Όταν ξεκινήσαμε να παίζουμε μπάλα στην πλατεία ή στην αλάνα με τους φίλους μας, δεν φανταζόμασταν πόσο διαφορετικό θα είναι το επαγγελματικό ποδόσφαιρο.
Όλοι μας πανηγυρίζαμε σαν τρελοί, όταν πετύχαινε γκολ ή κέρδιζε η ομάδα μας, αλλά όταν έχανε κρυβόμασταν και δεν θέλαμε να πάμε σχολείο, την επόμενη μέρα.
Όλοι μας, όμως, μεγαλώσαμε και κάποιοι άλλοι πήραν τη θέση μας, όπως και εμείς τη θέση κάποιων άλλων. Τώρα, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την εξάλειψη του ρομαντισμού. Έναν ρομαντισμό που αποτελεί τη θεμέλια λίθο για την επιλογή μας να παίζουμε ή να παρακολουθούμε ποδόσφαιρο.
Μερικοί από μας, το ακολουθήσαμε επαγγελματικά και παίζουμε τη μπάλα μας μέσα στο γήπεδο. Βιώνοντάς το «εκ των έσω», λοιπόν, κάποιες καταστάσεις μας απομάκρυναν από το ρομαντισμό. Το θέμα είναι όμως: πώς μπορούμε να επιτρέψουμε να μας στερήσουν ό,τι αγαπήσαμε από μικρά παιδιά;
Υπάρχουν δύο δρόμοι που ανοίγονται να ακολουθήσουμε. Ή να παλέψουμε, για να ανακτήσουμε ό,τι μας έκλεψαν, ή να παραιτηθούμε.
Για όσους έχουν αγαπημένη ομάδα -ο καθένας για τους λόγους του- η κατάσταση, πάνω-κάτω, είναι η ίδια. Αν πραγματικά αγαπάς την ομάδα σου, λοιπόν, και θες τα Σαββατοκύριακα να πηγαίνεις στο γήπεδο και να το απολαμβάνεις, παρουσιάζονται ουσιαστικά πλέον τα εξής διλήμματα:
Ή να σταματήσεις να πηγαίνεις στο γήπεδο (να παραιτηθείς) ή να πάρεις την κατάσταση στα χέρια σου. Αν υπάρχει μια ελπίδα να γίνει το δεύτερο, μας τη ζωντανεύει ο Θάνος Σαρρής στο καθηλωτικό μυθιστόρημά του «Η Μπάλα στην Κερκίδα».
Ένα μυθιστόρημα που, κατά την άποψή μου, τα μόνα μυθοπλαστικά στοιχεία του είναι τα ονόματα των χαρακτήρων και το χρώμα «μοβ». Τα γεγονότα που παραθέτει ο συγγραφέας εμπεριέχουν τον απόλυτο ρεαλισμό των όσων συμβαίνουν στην ποδοσφαιρική πραγματικότητα, η οποία δεν απέχει καθόλου από την κοινωνική μας πραγματικότητα.
Σήμερα, αν και νομίζω πάντα συνέβαινε αυτό, μεγαλώνουμε σε μια κοινωνία που η κοινωνική αδικία και οι πολιτικές σκοπιμότητες ξεφυτρώνουν από όλες τις πλευρές. Υπουργοί, δήμαρχοι και κάθε λογής κομματάρχες προσπαθούν να χειραγωγήσουν μάζες. Με αυτό τον τρόπο, οι πολιτικάντηδες προσπαθούν να καταντήσουν το ποδόσφαιρο -και όποιο άλλο άθλημα έχει ευρύ κοινό- ένα παιχνίδι συμφερόντων. Οι οπαδοί αποτελούν ένα σημαντικό άθροισμα… ψήφων.
Δεν είναι λίγες οι φορές που την πρόσβαση σε αυτήν την ψηφοθηρία την βρίσκουν από τους «μεγάλους», ή αλλιώς προέδρους-«καρχαρίες» -όπως τους αναφέρει ο συγγραφέας- που και αυτοί με τη σειρά τους αναζητούν τη δική τους μερίδα του λέοντος.
Κατά την άποψή μου, το βιβλίο αυτό είναι ένα διήγημα αφύπνισης, ιδανικό για οπαδούς και κατ’ επέκταση για όλους όσοι ασχολούνται με το ποδόσφαιρο. Θίγει θέματα πάνω στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο που οι περισσότεροι δεν τολμούν να αγγίξουν.
Επίσης, μέσα από έρευνα του ίδιου του συγγραφέα, την οποία έχει εντάξει στην πλοκή και τους διαλόγους των πρωταγωνιστών, μας δείχνει πώς μπορεί ένα μοντέλο συλλογικής δράσης να εφαρμοστεί σε μια ελληνική ομάδα, ώστε οι οπαδοί να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, αποκτώντας την πλειοψηφία του συλλόγου τους.
Μέσα σε αυτό το ταξίδι, οι οπαδοί θα βρεθούν αντιμέτωποι με πολλούς «εχθρούς». Μονόδρομος για την επίτευξη του στόχου είναι να συμπορευτούν, παραμερίζοντας αυτά που τους χωρίζουν και εστιάζοντας σε αυτά που τους ενώνουν.
Κάτι πολύ σημαντικό, βέβαια, που φυσικά αναφέρει και εξηγεί ο συγγραφέας είναι ότι για να λειτουργήσει σωστά ένας σύλλογος πρέπει να τοποθετηθούν άνθρωποι με γνώσεις του αντικειμένου στα αντίστοιχα πόστα.
Πρέπει ο καθένας να έχει τον ρόλο του, κάτι που συνήθως δεν συμβαίνει στις περισσότερες ομάδες. Συνήθως, βλέπουμε τον πρόεδρο να θέλει να είναι και προπονητής, παράγοντες με μοναδικό χάρισμα να προωθούν τη βία με τις δηλώσεις τους και παλαίμαχους να γίνονται τεχνικοί διευθυντές, απλά και μόνο με την ιδιότητα του πρώην ποδοσφαιριστή κλπ.
Το μοντέλο που παρουσιάζεται στο βιβλίο θεωρώ πως μπορεί να είναι λειτουργικό.
Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει το μήνυμα της ενότητας που ξεκινάει «από τα κάτω» και έχει σκοπό να πάρει την κατάσταση στα χέρια της, σε ένα μοντέλο λαϊκής δράσης.
Μια ιστορία που διαβάζεται «μονορούφι», αντανακλά όλες τις παθογένειες του ποδοσφαίρου, προτείνει λύσεις και μας κάνει να αισθανθούμε ξανά αυτόν το ρομαντισμό που τα ξεκίνησε όλα…
Ο Χρίστος Τασουλής είναι διεθνής ποδοσφαιριστής του Αστέρα Τρίπολης.