Δυόμισι χρόνια σιώπησα. Δεν μίλησα ποτέ για την στιγμή που άλλαξε τη ζωή μου.
Βίωνα ένα όνειρο, παίζοντας το καλύτερο μπάσκετ της ζωής μου, και λίγο μετά ήμουν πιο κάτω από το χώμα.
“Σταυρώθηκα”, με πούλησε ακριβά ό,τι αγαπούσα περισσότερο, ποτέ όμως δεν εξήγησα τι συνέβη.
Χρωστάω σε πολύ κόσμο που πίστεψε σε μένα να μάθει τι πραγματικά συνέβη.
Μα πιο πολύ το χρωστάω σε μένα.
Με πνίγει η αλήθεια.
Με αυτήν εδώ την εξομολόγηση νιώθω σαν ένα μικρό παιδάκι, το οποίο περιμένει από τον Άγιο Βασίλη ένα δώρο.
Θέλω να με ακούσει και, αν με πιστέψει, να με συγχωρέσει.
Αν έφταιξα;
Φυσικά και έφταιξα.
Άξιζα να τιμωρηθώ, γιατί έκανα λάθος.
Δεν άξιζα όμως να “σταυρωθώ”.
Δεν άξιζα να με “πετάξουν στα όρνια”, σα να ήμουν εγκληματίας.
Πρωινό Μεγάλης Παρασκευής 13 Απριλίου του 2017.
Ήμουν μέσα σε ένα ταξί και γυρνούσα στο σπίτι, όταν χτύπησε το κινητό μου.
Μια άγνωστη φωνή μού ανακοινώνει ότι «βρεθήκατε θετική στον έλεγχο αντιντόπινγκ. Ειδοποιούμε πρώτα εσάς και θα ειδοποιηθεί και η ομάδα σας».
Δεν μπορώ να προσδιορίσω το συναίσθημα που ένιωσα.
Στην αρχή, πίστεψα ότι μου κάνουν πλάκα.
Μετά, σκέφτηκα όμως ότι ήξεραν πολλές λεπτομέρειες.
Πάγωσα.
Μια σκοτοδίνη ταυτόχρονα με εκατοντάδες σκέψεις στον εγκέφαλό μου.
Περνούσε η ώρα και το μυαλό μου πήγαινε στα πιο απίθανα πράγματα.
Εκείνην την στιγμή παραλογίζεσαι, το μυαλό πηγαίνει σε ό,τι πιο τρελό.
Δεν είχα πάρει τίποτα απαγορευμένο, δεν υπήρχε κανένας λόγος να προσπαθήσω να γίνω καλύτερη με παράνομο τρόπο, τι σόι λάθος μπορεί να είχε γίνει;
Είχα πάρει κάτι βιταμίνες για ενδυνάμωση, καφεΐνη για ενέργεια, σκεφτόμουν το παραμικρό.
Όταν μου ανέφεραν και την ουσία στο δεύτερο τηλεφώνημα, τρελάθηκα.
Εγώ πήρα ναρκωτικά; Χα!
Όταν το άκουσα, θεώρησα ότι μπέρδεψαν το δείγμα.
Η επόμενη σκέψη μου ήταν ότι κάποιος μου έστησε παγίδα.
Πώς γίνεται να έχω βρεθεί θετική σε κάτι τέτοιο, αφού δεν το έχω πάρει ποτέ;
Σοκ, εγκεφαλική παράλυση.
Ο πρώτος άνθρωπος στον οποίον τηλεφώνησα ήταν η αδερφή μου.
Μέσα στο παραλήρημά μου δεν θυμάμαι ακριβώς τι της έλεγα.
Πήγα να τρελαθώ, όλα έγιναν τόσο γρήγορα, με κινηματογραφική ταχύτητα.
Σε λίγες ώρες η πληροφορία είχε διακινηθεί παντού.
Το είχαν γράψει σε διάφορα σάιτ και το είχαν μάθει και δικοί μου άνθρωποι, γιατί μετά από εμένα ενημερώθηκαν και η Ομοσπονδία και η ομάδα μου.
Το σωματείο έκρινε σκόπιμο να το δημοσιοποιήσει αμέσως.
Πικράθηκα.
Δεν περίμενα ότι θα με ρίξουν στον λάκκο με τα λιοντάρια από την εξέταση του πρώτου δείγματος.
Ήταν η πρώτη πολύ μεγάλη απογοήτευση για μένα, το μεγάλο παράπονο για την ομάδα που μου προκαλούσε δέος κι είχαμε περάσει τόσα μαζί.
Θα μπορούσαν να περιμένουν και την εξέταση του δεύτερου δείγματος, όπως έμαθα αργότερα.
Θα μπορούσαν, για διασφάλιση προσωπικών δεδομένων, να μην αναφέρουν το ονοματεπώνυμό μου.
Ένιωσα ότι με πούλησαν, ότι από το πρώτο λεπτό έχω απομείνει χωρίς σύμμαχο, ότι κάποιος έχει βγάλει από πάνω μου τη φανέλα με τον ιδρώτα μου και την στείβει ανελέητα.
Καταλαβαίνω ότι έπρεπε να διαχωριστεί το σωματείο από μια τέτοια δύσκολη κατάσταση, αλλά εμένα μου φάνηκε πολύ χοντρό.
Μέχρι το πρωί, ήμουν μέλος μιας ομάδας, πρωταθλήτρια, με επιτυχίες.
Λίγο μετά, ήμουν μόνη μου.
Δεν μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά, ακόμη θεωρώ ότι κρύβεται προσωπικό μένος και λάθος διαχείριση σε εκείνη την κατάσταση.
Έκλεισα το κινητό μου, εξαφανίστηκα από τα social media και απομονώθηκα.
Ένιωθα τον κόσμο να πέφτει επάνω μου, συναισθηματικά διαλύθηκα.
Ήρθε να με βρει η μητέρα μου.
Ειλικρινά δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς την στήριξή της.
Πάντα η μητέρα μου ήταν δίπλα μου.
Πάντοτε σε εκείνη έβρισκα το στήριγμά μου.
Μεγάλωσα, αλλά ήταν πάντα δίπλα μου στις χαρές και τις λύπες μου.
Όλα αυτά τα χρόνια είναι μαζί με τις αδελφές μου οι άνθρωποι που με καθοδηγούν και σώζουν την ψυχή μου.
Θυμάμαι τη λαχτάρα μου, όταν είχα πρήξει τη μητέρα μου να με γράψει στον Α.Σ. Παπάγου.
Ήμουν 8 χρόνων, ένα λεπτό παιδάκι, καχεκτικό.
Είχα πρότυπο τις μεγάλες μου αδερφές που έπαιζαν μπάσκετ και βόλεϊ στον Παπάγο.
Η μητέρα μου τότε ήταν έφορος όλων των γυναικείων τμημάτων.
Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που με πρωτοέγραψε στον σύλλογο.
Επειδή υπήρχαν όρια ηλικίας τότε, μου έκανε πλάκα ότι δεν με δέχτηκαν και με έγραψε στο μπαλέτο.
Σήκωσα όλη τη γειτονιά στο πόδι από τα ουρλιαχτά και τα κλάματα.
Μέχρι να με ηρεμήσει και να με πείσει ότι γράφτηκα κανονικά, είχα πλαντάξει στο κλάμα.
Ξεκίνησα ως playmaker και ευτυχώς, όταν σε ένα καλοκαίρι ψήλωσα απότομα 11 πόντους, ο προπονητής δεν με άλλαξε θέση.
Τον ευγνωμονώ γι’ αυτό.
Δούλευα πολύ, μου άρεσε πολύ, κατάλαβα ότι το μπάσκετ θα γίνει η ζωή μου.
Στα 16 μου, μετά από ένα ματς όπου σκόραρα 40 από τους 50 πόντους της ομάδας μου, ήρθε ο τότε Πρόεδρος της Ηλιούπολης, ο αείμνηστος Στέλιος Μικρόπουλος, και σχεδόν “απαίτησε” από τη μητέρα μου να με μεταγράψει εκεί.
Παρότι δεν με έδινε ο Παπάγος, με την επιμονή της μητέρας μου βρέθηκα στην Ηλιούπολη.
Ήταν μια δύσκολη προσωπική περίοδος για εκείνη και όμως με πηγαινοέφερνε με το αυτοκίνητο στις προπονήσεις, καθόταν και με περίμενε κάθε μέρα να τελειώσω.
Πολλές φορές την θυμάμαι να την παίρνει ο ύπνος στην θρυλική καρέκλα στο μικρό κλειστό.
Το πρωί ήταν δικηγόρος.
Το μεσημέρι έπρεπε να μας διαβάσει και μετά να μας πηγαίνει στις προπονήσεις.
Μια Ελληνίδα μάνα μονογονεϊκής οικογένειας που θυσιάζει τη ζωή για τα παιδιά της.
Στην Ηλιούπολη με περιτριγύριζαν άνθρωποι που πίστευαν πάρα πολύ σε μένα και αισθανόμουν πολύ όμορφα, γιατί πληρωνόμουν για να κάνω αυτό που μου αρέσει.
Άλλες εποχές τότε.
Όταν ήρθε η πρόταση από τον Αστέρα Εξαρχείων, κατάλαβα ότι θα μπορούσα να ασχοληθώ επαγγελματικά, σοβαρά με το μπάσκετ.
Το μεγαλύτερο κίνητρο για μένα στα Εξάρχεια ήταν η παρουσία της Αναστασίας Κωστάκη, της αθλήτριας που πλησιάζει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη την έννοια «πρότυπο» για την καριέρα μου.
Πολύ σημαντικό ρόλο στην απόφασή μου έπαιξε και η παρουσία του Κώστα Παταβούκα στην τεχνική ηγεσία του Αστέρα.
Ο Παταβούκας πολλές φορές με έπαιρνε από τις 7 το πρωί στο κλειστό για ατομική προπόνηση, με πήγαινε σε προσωπικό γυμναστή στην Γλυφάδα και μετά πίσω για απογευματινή προπόνηση.
Έλιωνα στο παρκέ και προσπαθούσα να βελτιωθώ συνέχεια σε συνθήκες πολύ υψηλού ανταγωνισμού, γιατί εκείνα τα χρόνια παίζαμε και Ευρώπη.
Οι ξένες παίκτριες ήταν πραγματικά άλλου επιπέδου, ο ανταγωνισμός πολύ ψηλά.
Εγώ όμως ένιωθα ότι έχω γεννηθεί για να παίζω μπάσκετ, δεν με ενδιέφερε να το δω ποτέ εντελώς επαγγελματικά.
Έπαιζα για μένα, για την καψούρα μου στην «Πορτοκαλί Θεά», για όλα όσα ζούσα.
Πιθανόν να μην πήρα οικονομικά αυτά που άξιζα στο ξεκίνημα της καριέρας μου, αλλά δεν θα άλλαζα ποτέ εκείνην την όμορφη τρέλα με κάποια χρήματα παραπάνω.
Ήμουν ήδη μέλος της Εθνικής Ελλάδος και μια από τις καλύτερες Ελληνίδες μπασκετμπολίστριες, αλλά η σχέση μου με την Εθνική δεν είχε ακόμη παγιωθεί.
Το 2003 είχα πάθει τον πρώτο χιαστό.
Το 2004 κόπηκα στην προεπιλογή.
Το 2005 ο δεύτερος χιαστός.
Ήταν η πρώτη φορά που είχα φτάσει πολύ κοντά να πω «τέλος».
Έκλαιγα στο κρεβάτι του νοσοκομείου και ρωτούσα απεγνωσμένα τη μητέρα μου ποια ομάδα θα υπογράψει μια παίκτρια με δυο χιαστούς.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ανθοδέσμη του Γιώργου Μουζούκη, του Προέδρου των Εσπερίδων Καλλιθέας, στο νοσοκομείο.
Ακόμα και τώρα που το θυμάμαι, συγκινούμαι.
«Κοίταξε να γίνεις γρήγορα καλά, γιατί σε θέλω στην ομάδα μου», έγραφε η κάρτα του.
Αυτό μου έδωσε δύναμη να συνεχίσω και να αφοσιωθώ στην αποθεραπεία.
Όταν βγήκα από την κλινική και κατάλαβα ότι πάει να γίνει κάτι μεγάλο στην Καλλιθέα, συμφώνησα αμέσως.
Είχαμε μια καταπληκτική ομάδα.
Καλτσίδου, Χελιώτη, Γκιουλέκα, Βλάχου, Σταχτιάρη, Παπαμιχαήλ, Καλογήρου, Λύμουρα κι εγώ.
Φανταστικό ρόστερ και φοβερή παρέα, την οποία θα ξαναέβρισκα και στην Εθνική.
Θεωρώ κομβική για όλη τη γενιά μου την παρουσία του Κώστα Μίσσα στην Εθνική.
Ήταν ένας άλλος κόσμος για όλες μας, μια εξ ολοκλήρου διαφορετική αντιμετώπιση που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα μας.
Τότε, νομίζω, συνειδητοποίησα απόλυτα τη νοοτροπία του επαγγελματία.
Έλεγε πράγματα που με ταρακούνησαν, με ξύπνησαν και με έκαναν να δω το μπάσκετ εντελώς διαφορετικά.
Δεν είχαμε ποτέ μια σέντερ-θηρίο, όπως οι άλλες ομάδες, αλλά βγάλαμε απίστευτα αποθέματα στην άμυνα για να αντισταθμίσουμε τη διαφορά ύψους.
Γι’ αυτό και πάντα έλεγα ότι είμαστε μια «στρουμφο-ομάδα», στην οποία η μια κάλυπτε την άλλη, δίνοντας ό,τι είχε.
Η πραγματική υπέρβαση έρχεται, όταν ξεπερνάς τα όρια του εαυτού σου.
Μέχρι τότε πιστεύαμε κι εγώ και πολλές συμπαίκτριές μου ότι τα κάνουμε όλα τέλεια.
Ο Μίσσας μάς έδωσε να καταλάβουμε ότι δεν φτάνει μόνο το να ανεβαίνεις τον έναν όροφο αλλά το να φτάνεις στην κορυφή.
Ίσως να μην είχα ζήσει το “τέλειο” στον Αθηναϊκό, εάν δεν τα είχα συνειδητοποιήσει όλα αυτά προηγουμένως.
Πηγαίνοντας στον Αθηναϊκό, αισθάνθηκα ότι έζησα το δικό μου ΝΒΑ.
Όλα ήταν ονειρικά, λειτουργούσαν στην εντέλεια, ο προπονητής Τζώρτζης Δικαιουλάκος είναι ο μοναδικός άνθρωπος που γνώρισα και ήξερε να μεταφράζει τη γυναικεία ψυχολογία και να διαχειρίζεται τις προσωπικότητές μας.
Το απέδειξε και η μετέπειτα σπουδαία πορεία του.
Σε συνδυασμό με την τρέλα του τότε Προέδρου, Νίκου Χαρδαλιά, το παραμύθι του Αθηναϊκού έμοιαζε κάτι σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Ζήσαμε απίστευτα πράγματα.
Γέμιζε το γήπεδο σε κάθε παιχνίδι.
Κερδίζαμε όλους τους αντιπάλους σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Παίζαμε εκπληκτικό μπάσκετ.
Το Eurocup ήταν το “στέμμα” για όλες μας.
Όλες “Βασίλισσες”, σε μια σεζόν όπου πραγματικά νομίζαμε ότι παίζουμε στο υψηλότερο επίπεδο στην καριέρα μας.
Triple crown, Πρωταθλήματα, Κύπελλα, η χαρά του παιχνιδιού.
Πήγα στην Ισπανία για δυο χρόνια, στην Κάχα Ρουράλ και μετά στη Χιρόνα, αλλά μου έλειπε κάτι.
Ήθελα να ζήσω στην Ελλάδα ένα ντέρμπι.
Δεν υπήρχε περίπτωση να πω «όχι» στον Ολυμπιακό.
Μόνο και μόνο για να παίξω το ντέρμπι στον «Τάφο του Ινδού», θα πήγαινα στον Ολυμπιακό.
Είχα ξαναπαίξει σε γεμάτα κλειστά με πολύ κόσμο, αλλά τίποτα δεν είναι σαν ένα ντέρμπι Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού.
Τίποτα όμως.
Είναι αυτό που λέμε «άλλο να στο περιγράφουν κι άλλο να το ζεις».
Έχω μεγαλώσει σε μια οικογένεια όπου όλοι είναι Ολυμπιακοί.
Αντιλαμβάνεστε τι χαρά πήραν όλοι, όταν έμαθαν ότι θα παίξω εκεί.
Το περίεργο ξέρετε ποιο ήταν;
Ίσως να ήμουν και τυχερή ως γυναίκα, αλλά, επειδή ο κύκλος μου είναι γεμάτος Παναθηναικούς, εισέπραττα σεβασμό και από τους «Πράσινους» και από τους «Κόκκινους».
Η όποια ένταση περιοριζόταν στα 40 λεπτά στα οποία παίζαμε αντίπαλοι.
Δεν έλειπαν βέβαια και οι ακραίες καταστάσεις που γεννά αυτή η μοναδική αντιπαλότητα στον κόσμο.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά το Final 4 του Κυπέλλου στη Λευκάδα, όταν μου έσπασαν το αυτοκίνητο.
Κυριακή θα παίζαμε στον Τελικό με τον Παναθηναϊκό.
Κοιμόμουν στο ξενοδοχείο, κατέβηκα για πρωινό και είδα μπροστά μου μια απίστευτη κατήφεια, μια μαυρίλα, σα να έχει πεθάνει κάποιος.
Πρόσωπα σκυθρωπά, πήγα στην Εύη Δημητράτου, την team manager, μου ψέλλισε «η μαμά σου…».
Πριν προλάβω να ρωτήσω τι έγινε, με είχε καλέσει η Καπογιάννη στο δωμάτιο.
«Όλγα, να μείνεις ψύχραιμη».
Κανείς να μην μου λέει.
Παίρνω τη μητέρα μου. «Μαμά, τι έχει γίνει»;
«Τίποτα. Τι να έχει γίνει;», μου απαντά.
Σε λίγες ώρες θα παίζαμε Τελικό και δεν ήθελε να μου πει ότι η επίθεση είχε γίνει στο ξενοδοχείο όπου έμενε, ότι η μάχη είχε αφήσει σαράβαλο το αμάξι μου.
Επηρεάστηκα τόσο πολύ, ώστε εκτέλεσα την πρώτη βολή στον Τελικό στη γωνία του ταμπλό!
Απίστευτες καταστάσεις, τις θυμάμαι τώρα και γελάω, αλλά τότε είχα ανησυχήσει πολύ.
Σίγουρα, δεν είχα αυτό στο μυαλό μου, όταν γύρισα για να το ζήσω.
Από την άλλη, ήταν πολύ ωραίο να παίζω στον Ολυμπιακό.
Θυμάμαι τον κόσμο στο Καραϊσκάκης, όταν μπήκαμε στη φιέστα του ποδοσφαίρου, την υποδοχή μετά τη νίκη στη Λεωφόρο.
Ένιωθες ότι «εδώ είναι Ολυμπιακός», είναι τρομερό να ξέρεις ότι παίζεις και επηρεάζεις τη διάθεση σε τόσο πολύ κόσμο.
Βέβαια, ο κόσμος του Ολυμπιακού ποτέ δεν μας αποδέχθηκε απόλυτα, υπήρχε μια ψυχρότητα και την ένιωθες.
Πιθανότατα ήταν παγωμένος απέναντί μας εξαιτίας της συγχώνευσης με το Ελληνικό.
Το ένιωθα αυτό, το καταλάβαινα ότι υπήρχαν ορισμένοι οπαδοί που μας ακολουθούσαν πιστά για να μη νιώθουμε αποπαίδια.
Ήταν μια κατάσταση λίγο περίεργη, ομολογώ, αλλά τα έσβηνε όλα το μεράκι του Γιώργου Λεριώτη, του ανθρώπου που επένδυσε χρόνο και χρήματα και ήταν πάντα δίπλα μας.
Εκτός της τρομερής σχέσης με τον Λεριώτη, ήμασταν τόσο καλύτερες, ώστε βρίσκαμε προσωπικά κίνητρα σε κάθε αγώνα για να μην επαναπαυόμαστε.
Να κάνουμε ατομικά ρεκόρ, να μην σκοράρει ο αντίπαλος περισσότερο από τον πρώτο αγώνα, να παίρνουμε διαφορές.
Είναι μεγάλη μαγκιά να ξέρεις ότι είσαι πολύ καλύτερη και να βρίσκεις κίνητρο για τον εαυτό σου.
Έπειτα, εγώ στον Ολυμπιακό θεωρώ ότι έπαιξα το πιο ώριμο και το καλύτερο μπάσκετ στη ζωή μου.
Πάντοτε μέσα μου ήξερα ότι έπρεπε να παίζω μόνο playmaker.
Ήμουν ένα combo–guard, αλλά στην ψυχή μου ήμουν «άσσος».
Όταν ήρθε η Καπογιάννη και μου είπε ότι με θέλει ως playmaker, σοκαρίστηκα.
Στα 33 μου θα άλλαζα θέση.
Πίστεψα ότι ξαναγεννήθηκα.
Από παιδί ονειρευόμουν να παίξω playmaker, ξεκίνησα στον «άσσο» και ήθελα να τελειώσω ως οργανωτής.
Πίστευα ότι το ‘χω, γιατί από μικρή θεωρούσα ότι μπορώ και μου ταίριαζε και στον χαρακτήρα.
Η Καπογιάννη μού έδωσε απλόχερα την ευκαιρία να παίξω όπως ήθελα και το βάρος της ευθύνης επάνω μου ήταν τεράστιο.
Πάντοτε στις ομάδες ήμουν δίπλα σε μεγάλα playmaker, όπως η Καλέντζου και η Λύμουρα, και, για να χωρέσουμε όλες, οι προπονητές με χρησιμοποιούσαν στις άλλες θέσεις της περιφέρειας, ώστε να εκμεταλλευτούν το ύψος και την ταχύτητα μου.
Ακόμα και ο Παταβούκας ήθελε να με δουλέψει ως «άσσο», αλλά είχα την Κωστάκη μπροστά μου και ήταν αδύνατον τότε να βρω χώρο.
Ευχαριστήθηκα πάρα πολύ το μπάσκετ στον Ολυμπιακό.
Έπαιζα playmaker, κερδίζαμε τίτλους, είχαμε φήμη, καλά συμβόλαια, δεν χάναμε ποτέ.
Μάλτση, Καλτσίδου, Δημητράκου.
Μόνο αν μας κλείδωναν στα αποδυτήρια, υπήρχε περίπτωση να χάσουμε.
Ήταν ένα όνειρο.
Μέχρι που ήρθε το παιχνίδι με τον Πανιώνιο.
Και το όνειρο έγινε εφιάλτης.
Ανυπομονούσαμε να γίνει ο Τελικός του Κυπέλλου με τον Πανιώνιο.
Από την προηγούμενη είχαμε κανονίσει να βγούμε, είχαμε κλείσει τραπέζι για τα επινίκια, όλα.
Με ενημέρωσαν στο ημίχρονο ότι πρέπει να περάσω αντιντόπινγκ κοντρόλ.
Μάλιστα, χάρηκα πολύ, γιατί ο εθελοντής που με συνόδευσε ήταν συμμαθητής μου και είχα πολλά χρόνια να τον δω.
Μπήκα στο κοντρόλ με πολύ χαρούμενη διάθεση και για μένα ήταν ούτως ή άλλως μια τυπική διαδικασία, γιατί είχα περάσει πάρα πολλούς ελέγχους αντιντόπινγκ στο παρελθόν.
Ξαφνικούς ελέγχους με την Εθνική, στην Ισπανία δυο φορές, αμέτρητες φορές με τις Εσπερίδες, με τον Αθηναϊκό.
Εκείνο το βράδυ κληρώθηκα εγώ και η Καλτσίδου.
Γενικά, ήταν κάτι εντελώς διαδικαστικό και πιο πολύ με είχε αγχώσει ότι ήθελα να τελειώνω γρήγορα, γιατί είχαμε κανονίσει να βγούμε.
Ζήτησα να μου φέρουν πολύ νερό να πιω και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι με ρώτησαν, γιατί ήταν προαιρετικό, αν θέλω το δείγμα μου να χρησιμοποιηθεί ως τεστ και από τη WADA και απάντησα «μετά χαράς να πάει».
Τι είχα να φοβηθώ;
Κι εδώ είναι η πρώτη μου -εκ των υστέρων- απορία.
Θα είχα οποιαδήποτε ενοχή και θα ζητούσα να ταξιδέψει το μπουκαλάκι μου σε όλον τον κόσμο για πειράματα;
Δεν είχα πάρει τίποτα, ήξερα πολύ καλά τον εαυτό μου.
Συνέχισα κανονικά τη ζωή μου και την καριέρα μου μέχρι εκείνο το τηλεφώνημα της Μεγάλης Παρασκευής.
Το βράδυ στο σπίτι προσπαθούσαμε με σιωπές να συνεννοηθούμε.
Σε εκείνο το ασφαλές περιβάλλον είχα τη μητέρα μου και τις αδερφές μου δίπλα μου και ξεκίνησε η αναζήτηση της αλήθειας.
Πού πήγα, με ποιους, τι έφαγα, ποιον συνάντησα.
Έπρεπε να βρω την άκρη του νήματος, δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς να ξέρω τι είχε συμβεί.
Ένιωθα σαν ντετέκτιβ που προσπαθεί να εξακριβώσει ποιος προκάλεσε τον θάνατό μου, παρότι ζούσα.
Τυπικά ζούσα.
Ουσιαστικά εκείνη την στιγμή ήμουν νεκρή.
Με βοήθησε και ο δικηγόρος μου να ξετυλίξω το κουβάρι.
Μέσα από το τεστ προσπαθήσαμε να ακτινογραφήσουμε πόσες ώρες είχαν μεσολαβήσει από την χρήση που δεν έκανα, αλλά είχε βρεθεί στο δείγμα μου.
Καταλήξαμε ότι όλα συνέβησαν σε ένα φιλικό σπίτι, όπου είχα πάει το Σάββατο το απόγευμα, την προηγούμενη του Τελικού.
Επειδή πρόσεχα πριν τα παιχνίδια, είχα φύγει νωρίς.
Στις 11 το βράδυ ήμουν ήδη στο σπίτι μου.
Κάπνιζαν αρκετοί σε εκείνο το πάρτι, αλλά δεν είχα δώσει σημασία.
Ίσως μου είχε κάνει εντύπωση ότι δεν είχε κατάλληλο εξαερισμό αλλά μέχρι εκεί.
Θυμήθηκα ότι, φεύγοντας, ένιωθα μια ζάλη, το είχα αναφέρει μάλιστα και στην προπονήτριά μου και στον έλεγχο, αλλά είχα θεωρήσει ότι ήταν ένας απλός πονοκέφαλος, σαν όλους εκείνους που συμβαίνουν καθημερινά.
Πήγαμε με τις αδελφές μου να βρούμε έναν-έναν τους καλεσμένους.
Μάθαμε εκ των υστέρων ότι η κοκαΐνη καπνίζεται κιόλας, δεν είχα ιδέα ότι μπορεί να γίνει αυτό.
Μου εξήγησαν πως ισχύει περίπου ό,τι και με τους παθητικούς καπνιστές, στους οποίους βρίσκεται νικοτίνη στους πνεύμονες, κι ας μην έχουν καπνίσει ποτέ.
Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίον και στον δικό μου οργανισμό βρέθηκε ο μεταβολίτης και όχι η ουσία αυτή καθαυτήν.
Δεν είχε γίνει δηλαδή ενεργητική χρήση αλλά παθητική.
Μπήκα να ψάξω παρόμοιες περιπτώσεις αθλητών.
Βρήκα κάποια τρομερά περιστατικά, τα οποία κατά κάποιον τρόπο με καθησύχασαν κιόλας, γιατί συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν η μόνη που την είχε πατήσει με τέτοια αφέλεια.
Σε έναν είχε μεταδοθεί απαγορευμένη ουσία από το φιλί της φίλης του.
Σε άλλον, επειδή του είχαν ρίξει κάτι στον καφέ.
Μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεσή μου, έψαχνα μετά μανίας παντού να βρω παρόμοιες περιπτώσεις.
Δεν ήταν μια απλή υπόθεση.
Δεν είχα πάρει κάποια ουσία χωρίς να το γνωρίζω.
Δεν μου είχαν ρίξει κάτι στο ποτό.
Τίποτα τέτοιο.
Με έπνιγε απλώς το δίκιο μου και ευτυχώς το καταλάβαινε εκτός από την οικογένειά μου και ο Λεριώτης που στάθηκε δίπλα μου.
Είχα και έναν έμπειρο δικηγόρο και ηρέμησα, όταν πλέον πήρα στα χέρια μου τρεις γνωματεύσεις ιατροδικαστών που αποδείκνυαν ότι έλεγα την αλήθεια.
Επιτέλους, δεν ήμουν τρελή.
Δεν μπορεί να ήξερα ότι σε 24 ώρες παίζω Τελικό και, ενώ όλες γνωρίζουμε ότι στα Final 4 γίνονται ντόπινγκ κοντρόλ, να πάρω κάτι τέτοιο.
Θα ήταν αυτοκτονικό.
Τώρα πια όμως δεν αρκούσε ότι ήξερα εγώ την αλήθεια, έπρεπε να πειστούν και εκείνοι που αποφασίζουν.
Τον Ιούλιο, όταν και έγινε η εκδίκαση στον ΕΣΚΑΝ, ήμουν σίγουρη ότι θα δουν στα μάτια μου πόσο αδικήθηκα από όλη αυτή τη φασαρία.
Ήταν μια μεικτή επιτροπή με δικηγόρους, γιατρούς κι έναν Ολυμπιονίκη με σκοπό να πιάνει τον σφυγμό του αθλητή.
Δεν θα ξεχάσω την προσέγγιση του Ολυμπιονίκη Δημοσθένη Ταμπάκου στην αίθουσα.
Ένιωθε την αδικία και προσπαθούσε να μεταδώσει και στους άλλους το συναίσθημα που σε πνίγει.
Είχα τρομερό άγχος, δεν είχα τόσο άγχος ούτε στον Τελικό του Eurocup.
Όλες τις επόμενες μέρες αισθανόμουν σαν ψάρι έξω απ’ το νερό, περίμενα την απόφαση όσο τίποτ’ άλλο.
Όταν ανακοινώθηκε η αθώωσή μου, δεν ένιωσα ούτε χαρά ούτε ευτυχία.
Μόνο ανακούφιση.
Αθωώθηκα με ψήφους 8-0.
Ούτε ένα μέλος δεν μειοψήφισε.
Είχα δικαιωθεί, δεν ήμουν πια στιγματισμένη.
Ήταν όμως ένα πρώτο τεράστιο μάθημα εκείνο το διάστημα.
Μέχρι την απόφαση έβλεπα γύρω μου πρόσωπα που καταλάβαινα ότι χάρηκαν με την περιπέτειά μου κι έψαχνα να βρω το γιατί.
Εκείνους τους μήνες, από τον Απρίλιο μέχρι την ανακοίνωση της απόφασης, είδα γύρω μου ικανοποίηση και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί τέτοιο μίσος εναντίον μου.
Δεν ξέρω καν αν είναι μίσος.
Ηδονίζονταν, γιατί ήμουν στο πάτωμα.
Χαιρόντουσαν γι’ αυτό που περνούσα.
Απείχα από τα social media, έφυγα από την Αθήνα, δεν ήθελα να εισπράττω αυτήν τη συμπεριφορά και να νιώθω αυτό το συναίσθημα του «καλά να πάθει», το οποίο έβλεπα σε πολλά πρόσωπα.
Ζήλεια;
Άδειασε μια θέση για κάποια άλλη;
Ήθελα να πάω σε απόμερα μέρη και να μην με γνωρίζει κανείς.
Δίπλα μου είχα από το staff την Καπογιάννη, από συμπαίκτριες την Χαλιβέρα και από τη διοίκηση τον Λεριώτη.
Όταν πήρα την απόφαση στα χέρια μου, ήθελα όσο τίποτα άλλο να επιστρέψω και να παίξω μπάσκετ.
Όταν επανήλθα στην ομάδα πια και ενσωματώθηκα για την προετοιμασία, ένιωσα σα να πήρα τη χαρά από πολύ κόσμο, σα να είμαι παρείσακτη.
Ίσως ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι τελικά μετρούσα πολύ στον χώρο και είχα δύναμη.
Ήμουν τόσο καλή που –κατάλαβα ότι- ενοχλούσα που υπήρχα.
Ενοχλούσε ο αντισυμβατικός χαρακτήρας μου και εντός και εκτός παρκέ.
Το γυναικείο μπάσκετ είναι ένας πολύ ιδιαίτερος χώρος.
Εγώ ανέκαθεν ήμουν «το παιδί του προπονητή» και αυτό ίσως προξενεί απορία, ζήλεια, φθόνο.
Μέσα στο γήπεδο ήμουν στρατιώτης.
Δεν είναι συμπτωματικό ότι όλοι με πίστευαν και με θεωρούσαν συνδετικό κρίκο με τις συμπαίκτριές μου.
Δεν επεδίωκα αυτήν την σχέση με τους προπονητές.
Σε όλες τις ομάδες όπου έπαιξα κέρδισα με το σπαθί μου αυτόν τον ρόλο.
Αυτό, ειδικά σε μια ομάδα με μεγάλα ονόματα και πολλές προσωπικότητες, τουλάχιστον προκαλεί απορίες.
Η απορία γινόταν φθόνος και ο φθόνος αποστροφή.
Αυτό εισέπραττα εγώ.
Παρόλο που μέσα στο παρκέ λειτουργούσα καλά, έξω απ’ το γήπεδο ζούσα έναν αργό θάνατο.
Απομόνωση, δυσάρεστες καταστάσεις, έμπαινα στο δωμάτιο και σταματούσαν συζητήσεις, ένιωθα τα βλέμματα.
Όταν έχεις μια εμπειρία, καταλαβαίνεις αμέσως τις αντιδράσεις.
Είναι σαν τα «συλλυπητήρια» που λένε ορισμένοι άνθρωποι χωρίς να νιώθουν το παραμικρό.
Στο μυαλό μου πια είχα καρφωμένο ότι έπρεπε να παίξω έναν ακόμα χρόνο, γιατί το χρωστούσα στον εαυτό μου, την Καπογιάννη και τον Λεριώτη, ο οποίος στάθηκε δίπλα μου σαν πατέρας.
Ήθελα να παίξω γι’ αυτούς τους δυο ανθρώπους, γιατί όλο το καλοκαίρι κράτησαν ζωντανή την ελπίδα μέσα μου και, όταν δικαιώθηκα, δικαιώθηκαν κι εκείνοι μαζί μου.
Ούτως ή άλλως, είχα διαγράψει πια την υπόθεση με την τιμωρία μου.
Το είχα αφήσει πίσω και ήθελα έναν καλό τελευταίο χρόνο στο μπάσκετ για να φύγω όπως μου αρμόζει.
Μετά την προετοιμασία, κάπου Σεπτέμβριο-Οκτώβριο, γυρίσαμε από ένα τουρνουά στην Ιταλία και τότε πήρα τη δεύτερη κρυάδα.
Ενημερώθηκα ότι την τελευταία μέρα της προθεσμίας η WADA έχει υποβάλει έφεση στην απόφαση του ΕΣΚΑΝ, ζητώντας να επανεξεταστεί η υπόθεση μου από το CAS.
Η περιπέτειά μου δεν είχε τελειώσει.
Δεν ήταν μια απλή υπόθεση το Ανώτατο Διεθνές Δικαστήριο, είναι ένα από τα σοβαρότερα δικαστήρια και έπρεπε να μπω στη διαδικασία να συγκεντρωθώ στις υποχρεώσεις μου και να παίζω, μέχρι να συζητηθεί η περίπτωσή μου.
Ήταν μια ακόμα μεγάλη μάχη με τον εαυτό μου.
Όλα αυτά, ενώ ήμουν ξένο σώμα στην ομάδα μου, ξένο σώμα και στην Εθνική.
Ήθελα να τελειώσει η χρονιά και να σηκωθώ να φύγω.
Από την άλλη, είχα πεισμώσει τρομερά.
Για μένα, έκανα την πιο μεστή χρονιά της ζωής μου σε μπασκετικό επίπεδο.
Έπαιζα με τρομερό κέφι, σχεδόν με ευγνωμοσύνη, που κάνω αυτό για το οποίο είχα γεννηθεί: να παίζω μπάσκετ.
Είχα εκτιμήσει πολύ αυτό που κινδύνεψα να χάσω και περνούσα υπέροχα, γιατί μετά από πολύ καιρό δεν το θεωρούσα δεδομένο.
Απέκτησα τρομερό κίνητρο.
Να αφιερώσω την χρονιά στην Καπογιάννη και τον Λεριώτη και να μπω στο μάτι όλων των εχθρών μου.
Ακόμα κι όταν έφυγε η Καπογιάννη και ήρθε ο Μίσσας, έπαιζα ακόμα περισσότερο, έδινα ό,τι είχα.
Ήξερα ότι είναι η τελευταία μου χρονιά στον Ολυμπιακό.
Παραμονή του αγώνα με τον Φάρο για το Final 4 του Κυπέλλου, κλήθηκα να καταθέσω στην Ελβετία για την εκδίκαση στο CAS.
Γύρισα και από το αεροδρόμιο πήγα στο γήπεδο για να παίξω.
Τέτοια κάψα είχα.
Πήραμε το Κύπελλο, πήραμε το Πρωτάθλημα.
Φώναξα ότι είμαι η Όλγα Χατζηνικολάου και είμαι εδώ.
Κι ας πικράθηκα από κάποιες συμπεριφορές.
Πληγώθηκα, γιατί δεν σήκωσα κι εγώ το Κύπελλο ως αρχηγός, όπως είχαμε κάνει την προηγούμενη χρονιά.
Το δικαιούμουν και σήμαινε πολλά για μένα.
Σήμαινε πολλά και για τον “Γολγοθά” μου και για την αναγνώριση της πορείας μου στο μπάσκετ.
Φτάσαμε στα τέλη Απριλίου, όταν πλέον βγήκε η καταδικαστική απόφαση από το CAS.
Ουσιαστικά μου έκοβαν το μπάσκετ.
Τέσσερα χρόνια αποκλεισμός.
Ήταν σαν ξαφνικός θάνατος.
Μου το ανακοίνωσε η μητέρα μου.
Σήκωσε και αυτό το βάρος.
Ήταν σαν να χάθηκα πια ακαριαία, σαν να παθαίνω ανακοπή.
Είναι τρομερό πώς αυτή η γυναίκα με σήκωσε όρθια.
Έπεφτα και με ξανασήκωνε.
Τρεις μέρες μετά την απόφαση κυκλοφόρησε και η ουσία για την οποία τιμωρήθηκα.
Τώρα έπρεπε να αποδείξω ότι δεν είμαι και τοξικομανής.
Όλα τα Μέσα Ενημέρωσης αποδομούσαν την προσωπικότητά μου, ήθελαν να με τσαλακώσουν ακόμα και στο «αντίο» μου.
Ήξερα ότι όλα αυτά προέρχονται από συγκεκριμένα κέντρα, ότι τους ενοχλούσε ακόμα και η συζήτηση για τη λήξη της καριέρας μου.
Ήταν σαν ένα ακόμα καρφί στον “Σταυρό” μου.
Προσπάθησα, είναι η αλήθεια, να σταματήσω όλη αυτήν τη διαπόμπευση, αλλά ήταν εντελώς έξω από τις οικονομικές μου δυνατότητες.
Δεν ήθελα να βάλω και την οικογένειά μου στη διαδικασία και της ψυχολογικής φθοράς και της οικονομικής αφαίμαξης.
Έπρεπε να πιω το πικρό ποτήρι έως το τέλος.
Συνειδητοποίησα ότι το κομμάτι της ζωής μου που αγάπησα και λάτρεψα όσο τίποτε άλλο με σκότωσε.
Έτσι απλά.
Δεν πόνεσα όσο την πρώτη φορά που σοκαρίστηκα.
Τώρα ήταν αλλιώς.
Ίσως μάλιστα με είχε πληγώσει περισσότερο αυτό που έγινε στο μεσοδιάστημα παρά η τελική κατάληξη.
Ένιωθα όμως σα να με σκότωσε αυτό που με γέννησε.
Για ένα διάστημα ένιωθα εντελώς κενή.
Θύμωσα, πληγώθηκα, αναρωτήθηκα αν τελικά όλο αυτό μου άξιζε.
Στα 35 μου αισθάνθηκα εντελώς μόνη.
Αλλά πλέον δεν πονούσα.
Είχα πάθει ανοσία.
Όσο αντισυμβατική και διαφορετική κι αν ήμουν, πίστευα ότι έχω βοηθήσει, ότι έχω κάνει πράγματα για πολύ κόσμο.
Όλο αυτό με άλλαξε πολύ ως άνθρωπο.
Άλλαξε τον τρόπο σκέψης μου, την στάση μου απέναντι στα πράγματα, τον ίδιο τον χαρακτήρα μου.
Γενικά, είμαι άνθρωπος που αυτομαστιγώνομαι και σίγουρα έχω φταίξει σε πολλά πράγματα.
Πιθανόν κι εγώ να είχα πληγώσει εν αγνοία μου ανθρώπους από τον χώρο.
Ειλικρινά δεν το ξέρω.
Εάν έγινε, δεν έγινε επίτηδες.
Αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω, δεν θα ήμουν σίγουρα τόσο αφελής και δεν θα αδιαφορούσα για αυτό που συνέβαινε γύρω μου στο σπίτι και μπήκε μέσα μου ο μεταβολίτης.
Δεν είμαι κανένα παιδάκι, ξέρω να αξιολογώ καταστάσεις και όφειλα να αντιλαμβάνομαι τους κινδύνους.
Παραμονή ενός Τελικού θα έπρεπε να έχω φερθεί διαφορετικά.
Περνούσα καλά και αυτό πλήρωσα.
Ήμουν τη λάθος στιγμή στο λάθος μέρος.
Είναι όμως αυτή η μια γαμημένη στιγμή που πάντα πληρώνεις στη ζωή σου.
Θα ήθελα να μην έχει τελειώσει έτσι η καριέρα μου.
Θα ήθελα να έχει καθαρίσει το όνομά μου.
Θα ήθελα να έχω χειριστεί με περισσότερη προσοχή την υπόθεση στο CAS, να έχω φροντίσει να παρασταθεί ο ΕΣΚΑΝ, κάποιοι οργανισμοί να με βοηθήσουν.
Δεν θα μπω ποτέ στη διαδικασία να αναφέρω πρόσωπα και καταστάσεις, δεν ωφελεί πουθενά.
Θα ήθελα μια δεύτερη ευκαιρία να τελειώσω όπως θέλω εγώ.
Θα ήθελα μια δεύτερη ευκαιρία να δώσω χαρά στους ανθρώπους που με πίστεψαν και με αγάπησαν, βλέποντάς με να κάνω αυτό που λάτρεψα.
Θα ήθελα να έχω ένα μαγικό κουμπί για μια τελευταία ευκαιρία και να πάρω έναν ακόμα τίτλο.
Να φτάσω τους 20.
Βλέπω τους αθλητές που φεύγουν με τιμές και δόξα και αναρωτιέμαι τι αμαρτία έκανα, ώστε να “σταυρωθώ”.
Ένιωσα προδομένη, απομονώθηκα και έφυγα για τη Χίο.
Μίλησα με παιδιά ακαδημιών, ξαναείδα το μπάσκετ όπως το έβλεπα, όταν ήμουν μικρή.
Αγνό και καθαρό.
Όπως είναι.
Αυτόν τον καιρό διοχετεύω τη δημιουργικότητα και την ενέργειά μου στο θέατρο της αδερφής μου στην Κυψέλη.
Είμαι Υπεύθυνη Προσωπικού στο πρώτο cabaret-theatre της Αθήνας.
Μου κάνει καλό αυτή η ατμόσφαιρα Βερολίνου και Παρισιού, αυτή η εναλλακτική εστία τέχνης, ψυχαγωγίας και έκφρασης.
Εννοείται ότι εξακολουθώ και γυμνάζομαι, ότι κάνω ατομικές προπονήσεις, γιατί δεν μπορώ να φύγω απ’ αυτό.
Είναι τρόπος ζωής, έτσι έχω μεγαλώσει, δεν μπορώ να κάθομαι.
Αποφεύγω πια να μπαίνω σε γήπεδα, αλλά νιώθω ακόμη αυτό το σκίρτημα, όταν πιάνω μια μπάλα στα χέρια.
Πηγαίνω μόνη μου να παίξω μπάσκετ και νιώθω ελεύθερη.
Προσπαθώ να αποβάλλω το συναίσθημα, γιατί με πονάει ακόμη, αλλά αυτό νομίζω ότι μου λείπει περισσότερο.
Να νιώσω ελεύθερη.
Είμαι πια 38 κι έχω πάψει να είμαι ονειροπόλα.
Δεν πιστεύω στα θαύματα.
Ζήτω συγχώρεση από τον Θεό για τα λάθη μου και εκλιπαρώ τα νέα παιδιά να προσέχουν πού πάνε, τι συναναστροφές έχουν.
Και, αν υπάρχει Άγιος Βασίλης, του γράφω να μου δώσει πίσω αυτό που αγάπησα από μικρό παιδί.
Την μπάλα και την αθωότητά μου…
Η Όλγα Χατζηνικολάου είναι πρώην διεθνής παίκτρια μπάσκετ.
Επιμέλεια κειμένου: Zastro
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Γιώργος Παυλίδης: «Το στίγμα του αντί-ντόπινγκ»
ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡ