Ο Αλμπέρ Καμί υποστήριξε ότι η ζωή αποτελεί το άθροισμα των επιλογών μας.
Οι αρχαίοι φιλόσοφοι πίστευαν ότι το πεπρωμένο δεν είναι η μοίρα αλλά το αναπόφευκτο των συνεπειών των δικών μας επιλογών και πράξεων, δεδομένων και των αντικειμενικών περιορισμών. Στην πραγματικότητα, αυτό που ισχύει είναι ότι τα 9/10 της τύχης αφορούν στο να μπορείς να πάρεις μία απόφαση την κατάλληλη στιγμή.
Και η στιγμή δεν έχει έννοια χρονική. Η στιγμή είναι αυτά που βιώνουμε. Η στιγμή είναι εκείνη που μπορεί πραγματικά να αλλάξει την πορεία όλης της ύπαρξης. Τότε που όλα κρέμονται από μία κλωστή και ο χρόνος γίνεται κινηματογραφικός. Απρόσμενες καταστάσεις, παιχνίδια της μοίρας και της τύχης, έρωτες-χωρισμοί, αντιξοότητες και προσωπικά αδιέξοδα. Σε μία ανατρεπτική εναλλαγή απρόσμενης χαράς και πληρότητας, έντονων προσωπικών βιωμάτων και αυτογνωσίας, ανέλπιστης βοήθειας από πρόσωπα άγνωστα μέχρι τότε, αγγελιοφόρους μιας άλλης διάστασης.
Γεγονότα και καταστάσεις που αφήνουν τον άνθρωπο κυριολεκτικά “ακάλυπτο”, μπροστά στον μεγαλύτερο φόβο του, τον θάνατο. Τον οποίο και τελικά ξορκίζει, μετουσιώνοντάς τον σε πάθος για τη ζωή…
Ο Ένας από τους 231
17 Ιουλίου του 1996. Καθισμένος στην αίθουσα αναχωρήσεων του αεροδρομίου «JFK», προσπαθεί να τακτοποιήσει τις σκέψεις και τη στεναχώρια του. Λίγες μέρες έχουν περάσει από τότε που ο Τσέζαρε Μαλντίνι του έχει ανακοινώσει ότι θα είναι ο αρχηγός της ομάδας.
Η Εθνική Ελπίδων της Ιταλίας βρισκόταν στην Ατλάντα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά στην τελευταία προπόνηση πριν το πρώτο ματς της τραυματίστηκε. Του δόθηκε η επιλογή να παραμείνει με τους συμπαίκτες του, μα εκείνος ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα.
Προσπαθώντας να ξεπεράσει τη λύπη του, βρέθηκε να αναζητά και τη χαμένη βαλίτσα κατά την ανταπόκριση από την Ατλάντα. Με την ώρα της πτήσης του με ενδιάμεσο σταθμό το Παρίσι να πλησιάζει, ο Πανούτσι βρήκε ένα μέλος της Alitalia που τον ενημέρωσε πως υπήρχαν θέσεις σε απευθείας πτήσης προς το Μιλάνο, το οποίο αποτελούσε και τον τελικό προορισμό του. Το μοναδικό πρόβλημα ήταν ότι αυτή η πτήση πετούσε από το αεροδρόμιο «Newark», σε απόσταση μίας ώρας, και θα προλάβαινε, μόνο εφόσον το επέτρεπε η κίνηση. Οπότε, εάν πήγαινε εκεί, ίσως να μην έφτανε εγκαίρως και σίγουρα θα υπήρχε θέμα με τη χαμένη βαλίτσα του. Έπρεπε να αποφασίσει άμεσα. Χωρίς να τα ζυγίσει πολύ, έφυγε για το άλλο αεροδρόμιο.
Την ώρα που έμπαινε στο ταξί, η TWA 800 για το Παρίσι απογειωνόταν. 46 λεπτά αργότερα, το αεροπλάνο έπεσε στη θάλασσα, παίρνοντας μαζί του στα νερά του Ατλαντικού και τις 230 ψυχές που μετέφερε. Κανονικά θα είχε 231, αλλά ένας είχε ξεγλιστρήσει με απίστευτο τρόπο από τον θάνατο. Ο Κρίστιαν Πανούτσι είχε μία δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Και όφειλε να τη ζήσει στο έπακρο.
Ο ταχυδρόμος και ο βενζινάς
Στις αρχές των 70s υπήρξε μία και μοναδική στιγμή που οι πόρτες του ποδοσφαίρου ήταν έτοιμες να ανοίξουν για τον Βιτόριο Πανούτσι. Η Μπάρι που μόλις είχε ανέβει στη Serie B είχε εξασφαλίσει το ok της Σαβόνα για τον καλύτερο επιθετικό της.
Και τότε συνέβη το απρόσμενο. Ο Βιτόριο αρνήθηκε. Δεν ήθελε να αφήσει την πόλη και κυρίως τη δουλειά του. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη χαρά του. Ήταν ένας ευτυχισμένος ταχυδρόμος που με τη γκρι στολή του παρέδιδε τα γράμματα καβάλα στη γαλάζια βέσπα του.
Μάλιστα οι ταχυδρόμοι εκείνη την εποχή είχαν και Εθνική ομάδα. Σε ένα από τα ταξίδια στην Τσεχοσλοβακία γνώρισε την όμορφη Χάνα. Μόνο που η χώρα ήταν κομμουνιστική και ο μοναδικός τρόπος για να φύγει εκείνη από την Πράγα ήταν να παντρευτούν. Ο δεύτερος καρπός του έρωτά τους υπήρξε ο σκανδαλιάρης Κρίστιαν, ο οποίος βασάνιζε πού και πού τον οξύθυμο πατέρα του.
Γιος και μπαμπάς χρειάστηκε να συγκρουστούν σοβαρά, όταν ο πρώτος έγινε 15 ετών. Ο πρώτος ήθελε να αφήσει το σχολείο για την μπάλα, ενώ ο δεύτερος επέμενε να λάβει έναν επαγγελματικό προσανατολισμό.
Εκείνη την εποχή, για να πάει στην προπόνηση, χρειαζόταν να ταξιδεύει καθημερινά 40 χλμ. με το λεωφορείο. Οπότε η ομάδα του, η ίδια που έπαιζε παλιά και ο πατέρας Βιτόριο, έπεισε τους γονείς να τον αφήσουν να πάει εκεί εσώκλειστος. Φρόντισαν για τα βασικά έξοδά του, αλλά, επειδή ο μικρός δεν ήθελε να επιβαρύνει καθόλου τους δικούς του, έκανε κάτι απίθανο, έπιασε δουλειά σε βενζινάδικο στα προάστια της Τζένοα. Αυτό τον δίδαξε δύο πράγματα. Το ένα να σέβεται τα χρήματα. Και το δεύτερο να αγαπάει την ομάδα της Τζένοα, ξοδεύοντας το χαρτζιλίκι του για εισιτήρια.
Στο… ΟΑΚΑ
Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι «Grifone» τον είδαν σε δύο φιλικά απέναντί τους και τον πήραν κοντά τους στα 17 του (1990). Στην επόμενη διετία όχι απλώς έπαιξε στη Serie A αλλά έβαλε και τρία γκολ σε 31 εμφανίσεις.
Ο Αριέντο Μπράιντα, ο οποίος είχε το ελεύθερο από τους Μπερλουσκόνι-Γκαλιάνι και αναζητούσε ταλέντα για τη Μίλαν, δεν του αντιστάθηκε. Ήταν μόλις 20 ετών, όταν βρέθηκε στο πλάι των Μαλντίνι, Μπαρέζι, Κοστακούρτα, Τασότι. Ουσιαστικά οι «Rossoneri» αναζητούσαν τον αντικαταστάτη του τελευταίου.
Ο Κρίστιαν ήταν πιο επιθετικογενής, πιο τολμηρός, κοντρολαρισμένος, με σούπερ ταχύτητα, δίχως να υστερεί στα αμυντικά καθήκοντα και τη δύναμη. Εκείνο όμως που τον έκανε ακόμα πιο ξεχωριστό ήταν το πάθος του.
Στην πρώτη του σεζόν στο Μιλάνο έγινε σημαντικός. Μάλιστα το πρώτο ροσονέρο γκολ του ήρθε στο μεγάλο ντέρμπι της πόλης. Όταν μάλιστα νίκησε τον Βάλτερ Τζένγκα, ο πορτιέρε της Ίντερ έσπευσε να του δώσει τα γάντια του. «Ήταν κάτι που ο ίδιος αισθάνθηκε ότι μου το χρωστούσε πάνω από 10 χρόνια. Του τα είχα ζητήσει, όταν ήμουν ball boy στη Σαβόνα, εκείνος έπαιζε εκεί και είχε αρνηθεί». «Τώρα με αυτό το γκολ έγινες διάσημος», του είπε ο Τζένγκα και αυτή ήταν η πιο όμορφη αφετηρία της νέας καριέρας του.
Αμέσως βρέθηκε να πρωταγωνιστεί και στην πορεία προς την τρελή κατάκτηση του Scudetto και του Πρωταθλητριών του 1994. Στον Τελικό του ΟΑΚΑ τούς περίμενε ως μεγάλο φαβορί η «Dream Team» του Γιόχαν Κρόιφ. Το πλεονέκτημα της Μπαρτσελόνα απογειωνόταν από τις απουσίες των Μπαρέζι-Κοστακούρτα. Ο Καπέλο έβαλε στο κέντρο της άμυνας τους Μαλντίνι-Γκάλι, τον Τασότι δεξιά και ο Πανούτσι βρέθηκε στα αριστερά. Κάνοντας πραγματικά εκπληκτικό ματς, απενεργοποίησε τον σούπερ σταρ των αντιπάλων, Κρίστο Στόιτσκοφ, δίνοντας και επιθετικές βοήθειες στον Ρομπέρτο Ντοναντόνι. Πλέον αυτός θα ήταν ο βασικός της ομάδας.
Ωστόσο, παρά το εκπληκτικό φινάλε του στη σεζόν ο Αρίγκο Σάκι θα επιλέξει να μην τον καλέσει για το Μουντιάλ των ΗΠΑ. Οι δυο τους είχαν προβλήματα από την πρώτη χρονιά του νεαρού στο Giuseppe Meazza, όταν ακόμη εκεί είχε το κουμάντο ο Σάκι. Ο Πανούτσι του είχε αντιμιλήσει δύο φορές και ο κόουτς τον είχε στείλει στην εξέδρα. Κάπως έτσι τον αγνόησε και για το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Τελικά ταξίδεψε με την U21 Εθνική στη Γαλλία για να κατακτήσει το Euro και να βραβευτεί ως ο κορυφαίος νεαρός στην Ευρώπη. Το ίδιο ακριβώς θα του συνέβαινε και δύο χρόνια αργότερα στα γήπεδα της Ισπανίας, για να ακολουθήσουν οι χαμένοι Ολυμπιακοί Αγώνες και η τρελή ιστορία με το πώς τελικά έζησε.
Η επόμενη σεζόν τον βρήκε αναντικατάστατο. Στο ματς του ομίλου κόντρα στην ΑΕΚ θα ακυρώσει το γκολ του Τόνι Σαβέφσκι και με δύο δικές του κεφαλιές θα στήσει την ανατροπή (2-1). Τολμηρός, σχεδόν θρασύς, δεν αισθανόταν ότι η ηλικία του αποτελεί τροχοπέδη. Οι τιφόζι των «Rossoneri» θα τον αγαπήσουν αμέσως. Η ορμή του είναι αχαλίνωτη.
Το παρατσούκλι που θα του δώσουν εξιστορεί από μόνο του όλο το αγωνιστικό προφίλ του. Θα τον αποκαλέσουν «Grinta». Πρόκειται για αρχαία γερμανική-γοτθική λέξη, η οποία αποτυπώνει αυτή την κραυγή του πάθους αλλά και το θάρρος, τα κότσια, την πίστη στον εαυτό και το αποτέλεσμα.
Και αυτά ο Πανούτσι φρόντισε να τα παρουσιάσει από την πρώτη στιγμή, διατηρώντας τα έως το τέλος, για να γίνει ένας εκ των κορυφαίων σε τίτλους και γκολ (41 μόνο σε επίπεδο Πρωταθλήματος, τα 34 στην Serie A) Ιταλούς αμυντικούς.
Κάπως έτσι θα πάρουν το Ιταλικό και το Ευρωπαϊκό Super Cup και θα φτάσουν σε διαδοχικό Τελικό Champions League. Αυτή τη φορά είναι το φαβορί, αλλά η πιτσιρικαρία του Άγιαξ υπό τις οδηγίες του Φαν Χάαλ θα τους κλέψει το στέμμα, ενώ θα τερματίσουν άσχημα στην τέταρτη θέση της Serie A.
Έναν χρόνο αργότερα θα κόψουν και πάλι πρώτοι το νήμα στο Calcio και αυτή θα είναι η τελευταία σημαντική στιγμή του με τη Μίλαν. Ο Όσκαρ Ταμπάρες θα αντικαταστήσει αποτυχημένα τον Καπέλο και λίγο αργότερα θα ακολουθήσει η επιστροφή του Σάκι. Αυτή είναι καταστροφική για τον Κρίστιαν. Ο κόουτς που λίγους μήνες νωρίτερα τον άφησε εκτός επιλογών και για το Euro 1996 δεν τον έχει συμπαθήσει ποτέ και θα ζητήσει για τη θέση του Μίκαελ Ράιζινγκερ.
Τον Γενάρη του 1996 δεν αντέχει άλλο. Ξέρει ότι πρέπει να φύγει. Και εκεί είναι που θα εμφανιστεί ο μέντοράς του, για του δώσει την ευκαιρία να κατακτήσει ξανά τα πάντα. Αυτή τη φορά σε μία άλλη χώρα.
Για το έβδομο πετράδι
Οι Ιταλοί που είχαν αγωνιστεί συνολικά στην ιστορία της La Liga ήταν μόλις τέσσερεις. Οι τρεις στα 40s, 50s και ένας ακόμα για 13 μόνο ματς στο ξεκίνημα του 1996-1997. Όταν λοιπόν ο Πανούτσι δέχτηκε την πρόταση του Καπέλο, άπαντες σκέφτηκαν ότι δεν θα τα κατάφερνε στη Ρεάλ Μαδρίτης.
Η προηγούμενη χρονιά ήταν καταστροφική για τους Μαδριλένους. Είχαν τερματίσει στην έκτη θέση, για να βρεθούν εκτός Ευρώπης έπειτα από 19 χρόνια. Ο Δον Φάμπιο ανέλαβε να κάνει δομικές αλλαγές στο ρόστερ. Σούκερ, Ζέεντορφ, Ρομπέρτο Κάρλος, Μιγιάτοβιτς και Σεκρετάριο κατέφθασαν. Ο τελευταίος όμως δεν κατάφερε να κάνει παιχνίδι στη θέση του δεξιού μπακ και τότε κλήθηκε στα μέσα της περιόδου ο Πανούτσι, ο οποίος μπήκε απευθείας στην 11άδα και δεν ξαναβγήκε.
«Αν και προερχόμουν από μία τεράστια ομάδα με θρυλικούς παίκτες και είχαμε πάρει τα πάντα, όταν βρέθηκα στη Μαδρίτη, κατάλαβα ότι εκεί υπήρχε κάτι διαφορετικό. Ήταν λες και γυρίζαμε ταινία του Χόλιγουντ. Ένιωθα σαν να ήμουν ο σπουδαιότερος ποδοσφαιριστής στο σπουδαιότερο club του κόσμου. Και αυτό το αισθανόσουν στον αέρα, στην αύρα, στα αποδυτήρια, στους αγώνες. Το ένιωθες μέσα σου, στους αντιπάλους, βρισκόταν παντού».
Ο Ιταλός μπακ βρήκε και πάλι την ηρεμία του. Άλλωστε με τον προπονητή του δεν χρειαζόταν να λένε και πολλά. Γνώριζαν άριστα ο ένας τον άλλον και αυτό που εκείνος έδωσε στην ομάδα ήταν μία αίσθηση ψυχραιμίας και σταθερότητας.
Η όλη ιστορία με τον Πανούτσι ήταν ότι το παιχνίδι του είχε μία ξεχωριστή ωριμότητα. Η ασφάλεια ότι θα είναι εκεί και θα επιμείνει, μέχρι να τελειώσει τη δουλειά. Να υπομένει την πίεση. Να κάνει το καθήκον του και κάτι παραπάνω, δίχως να χρειάζεται να τον επιβλέπει ή να τον παρακινεί κάποιος. Και όλα τα παραπάνω αν και τα είχε παρουσιάσει από το ξεκίνημα της καριέρας του, στη Ρεάλ τα απογείωσε. Και υπήρχε λόγος γι’ αυτό.
«Αυτό που συνέβη με το αεροπλάνο με έκανε να αναθεωρήσω τα πάντα. Να μπορώ να ζήσω τη στιγμή σαν να είναι η τελευταία μου. Να απολαύσω κάθε παιχνίδι σαν να μην υπάρχει άλλο μετά. Έμαθα να δίνω το 100% και να μην κρατάω κάτι για αργότερα. Κοιτάζοντας προς τα πίσω, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι αυτή η φιλοσοφία με βοήθησε να μην έχω κενά. Να μην μετανιώνω και να απομένω με την αίσθηση ότι τίμησα και απόλαυσα το παιχνίδι όσο πιο πολύ μπορούσα»!
Σε αυτές τις απολαύσεις θα συμπεριληφθεί μία υπέροχη διετία. Αρχικά το Πρωτάθλημα και το Ισπανικό Super Cup του 1997. Παραδόξως, ο Καπέλο θα απολυθεί παρά τον τίτλο. Το κακό θα είναι μικρό. Για πρώτη φορά του ο Πανούτσι θα παίξει καλά με άλλον προπονητή. Ο Γιουπ Χάινκες θα τους οδηγήσει στην κορυφή της Ευρώπης. Ο Ιταλός είναι παρών στην επιστροφή της «Βασίλισσας» στον θρόνο έπειτα από 32 χρόνια. Θα ακολουθήσει το Διηπειρωτικό.
Πτώση και αναγέννηση
Κανείς δεν μπορούσε να κατανοήσει πως εκείνο το καλοκαίρι έμεινε εκτός κλήσεων για το Μουντιάλ της Γαλλίας. Παραδόξως, το κεφάλαιο της Εθνικής εξακολουθούσε να μην λειτουργεί καθόλου καλά. Το ίδιο θα συμβεί και με το Euro 2000. Κάτι συμβαίνει και πάντα μένει μακριά από τα μεγάλα ραντεβού, ενώ αγωνιστικά είναι πάντα καλός.
Το 1999 η Ρεάλ θα του επιτρέψει να γυρίσει σπίτι του. Για την ακρίβεια, θα τον διώξει, αφού πρώτα θα μαλώσει με ακόμα έναν προπονητή, δείχνοντας ότι δεν μπόρεσε να κρατήσει ήρεμο ούτε τον παντοτινά πράο Βιθέντε Ντελ Μπόσκε. Η Ίντερ του Μαρσέλο Λίπι τον καλεί.
Μόνο που μαζί του θα βιώσει ακριβώς ό,τι και χρόνια νωρίτερα με τον Σάκι. Οι δυο τους δεν θα τα πάνε καθόλου καλά. Η τέταρτη θέση, ο χαμένος Τελικός Κυπέλλου και ένα μάλωμα με τον προπονητή θα τον στείλουν δανεικό στην Τσέλσι.
Η Αγγλία δεν θα του ταιριάξει. Παίζει λίγο και όχι καλά. Στα μισά της σεζόν θα εμφανιστεί η Μονακό.
Γκαγιάρδο, Τρεζεγκέ, Ζιουλί, Μπαρτέζ, Σανιόλ, Πρσο και ένα γενικά δυνατό ρόστερ, στο οποίο εκείνος θα έχει σκαμπανεβάσματα. Φαίνεται ότι τον έχει πάρει η κάτω βόλτα για τα καλά. Έπειτα από μία διένεξη με τον κόουτς, Ντιντιέ Ντεσάν, αναζητά μία σανίδα σωτηρίας. Στα μισά του 2001-2002 θα του τη δώσει και πάλι ο πιο αγαπημένος του άνθρωπος στο ποδόσφαιρο. Ο Καπέλο τον καλεί ξανά, αυτή τη φορά για την Πρωταθλήτρια Ρόμα.
Μαζί του θα αναγεννηθεί. Όπως συνέβη τότε με το αεροπλάνο, έτσι και στο Olimpico θα βρει μία δεύτερη ζωή στο χορτάρι. Ντυμένος στα «giallorossi» θα παίξει καλύτερα από ποτέ και θα το κάνει για πολλά χρόνια.
Οκτώ γεμάτες σεζόν με 312 συμμετοχές και 32 γκολ, για να γίνει ο αμυντικός με τα περισσότερα τέρματα και ασίστ στην ιστορία του club. Με τη Ρόμα θα εμπλουτίσει τη συλλογή τροπαίων. Διαδοχικά Κύπελλα (2007, 2008) και ένα εγχώριο Super Cup θα ανεβάσουν σε 13 τα συνολικά ασημικά της καριέρας του.
Στα χρόνια του με τους Ρωμαίους θα μπορέσει επιτέλους να απολαύσει κάπως την Εθνική. Θα ταξιδέψει στο Μουντιάλ του 2002 και στο Euro 2004, αλλά, όπως έκανε και ο Σάκι 10 χρόνια νωρίτερα, έτσι και ο Λίπι δεν θα τον πάρει μαζί του στη Γερμανία το 2006. Δεν τον συμπαθεί, δεν τον θέλει και αυτό θα κοστίσει στον σούπερ φορμαρισμένο Πανούτσι τη μεγαλύτερη χαρά της αγωνιστικής ζωής του. «Εάν κάτι σκέφτομαι με παράπονο είναι ότι άξιζα να βρίσκομαι σε εκείνη την ομάδα. Ήμουν σε ένα φοβερό σημείο της καριέρας μου, αλλά πλήρωσα τις προσωπικές σχέσεις με τον προπονητή», θα πει χρόνια αργότερα, δίχως όμως να επιδείξει αυτογνωσία.
Ήθελε να παίξει λίγο ακόμα. Το 2009 και αφού μάλωσε με τους Ρωμαίους, επειδή δεν ήθελε να καθίσει στον πάγκο, πήγε στην Πάρμα, μα είχε μεγαλώσει.
Στα 37 του αποφάσισε να το κόψει. Λίγο πριν το φινάλε πέρασε με τη «Squadra Azzurra» για ένα ματς στο Marassi. Εκεί, στην αγαπημένη του Γένοβα, γνώρισε την αποθέωση. Το κοινό όρθιο φώναξε το όνομά του και αυτό ήταν ένα υπέροχο αγωνιστικό κατευόδιο.
Προσπάθησε κάπως, με κάποιον τρόπο, να παραστήσει τον προπονητή. Τον κάλεσε και πάλι ο Καπέλο για βοηθό του στην Εθνική Ρωσίας. Έκανε βιαστικά περάσματα από Παλέρμο, Λιβόρνο, Τερνάνα και την Εθνική Αλβανίας. Δεν ταίριαξε στον έντονο χαρακτήρα του. Η κάμερα τον έπιανε να είναι φωνακλάς και να θέλει να μπει στο γήπεδο.
Και μία τρίτη ζωή…
Από το 2020 παραμένει ανενεργός. Ίσως να είναι και ήρεμος. Πεισματάρης, ξεροκέφαλος, ανέκαθεν μάλωνε με όλους. Προπονητές, Προέδρους, διαιτητές.
Ήταν αυτή η «Grinta» που τον κατέτρωγε. Μία φλόγα μέσα του που μία σιγόκαιγε και άλλοτε έβραζε. Δεν μπόρεσε να την τιθασεύσει. Αλλά και πάλι μάλλον δεν θα έπρεπε. Εκείνη αποτελούσε την κινητήρια δύναμή του. Εκείνη τον οδηγούσε σε αυτές τις αφηνιασμένες κούρσες που έκανε στα prime του.
Αναμφίβολα, εάν είχε λίγη διπλωματία, θα μπορούσε να έχει πάει ακόμα πιο μακριά. Μα κάτι τέτοιο τελικά δεν του ταίριαζε.
Έζησε μόνιμα το παιχνίδι με μία τρελή λαχτάρα, μία κατακλυσμιαία ορμή. Υπήρξε πλήρως αφιερωμένος σε αυτό. Με μία παρόρμηση από αυτές που ορίζουν τα πάθη. Άλλωστε αυτά, τα πάθη, είναι που δημιουργούν και καταστρέφουν τα πάντα.
Ούτως ή άλλως εκείνος το γνωρίζει. Και, εάν είχε και μία τρίτη ζωή, πάλι με τον ίδιο τρόπο θα τη ζούσε…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: