Έχετε σκεφτεί πώς είναι, άραγε, να «ζωντανεύουν» μπροστά σας τα πόστερ από το παιδικό δωμάτιό σας;
Έχετε ονειρευτεί ή, ακόμη καλύτερα, έχετε βιώσει μία συνάντηση με το είδωλο των παιδικών χρόνων σας;
Ή μία συνομιλία και μία συνεργασία μαζί του;
Οι πρώτες συναντήσεις μου και οι κουβέντες με αυτόν τον εξαιρετικό άνθρωπο και φυσικά σπουδαίο παίκτη που ονομάζεται Άρβιντας Σαμπόνις, έχουν γίνει οδηγός μου.
Κάτι σαν μπούσουλας και στόχος συνεργασίας, σε κάθε νέα ομάδα με την οποία συνεργάζομαι.
Είναι το παράδειγμα που αναφέρω σε παίκτες, συνεργάτες και, κυρίως, παράγοντες κάθε συλλόγου στον οποίο εργάζομαι για πρώτη φορά.
Είναι η κουβέντα με τα στελέχη της ομάδας, λίγο μετά την υπογραφή του συμβολαίου μου.
Συνήθως το αναφέρω μόνο στο εξωτερικό, αν και στην Ελλάδα το έχω συζητήσει και με τον Μάνο Λάσκαρη, στον Άρη, όταν εργάστηκα στην ομάδα της Θεσσαλονίκης, σαν βοηθός του Παναγιώτη Γιαννάκη.
Ενός εξίσου μεγάλου παίκτη και σπουδαίας προσωπικότητας, αλλά ταυτόχρονα και απλού και σεμνού ανθρώπου.
Τη σεζόν 2010-2011 είχαμε εργαστεί με τον Ηλία Ζούρο στη Ζαλγκίρις Κάουνας.
Ήταν η χρονιά που κατακτήσαμε πρωτάθλημα και Κύπελλο Λιθουανίας και το τρόπαιο στη Βαλτική Λίγκα.
Την πρώτη φορά που συνάντησα τον παλαίμαχο σέντερ, Άρβιντας Σαμπόνις, ο οποίος ήταν τότε αντιπρόεδρος στη Ζαλγκίρις, σκέφτηκα μέχρι και να του ζητήσω αυτόγραφο!
Παρόλο που όταν έπαιζα μπάσκετ δεν αγωνιζόμουν στην ίδια θέση, τον «Σάμπας» τον είχα αφίσα στο δωμάτιό μου.
Σαν πιτσιρικάς είχα πόστερ στους τοίχους μου τον Μάικλ Τζόρνταν, τον Λάρι Μπερντ και τον Άρβιντας Σαμπόνις.
Για τον Σαμπόνις δεν ξέρω γιατί. Δεν το σκέφτηκα και ποτέ.
Υπήρχε απλώς απέραντος θαυμασμός.
Θαυμασμός που μεγάλωσε περισσότερο όταν τον γνώρισα.
Όταν κατάλαβα πως θα συνεργαστώ με τον Σαμπόνις με έπιασε τρέμουλο!
Θυμήθηκα την ιστορία της γνωριμίας μας πρόσφατα, όταν διαπίστωσα το τρακ που έχει ένας νέος βοηθός μου στη Ρουστάβι, στη Γεωργία.
Ο ασίσταντ είχε τρομερό άγχος να βρει το rewind και το forward στην τηλεόραση, για να μοντάρει το βίντεο για τους παίκτες.
Για να τον ηρεμήσω, του αποκάλυψα τι «τράβηξα» τις πρώτες μέρες στη Λιθουανία…
Το ανέφερα και στους παίκτες μας.
Θυμάμαι ότι στο πρώτο βίντεο στο Κάουνας είχα τέτοιο άγχος, που ενώ η συνάντηση στην αίθουσα ήταν στις 6:00μ.μ., εγώ είχα πάει από τις 5:00μ.μ..
Είχα ετοιμάσει την αίθουσα, το βίντεο και κατέβηκα να μαζέψω τους παίκτες. Φτάνουμε στον όροφο του video room κι έπρεπε εγώ να ανοίξω την πόρτα.
Από το στρες, αρχίζω να την σπρώχνω σχεδόν με όλη μου τη δύναμη. Μέχρι που την κλώτσησα γιατί νόμιζα ότι είχα κάνει λάθος και έχει μείνει κλειδωμένη η πόρτα!
Έχω από πίσω μου τον Μάρκους Μπράουν, τον Τράβις Ουότσον, που είχε περάσει και από τον Πανιώνιο, τον Παούλιους Γιανκούνας, τους Κουζμίνσκας, Ντελινινκάιτις, Πότσιους και με έχει «λούσει» κρύος ιδρώτας…
Η μεγάλη πίεση μπορεί να έφτασε και 45! Και, ξαφνικά, νιώθω ένα χτύπημα στην πλάτη.
Γυρίζω και βλέπω τον Μπράουν, ο οποίος μου λέει: «Αστειεύεσαι; Μας κοροϊδεύεις;».
Κάνει μία απλή κίνηση προς την πόρτα και την ανοίγει προς τα έξω, ενώ εγώ όλη αυτή την ώρα νόμιζα πως ανοίγει προς τα μέσα και της έριξα μέχρι και γροθιές!
Ήταν τόσο εντυπωσιακό το πόσο απλός ήταν από την αρχή της συνεργασίας μας και ο Άρβιντας Σαμπόνις.
Σ’ ένα ταξίδι στο Βίλνιους, κι ενώ λίγο νωρίτερα είχα υποβληθεί σε μία επέμβαση στη σπονδυλική στήλη, φοβόμουν να περπατήσω άνετα, λόγω του πάγου στην άσφαλτο.
Έλεγα ότι αν γλιστρήσω και πέσω, θα «σπάσω».
Ο Σαμπόνις είχε έρθει να μας υποδεχθεί στο αεροδρόμιο.
Ήρθε προς το μέρος μου, με βοήθησε και κράτησε και την τσάντα μου!
Από τότε αρχίσαμε να μιλάμε για πολλά πράγματα για τη ζωή.
Τρεις μήνες αργότερα, η ομάδα μάς έκανε το τραπέζι, έπειτα από μία νίκη.
Στο δείπνο ήταν και ο Σαμπόνις.
Καθώς πέρασε η ώρα και η κατάσταση χαλάρωσε, πηγαίνω κοντά του και του λέω: «Κύριε Σαμπόνις, να σας ρωτήσω κάτι;».
«Ό,τι θέλεις», μου απαντά.
Του λέω πως «αυτή τη στιγμή θεωρώ ότι κάθεται δίπλα μου ένας θεός του μπάσκετ.
»Θεωρώ πως είστε ένας από τους καλύτερους παίκτες την ιστορία.
»Είμαι εδώ στο Κάουνας και συνεργαζόμαστε περίπου τρεις μήνες. Δεν μου έχετε μιλήσει ούτε μία φορά για μπάσκετ».
Η απόκρισή του με άφησε σύξυλο…
Ο «Σάμπας» παίρνει για άλλη μία φορά αυτό το αρχοντικό και μεγαλοπρεπές ύφος του και μου λέει: «Κόουτς, άκουσε να δεις…
»Η δική μου δουλειά στη Ζαλγκίρις είναι να είμαι αντιπρόεδρος.
»Είμαι εκείνος που έχει το ρόλο να βρίσκει χορηγούς, να βρίσκει χρήματα, ώστε να κάνεις εσύ καλά τη δουλειά σου, που είναι το μπάσκετ.
»Αν μπλεχτώ εγώ στη δική σου δουλειά ή μπλεχτείς εσύ στη δική μου και σταματήσουμε να έχουμε ξεκάθαρες αρμοδιότητες, αυτό το επιχείρημα θα αποτύχει.
»Σου λέω και πάλι ότι η δουλειά μου είναι να φέρνω λεφτά, προκειμένου εσείς οι προπονητές να κάνετε καλά τη δουλειά για την οποία σας φέραμε εδώ».
Αυτό ήταν το ένα που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Το δεύτερο, κάτι που έμαθα στο Κάουνας, ήταν ο Σαμπόνις είχε ιδρύσει μία ακαδημία μπάσκετ.
Έχει χτίσει και γήπεδο, πέρα από τη συνεργασία του με τη Ζαλγκίρις.
Σ’ αυτή την ομάδα, ενώ έχει βάλει ο ίδιος χρήματα, επέλεξε έναν αρχιπροπονητή, του έδωσε μία κατευθυντήρια γραμμή για την ακαδημία του και από τότε δεν ασχολήθηκε ποτέ.
Ούτε ποιους προπονητές θα επιλέξει ο αρχικόουτς, ούτε πώς θα γίνει η δουλειά ή ποιοι παίκτες θα προωθηθούν.
Δεν ασχολήθηκε ξανά… Ο Σαμπόνις.
Αυτό είναι κάτι που χρησιμοποιώ σαν παράδειγμα σε κάθε ομάδα με την οποία συνεργάζομαι.
Για να γίνουν κατανοητοί οι ρόλοι, οι αρμοδιότητες.
Μετά την κατάκτηση των τριών τίτλων, το 2011, η ομάδα πανηγύρισε με τον κόσμο σε μία τεράστια εξέδρα που στήθηκε στο κέντρο της πόλης.
Ο Σαμπόνις ήταν φυσικά εκεί.
Και σε εκείνες τις στιγμές διαπίστωσα για μία ακόμη φορά πόσο σπουδαίος άνθρωπος και τεράστια προσωπικότητα είναι, κυρίως γιατί είναι τόσο απλός.
Φορέσαμε το μπλουζάκι του πρωταθλητή που μας έδωσαν, ήμασταν αγκαλιά και από το δέος σκέφτηκα ότι είμαι πλάι σε κάποιον που δεν είμαι τίποτα μπροστά του, όμως μου φέρεται τόσο «ζεστά».
Εκείνη τη στιγμή το μυαλό σου πάει σε διάφορες μπασκετικές προσωπικότητες ανά τον κόσμο, οι οποίες δεν μπορούν καν να συγκριθούν με το μέγεθος του Σαμπόνις και σε κοιτάζουν με απαξιωτικό τρόπο.
Γι’ αυτό ο Σαμπόνις ήταν και μεγάλος παίκτης και είναι και καταπληκτικός άνθρωπος.
Οι Λιθουανοί είναι ο πιο μπασκετικός λαός της Ευρώπης.
Βγαίνεις να πιεις έναν καφέ στο Κάουνας και ακούς σε κάθε τραπέζι να συζητούν για μπάσκετ.
Δεν μιλούν μόνο για τη Ζαλγκίρις.
Συζητούν για ΝΒΑ, για τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και είναι απίστευτη η λατρεία που έχουν για το άθλημα.
Αυτό είναι κάτι που δεν αλλοιώνεται σε ό,τι αφορά τη σχέση ομάδων, παικτών, προπονητών με τον Τύπο.
Εγώ, σαν βοηθός, δεν είχα καμία επαφή με τον Τύπο.
Στη Λιθουανία δεν υπάρχει η συχνά «πελατειακή» σχέση δημοσιογράφου με προπονητή ή παίκτη.
Επίσης, το γεγονός ότι εγώ δεν είχα επαφή με τα Μ.Μ.Ε. δεν ήταν πολιτική ή εισήγηση της ομάδας, αλλά δική μου επιλογή και φιλοσοφία.
Οποιοσδήποτε ήθελε να μου μιλήσει, η δική μου απάντηση ήταν να ρωτήσουν τον κόουτς Ζούρο και το γραφείο Τύπου και μόνο εφόσον αμφότεροι έδιναν άδεια, θα μιλούσα.
Δεν μίλησα ποτέ.
Αυτή η πίεση που υπάρχει στην Ελλάδα από τον Τύπο είναι κάτι που δεν υφίσταται στη Λιθουανία.
Οι δημοσιογράφοι εκεί απλώς αναφέρουν γεγονότα.
Δεν σχολιάζουν, δεν αναλύουν.
Καθαρό reporting.
Στην Ελλάδα έχει παρεξηγηθεί πολύ αυτό.
Στη Λιθουανία δεν υπάρχει. Εκεί, πάντως, υπάρχει απλώς κάτι άλλο.
Οι εφημερίδες του Βίλνιους, λόγω Λιέτουβος Ρίτας, δεν θα γράψουν κάτι καλό για τη Ζαλγκίρις.
Όπως και το αντίθετο, με τις εφημερίδες του Κάουνας.
Υπάρχει, ωστόσο, κάτι άλλο μου είχε κάνει εντύπωση, στο τελευταίο ματς της σεζόν, στο Βίλνιους.
Μπήκαμε στον αγωνιστικό χώρο για τον τελικό με την Λιέτουβος Ρίτας και γυρίζοντας το κεφάλι πριν από το ζέσταμα, νόμιζα ότι κάτι έχουν τα μάτια μου και δεν βλέπω καλά…
Πίστευα ότι με γελούν τα μάτια μου όταν αντίκρισα πράσινα και κόκκινα κασκόλ στους ώμους φιλάθλων και των δύο ομάδων, οι οποίοι κάθονταν δίπλα-δίπλα.
Έπιναν μπύρες, γελούσαν μεταξύ τους και μετά τη νίκη μας, η οποία μας έφερε κοντά στον τίτλο -αφού μετά θα παίζαμε το τελευταίο παιχνίδι στο Κάουνας-, έξω από το γήπεδο της Λιέτουβος Ρίτας μάς περίμεναν 1.000 φαν της Ζαλγκίρις, ανενόχλητοι, για να πανηγυρίσουν μαζί μας!
Χωρίς αστυνομία, χωρίς επεισόδια.
«Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα», σκέφτηκα από μέσα μου.
Δεν γίνονται στην Ελλάδα, τελικά…
Αγαπώ, όμως, πάρα πολύ τη χώρα μου.
Κι επειδή έχω ζήσει σε άλλες χώρες, παρά τα προβλήματα και τα ελαττώματά μας, επιμένω να πιστεύω πως είμαστε η καλύτερη χώρα στον κόσμο.
Ακόμη και αυτά τα οποία πολλές φορές με ενοχλούν από την Ελλάδα, ζώντας οκτώ-εννιά συνεχή χρόνια στο εξωτερικό, όταν επιστρέφω στην πατρίδα δεν με ενοχλούν τόσο πολύ.
Ίσως, κάποιες φορές, με διασκεδάζουν λίγο και «συλλαμβάνω» τον εαυτό μου να του έχουν λείψει κιόλας.
Η ζωή του ξενιτεμένου χρειάζεται τις «ανάσες» της, έστω και με λίγα ελληνικά ελαττώματα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Γιώργος Κετσελίδης: «Μπάσκετ και… Αστροφυσική, στον Λίβανο»