν θα υπογράψω αλλά θα πω και γιατί δεν υπέγραψα».
Σε μισή ώρα ο Κάρλος Αγκιλέρα βρέθηκε και αυτός στο γραφείο του Χιλ για να υπογράψει το συμβόλαιό του. Ο Χιλ αγκάλιασε τον Φούτρε, οι συμπαίκτες του, όταν έμαθαν την ιστορία από τον Αγκιλέρα, αποφάσισαν ότι ο Φούτρε άξιζε να είναι ο αρχηγός της ομάδας.
Πέραν της ποδοσφαιρικής του αξίας, είχε αποδείξει ότι τον ενδιέφερε και ο ανθρώπινος παράγοντας, δεν ήταν “περαστικός” και δεν περίμενε μια μεταγραφή σε μεγαλύτερη ομάδα ή ακόμα και στην ίδια τη Ρεάλ.
Γι’ αυτούς τους λόγους τον λάτρεψαν και οι οπαδοί. Δεν θα έφευγε ποτέ από την ομάδα, εάν δεν είχε αυτά τα κενά λογικής όσον αφορά στη διαχείριση της καριέρας του και εάν ο Χιλ δεν ήταν απλώς ο Χιλ.
Όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές στα εσωτερικά των ομάδων, όταν η Ατλέτικο δεν πήγαινε καλά, στοχοποιούνταν οι “παλιοί”. Το 1993 ο Φούτρε ήταν ήδη έξι χρόνια στην ομάδα και η ήττα από τη Ρεάλ δυσβάστακτη και για το κοινό και για τον πληθωρικό Χιλ. Ο Φούτρε δεν άντεξε την κριτική και την πίεση. Απείλησε άκομψα ότι θα ζητήσει να φύγει από την ομάδα, ο Αραγονιές, ο οποίος τότε ήταν προπονητής, τον υπέδειξε ως υπεύθυνο της κακής πορείας, ο Χιλ υπό την πίεση των (κακών) αποτελεσμάτων ενέδωσε. Έκοψε το πολύ ισχυρό κλαδί που ένωνε τον Φούτρε με την Ατλέτικο και δεν περίμενε καν το τέλος της σεζόν.
Έπεισε το Φούτρε να πάει στη Μπενφίκα, λέγοντάς του μια ατάκα: «Προτιμώ να παραμείνω μ’ έναν φίλο παρά να διαγράψω έξι χρόνια και να σε υπολογίζω εχθρό. Φύγε για να κερδίσω τον φίλο μου». Ο Φούτρε, ανασφαλής από τους τραυματισμούς αλλά πάντοτε βαθύτατα συναισθηματικός, έδωσε αμέσως το χέρι του και συμφώνησε.
Πολύ καιρό αργότερα, παραδέχτηκε ότι δεν βρισκόταν και στην καλύτερη ψυχική κατάσταση, ότι οι Κυριακές μακριά από τη μυρωδιά του χόρτου, από τη χάβρα του κόσμου, από τις σκαριές των αντιπάλων, ήταν εφιαλτικές. Ένιωθε “σπασμένος”, στα μεγάλα σκοτάδια του μέχρι και άχρηστος. Ένας ποδοσφαιριστής συνηθισμένος να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, να επωμίζεται όλες τις ευθύνες, να καθοδηγεί τους συμπαίκτες του, είχε καταλήξει μετέωρος.
Στην πραγματικότητα το τανγκό είχε τελειώσει, η ορχήστρα είχε πάψει να παίζει από την πρώτη αρθροσκόπηση στη Μαδρίτη. Δεν διαγνώστηκε έγκαιρα η τρομερή ευπάθεια, δεν ακολουθήθηκε η δέουσα συντηρητική αγωγή και η καταπόνηση οδήγησε ένα τόσο σπουδαίο ταλέντο από το ζενίθ στο ναδίρ.
Ελάχιστα άντεξε στην Μπενφίκα, το ίδιο και στη Μαρσέιγ.
Προς έκπληξη όλων βρέθηκε στη Ρέτζιο Εμίλια, επέλεξε τη Ρετζιάνα για να συνεχίσει να εκδηλώνει το συναίσθημα της τέχνης του. Μια πόλη ζεστή, Αναγεννησιακού χαρακτήρα, με βαθιές αντιλήψεις περί κατανόησης ιδιαίτερων καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων.
Ανακοινώθηκε 18 Νοεμβρίου, 21 του μηνός φόρεσε το «10» και έκανε ντεμπούτο σε ένα ξεχασμένο Ρετζιάνα-Κρεμονέζε. Το γήπεδο κατάμεστο, όλη η πόλη μιλούσε για το παιχνίδι, σε μια εποχή ιδιαίτερα φορτισμένη για ολόκληρη την Ιταλία, μιας και παράλληλα εξελισσόταν η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» από τις δικαστικές Αρχές της χώρας, μια ιστορία που καθόρισε το πολιτικό και κοινωνικό μέλλον της Ιταλίας. Στο πέταλο των φανατικών ένα τεράστιο πανό: «Φούτρε και Ντι Πιέτρο (ο επικεφαλής του Ανώτατου Δικαστηρίου για το σκάνδαλο) θα φέρουν τη σωτηρία».
Στο 15ο λεπτό η μαγεία. Μια χαμένη μπαλιά, μια φάση όπως όλες οι άλλες. Την κυνηγάει, επιταχύνει ξαφνικά, ντριπλάρει τον πρώτο, προσποιείται στον δεύτερο, υψώνει το βλέμμα και με το θαυματουργό αριστερό την στέλνει με το εσωτερικό στα δίχτυα.
Αυτό ήταν. Τον λάτρεψαν. Παρόλο που επί της ουσίας ήταν το μοναδικό “γκολ Φούτρε” που είδαν στη Ρέτζιο Εμίλια.
Έμεινε σε ένα τυπικό εμιλιάνικο σπίτι στο Ρέτζιο, απ’ αυτά με την αυλή και τα ψηλά παραθυρόφυλλα. Κυκλοφορούσε με ένα Pontiac Station Wagon, εντελώς παράταιρο με ποδοσφαιριστή. Χαιρετούσε τους πάντες στη γειτονιά, ένιωσε πάλι καλά.
Το γόνατο όμως φούσκωνε, υπήρχαν βράδια όπου δεν μπορούσε να σηκωθεί από την καρέκλα, δεν συζητάμε να προπονηθεί ή να παίξει. Πριν κάνει την τρέλα ο Μπερλουσκόνι και τον πάρει στη Μίλαν, ο Πάουλο είχε μόλις 13 συμμετοχές με τη Ρετζιάνα στη Serie A. Τον περισσότερο καιρό είτε έκανε αποθεραπεία είτε επισκεπτόταν γιατρούς και ειδικούς για να επιμηκύνει κάπως την καριέρα του.
Στη Μίλαν συμφώνησε να πάει, παρά το γεγονός ότι είχε επίγνωση πως επρόκειτο για ένα καπρίτσιο του Σίλβιο, ο οποίος ανέκαθεν συνήθιζε να ερωτεύεται κεραυνοβόλα ποδοσφαιριστές με ναρκισσιστικό ταλέντο. Βαθιά μέσα του ίσως πίστευε ότι μπορεί να “επιστρέψει”, ότι ήταν εφικτό να ξαναζήσει τις στιγμές που στερήθηκε.
Το όνειρο κράτησε έξι εβδομάδες. Τόσο χρειάστηκε μέχρι την υποτροπή στο εγχειρισμένο του γόνατο. Σε μια προπόνηση, σε μια άσκηση όπως όλες οι άλλες. Ξανά χειρουργείο, ο ίδιος Γολγοθάς, η ίδια αμήχανη αντιμετώπιση από σύσσωμο το περιβάλλον του.
Επέστρεψε μόνο για λίγα λεπτά την τελευταία αγωνιστική εναντίον της Κρεμονέζε, ίσα για να γράψει τη μία συμμετοχή με τη φανέλα της Μίλαν. Έστω για κάποια λεπτά βρέθηκε να πατάει το ίδιο χορτάρι με τον Μπάτζο και τον Γουεά, έστω για λίγα λεπτά μας επέτρεψε να φανταστούμε τι θα μπορούσαν να κάνουν αυτοί οι τρεις μαζί στην ίδια ενδεκάδα.
Ήταν 30 ετών, διάολε, 30 ετών και δεν είχε προλάβει να κάνει καν τα μισά απ’ όσα του αναλογούσαν.
Πάλεψε μια τελευταία φορά να επανέλθει, υπογράφοντας στη Γουέστ Χαμ. Απαίτησε να του δώσουν το «10», ειδάλλως δεν θα συμφωνούσε. Του το έδωσαν, αλλά το πρόδωσε. Συναισθανόμενος την ντροπή, ζήτησε να φύγει μόνος του, πριν λήξει η σεζόν.
Έμεινε έξι μήνες αδρανής, πήρε τηλέφωνο τον Χιλ και ζήτησε απλώς να επιστρέψει για λίγο στην Ατλέτικο. Ήταν η μοναδική φορά που δεν απαίτησε το «10» στη φανέλα. Ζήτησε -και πήρε- το «12», προς τιμήν του δωδέκατου παίκτη, του κοινού που έστω για λίγο καιρό είχε τη δυνατότητα να τον απολαύσει με διάρκεια.
Στην παρουσίασή του από την Ατλέτικο, ο Χιλ δεν πρόλαβε καν να αρθρώσει δέκα λέξεις. Ο κόσμος τον ανάγκασε να σταματήσει την ομιλία του και να παραχωρήσει το μικρόφωνο στον Πάουλο: «Όσο μπορέσω. Μέχρι να σπάσω», τους είπε.
Δύο παιχνίδια κατόρθωσε να παίξει, αλλά δεν είχε σημασία ούτε γι’ αυτόν ούτε για τους οπαδούς. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να κλείσει ένας κύκλος, να αποκατασταθεί μια σχέση που διερράγη για τους λάθος λόγους. Το Calderòn δάκρυσε, όταν τον αποχαιρέτισε.
Πήγε για κάποιες τελευταίες μελαγχολικές εμφανίσεις στην Ιαπωνία, προκειμένου να προωθήσει το σπορ στην Άπω Ανατολή. Ακόμα κι εκεί, έπαιξε σε μια ομάδα που διαλύθηκε την επόμενη χρονιά, σαν να έπρεπε να υπογραμμιστεί για μια ακόμα φορά η παροδικότητα της δόξας του, σαν να έπρεπε να βλέπουμε τη μορφή του να συνοδεύει το fade-out της.
Στο ταξίδι της επιστροφής από την Ιαπωνία μέσα στο αεροπλάνο έκοψε τα μαλλιά του. Στον αέρα συμφιλιώθηκε με το γεγονός ότι έπρεπε να εγκαταλείψει το παιχνίδι. Έκοψε τα μαλλιά του, όπως κάνουν οι toreros με την coleta, όταν εγκαταλείπουν τις ταυρομαχίες.
Κανόνισε μια συνέντευξη Τύπου, εμφανίστηκε με το ζευγάρι των παπουτσιών του Τελικού της Βιέννης και τα ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Ήταν σαν τελετουργία, σαν έκθεση ενός φετίχ που αντιπροσώπευε όχι τόσο αυτό που ήταν όσο αυτό που θα μπορούσε να είναι. «Τέλος», είπε. Και μετά δέχτηκε ερωτήσεις. Τίποτε άλλο.
Μια ψευδαίσθηση, μια αυταπάτη ήταν ο Φούτρε.
Ένα λυπηρό σύμβολο συναισθηματισμού, μια διαρκής προσπάθεια ηλεκτροσόκ στην καρδιά ενός ποδοσφαίρου που άλλαζε εποχή, ταυτότητα, χαρακτήρα.
Ήταν η μπλόφα μιας αλλοτινής μεγαλοπρέπειας, ένα μοναδικό έργο σουρεαλισμού σε έναν κόσμο που πλέον δεν καταλάβαινε κανείς.
Μια αιώνια αναμονή, μια υπόσχεση που πάντα απειλούσε ότι δεν θα τηρηθεί κι όμως είχαμε την ανάγκη να την πιστέψουμε.
Τόση αυταπάτη εμπεριέχεται μονάχα στην αγάπη, τέτοια πλάνη δίνει μόνο ο έρωτας.
Δεν σταματάς να πιστεύεις μέχρι το τέλος.
Η υπομονή είναι αρετή, η προσμονή είναι γοητεία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Λουίς Φίγκο: Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα…
Ο ποδοσφαιρικός ιδεαλισμός του Σέρτζιο Κονσεϊσάο
Η ανορθόδοξη μαγεία του Ρικάρντο Κουαρέσμα
Κριστιάνο Ρονάλντο, η έννοια του ασύλληπτου
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro