Ο πανούργος ατζέντης Ντέιβιντ Φολκ, ένας από τους ισχυρότερους μάνατζερ στην ιστορία του ΝΒΑ, έχει κλείσει ένα τρομερό deal με το Σικάγο.
Ο Τζόρνταν θα γινόταν ο πιο ακριβοπληρωμένος rookie gaurd με ένα επταετές συμβόλαιο 6 εκατ. δολαρίων.
Πιο πολλά χρήματα έχουν πάρει μόνο οι -δυσεύρετοι και μονάκριβοι- ψηλοί: ο Χακίμ και ο παλιόφιλος του Μάικλ, Ραλφ Σάμπσον στο Χιούστον.
Η συμφωνία συζητήθηκε για αρκετό καιρό στις ΗΠΑ, μέχρι που δημοσιοποιήθηκε και ο Φολκ έβαλε τέλος στις οποιεσδήποτε ενστάσεις, δηλώνοντας ότι την τελική απόφαση την πήραν από κοινού ο πελάτης του με τους γονείς του. Όλοι όσοι ασκούσαν κριτική στον Φολκ για το εύρος της συμφωνίας, κατάλαβαν το σχέδιό του, όταν εμφανίστηκε μαζί με μια φιγούρα απευθείας βγαλμένη από τους «Goodfellas» του Σκορσέζε, τον Σόνι Βάκαρο, τότε executive της Nike.
O Τζόρνταν συμφώνησε με τη Nike έναντι 500.000 δολαρίων συν τα ποσοστά από τις πωλήσεις της προσωπικής του γραμμής προϊόντων στην εταιρεία, με αιχμή του δόρατος τα παπούτσια του.
Ακόμα και σήμερα η συγκεκριμένη συμφωνία θεωρείται η καλύτερη εμπορική συμφωνία όλων των εποχών στον χώρο του αθλητισμού και όχι μόνο, αφού άπαντες βγήκαν κερδισμένοι.
Ο Τζόρνταν ήταν μια μηχανή που έκοβε χρήματα. μόνο για το 1985 οι πωλήσεις από το παπούτσι μπάσκετ που φορούσε και διαφήμιζε απέφεραν κέρδη άνω των 130 εκατ. δολαρίων. τα νούμερα ήταν τρομακτικά για την εποχή, πρωτόγνωρα για έναν Αφροαμερικανό αθλητή.
Για να γίνουν κατανοητά τα μεγέθη, ο μεγάλος Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ εκείνη την εποχή μετά βίας ξεπερνούσε τα 100.000 δολάρια τον χρόνο, το impact του Τζόρνταν στην αθλητική βιομηχανία ήταν μοναδικό.
Από τη στιγμή που ανέλαβε η Nike, ήταν θέμα χρόνου: Ρομπ Στράσερ και Πίτερ Μουρ, creative designers της εταιρείας, σχεδίασαν το παπούτσι και κατέληξαν στο logo και το όνομα «Air Jordan».
Με κλεισμένες όλες τις συμφωνίες, ο εκκολαπτόμενος σούπερ σταρ του ΝΒΑ επέστρεψε στο Γουίλμινγκτον τέλη Αυγούστου, για να τιμηθεί και να αποθεωθεί στο Thalian Hall, στο ιστορικό κέντρο της πόλης.
Οι Μπακανίρς απέσυραν σε μια σεμνή τελετή το «23» που φορούσε στο Lane High και του ευχήθηκαν καλή τύχη στην καριέρα του στο Σικάγο.
Η αλήθεια είναι πως δύσκολα τα αντιλαμβανόταν όλα αυτά, έγιναν όλα τόσο γρήγορα, εκτοξεύθηκε με κινηματογραφική ταχύτητα στον Όλυμπο, ενώ δεν ήταν καν 22. Δεν είχε ακόμη προπονηθεί με επαγγελματίες, δεν είχε καν γνωρίσει τι σημαίνει προπόνηση, σχεδιασμός, προγραμματισμός μιας επίπονης σεζόν στο ΝΒΑ.
Στο Σικάγο,έναν μήνα αργότερα, θα γνώριζε τον πρώτο του προπονητή ως επαγγελματίας, τον 44χρονο τότε Κέβιν Λάφερι, έναν πολύ άνετο old-school κόουτς, ο οποίος αντιμετώπισε τον Τζόρνταν περίπου σαν “παιδί θαύμα”.
Όταν ο Μάικλ κατέφθασε ελαφρώς ψαρωμένος στο summer camp των Μπουλς, ο Λάφερι απλώς του πέταξε μια μπάλα και του είπε «παίξε». Ο συγκρατημένος Τζόρνταν της Ολυμπιακής ομάδας του σατράπη Νάιτ και ο περιορισμένος Τζόρνταν του δικτάτορα Σμιθ στο UNC ήταν παρελθόν. Ο Λάφερι τού ζήτησε απλώς να ανακαλύψει μόνος του την προσέγγιση στο παιχνίδι.
Δεν είναι σαφές αν αυτό συνέβη κατόπιν επιλογής και σχεδίου από κοινού με τον τότε General Manager των Μπουλς, Ροντ Θορν, ή εάν απλώς επρόκειτο για σύμπτωση.
Πάντως, ο Τζόρνταν βοηθήθηκε αφάνταστα από εκείνη τη συμπεριφορά, άρχισε να ξαναχαίρεται το μπάσκετ, να χαμογελάει και να βγάζει επιδεικτικά την γλώσσα κάθε φορά που κάρφωνε.
Δεν υπήρχαν “συστήματα”, δεν υπήρχαν “plays”, ο Λάφερι ζητούσε απ’ όλους να παίξουν ελεύθερα, αδιαφορώντας για την ομάδα αυτή καθαυτήν. ήταν μια επιλογή που επέτρεψε στον Τζόρνταν να αναθεωρήσει πολλές σκέψεις του, σχετικά με όσα θα έβρισκε στο ΝΒΑ.
Στην ομάδα έδειξε να δένει αμέσως με τον Ροντ Χίγκινς, τον Αμερικανό που το 1993 έκανε ένα πολύ σύντομο πέρασμα από τον Ολυμπιακό του Ιωαννίδη και ήταν ίσως από τις μοναδικές “πρώτες σειρές” του Σικάγο που δεν είχε μπει στη δίνη των πάρτι, του αλκοόλ και της κοκαΐνης, όπως οι σταρς τότε Κουίντιν Ντέιλι και Ορλάντο Γούλριτζ.
Το ΝΒΑ δεν ήταν ακόμη αυτό που έχουν στο μυαλό τους οι περισσότεροι για τη δεκαετία του ’80. είχε προηγηθεί η προεργασία με την έλευση του Μάτζικ και του Μπερντ, αλλά επρόκειτο για μια λίγκα που βγήκε από μια πολύ σκοτεινή δεκαετία για τις ΗΠΑ και τρόπον τινά συμβάδιζε με τις παθογένειες της αμερικανικής κοινωνίας που ήταν βουτηγμένη στις ενοχές, τον εύκολο πλουτισμό, τα ναρκωτικά και τις καταχρήσεις γενικότερα.
Ο ερχομός του Τζόρνταν σε συνδυασμό με το rivalry Λέικερς-Σέλτικς έδωσαν στον Στερν την ανάσα και το υπερόπλο για να αναβαθμίσει τη λίγκα και να οδηγηθούμε σιγά-σιγά στην πραγματική “μαγεία” των ’90s.
Προς έκπληξη όλων των παρευρισκομένων, ο Τζόρνταν σε κάθε προπόνηση τα έδινε όλα, συμπεριφερόταν σαν να μην υπάρχει αύριο. Η δίψα του για μπάσκετ προκαλούσε εύλογες απορίες στους συμπαίκτες του που την προπόνηση τη μισούσαν.
Παρά την εμφανέστατη διαφορά του σε αθλητικά προσόντα σε σχέση με τους υπολοίπους, δούλευε περισσότερο απ’ όλους, κρατούσε μέλη του τεχνικού τιμ μέχρι αργά για να βελτιώσει τις αδυναμίες του, να αποκτήσει οικειότητα σε τομείς του παιχνιδιού που μέχρι πρότινος είτε δεν γνώριζε είτε δεν τον ενδιέφεραν.
Είχε την τύχη να δουλεύει απρόσκοπτα, πολύ απλά γιατί ολόκληρο το Σικάγο τότε δεν έδινε δεκάρα για τους Μπουλς, για την ακρίβεια ολόκληρο το ΝΒΑ δεν νοιαζόταν για τους Μπουλς, μια ομάδα και ένα brand που δεν “πουλούσε” πουθενά. Ούτε καν ένα παιχνίδι τους δεν είχε προγραμματιστεί να μεταδοθεί από το «CBS». Κανείς προφανώς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε.
Ο Τζόρνταν άρχισε να κερδίζει τον σεβασμό των συμπαικτών του, δεν ήθελε να χάνει ούτε καν στο οικογενειακό διπλό, για την ακρίβεια δεν έχασε κανένα για ολόκληρη τη σεζόν!
Στα πρώτα φιλικά έγινε κατανοητό ότι δεν χρειάζεται ο κλασσικός “χρόνος προσαρμογής” του rookie, δεν υπήρχε καν η αναγκαιότητα ύπαρξης personal trainer για να μην “παρασυρθεί” ο μικρός.
Μπορούσε να παίξει και στις τρεις θέσεις της περιφέρειας, ο Λάφερι έτριβε τα χέρια του, σκεπτόμενος τα “ένας εναντίον ενός”, τα missmatch με τα κοντύτερα guard, την ικανότητα να “ποστάρει”.
Ο Τζόρνταν έβαζε 40άρες, δεν κρυβόταν στο τελευταίο σουτ, έβαζε τις φωνές στους παλιούς.
Το αρνητικό της υπόθεσης ήταν πως αναπτερώθηκε σε τεράστιο βαθμό ο ατομισμός που έβγαζε στο Λύκειο. πίστευε ότι όλα μπορεί να τα καταφέρει. ένας εναντίον όλων, ακόμα και των καλύτερων.
Η ατμόσφαιρα που βρήκε στο ΝΒΑ βέβαια δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή. Ειδικά όσον αφορά στους εντός έδρας αγώνες, η πραγματικότητα των Μπουλς στα μέσα της δεκαετίας του ’80 απέχει παρασάγγας από αυτό που πιθανόν σκέπτεται κανείς για την “εποχή Τζόρνταν” στο Σικάγο.
Το κλειστό στο West Side της πόλης ήταν ένα πολύ κρύο και παλιομοδίτικο γήπεδο, το δεύτερο παλαιότερο στη λίγκα, πίσω από το Boston Garden, αλλά χωρίς το ένα χιλιοστό της ιστορίας των Σέλτικς.
H Ντελόρις και o Τζέιμς που εξακολουθούσαν να παρακολουθούν ανελλιπώς τον γιο τους και στο ΝΒΑ απλώς δεν πίστευαν στα μάτια τους.
Από την φρενίτιδα του Lane και από τον φανατισμό του UNC και του NCAA βρέθηκαν μέσες άκρες σε ένα περιβάλλον νεκτροταφείου.
Στο Chicago Stadium εκείνον τον καιρό μετά βίας μαζεύονταν 5-6.000 κόσμος για να δουν μπάσκετ.
Παρασκευή 26 Οκτωβρίου του 1984, ο Μάικλ Τζόρνταν έκανε το ντεμπούτο του.
Δεν υπήρχαν καπνοί και λέιζερ, δεν παρουσιάστηκε εν μέσω αποθέωσης και υπό τους ήχους τού «Sirious» των Alan Parson’s Project.
Απέναντι στους Μπουλς οι -όχι και τόσο εμπορικοί- Ουάσινγκτον Μπούλετς.
Κι όμως, το γήπεδο είχε περισσότερο κόσμο από το συνηθισμένο. κάπου 12.000 άνθρωποι πήγαν να δουν από κοντά αυτόν τον νεαρό που «περπατάει στον αέρα».
Το κοινό αντιλήφθηκε αμέσως πως οι Μπουλς των μηδαμινών συγκινήσεων θα αποτελούσαν παρελθόν, όταν ο 21χρονος rookie με λύσσα έκλεψε την μπάλα και την κάρφωσε στο καλάθι, παρασύροντας τον δύσμοιρο center των Μπούλετς, Τζεφ Ρούλαντ, ο οποίος έκπληκτος έμεινε φαρδύς-πλατύς στο παρκέ.
Ο Μάικλ τελείωσε με 16 πόντους, επτά ασίστ και έξι ριμπάουντς. Δεν πήρε πολύ την μπάλα, διότι για τα δεδομένα του ήταν ακόμη τρακαρισμένος. Ήταν το τελευταίο παιχνίδι στο οποίο “κρατήθηκε”.
Οι Μπουλς ταξίδεψαν στο Μιλγουόκι. Το κοντέρ σταμάτησε στους 37, οι 22 στην τελευταία περίοδο. Οι Μπουλς κέρδισαν μετά από χρόνια το πρώτο παιχνίδι on the road, ο Τζόρνταν περιόρισε και τον Σίντνεϊ Μονκρίφ, έναν από τους θεωρητικά πέντε καλύτερους guard στη λίγκα, δείχνοντας και ψήγματα των αμυντικών του ικανοτήτων που αργότερα τον έχρισαν και κορυφαίο αμυντικό στο ΝΒΑ.
Όσο περνούσαν τα παιχνίδια, το one man show γινόταν όλο και πιο πλούσιο. ένας τρομακτικός αθλητής συστηνόταν σε όλες τις Πολιτείες των ΗΠΑ, περπατούσε στους αιθέρες όλο και περισσότερων κλειστών, εντυπωσίαζε τα παιδάκια που τον παρακολουθούσαν έκθαμβα να καρφώνει με μανία βγάζοντας την γλώσσα έξω.
Από την ποίηση τού «Doctor J.» και τη “μαγεία” τού Έρβιν Τζόνσον, το ΝΒΑ περνούσε σε μια απροσδιόριστη κατάσταση, σαν μια μείξη και των δύο ηρώων της Αφροαμερικανικής κοινότητας.
Στα μέσα της σεζόν, ο ντροπιαστικός μέσος όρος των 6.000 θεατών στο Stadium είχε ξεπεράσει τους 10. όλοι ήθελαν να παρακολουθήσουν από κοντά τις παραστάσεις του «ενός».
Διότι ο Τζόρνταν έπαιζε μόνος του και συμπαρέσυρε και τους υπόλοιπους -και αδιάφορους- Μπουλς, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε και ο μεγάλος Λάρι Μπερντ, μετά την πρώτη μονομαχία μεταξύ τους.
Οι Σέλτικς κέρδισαν εύκολα, ο Μπέρντ όμως, κουβαλώντας καντάρια μπασκετικής σοφίας στο ξανθό κεφάλι του, με τα χαρακτηριστικά “αμερικανικά” της Ιντιάνα, δήλωσε μετά το παιχνίδι ότι δεν έχει ξαναδεί έναν παίκτη να αλλάζει τόσο πολύ μια ομάδα, έναν παίκτη να έχει τέτοια επιρροή, τέτοια αθλητικά προσόντα και τόσο μεγάλη άγνοια κινδύνου.
«Σύντομα αυτός ο παίκτης θα αναγκάζει τον κόσμο να ταξιδεύει εκατοντάδες μίλια για να τον δει, κάνει πράγματα που ούτε καν είχα φανταστεί ότι γίνονται. Η κίνησή του να ανεβάσει την μπάλα, να την κατεβάσει χαμηλά και να την ξανανεβάσει, αφήνοντάς τη στο καλάθι, δεν είναι μια κίνηση που απλώς με εντυπωσίασε, είναι μια κίνηση που δεν είχα φανταστεί ότι γίνεται». Ο Μπερντ κατάλαβε πρώτος αυτό που οι υπόλοιποι καταλάβαμε αργότερα.
Οι παλιοσειρές του ΝΒΑ στοιχημάτιζαν ότι ο «μικρός» δεν γίνεται να παίζει σε τέτοιους ρυθμούς, δεν γίνεται να σκοράρει 45, 42, ξανά 45 σε τρία ματς στη σειρά, δεν μπορεί να αντέχει το “ξύλο” (όπως η πρώτη επαφή με τον σκληρό Μπίλ Λαϊμπίρ που τον ξάπλωσε στο παρκέ στο πρώτο παιχνίδι με τους Πίστονς) να παίζει με την ίδια ενέργεια ξανά και ξανά. Κι όμως, το έκανε. Ο Τζόρνταν έμεινε on fire μια ολόκληρη σεζόν.
Όταν κυκλοφόρησε η πρώτη σειρά «Air Jordan» της Nike, τον Φεβρουάριο του 1985, το ηφαίστειο ήταν ήδη έτοιμο να εκραγεί.
Το παπούτσι ήταν μαύρο κόκκινο. η Nike προσάρμοσε όλα της τα προϊόντα στα ίδια χρώματα, από περικάρπια μέχρι t-shirts.
Ο κόσμος σχημάτιζε ουρές για να αγοράσει το οτιδήποτε παρέπεμπε στον τύπο που «περπατούσε στον αέρα».
Στο All Star Game στην Ινδιανάπολη, η εικόνα να κυνηγούν οι κάμερες τον «μικρό», αγνοώντας ογκόλιθους, όπως ο Μάτζικ, ο Αϊζάια, ο Τζορτζ Γκέρβιν, ενόχλησε πάρα πολύ το ΝΒΑ και τους ίδιους τους σταρς.
Δεν τον αποδεχόταν κανείς τους, θεωρούσαν ότι είναι αδύνατον να αναγορευτείς βασιλιάς, χωρίς να έχεις κερδίσει τίποτα, next big thing μόνο με ένα εξάμηνο παρουσίας στο Πρωτάθλημα των κορυφαίων.
Η αλαζονεία του ίδιου του Τζόρνταν δεν βοηθούσε καθόλου την κατάσταση.
Οι “βετεράνοι” πανηγύρισαν έξαλλα την ήττα του στον διαγωνισμό καρφωμάτων από τον γνωστό μας Ντομινίκ Ουίλκινς, ενώ στο παιχνίδι αυτό καθαυτό του “επέτρεψαν” να παίξει μόνο 20 λεπτά, να πάρει μόνο εννέα σουτ.
Η διαρκώς αυξανόμενη φήμη του «αυθάδους μικρού», το αστρονομικό συμβόλαιο με τη Nike, οι χρυσές αλυσίδες στον λαιμό, η “ασέβεια” σε φτασμένους σταρς, όπως ο Τόμας, ήταν το έναυσμα για μια ολόκληρη συζήτηση περί σεβασμού, εύκολου πλουτισμού, ακόμα και «κακής εικόνας της μαύρης κοινότητας» προς τα έξω.
Μόνο ο συμπαίκτης του στους Μπουλς, Ουέσλι Μάθιους, πρόλαβε να πει μια κουβέντα: «Έχουμε στο Πρωτάθλημα τον γιο του Θεού και θέλουμε με το ζόρι να τον κάνουμε απλό πάστορα. Είναι ο γιος του Θεού, αφήστε τον ήσυχο να δούμε πού θέλει να πάει το άθλημα».
Εννοείται ότι οι δηλώσεις του Μάθιους δεν άρεσαν σε κανέναν. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, θα ξεκινούσε ένα απίστευτο snubbing του Τζόρνταν από όλες τις παλιοσειρές, ένας σχεδόν απόλυτος αποκλεισμός από οτιδήποτε θα μπορούσε να τον εξισώσει ακόμα και με αστέρια “δεύτερης ταχύτητας”.
Ο Τζόρνταν έκανε σκοπό της σεζόν να ξεπεράσει τους Πίστονς και ειδικά τον Τόμας, τον οποίο θεωρούσε “αρχιερέα” εκείνου τού πογκρόμ εναντίον του. Σκόραρε 49 με 15 ριμπάουντς στο καθοριστικό παιχνίδι μεταξύ των δύο αντιπάλων στη Central, σε μια πολύ δύσκολη νίκη στην παράταση με 139-126.
Στα τελευταία δευτερόλεπτα και με το παιχνίδι να έχει κριθεί, φεύγει στον αιφνιδιασμό με το κοινό να παραληρεί.
Με την άκρη του ματιού βλέπει ότι τον ακολουθεί μόνο ο Τόμας. Κόβει ταχύτητα, καθυστερεί χαρακτηριστικά, μέχρι να τον πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής ο Αϊζάια, και, δίχως να πάρει το βλέμμα του από πάνω του, καρφώνει με τεράστια μανία την μπάλα στο καλάθι των Πίστονς.
Οι Μπουλς προκρίθηκαν στα play offs για πρώτη φορά μετά το 1981, έκλεισαν τη σεζόν με οκτώ περισσότερες νίκες, ξαναγέμισαν το γήπεδο, απέκτησαν τον δικό τους ήρωα, τη δική τους εμβληματική εικόνα που όλοι οι υπόλοιποι περιφρονούσαν.
Το ιδανικότερο περιβάλλον για το χτίσιμο ενός μύθου.
Οι αλλαγές στο Σικάγο δεν περιορίστηκαν σε αγωνιστικό επίπεδο. την ομάδα απέκτησε ο Τζέρι Ράινσντορφ, ένας δικηγόρος με ειδίκευση στο φορολογικό Δίκαιο, ο οποίος αποφάσισε μετά το μπέιζμπολ και τους Γουάιτ Σοξ, να ασχοληθεί και με το διαρκώς αναπτυσσόμενο μπάσκετ.
Στην πρώτη γνωριμία με τον Τζόρνταν, αφού τον εκθείασε για τα αθλητικά του προσόντα, του είπε με νόημα ότι πρέπει να πάρει το πτυχίο του όσο πιο γρήγορα γίνεται, διότι, αν αφήσει τον καιρό να περάσει, δεν θα το πάρει ποτέ. Ο Τζόρνταν εντυπωσιάστηκε, ο Ράινσντορφ εμφανίστηκε σαν μια πατρική φιγούρα την κατάλληλη στιγμή, όταν ο βιολογικός του πατέρας περιοριζόταν στην καταμέτρηση των δολαρίων που παρήγαγε ο γιος του.
Όσο κι αν παρουσιαζόταν ανεπηρέαστος και από τη συμπεριφορά τού Τζέιμς και από το freeze-out τού All Star Game, το έφερε βαρέως.
Κλεινόταν στο δωμάτιό του στις αποστολές, έβγαινε σπάνια, βαθμηδόν άλλαξε τη γκαρνταρόμπα του και από τις φανταχτερές φόρμες και τις χρυσές αλυσίδες πέρασε στα καλοραμμένα κοστούμια, το “σοβαρό” look, την στενή συνεργασία με τους επικεφαλής τού επιτελείου της Nike για τη βελτίωση της εικόνας του.
Ήταν η πρώτη φορά που έπρεπε να διαχειριστεί πραγματική πίεση στη ζωή του, η πρώτη φορά που δεν έπαιζε απλώς μπάσκετ αλλά ακόμα και με μια επίσκεψη σε έναν κινηματογράφο προκαλούσε αναβρασμό στα media.
Για ένα παιδί 22 ετών και με τις συγκεκριμένες καταβολές, ήταν επιτακτική η ανάγκη διαχείρισης της εικόνας και του ονόματός του.
Είχε καταλήξει αιχμάλωτος του εαυτού του, φυλακισμένος της φήμης του, πριν καν την εγκαθιδρύσει.
Η Nike τον προμοτάριζε αρειμανίως, η προσωπική του ζωή ουσιαστικά -από τη μια μέρα στην άλλη- δεν υπήρχε, ο φόβος για εμπλοκή των οικογενειακών του ερινυών από το παρελθόν είχε κάνει την εμφάνισή του.
Από το παιδάκι που ζητούσε λεφτά και αυτοκίνητα, φήμη και αναγνωρισιμότητα έπρεπε να γίνει άντρας, να χτίσει προσωπικότητα και να βάλει τα θεμέλια του μύθου του, γιατί -από την πρώτη κιόλας σεζόν του- είχε γίνει κατανοητό ότι θα γινόταν μύθος.
Στην αμερικανική πραγματικότητα είχαν εισβάλει πια η καλωδιακή τηλεόραση, το marketing, η βιομηχανική κατασκοπεία. Οι εποχές άλλαξαν τόσο γρήγορα, ώστε, αν δεν προστάτευες τον εαυτό σου και δεν φρόντιζες να αποστασιοποιηθείς, θα σε κατάπιναν εν ριπή οφθαλμού.
Έπρεπε να κάνει πέρα ακόμα και τους γονείς του, να καταστήσει σαφές ειδικά στον Τζέιμς ότι δεν είναι σε θέση πια να τον ελέγχει, να καθορίζει τη ζωή του.
Έπρεπε να εξηγήσει στον πατέρα του ότι όλο αυτό τον είχε ξεπεράσει, ότι δεν ήταν δυνατόν να τον προσδιορίζει ψυχικά και ψυχολογικά η διαταραγμένη προσωπικότητά του. Με τη Ντελόρις τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, αφού ανέκαθεν υποχωρούσε και μπορούσε να αρκεστεί σε μερικές συνεντεύξεις ή προσκλήσεις σε glamorous εκδηλώσεις. Ο Τζέιμς όμως ήταν (και παρέμεινε) μια πολύ δύσκολα διαχειρίσιμη περίπτωση.
Η Σις είχε ήδη αποταθεί σε ψυχιατρική κλινική, είχε καταστήσει σαφές ότι εκείνη την υπόθεση στο τέλος της εφηβείας της δεν θα την άφηνε να περάσει έτσι.
Ο Μάικλ ξαφνικά ήρθε αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα που εκ των πραγμάτων τον πλήγωνε και σίγουρα δεν βοηθούσε την καριέρα του.
Δεν μπορούσε να πιστέψει τους ισχυρισμούς της αδελφής του. Τον πατέρα του όχι απλώς τον θαύμαζε αλλά τον θεωρούσε τον καλύτερό του φίλο, για την ακρίβεια τον μοναδικό του φίλο.
Είναι πολύ δύσκολο να αναλυθεί η σχέση του με τον πατέρα του. ειδικά εκείνα τα χρόνια ο ίδιος ο Τζόρνταν ποτέ δεν έχει μιλήσει για αυτή την σχέση φωτίζοντας και τις αθέατες πλευρές της.
Η μητέρα του έχει περιοριστεί να πει μόνο ότι o Μάικλ λάτρευε τον Τζέιμς, πάντοτε όμως διέκρινε έναν φόβο στο βλέμμα του, αναμεμειγμένο με αγάπη και θαυμασμό. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι επρόκειτο για την αχίλλειο πτέρνα του Τζόρνταν, το μοναδικό του σκοτεινό σημείο που δεν κατόρθωσαν να φωτίσουν τα media στις ΗΠΑ, όπως αποδείχτηκε και από τα γεγονότα στα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Ο άνθρωπος που -όσον αφορά στο μπάσκετ- ήταν τόσο απόλυτος και αυθάδης (στην pre-season ανακοίνωσε ενώπιον των δημοσιογράφων στους συμπαίκτες του ότι κανονικά πρέπει κάθε σεζόν να τελειώνει με ρεκόρ 82-0) γινόταν μετριοπαθής και χαμήλωνε το βλέμμα, όταν η συζήτηση αφορούσε στην οικογένειά του.
Στον απογαλακτισμό του από τους γονείς του σημαντικό ρόλο έπαιξε και η -κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του- Χουανίτα Βανόι, η σχέση που καθόρισε τη ζωή του.
Η Χουανίτα, μια παλιά “αγάπη” τού playboy Ρέτζι Θέους (επίσης γνωστού μας, αφού έπαιξε έναν Τελικό Κυπέλλου με τη φανέλα του Άρη) ήξερε πάρα πολύ καλά να διαχειριστεί τον Τζόρνταν. είχε ήδη στο ενεργητικό της μια σχέση με σταρ του ΝΒΑ, ήταν υπομονετική και κυρίως ασκούσε την κατάλληλη ψυχολογική πίεση στον Μάικλ, παίζοντας τρόπον τινά τον ρόλο της Ντελόρις. Ήταν πολύ έξυπνη και ήξερε ότι έπρεπε να “σπρώξει” τον Τζόρνταν σε ασχολίες που ουδέποτε γνώρισε με τους γονείς του.
Κάπως έτσι ξεκίνησε ο έρωτας με το γκολφ, από το Medinah Country Club και τα στοιχήματα με διάφορους executives για μικροποσά, στοιχήματα όμως που ανέβαζαν την αδρεναλίνη του Μάικλ και τον κρατούσαν ζωντανό και ετοιμοπόλεμο για εκείνο που γνώριζε να κάνει καλύτερα απ’ όλους: το μπάσκετ.
Ο Ράινσντορφ ήταν ευχαριστημένος, καθώς ο μεγάλος του σταρ σιγά-σιγά εγκλιματιζόταν, έβλεπε όμως ότι η ομάδα χρειάζεται ριζικές αλλαγές και ένα φρέσκο μυαλό, ώστε να χτίσει τα πάντα γύρω από τον Τζόρνταν.
Το μυαλό αυτό το βρήκε στο πρόσωπο τού Τζέρι Κράους, ενός περίεργου τύπου με παράταιρο για GM παρουσιαστικό, ο οποίος τριγυρνούσε μονίμως με μια καμπαρτίνα και ένα περίεργο καπέλο, σαν τον επιθεωρητή Κλουζώ.
Ο Κράους είχε δοκιμαστεί σαν scouting director στους Γουάιτ Σοξ, είχε περάσει στα τέλη της δεκαετίας του ’70 από τη διοίκηση των Μπουλς για ένα σκάρτο δίμηνο γεμάτο εντάσεις και ήταν το ακριβώς αντίθετο του ήρεμου και πράου Ροντ Θορν, του αναχρονιστικού Genaral Manager των Μπουλς.
Air Jordan
Ο Κράους ξεκίνησε να σχεδιάζει την ομάδα και -με το καλημέρα- κάνει μια απίστευτη δήλωση: «Απέλυσα τον Κέβιν Λάφερι και έφερα τον Τεξ Γουίντερ στο coaching staff. Προπονητή διαλέγω τον Σταν Άλμπεκ για να ξεκινήσω λάθος». Χρόνια αργότερα εξήγησε εκείνο το “λάθος”, διαφωτίζοντας την υπόθεση.
Προτού ξεκινήσει το rebuilding των Μπουλς, συζήτησε με τον Τζόρνταν, του ανέλυσε το όραμά του, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν είναι αρκετό να έρθουν παίκτες και προπονητές για να παίξουν μαζί του αλλά άνθρωποι για να κερδίζουν μαζί του.
Αυτό απαιτούσε χρόνο, μια μίνιμουμ προεργασία τουλάχιστον τριών ετών και ένα συγκεκριμένο πλάνο προπόνησης και σταδιακής αναμόρφωσης της ομάδας.
Ο Τζόρνταν φυσικά και αποδέχτηκε την εξήγηση τού Κράους, η ένστασή του αφορούσε μόνο στην αλλόκοτη επιλογή του Άλμπεκ.
Έκπληκτος άκουσε τον Κράους να του αποκρίνεται πως δεν έχει σημασία τι λέει ο Άλμπεκ, σημασία έχει να κατανοήσει το πλάνο της «τριγωνικής επίθεσης» του γερόλυκου Τεξ Γουίντερ και να του δώσει τον απαιτούμενο χρόνο να φτιάξει έναν εντελώς ξεχωριστό head coach που άνηκε ήδη στο staff σαν τελευταίος τροχός της αμάξης: τον Φιλ Τζάκσον.
Ήταν πολύ δύσκολο να κατανοήσει ο Τζόρνταν τι είχε ακριβώς στο μυαλό του ο Κράους, πόσο μακριά στόχευε και τι ακριβώς ήθελε να δημιουργήσει στους Μπουλς.
Όταν είδε και την -ξεχασμένη από το ΝΒΑ- φιγούρα του Τζάκσον να καταφθάνει για την πρώτη γνωριμία με τον Άλμπεκ, φορώντας σανδάλια, γυαλιά ηλίου και ένα περίεργο καπέλο με φτερό, απόρησε πραγματικά για το αν εκείνος ο hippie υπήρχε ποτέ περίπτωση να γίνει ο προφήτης της «τριγωνικής επίθεσης», όπως τον είχε διαβεβαιώσει ο Κράους.
Ο Άλμπεκ εννοείται έθεσε βέτο για τον Φιλ, αργότερα κατά την επιλογή στο draft έγινε έξαλλος με την επιλογή τού Κράους να φέρει στο Σικάγο κάποιον Τσαρλς Όκλεϊ, ο οποίος ήταν απλώς ένας garbage time power forward, και ο Τζόρνταν γεμάτος αμφιβολία ζήτησε να ξαναδεί τον GM.
Ο Κράους τού έκλεισε το μάτι, του είπε να μην δίνει σημασία στον Άλμπεκ και στο εξής να αναφέρεται στους “δικούς τους” με το κωδικό όνομα «OKP» («our kind of people», δηλαδή).
Ο Τζόρνταν αντέδρασε, δεν μπορούσε να δεχτεί τους παραλογισμούς του καινούργιου αφεντικού και έκτοτε ξεκίνησε μια πολύ περίεργη σχέση μεταξύ τους.
Ο Κράους ήταν ξεκάθαρος μαζί του: «Άκου μικρέ, μου θυμίζεις τρομερά και τον Ερλ Μονρό και τον Έλτζιν Μπέιλορ, είναι σαν να βγήκε ένα κράμα απ’ αυτούς, με τη διαφορά ότι εσύ, όλα όσα έκαναν αυτοί, τα κάνεις στον αέρα. Αν θέλεις απλώς να γίνεις καλός, τότε κάνε του κεφαλιού σου, αν θες όμως, να ίνεις ο καλύτερος, πρέπει να κερδίζεις. Και για να κερδίζεις έχοντας διάρκεια, πρέπει να έχεις πλάνο, προπονητή και συμπαίκτες».
Η σχέση τους δεν θα μπορούσε να προσδιοριστεί με ακρίβεια, είναι άγνωστο πώς θα εξελισσόταν εκείνη η σεζόν του “ψυχρού πολέμου” Κράους και Τζόρνταν, χωρίς τον σοβαρότατο τραυματισμό του τελευταίου σε εκείνο το παιχνίδι με το Γκόλντεν Στέιτ.
Ο Τζόρνταν πέφτει στο παρκέ σφαδάζοντας. είναι σαφές, προτού καν τον εξετάσει γιατρός, ότι είναι σοβαρό. Κάταγμα στο αριστερό πόδι, το ίδιο με εκείνο που ουσιαστικά τελείωσε την καριέρα τού Έλτζιν Μπέιλορ.
Η σεζόν είναι εξολοκλήρου χαμένη, οι συνέπειες του σοβαρού τραυματισμού τού Τζόρνταν πέφτουν σαν χιονοστοιβάδα στην ήρεμη κοιλάδα.
Στη Nike σημαίνει συναγερμός, εκατομμύρια δολάρια κρέμονται σε μια κλωστή, επενδύσεις και χρονοδιαγράμματα πετάγονται στα σκουπίδια, ολόκληρο το ΝΒΑ έχει ζωγραφισμένη μια έκφραση «κρίμα» στο πρόσωπο.
Για όλους είναι σχεδόν δεδομένο ότι το φαινόμενο τελείωσε, δεν θα είναι σε θέση να ανταπεξέλθει όπως πριν σε αθλητικό επίπεδο.
Το ιατρικό επιτελείο των Μπουλς, μετά από συσκέψεις επί συσκέψεων με τον Ράινσντορφ, συστήνει να ακολουθηθεί συντηρητική αγωγή, να μείνει ο αθλητής ολόκληρη τη σεζόν εκτός δράσης, να ακολουθήσει μακρά φυσικοθεραπεία και σιγά-σιγά να ξαναμπεί σε κανονικούς ρυθμούς μετά από 12 μήνες.
Ο Τζόρνταν βρέθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του να αναρωτιέται τι θα κάνει χωρίς τον αθλητισμό, τι μπορεί να προκύψει εκτός μπάσκετ.
Ανακοίνωσε σε Ράινσντορφ και Κράους ότι θέλει να πάει στη Βόρεια Καρολίνα, να ησυχάσει εκεί, να αποθεραπευθεί εκεί.
Ο Κράους διαφώνησε έντονα, το θεώρησε ασεβές απέναντι στην ομάδα, αλλά συναίνεσε.
Στο Τσάπελ Χιλ ο Μάικλ βρήκε την απαιτούμενη ηρεμία για να ξεπεράσει τον τραυματισμό, κάθισε πολλές φορές στον πάγκο των Ταρ Χιλς για να κατανοήσει το σύστημα του Σμιθ, είδε το παιχνίδι από διαφορετική οπτική γωνία.
Ο οργανισμός του αντέδρασε εκπληκτικά στον τραυματισμό, το πόδι του είχε επανέλθει ήδη μετά από ένα δίμηνο, ακόμα και οι γιατροί που φρόντιζαν την αποκατάστασή του δεν το πίστευαν.
Μιλούσε στο τηλέφωνο με τον Κράους, τον διαβεβαίωνε ότι δεν το πατάει, όπως είχε συστήσει το ιατρικό επιτελείο των Μπουλς, πόσο μάλλον ότι παίζει μπάσκετ, όπως διέρρεαν κάποιοι τοπικοί δημοσιογράφοι.
Ο Κράους καταλάβαινε στη φωνή του ότι είναι καλά, ότι του κρύβει ορισμένα πράγματα, αλλά ήταν ευχάριστα και συνεπώς δεν είχε λόγο να παρέμβει.
Τον Μάρτιο οι Μπουλς είχαν κατρακυλήσει στο 22-43. η ομάδα παρέπαιε. Το τηλέφωνο στο γραφείο τού Κράους χτύπησε, ήταν μια γνώριμη “κοφτή” φωνή: «Δεν αντέχω άλλο, είμαι καλά, θέλω να γυρίσω και να παίξω. Προλαβαίνουμε». Ο Κράους σάστισε.
Αμέσως συγκλήθηκε νέα σύσκεψη, παρόντος Ράινσντορφ και καθηγητών ιατρικής, δικηγόρων και λογής παρατρεχάμενων.
Το πόρισμα ήταν πως αποκλείεται να δοθεί νομικά το «ok» να παίξει, το ρίσκο ήταν ανυπολόγιστα υψηλό και για τους Μπουλς και για τη Nike και για το ΝΒΑ το ίδιο.
Ο Κράους, μόλις τελείωσε η σύσκεψη, του τηλεφώνησε. Του είπε ότι δεν μπορεί να παίξει και ούτε μπορεί να θυμηθεί τι άκουσε σε εκείνο το τηλεφώνημα.
Ακολούθησε νέα επικοινωνία λίγες μέρες μετά, απόντος του Κράους.
Τρεις καθηγητές ορθοπαιδικοί εξήγησαν στον έξαλλο Τζόρνταν ότι, εάν επέστρεφε, υπήρχαν πάνω από 15% πιθανότητες να τελειώσει επί τόπου η καριέρα του και να μην ξαναπαίξει ούτε στην αυλή του σπιτιού του. Ο Τζόρνταν ατάραχος απάντησε ότι, εάν το 15% είναι εναντίον του, τότε το 85% είναι υπέρ του. Υπογράφει οποιοδήποτε χαρτί τού εμφανίζουν μπροστά του και επιστρέφει.
Αυτό που συμβαίνει είναι απίστευτο: κατορθώνει με ένα σερί οκτώ νικών στο τέλος να συμπαρασύρει μια ομάδα παρατημένη και αποκαμωμένη στην είσοδο στα play offs, έστω στην τελευταία θέση της κατάταξης.
Οι αντίπαλοι στον πρώτο γύρο ήταν οι Σέλτικς, στην καλύτερη σεζόν τους, στην εποχή τού ξανθού παιδιού από την Ιντιάνα που άλλαξε τις ισορροπίες τους.
Η Βοστόνη είναι ασταμάτητη, με τον Μπερντ για τρίτη συνεχόμενη σεζόν MVP μιας regular season, την οποία ολοκλήρωσε με 25.8 πόντους, 9.8 ριμπάουντ, 6.8 ασίστ, 2.2 κλεψίματα και 42% στα σουτ τριών πόντων.
Κανείς δεν πίστευε ότι υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα ανταγωνισμού στη σειρά. Κι όμως, ποτέ άλλοτε ένα στατιστικό 3-0 δεν έκρυβε μέσα του τόσον ανταγωνισμό.
Ο Τζόρνταν σε ένα ανεπανάληπτο one man show σκοράρει 49 στο πρώτο παιχνίδι και στο δεύτερο βάζει τα θεμέλια για την ανάδειξή του σε θρύλο.
This date in #Bulls history: In 1986, Michael Jordan scored an @NBA #Playoffs record 63 points at Boston. pic.twitter.com/xyq7c6HMkG
— Chicago Bulls (@chicagobulls) April 20, 2015
Κάνει ένα στρατοσφαιρικό ματς με 63 πόντους (22/41 σουτ και 19/21 βολές), πέντε ριμπάουντ, έξι ασίστ, τρία κλεψίματα, 14 κερδισμένα φάουλ.
Οι Σέλτικς μετά από ένα συγκλονιστικό παιχνίδι κερδίζουν με την ψυχή στο στόμα 135-131, με τον Τζόρνταν να αστοχεί στην κρίσιμη επίθεση, όντας αποκαμωμένος από την κούραση.
Ο Μπερντ έκπληκτος θα σχολιάσει, αμέσως μετά το παιχνίδι: «Απόψε ο Θεός ήταν μεταμφιεσμένος στον Μάικλ Τζόρνταν. Δεν πρέπει να ζητάτε δηλώσεις από εμένα, ο πρωταγωνιστής είναι εκείνος εκεί με το “23”». Οι δημοσιογράφοι υπακούουν στον Λάρι, αλλά ο Τζόρνταν δεν τους κάνει το χατήρι να “φτιάξει το παραμύθι”. Δηλώνει ευθαρσώς ότι δεν είναι καθόλου ικανοποιημένος από την εμφάνισή του, αστόχησε στο τελευταίο σουτ και κόστισε στην ομάδα του. Ο Μπερντ λίγα μέτρα πιο πέρα πλέον είναι βέβαιος: «αυτός εδώ είναι ο επόμενος μεγάλος, ήρθε για να μείνει».
Ο τραυματισμός είναι πια παρελθόν, ο Τζόρνταν, σε μια από τις ελάχιστες στιχομυθίες με τον Κράους, του λέει με νόημα «εγώ ξέρω το σώμα μου καλύτερα απ’ όλους».
Στο τέλος της σεζόν, ο Κράους απολύτως αναμενόμενα απολύει τον Άλμπεκ και φέρνει στο Σικάγο τον Νταγκ Κόλινς, ξεσηκώνοντας θύελλα διαμαρτυριών στο εύθραυστο περιβάλλον των fans.
Όλοι αποκαλούσαν τον Κόλινς «TV guy». επειδή προερχόταν από τους σχολιαστές του «CBS», δεν τον σεβόταν κανείς.
Ο Τζόρνταν τον υποδέχτηκε με σκεπτικισμό, γνώρισε έναν 35χρονο protegè τού Κράους και υπέθεσε ότι είναι ένα ακόμα καπρίτσιο του GM, ακόμα ένα τρελό στοίχημα “για να αλλάξει το μπάσκετ”.
Ο Κράους όμως ήξερε πολύ καλά τι είχε στο μυαλό του, πλησίαζε το πέρας της τριετίας και στο draft του 1987 θα είχε πέντε(!) πρωτοκλασσάτες επιλογές και μια ομάδα κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του Τζόρνταν. Το παζλ είχε αρχίσει να συμπληρώνεται, τα θεμέλια είχαν μπει και ο Τζόρνταν –έστω και ακούσια- είχε ήδη μπει στο βαγόνι της επιτυχίας.
Πρώτο ματς της σεζόν, σε ένα από τα μεγαλύτερα παλκοσένικα του κόσμου, το Madison Square Garden.
Οι Μπουλς ξεγραμμένοι, δεν υπήρχε αντίδοτο στο τρομακτικό δίδυμο Γιούινγκ-Καρτράιτ.
Το ρόστερ του Κράους, πλην Τζόρνταν που τον βρήκε στο Stadium, δεν “μάτωνε” τα αντίπαλα καλάθια. Ο Κόλινς ψαρωμένος στον πάγκο, αγχωμένος και με το περιβάλλον να τον θεωρεί ακόμα «σχολιαστή».
“When I was coaching him (1986-89), he was the MVP of the league, he was the MVP of the All-Star Game, he won the Slam Dunk competition, and he was the Defensive Player of the Year. That’s greatness. He was now the best player.” – Doug Collins
The Last Dance on ESPN pic.twitter.com/r2Dramgvru
— NBA (@NBA) April 27, 2020
Τέταρτη περίοδος και οι Νικς προηγούνται με 5, time out Σικάγο.
Ο Κόλινς είναι έτοιμος να εξηγήσει τα plays της αντεπίθεσης, ο Τζόρνταν τον διακόπτει: «Δεν θα σε αφήσω να χάσεις το πρώτο σου ματς, κόουτς. Η μπάλα σε μένα». Δεν υπάρχει αυτό που ακολούθησε. Δεκαοκτώ συνεχόμενοι πόντοι, στρογγυλοί 50 συνολικά, 103-108 τελικό αποτέλεσμα. Κανείς δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο. για πολλούς ήταν η στιγμή που ο Τζόρνταν πήρε οριστικά και αμετάκλητα το ΝΒΑ στην αγκαλιά του.
Από εκείνο το παιχνίδι στο Madison κι έπειτα, το ΝΒΑ έπαψε να είναι το ίδιο. Τα κοντά και στενά σορτσάκια φάρδυναν, μάκρυναν, το άφρο μαλλί έδωσε τη θέση του σε πιο μοντέρνα look, ο κόσμος του μπάσκετ γύρισε σελίδα και δεν ξανακοίταξε πίσω.
Ο Κόλινς στις δηλώσεις του υπήρξε αφοπλιστικά ειλικρινής: «Δεν έχω ξαναδεί και δε νομίζω να ξαναδώ κάτι τέτοιο. Δεν είναι το ρεκόρ πόντων στη Νέα Υόρκη ή άλλα ιστορικά. Η στιγμή είναι απροσδιόριστης σημασίας, γιατί πολύ απλά απόψε ακυρώθηκαν συστήματα, πλάνα, σταθερές ετών από έναν παίκτη. Τον ευχαριστώ, γιατί παίζει για μένα. αλλά μάλλον όλοι οι υπόλοιποι παίζουμε γι’ αυτόν και δεν το έχουμε ακόμα αντιληφθεί»!
“Michael looked at me and said ‘Coach.. I’m not gonna let you lose your first game’… and he went out & scored like the last 10 points of the game, ended up with 50.” -Michael Jordan to Doug Collins, 11/1/1986.
The Last Dance on ESPN pic.twitter.com/HCLi6PMcJ9
— NBA (@NBA) April 27, 2020
Ο Τζόρνταν δεν σταμάτησε πουθενά στη σεζόν. Έξι φορές ξεπέρασε τους 50 πόντους, εννέα σερί σκόραρε πάνω από 40 σε ένα τρελό δίμηνο που ανέτρεψε νόμους της φυσικής και προσέδωσε νέα διάσταση στο επιθετικό σκέλος του αθλήματος.
Ξεκίνησε μια ατέρμονη τεχνική συζήτηση σχετικά με συνδυασμένες άμυνες, ήταν αδύνατον να τον σταματήσει μόνον ένας παίκτης και ειδικά guard. Αντίπαλοι, όπως ο Ντομινίκ Ουίλκινς, βάλθηκαν να τον ξεπεράσουν, ορισμένες φορές το κατάφερναν, ποτέ όμως δεν ήταν συνεπείς και στην άμυνα, ποτέ δεν έκαναν ακούσια ή εκούσια και τους (μέτριους) συμπαίκτες τους καλύτερους.
Μπήκε στο παιχνίδι η επιστημονική στατιστική ανάλυση, οι εναλλακτικοί τρόποι άμυνας και επίθεσης, η επιλογή ρυθμού, το isolation, δεκάδες νεωτερισμοί και μπασκετικές πρακτικές που εφαρμόζονται ακόμα και σήμερα.
Και όλο αυτό κράτησε πάνω από μια 15ετία, ακόμα κι όταν ο Τζόρνταν επέστρεψε, ακόμα και όταν το κορμί του δεν ήταν εκείνο το τρομακτικά μυώδες αλλά καλλίγραμμο πράγμα του 1987.
Ο κόσμος τον αποκαλεί «His Airness», 1.5 εκατ. άνθρωποι τον ψηφίζουν για το All Star Game, όλη η Αμερική ασχολείται με τον διαγωνισμό καρφωμάτων, το επόμενο «πρώτη φορά γίνεται αυτό» που θα πεις στον διπλανό σου.
Ο μήνας τού Τζόρνταν είναι στρατοσφαιρικός: 58 στους Νετς, 61 στους Πίστονς, με ένα Silverdome γκρεμισμένο από 31.000 ανθρώπους. Έκλεισε τη σεζόν με 37.1 πόντους μ.ο.
Ο Κράους έτριβε τα χέρια του και μαζί με τον Τεξ Γουίντερ ήξεραν ότι, μόλις τελειοποιήσουν την εξίσωση και πεισθεί αυτός ο εξωγήινος παίκτης να ακολουθήσει το πλάνο και στο τεχνικό μέρος, οι Μπουλς θα γράψουν και θα αφήσουν ιστορία που δεν θα τη σβήσει κανένας άλλος.
Ήταν απλώς θέμα χρόνου και συνθηκών, χρειαζόταν μόνο υπομονή και ο κατάλληλος head coach που θα ακολουθούσε τυφλά τις συμβουλές του “παππούλη” Τεξ, ο οποίος με νύχια και με δόντια προσπαθούσε να τον κρατήσει προσγειωμένο.
Ο σοφός Τεξ τού πλήγωνε συνεχώς τον εγωισμό, η φιλοσοφία του ήταν η υπαγωγή του «εγώ» στο «εμείς», το αιώνιο ερώτημα της ίδιας της αμερικανικής κοινωνίας που ειδικά εκείνη την εποχή προήγαγε τον ατομισμό και υποβάθμιζε τη συλλογικότητα.
Ο Γουίντερ συνεχώς και σε ανύποπτο χρόνο –ειδικά μετά από βραδιές στις οποίες ο Τζόρνταν είχε σκοράρει 60 πόντους– φρόντιζε να προγκήξει τον Μάικλ. Τον εκνεύριζε σε τεράστιο βαθμό, η ομάδα έχανε, αλλά ο Τζόρνταν είχε δώσει ρεσιτάλ και δεν πατούσε στο έδαφος.
Για όλα είχε μια απάντηση στον Τεξ. όταν τον κατσάδιαζε για την άμυνα, γινόταν ο καλύτερος αμυντικός, όταν του έλεγε ότι τον ενδιαφέρουν μόνο τα στατιστικά του στην επίθεση, απαντούσε με κορυφαίες επιδόσεις σε κλεψίματα και ριμπάουντς, όταν τον κατηγορούσε ότι αποκλείει τους συμπαίκτες του από το επιθετικό πλάνο, απαντούσε με ασίστς. Ακόμη όμως δεν ήταν έτοιμος.
Άρχισε να καταλαβαίνει τι εννοεί ο Γουίντερ, μετά από έναν ακόμα αποκλεισμό από τους Σέλτικς.
Προβληματιζόταν να ακούει αντιπάλους, τους οποίους σεβόταν απεριόριστα, να σχολιάζουν πως είναι ένα θαύμα της φύσης, αλλά δεν θα τον ήθελαν για συμπαίκτη!
Είχε ξεκινήσει να αντιλαμβάνεται ότι όλο αυτό που συνέβαινε γύρω του ήταν πιο μεγάλο από τον ίδιο και δεν υπήρχε μόνο ο θρόνος του και τίποτε άλλο.
Κατανοούσε ότι τη διαχείριση της εικόνας του δεν μπορούσε να την αφήσει σε δύο-τρεις ανθρώπους, ότι δεν ήταν μόνο οι Μπουλς, η Nike και μια πόλη, όπως το Σικάγο, το πραγματικό βασίλειο.
Ο Τεξ τού έλεγε ότι βασιλιάς δεν γίνεσαι ποτέ, αν δεν είσαι νικητής. δεν μετράνε τα δολάρια, οι ανέσεις, η φήμη, η τηλεόραση. μετράει το legacy, η συμβολή στη συγγραφή της ιστορίας και όχι ένα απλό και μοναχικό αποτύπωμα.
Ψυχολογικά ήταν καλά.
Με τη Χουανίτα είχε αποφασίσει να παντρευτεί από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του ’87, είχαν αγοράσει μια εκτυφλωτική έπαυλη στο Σικάγο.
Όλα νόμιζε ότι πήγαιναν καλά στη ζωή του, αλλά εξακολουθούσε να μην κερδίζει τίποτα, πέρα από ατομικές διακρίσεις.
Το καλοκαίρι ο Κράους επισημοποιεί την επαγγελματική σχέση με τον Τζάκσον, χρίζοντάς τον assistant της ομάδας -και όχι μόνο του Γουίντερ- και επιλέγει στο draft έναν -παντελώς άγνωστο στον Τζόρνταν- forward. Τον Σκότι Πίπεν.
O Φιλ αυτή τη φορά δεν πηγαίνει να γνωρίσει τον head coach με σανδάλια και lsd, αλλά κουρεμένος, ξυρισμένος και με το κοστούμι του, κατόπιν ρητών εντολών του Τζέρι.
Είχε πλέον δημιουργηθεί ένας πολύ σκληρός πυρήνας, αποτελούμενος από Τζόρνταν, Τζάκσον, Κόλινς, Μπάχ και Γουίντερ, ο οποίος είτε θα οδηγούσε τους Μπουλς στην εποποιΐα είτε θα γκρέμιζε το οικοδόμημα ως είχε.
Πολύ ισχυρές προσωπικότητες και στην κορυφή της πυραμίδας ο Κράους, τον οποίο ο ίδιος ο Τζόρνταν δεν είχε σε εκτίμηση και θεωρούσε ημίτρελο.
Στην επιλογή τού Πίπεν δεν έφερε αντιρρήσεις, όταν όμως ο Κράους προτίμησε τον Χόρας Γκραντ αντί του εκλεκτού από το North Carolina, Τζόι Γουλφ, ο Τζόρνταν έφτασε μέχρι τον Ράινσντορφ για να διαμαρτυρηθεί.
Για έναν άνθρωπο που κυκλοφορούσε με το σορτσάκι των Ταρ Χιλς κάτω από κάθε πολιτική και αθλητική περιβολή, δεν ήταν και ό,τι καλύτερο.
Είναι τόσο εκνευρισμένος, σε σημείο που παραχωρεί μέχρι και συνέντευξη στο «Sports Illustrated», αποκαλώντας τον Κράους «crumbs» («ψίχουλα, αποφάγια»), επειδή έτρωγε συνέχεια. Δεν είχε ακόμη το καθαρό μυαλό να διακρίνει ότι, μετά τον Τζον Πάξσον και τον Τσαρλς Όκλεϊ (τον οποίο δεν ήθελε), το Σικάγο είχε σχεδόν έτοιμη την ομάδα που θα έπαιζε γι’ αυτόν με τις προσθήκες του Πίπεν και του Γκραντ.
Όταν είδε μπροστά του τον Πίπεν στην pre-season, αντίκρισε ένα παιδί από το Αρκάνσας, μαζεμένο και άξεστο την ίδια στιγμή.
O Πίπεν, προερχόμενος από μια αγροτική οικογένεια με 12 παιδιά, ήταν ένας playmaker φυλακισμένος σε σώμα forward, ένα αυθεντικό ταλέντο που δεν είχε δουλευτεί ποτέ σοβαρά, αλλά είχε όλα τα εχέγγυα για να εφαρμόσει τέλεια στο σχέδιο τού Γουίντερ και την «τριγωνική επίθεση».
Γκραντ και Πίπεν έδεσαν αμέσως, έγιναν αυτοκόλλητοι και -με τις ευλογίες του Κράους- “επιβλήθηκαν” από τον Ράινσντορφ στον Κόλινς, ο οποίος είχε παραμείνει για δεύτερη συνεχή σεζόν στον πάγκο.
Ο Τζόρνταν είχε εκνευριστεί πάρα πολύ από την έλευση των δύο rookies, δεν άντεχε να τους βλέπει όλη τη μέρα μαζί (η σχέση Πίπεν-Γκραντ ήταν όντως ειλικρινής, πάντρεψαν ο ένας τον άλλον, ακόμα και σήμερα είναι κολλητοί) και να ασχολούνται με “αηδίες” όλη την ώρα, όπως τους κατηγορούσε.
Η σεζόν ξεκίνησε και πάλι με αντεγκλήσεις και διαξιφισμούς με τον Κράους, αδιάφορες έως κακές σχέσεις με τους συμπαίκτες του και απλώς έναν σεβασμό στον Νταγκ Κόλινς που του επέτρεπε να παίζει όπως θέλει. Πολύ γρήγορα όμως και παρατηρώντας την ευλάβεια στις προπονήσεις, κατάλαβε ότι κάτι καλό δημιουργείται “γύρω του”. Γιατί ανέκαθεν εκείνος αισθανόταν το επίκεντρο, όποιος κι αν ερχόταν στο Σικάγο, ό,τι κι αν του έλεγε ο Γουίντερ.
O Τεξ και πάλι στην αρχή της σεζόν τού είπε ότι οι Μπουλς είναι ακόμη πολύ μακριά από τον στόχο, είναι μακράν χειρότεροι και άπειροι σε σχέση με το υπόδειγμα των Πίστονς, «της πραγματικής ομάδας, την οποία έχει φτιάξει ο Τσακ, και εσύ αρνείσαι να καταλάβεις, επειδή θυμάσαι ακόμα το freeze-out τού Τόμας στο All Star Game».
Τότε είχε αδιαφορήσει.
Όταν το “ξύλο” από τους Πίστονς έπεφτε βροχή και ο Τζο Ντούμαρς, με αλλεπάλληλες βοήθειες από τα υπόλοιπα «Bad Boys», τον (ξαν)απέκλειαν από το όνειρο των τελικών, άρχισε να βιώνει αυτό που ο Γουίντερ τού εξηγούσε ως «μοναχικότητα».
Το ρεκόρ των 50 νικών δεν έλεγε απολύτως τίποτα, ήταν όλες νίκες τού Τζόρνταν και όχι των Μπουλς. Το αγρίμι δεν είχε ακόμη τιθασευτεί, ήταν απλώς ένα -για πρώτη φορά- πληγωμένο θηρίο, αφού αντίδοτο στο “ξύλο” των Πίστονς δεν υπήρχε. Τον σταματούσαν με φάουλ, αλλά τον σταματούσαν. Και, όταν σταματούσες τον Τζόρνταν, δεν υπήρχε εναλλακτικό σχέδιο, δεν υπήρχε plan b για να κερδίσουν οι “δικοί του” Μπουλς.
To highlight της σεζόν ήταν ασφαλώς το All Star Game του Φεβρουαρίου, το event από το οποίο προέκυψε “η φωτογραφία”.
Η μάχη με τον Ντομινίκ Ουίλκινς ήταν επική. για να πάρει τον τίτλο στον διαγωνισμό καρφωμάτων, ο Μάικλ έπρεπε να κάνει “πενηντάρι” (πέντε δεκάρια, δηλαδή) και να τρελάνει το Σικάγο εκείνο το Σαββατόβραδο.
Ο Γουόλτερ Άιος, φωτογράφος του «Sports Illustrated», ήταν εκεί. Συνεννοήθηκε με τον Τζόρνταν να δείξει τη γωνία στην οποία θα καρφώσει, ακουμπώντας το δάχτυλο στο γόνατό του. Ο Τζόρνταν αποδέχτηκε, αλλά στο τελευταίο κάρφωμα δεν έδειξε γωνία.
Πήρε φόρα και απλώς πέταξε, γέμισε έμπνευση ολόκληρο τον κόσμο, έκανε τραγούδια να γραφτούν, να ξυπνήσουν ομηρικές παρομοιώσεις: «I believe I can fly, I believe I can touch the sky»!
Πλέον ο «Air» έχει και εικόνα. ολομόναχος κάρφωσε, όπως ολομόναχος πορευόταν μέχρι τότε στην καριέρα του.
Ίσως ήταν και ένα σημάδι της μοίρας.
Για τον Μάικλ, εκείνο το All Star Game (στο οποίο κατέκτησε και το βραβείο του MVP την Κυριακή του αγώνα) ήταν η δική του Ιθάκη.
Για όλη την ανθρωπότητα, ήταν η γνωριμία με τον κορυφαίο όλων των εποχών:
Οι δύο νίκες με τους Καβαλίερς στον πρώτο γύρο των play offs, το απίστευτο back to back με 50 και 55 πόντους σε τέταρτο και πέμπτο παιχνίδι με το Κλίβελαντ (το πρώτο παιχνίδι της καριέρας τού Πίπεν, ο οποίος ξεκίνησε στην πεντάδα των Μπουλς αντί του -επίσης “δικού μας”- Μπράντ Σέλερς) και το βραβείο του MVP της λίγκας μπορεί να φάνταζαν επίτευγμα τότε, σήμερα ο Τζόρνταν πιθανόν να μην τα θυμάται καν.
Αυτό που προβλημάτιζε αφάνταστα τον Κράους ήταν ότι ο Τζόρνταν μετά από τρία χρόνια εξακολουθούσε να αρνείται να υποτάξει το «εγώ» στο «εμείς» και να προτάσσει το συμφέρον της ομάδας σε σχέση με το δικό του.
Την εκρηκτική ατμόσφαιρα, μετά τον αποκλεισμό από τους Πίστονς, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο ο ιδιοκτήτης των Λος Άντζελες Κλίπερς, Ντόναλντ Στέρλινγκ. Τηλεφώνησε στον Τζέρι Ράινσντορφ και πρότεινε την ανταλλαγή τού αιώνα: Τζόρνταν στην Καλιφόρνια και όσα draft pick πρώτου γύρου επιθυμούν οι Μπουλς.
To Σικάγο και ο Κράους είναι αλήθεια ότι το σκέφτηκαν σοβαρά, πιέστηκαν και από κάθε λογής σπόνσορες που έβρισκαν καταπληκτική την ιδέα ενός συναγωνισμού Μάτζικ-Τζόρνταν στην ίδια πόλη, στο φανταχτερό Λ.Α. του Χόλιγουντ και των media.
O Ράινσντορφ έκανε πίσω τελευταία στιγμή και, ενώ ο Κράους είχε συμφωνήσει στο deal, για εντελώς άσχετους με τον Τζόρνταν λόγους.
Όλο το Σικάγο έβραζε μαζί του, μετά την απόφαση να μετακομίσει τους Γουάιτ Σοξ στη Φλόριντα, και, εάν “τολμούσε” να δώσει και τον Τζόρνταν, η πόλη θα στρεφόταν εναντίον με ανυπολόγιστες οικονομικές απώλειες.
Σε σύσκεψη με τον Κράους αποφασίστηκε η τριετία να πάρει παράταση δύο ετών, να γίνει μια τελευταία προσπάθεια και να ενσωματωθεί ο Τζόρνταν στην ομάδα και όχι να προσαρμόζεται η ομάδα στα θέλω του Τζόρνταν. Τα μέτρα ήταν δραστικά.
Ώρα για ανανέωση
Πρώτη κίνηση η αποπομπή του “κολλητού” Όκλεϊ, ο οποίος έμαθε ότι ανταλλάχθηκε με τον Μπίλ Καρτράιτ, ενόσω παρακολουθούσε μαζί με τον ίδιο τον Τζόρνταν τον αγώνα μποξ τού Μάικ Τάισον με τον Μάικλ Σπινκς στο Ατλάντικ Σίτι.
Η είδηση έσκασε σαν βόμβα, ο Τζόρνταν ήταν έξαλλος με την απόφαση, κυρίως με το γεγονός ότι το έμαθε στο Ατλάντικ Σίτι και δεν είχε ενημερωθεί νωρίτερα.
Η επιλογή, όσο κι αν έγινε για να διαταραχθεί ο Τζόρνταν, είχε και τεχνικές προεκτάσεις, όπως εξήγησε αργότερα ο Γουίντερ.
Πρώτα απ’ όλα άνοιγε ο δρόμος στον Χόρας Γκραντ, έναν power forward πιο κοντά στο πλάνο της «τριγωνικής επίθεσης» και δεύτερον ερχόταν στην ομάδα ένας “βετεράνος” center με τεράστιο κίνητρο, ο οποίος ενέπνεε πολύ μεγάλο σεβασμό στα αποδυτήρια και εξυπηρετούσε στο έπακρο τον ρόλο του “αφανούς ήρωα ψηλού”.
Ο Κράους θα “χτυπούσε” κι άλλο, αν δεν μάθαινε τα παράπλευρα προβλήματα στη ζωή του Μάικλ. Ενώ από τη μία η Χουανίτα ήταν έγκυος στο πρώτο τους παιδί, οι γονείς του εξακολουθούσαν να μην θέλουν να τη βλέπουν μπροστά τους, ενώ ταυτόχρονα και η σχέση μεταξύ της Ντελόρις και του Τζέιμς ξαναχειροτέρευε. Στη μέση, όπως πάντα, ο Μάικλ να προσπαθεί σαν πυροσβέστης να σβήσει τις φωτιές.
Μια από αυτές όμως πήρε τόσο μεγάλες διαστάσεις, με αποτέλεσμα να φύγει εντελώς από τον έλεγχό του και παραλίγο να του κοστίσει ακόμα και τη συμφωνία με τη Nike.
Νωρίτερα, ο Φιλ Νάιτ είχε ικανοποιήσει τον Τζέιμς, ουσιαστικά χαρίζοντάς του τα καταστήματα Flight 23 που εμπορεύονταν αποκλειστικά προϊόντα της Nike και του γιου του. Ο Τζέιμς κατέληξε να καταχρεώσει τα καταστήματα, να κατηγορηθεί από τους νομικούς συμβούλους της εταιρείας ότι έφτανε μέχρι και στην υπεξαίρεση.
Ο ίδιος βέβαια απέδωσε τα πάντα στο κακό management, ενώ για κάποια εικονικά τιμολόγια υποστήριξε ότι απλώς χάριζε μπλουζάκια στα παιδάκια που θαύμαζαν τον Μάικλ και τον εκλιπαρούσαν για ένα προϊόν.
Για κακή του τύχη, όλο αυτό έφτασε μέχρι και τα αφτιά του Φιλ Νάιτ, ο οποίος έδωσε άμεσα την εντολή τα μαγαζιά να επιστρέψουν στον έλεγχο της Nike, αδιαφορώντας για το ποιος θα διαχεριστεί κατόπιν τον Τζέιμς, ο οποίος δεν ήθελε να αισθάνεται «ότι ζει μια καλή ζωή με λεφτά του γιου του».
Άρχισε να πίνει, να τσακώνεται σε δημόσιους χώρους με τη Ντελόρις, ακόμα και παρουσία του γιου τους.
Ο Μάικλ ξαναένιωσε αποκλεισμένος, ξανακατέφυγε στο ησυχαστήριο του γκολφ και έκλεισε τα αφτιά του στις μάλλον ακριβείς σειρήνες ότι ο πατέρας του πίνει και έχει συμπαρασύρει και τα αδέλφια του σε μια ατέλειωτη οικονομική δίνη.
Ο Τζόρνταν πλήρωσε ό,τι χρειάστηκε, αλλά κάπου εκεί τα αθώα στοιχήματα στους αγώνες γκολφ των περασμένων ετών άρχισαν να γίνονται σοβαρά bets σε αναζήτηση αδρεναλίνης και απελευθέρωσης του άγχους του.
Εφόσον η απόφαση για trade είχε εγκαταλειφθεί από τον Ράινσντορφ, η ανανέωση του συμβολαίου με τους Μπουλς ήταν μονόδρομος.
Τον κάλεσε τον Σεπτέμβριο ο ίδιος ο Τζέρι στο γραφείο του και συμφώνησαν για το ποσό-ρεκόρ των 25 εκατ. δολαρίων σε οκτώ σεζόν.
Ο Κράους ήταν διακριτικά δίπλα, όρθιος στο γραφείο και αρκέστηκε να πει «συγχαρητήρια» στις κάμερες.
Ήξερε ότι η μετάλλαξη του «Air» θα ήταν πάρα πολύ δύσκολη και δεν έφτανε πλέον η -ανοιχτά- διδασκόμενη «τριγωνική επίθεση» αποκλειστικά από Γουίντερ και Τζάκσον.
Ο Τζόρνταν ξεκίνησε στο ίδιο μοτίβο ατομισμού, αυτή τη φορά όμως τα media ήταν απέναντι. Δεν έφταναν τα καρφώματα, το περπάτημα στον αέρα, οι ατομικές επιδόσεις. Ξεπήδησαν άρθρα με τίτλο «Ο Μπερντ και ο Μάτζικ κάνουν τους συμπαίκτες τους καλύτερους, ο Τζόρνταν τι ακριβώς θέλει να κάνει»;
Ο Τζόρνταν βρέθηκε σε κακή ψυχολογική κατάσταση, ήταν η πρώτη φορά που τα media τα έβαζαν μαζί του και, όταν προστέθηκαν και κάποιες φωνές συμπαικτών του, η κατάσταση έμοιαζε μη ελεγχόμενη.
Εκεί αποφάσισε να δράσει ο Φιλ Τζάκσον. Πλησίασε τον Μάικλ και του μίλησε ανοιχτά. Ο Τζόρνταν άκουσε σιωπηρά, τον ευχαρίστησε για την ειλικρίνεια και για το γεγονός ότι ήταν ευθύς μαζί του. Μέσες άκρες ο Τζάκσον του είπε ότι οι συμπαίκτες του δεν τον εμπιστεύονται, ακριβώς γιατί δεν τους εμπιστεύεται κι εκείνος.
Η σεζόν έμοιαζε να πηγαίνει χαμένη, μετά βίας οι Μπουλς στέκονταν στο θετικό πρόσημο νικών-ηττών και κέρδιζαν μόνο όταν εκείνος ήταν σούπερμαν.
Το στοίχημα του Κράους ήταν σχεδόν χαμένο. Ο Κόλινς είχε κρατήσει τη δουλειά του, ποτέ όμως δεν πίστεψε στο πλάνο του Κράους και του Γουίντερ. Μέσα στο ματς η «τριγωνική επίθεση» ήταν η τελευταία επιλογή, ο Νταγκ σχεδόν κορόιδευε.
The @NBA family mourns the passing of former coach Fred "Tex" Winter, who pioneered the triangle offense that propelled the @chicagobulls and @Lakers to multiple championships. pic.twitter.com/x7hMvNkcLT
— NBA History (@NBAHistory) October 12, 2018
Κάπου εκεί ο Τζόρνταν αποφάσισε ότι ήταν καιρός να δοκιμάσει και τον άλλον τρόπο, εκείνον που επί χρόνια τού εξηγούσε ο Τεξ και με παρρησία του ανέλυσε ο assistant Φιλ.
Οξυδερκής ων, στόχευσε τον Γκραντ και τον Πίπεν. εκείνοι ήταν οι συνοδοιπόροι του, εκείνοι είχαν τα αθλητικά προσόντα και στο μυαλό του δεν ήταν αναλώσιμοι.
Ο Κόλινς τον πέρασε στον “άσσο”, ξεκίνησε να πασάρει περισσότερο, εξακολουθούσε όμως να μην εμπιστεύεται κανέναν άλλον στο σκοράρισμα, ούτε καν τνο “βετεράνο” Καρτράιτ των -εύκολα- 20 πόντων και 10 ριμπάουντ ανά αγώνα.
Η σεζόν έδειχνε να στρώνει, το τελικό 47-35 ήταν τιμητικό για τους Μπουλς εκείνης της σεζόν που τερμάτισαν πέμπτοι στην Περιφέρεια.
Ο πρώτος γύρος ξανά με τους Καβαλίερς ήταν συγκλονιστικός. 2-2 και στο πέμπτο ματς, έξι δευτερόλεπτα πριν το τέλος, ο «MJ» δίνει προβάδισμα με 99-98 στους Μπουλς. To Κλίβελαντ απαντά αμέσως με τον Ίλο, 99-100, με το χρονόμετρο να έχει σταματήσει στα τρία δευτερόλεπτα.
Time out Μπουλς, o Κόλινς σχεδιάζει μια επίθεση με τον Ντέιβ Κόρζαιν να παίρνει το τελευταίο σουτ, ο Τζόρνταν τρελάθηκε και, πριν τελειώσει το time out, φωνάζει στον Κόλινς «cut the crap and give me the fucking ball». Ο Κόλινς έκανε ότι δεν άκουσε, ο Τζόρνταν γύρισε για πρώτη φορά στον Σέλερς, τον οποίον δεν υπολόγιζε ούτε για να του κουβαλάει τα παπούτσια, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «αυτή είναι η ευκαιρία σου, δώσε μου τη μπάλα» .
O Σέλερς υπάκουσε, στην επαναφορά έβγαλε μια απίστευτη inbound πάσα μέσα από τρεις αντιπάλους, η μπάλα έφτασε στον Τζόρνταν, σηκώθηκε και εξακολούθησε να σηκώνεται, όπως τότε στο UNC. Στο απόγειο του άλματος, έσπασε τον καρπό. «Άγγιχτο». Ακολούθησε η πολυδιαφημισμένη και χιλιοπαιγμένη σκηνή με τον πανηγυρισμό “καλπάζοντας”. Ήταν η πρώτη φορά που πανηγύρισε έτσι, ήταν η πρώτη φορά που βλέπαμε το «The Shot».
O Τζόρνταν αγκάλιασε τον Σέλερς: «We’re going to New York, baby». Και πήγαν, και κέρδισαν, και πέρασαν. Ήταν η πρώτη φορά που ο Τζόρνταν είχε κάνει “involve” συμπαίκτη του που δεν εκτιμούσε ούτε κατ’ ελάχιστον.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς αστειευόμενος ότι, εάν ο Μπραντ Σέλερς εκείνο το βράδυ στο Κλίβελαντ είχε πασάρει αλλού ή είχε πασάρει λάθος, ο Τζόρνταν δεν θα άλλαζε ποτέ, θα εξακολουθούσε σε όλη του την καριέρα να κυνηγάει τον ανεμόμυλο τού “μόνος εναντίον όλων”.
Για πρώτη φορά από το 1975, οι Μπουλς ήταν στους τελικούς της Περιφέρειας.
Για κακή τους τύχη, αντίπαλος ήταν ο “εφιάλτης” τους μέσα στη σεζόν, οι Ντιτρόιτ Πίστονς. «Τζόρνταν Vs Τόμας», στον πιο “σιωπηλό” πόλεμο όλων των εποχών στο ΝΒΑ, με τους παίκτες να μισούν ο ένας τον άλλον, να υποδύονται όμως ότι υπάρχει αλληλοσεβασμός.
Yes Jordan jumped out and over the double team lol 😂 no we couldn’t jump that high truly unbelievable!! pic.twitter.com/FvEwPgkOKA
— Isiah Thomas (@IsiahThomas) April 6, 2020
Οι Πίστονς τον εξουθένωσαν, διαρκή ντουμπλαρίσματα, τον υποχρέωναν να πασάρει, να εκβιάζει προσπάθειες, να υποπίπτει σε λάθη.
Και πάνω απ’ όλα ξύλο. Ανελέητο ξύλο.
Τα ποσοστά στους αγώνες παραπέμπουν σε Λιμόζ του Μάλκοβιτς. 36% οι Μπουλς , 37% οι Πίστονς που προηγούνταν 3-2, πριν το έκτο ματς στο Σικάγο.
Ο Κόλινς που ενάμιση χρόνο “τάιζε το τέρας”, μην έχοντας εναλλακτικό πλάνο, πριν το παιχνίδι επισκέπτεται τον Ράινσντορφ στο γραφείο του και του λέει ότι η ομάδα, όσο υπάρχει Τζόρνταν, δεν υπάρχει περίπτωση να προκριθεί σε τελικούς, πολλώ δε μάλλον να κατακτήσει τίτλο. Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα…
Οι Πίστονς κερδίζουν και μέσα στο Σικάγο, κλείνοντας τη σειρά στο 4-2, κατακτούν το πρώτο τους Πρωτάθλημα με ένα εμφατικό sweep στον Τελικό και με τον Αϊζάια πρωταγωνιστή.
Λίγες μέρες αργότερα, Ράινσντορφ και Κράους ανακοινώνουν τη λύση της συνεργασίας με τον Νταγκ Κόλινς «λόγω διαφορετικής φιλοσοφίας».
Ο δρόμος για το πλάνο ήταν ορθάνοικτος, για τον Κράους είχε μπει ήδη η τελευταία πλάκα στο οικοδόμημα, χρειαζόταν μόνο η χημεία και οι τελευταίες πινελιές.
Μετά το κομβικό παιχνίδι στο Κλίβελαντ και την “αλλαγή” του Τζόρνταν, ήταν σίγουρος ότι πλέον ήταν θέμα μόνο χρόνου.
Τηλεφώνησε στον Τζάκσον, ο οποίος ήταν για ψάρεμα στη Μοντάνα, «Καλημέρα, Φιλ. Από σήμερα είσαι ο head coach των Μπουλς. Πάρε το πρώτο αεροπλάνο και έλα εδώ χτες!» και το έκλεισε.
"Congratulations, let's go win a championship." Michael Jordan to Phil Jackson after the @chicagobulls named him head coach in 1989.
The Last Dance continues Sunday, April 26 at 9:00 PM ET on ESPN. pic.twitter.com/hcn36yvkWN
— NBA (@NBA) April 24, 2020
Ο Τζόρνταν υποδέχτηκε την είδηση μάλλον ανακουφισμένος. Αγαπούσε τον Νταγκ, καταλάβαινε όμως και ο ίδιος ότι υπό τις οδηγίες του οι Μπουλς είχαν φτάσει στο πικ τους.
Στα 26 του είχε πια την ωριμότητα και την γνώση του παιχνιδιού ώστε να αντιληφθεί ότι οι τίτλοι κερδίζονται συλλογικά και με την άμυνα. Δεν έχει σημασία πόσα σουτ ή καρφώματα θα κάνεις στη regular season. όλα κρίνονται, όταν η μπάλα καίει.
Στην προετοιμασία είδε τον Τεξ να διδάσκει μόνος του επίθεση, ο Φιλ δίδασκε άμυνα.
Ακολουθούσε τις εντολές με περισσότερη ευλάβεια, ήταν πιο δεκτικός στους συμπαίκτες του. Ακόμα και τον Κράους τον χαιρετούσε με ένα νεύμα, όποτε εμφανιζόταν, δεν τον αγνοούσε επιδεικτικά.
Πιθανόν είχε βοηθήσει σε όλη αυτή την αλλαγή στάσης και η γέννηση του γιου του, μια ιστορία που είχε κρατήσει μακριά από τα media με μαεστρία σχεδόν για έναν χρόνο.
Αυτό που δεν γνώριζε ο κόσμος ήταν ότι σε ένα ταξίδι μέσα στον Αύγουστο στο Σαν Ντιέγκο γνώρισε τον Ρίτσαρντ Εσκουίνας, μελλοντικό “κολλητό” του σε γκολφ και στοιχήματα, συνιδιοκτήτη και διευθυντή της San Diego Sports Arena.
Λίγο πριν επιστρέψει, χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ο Σόνι Βάκαρο, ο οποίος τον κάλεσε στο resort και καζίνο τού φίλου του, Στιβ Γουίν, όπου δούλευε ο αδελφός του. Καταστάσεις «Casino» του Σκορσέζε, τέτοια πράγματα.
Ο Τζόρνταν και η Χουανίτα πείθονται από την ομήγυρη και σε μερικά λεπτά από τη σουίτα του ξενοδοχείου βρίσκονται στη διάσημη Little White Wedding Chapel στο Βέγκας, την πιο διάσημη drive-through εκκλησία με το τούνελ, όπου τελούνται γάμοι-εξπρές διασήμων. Παρά τον προβληματισμό για το πώς θα εκλάβουν την απόφαση η Ντελόρις και ο Τζέιμς, ο Τζόρνταν παντρεύεται τη Χουανίτα Βανόι.
To ήξεραν μια χούφτα άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και ο Εσκουίνας, ο άνθρωπος με τον οποίο έπαιζε ακόμα και 7.000 δολάρια “την τρύπα” στο γκολφ.
Ήταν το πρώτο σαφές δείγμα ότι κάτι δεν πάει καλά στη ζωή του Τζόρνταν και ότι το κάρμα επιβεβαιώνεται πάντα.
Δεν γίνεται να πηγαίνουν όλα καλά στη ζωή σου. Νόμος.
Όταν τα επαγγελματικά ήταν έτοιμα να απογειωθούν και είχε δημιουργήσει τη δική του οικογένεια με τη Χουανίτα, τα προσωπικά άρχισαν να αλλάζουν φεγγάρι.
Ήταν έτοιμος να διαβεί την πιο σημαντική δεκαετία της ζωής του, τη δεκαετία του ’90, τα χρόνια που τον σημάδεψαν και τον χάραξαν για πάντα απ΄όλες τις απόψεις.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ο «Πρώτος Χορός» του Μάικλ Τζόρνταν / Νόμος Τζόρνταν
Τα… 12 λεπτά δημοσιότητας του Λουκ Λόνγκλεϊ δεν αρκούσαν στον Μάικλ Τζόρνταν
Ο Χόρας Γκραντ φορούσε γυαλιά για τα παιδιά, αλλά… αγριοκοίταξε τον Μάικλ Τζόρνταν
Σκότι Πίπεν: Η Σκιά Του Ινδιάνου / Η αβάσταχτη απλότητα του (περίπλοκου) εαυτού του Ντένις Ρόντμαν