Ο άνθρωπος είναι δημιούργημα της εποχής του, ένας συνδυασμός καταγωγής, περιβάλλοντος και βιωμάτων.
Ελάχιστοι είναι εκείνοι που ξεχωρίζουν, που ανυψώνονται πάνω από τα σημεία και τις ιδέες του καιρού τους.
Η Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ήταν περίπου αυτό που καθένας μπορεί να περιμένει από μια χώρα υπό τη διοίκηση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, η οποία στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην πρωτογενή παραγωγή. Η ζωή δεν ήταν εύκολη, οι υποδομές ακόμα υπό συζήτηση και οι ευκαιρίες για να ξεφύγεις απ’ τη μοίρα σου λιγοστές.
Η βουλγαρική γη ανέκαθεν ήταν μεταξύ των φτωχότερων και πιο ξεχασμένων του καθεστώτος, παρά το γεγονός ότι, μετά τον θάνατο του Στάλιν, ο Ζίβκοφ διακήρυξε την περίοδο της κοινωνικής απελευθέρωσης και έδωσε το σύνθημα της αλλαγής σελίδας για την πορεία σταθερότητας της χώρας.
Σε πολύ αχνές γραμμές, αυτή είναι η αποτύπωση του περιβάλλοντος, στο οποίο έζησε τα παιδικά του χρόνια ένας από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών για τα Βαλκάνια, ο Χρίστο Στόιτσκοφ.
Αυτός ναι, ξέφυγε από τα τετριμμένα, έγινε από τους λίγους, τους ελάχιστους που το πεπρωμένο το ξεγέλασαν. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα έκανε τεράστια καριέρα στον στρατό. όταν πέταξε το χακί από πάνω του ήταν Ταγματάρχης.
Την είχε και την έχει ακόμα αυτή την αυστηρή, “εξουσιαστική” αύρα. Για την ακρίβεια, με αυτήν έκανε καριέρα. Έμεινε στο θυμικό σαν άξεστος “αλήτης” με εξαιρετικές τεχνικές δεξιότητες, σαν ένα δύσκολο παιδί που αναστάτωνε το παιχνίδι με τις διαρκείς εναλλαγές κατεύθυνσης.
Παλιομοδίτικο στυλ, εκείνη η -χαμένη πια- μαγκιά της επιβολής, η οποία σήμερα θα χαρακτηριζόταν “αγωνιστικό bullying“. Χαρακτήρας σκληρός, ιδιαίτερος, μπρούσκος. Ό,τι πρέπει για μια εποχή, στην οποία τα χτυπήματα και οι ουλές στα πόδια θεωρούντο περίπου παράσημο, γιατί «το ποδόσφαιρο ήταν για άντρες».
Δεν θα είχε επιβιώσει επ’ ουδενί στον σύγχρονο κόσμο του ποδοσφαίρου ο Στόιτσκοφ. Του ταίριαζε το βουκολικό τοπίο της Φιλιππούπολης, του Πλόβντιβ. Η έκρηξή του συνέπεσε και με την εξωστρέφεια του τόπου.
Το ball boy της ταπεινής Μαρίτσα του Πλόβντιβ, στην οποία έπαιζε τερματοφύλακας ο πατέρας του, στην αρχή μπήκε στην ομάδα περίπου σαν μασκότ. Στην πορεία έγινε κανονικό μέλος της και κατέληξε το αστέρι που δεν τον χωρούσε ο τόπος.
Δυο σεζόν στη Χέρμπος από τα 16 και αμέσως στα ραντάρ των “μεγάλων”. Έκανε εντύπωση το πάθος του, το γεγονός ότι δεν “μάσαγε” πουθενά. Οποιοδήποτε άλλο παιδί στη θέση του, εάν το καλούσε η ΤΣΣΚΑ Σόφιας στα 18, θα πετούσε τη σκούφια του. Εκείνος πήρε τη μεταγραφή κι έμεινε ανέκφραστος, προσηλωμένος στην στρατιωτική πειθαρχία του.
Κορμί φτιαγμένο από μπετόν, πόδια αρσιβαρίστα, “χοντρά” χαρακτηριστικά. Τίποτα δεν προϊδέαζε τη μεταμόρφωση εντός γηπέδου.
Ο χαρακτήρας συν τω χρόνω γινόταν όλο και πιο σκληρός, κάθε άλλο παρά ωρίμαζε μεγαλώνοντας. Στον ματωμένο Τελικό Κυπέλλου του 1985 ήταν εκ των πρωταίτιων των πρωτοφανών επεισοδίων, ο συγγραφέας της μαύρης σελίδας. ΤΣΣΚΑ εναντίον Λέφσκι, Στόιτσκοφ εναντίον όλων. Τιμωρήθηκε με αποκλεισμό έξι μηνών, οι δυο ομάδες διαγράφηκαν(!) από τα μητρώα της Ομοσπονδίας. Εγένετο Σρέντετς και ο Χρίστο επέστρεψε ακόμα πιο φωνακλάς, ακόμα πιο σκληρός. Αλλά και πολύ πιο παικταράς.
Διψασμένος για εκδίκηση διαλύει τους πάντες στο βουλγάρικο πρωτάθλημα άμα τη επιστροφή του. Πρώτος σκόρερ, ένας πραγματικός “δολοφόνος” εντός αγωνιστικού χώρου, κύριος παράγοντας των απανωτών επιτυχιών της Σρέντετς. Στα 22 είναι ήδη world class material και το επιβεβαιώνει με το “χρυσό παπούτσι”. 38 γκολ, όσα το ιερό μεξικάνικο τέρας της Ρεάλ, ο Ούγκο Σάντσες.
Εκείνη τη σεζόν έγινε και η πρώτη επαφή του Στόιτσκοφ με το ελληνικό ποδόσφαιρο. Στο -θαμμένο στη λήθη- Κύπελλο Κυπελλούχων, απέναντι στον Παναθηναϊκό, ο οποίος παραλίγο να γίνει το κισμέτ του. Ο Παναθηναϊκός θα αποκλειστεί με συνοπτικές διαδικασίες, αφού στο Στάδιο του Στρατού, το Narodna Armia, ηττάται με 2-0. Στη συνέχεια, χάνει και στην Αθήνα, αλλά ο τότε ιδιοκτήτης, Γιώργος Βαρδινογιάννης, έχει ερωτευτεί τον “αλήτη” με το νούμερο 8 στη φανέλα. είναι βέβαιος ότι χτύπησε φλέβα χρυσού.
Όλα δείχνουν ότι ο Στόιτσκοφ θα ντυθεί στα πράσινα, η Σρέντετς, όμως, κληρώνεται στη συνέχεια με τη Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ, ο άσημος Βούλγαρος βγάζει μάτια και ο Κρόιφ δίνει άμεσα εντολή να αποκτηθεί με κάθε κόστος. Οι Βούλγαροι “πουλάνε” τη συμφωνία με τον Βαρδινογιάννη και ο Στόιτσκοφ καταλήγει στη Βαρκελώνη αντί 4,5 εκατομμυρίων δολαρίων.
Είχε βοηθήσει τα μέγιστα η πτώση του καθεστώτος, η άρση της απαγόρευσης μεταγραφής νεαρών ποδοσφαιριστών, το κλίμα μιας αλλοτινής εποχής “γκλάσνοστ” και “περεστρόικα”. Δεν είναι σαφές, εάν του ταίριαζε η καταλανική γη. Άλλοτε έμοιαζε αυτόχθων, άλλοτε ξένο σώμα.
Ήταν μια διαφορετική Μπαρσελόνα, στα σπάργανα κι εκείνη της έκρηξης. Ω του θαύματος και πάλι η έκρηξη συνέπεσε με τον Χρίστο Στόιτσκοφ. Η βαριά φανέλα της Μπάρσα, η παρουσία του Κρόιφ, οι παγκόσμιας κλάσης συμπαίκτες δεν τον πτόησαν δευτερόλεπτο.
Καυγάδες, τσαμπουκάδες, διαμαρτυρίες, old fashioned μανούρες. Στο Σούπερ Καπ επιτέθηκε στον διαιτητή, του κόστισε δέκα μέρες αποκλεισμό. Στη Βαρκελώνη άρχισαν να ανησυχούν για την “επένδυση”. Ο Τύπος ήδη πίεζε, ήταν αδιανόητο να σπαταλήσει ολόκληρη Μπάρσα μια θέση ξένου για έναν Βούλγαρο που δεν τον ήξερε άνθρωπος. Οι σχέσεις με τους συμπαίκτες του κάκιστες, ο τρόπος του κακός, υποτιμητικός, «βαλκάνιος», όπως είπε κάποτε ο Κρόιφ. Η κατάκτηση της Liga άμβλυνε τις εντυπώσεις, τα προβλήματα κρύφτηκαν κάτω από το χαλί, ο Στόιτσκοφ ήταν η επιτομή του «ναι μεν, αλλά».
Στις μέρες μας θα είχε απομακρυνθεί/πουληθεί με συνοπτικές διαδικασίες, ακόμα και κάτω του κόστους αγοράς. Τότε, ακόμα και οι πολύ μεγάλοι σύλλογοι διέθεταν υπομονή, ήξεραν να συγχωρούν τα “κακά παιδιά”.
Χωρίς τον Στόιτσκοφ στη δύναμή της, η Μπάρσα πιθανότατα δεν θα είχε γευτεί το νέκταρ της κατάκτησης του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Γουέμπλεϊ. Μπορεί το γκολ του Τελικού να το σκόραρε ο Κούμαν, ο Βούλγαρος, όμως, ήταν ο απόλυτος πρωταγωνιστής της σεζόν.
Εάν δεν ήταν οξύθυμος ο Βούλγαρος, το France Football θα του είχε απονείμει τη “χρυσή μπάλα”. Δεν είναι υπερβολή ότι εκείνη τη σεζόν, ο “αλήτης” ήταν καλύτερος από το Μάρκο Φαν Μπάστεν. Δεν το πήρε καλά, για να είμαστε ειλικρινείς πρόκειται για έναν χαρακτήρα που τίποτα δεν παίρνει καλά.
“Απάντησε” στους ειδικούς με μια ακόμα καλύτερη σεζόν σε προσωπικό επίπεδο.
Είκοσι γκολ στη Liga, δεν έπαιζε καν σέντερ φορ παρουσία του μεγάλου Ρομάριο. Το δίδυμο που συνέθεσε με το έτερο “δύσκολο παιδί” του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, εξακολουθεί να είναι ό,τι εγγύτερο στην τελειότητα. Η Μπαρσελόνα των ημερών τους ήταν μια συμμορία, μια παρέα που μαζεύτηκε στην αλάνα και αποδεκάτιζε οποιονδήποτε αντίπαλο.
Ξανά τελικός, η Αθήνα που του πήγαινε και δεν τον είχε πληγώσει ποτέ. Η Μπάρσα διασύρεται, την κατακρεουργεί η Μίλαν του Καπέλο. το τελικό 0-4 είναι μαύρη κηλίδα στην ιστορία των μπλαουγκράνα. Στα αποδυτήρια εκτοξεύονται βαριές κουβέντες, ίσως βαρύτερες από το επιτρεπτό.
Το κλίμα, πριν ενσωματωθεί στην αποστολή της Βουλγαρίας για το Μουντιάλ των Η.Π.Α., ήταν αποκλειστικά και μόνο εναντίον του. Οι Βούλγαροι είχαν προκριθεί την τελευταία στιγμή, με μια απίθανη νίκη στο Παρίσι εναντίον των Γάλλων στο τελευταίο λεπτό.
Ήταν μια παρέα από “Στόιτσκοφ”, μια ομάδα άλλης εποχής σε νοοτροπία, αλλά της νέας εποχής στο ποδόσφαιρο. Δεν τους λόγιζαν καν ως αουτσάιντερ. η βαριά ήττα από τη Νιγηρία στην πρεμιέρα στο Ντάλας το επιβεβαίωσε. Μαζί με την Εθνική μας θα παλέψουν για την τρίτη θέση στον όμιλο. Είχε έρθει η στιγμή για την επόμενη έκρηξη, την πιο απροσδόκητη απ’ όλες.
Ο Στόιτσκοφ ξέσπασε. Ό,τι είχε μαζέψει μετά από εκείνον τον Τελικό στο Ολυμπιακό Στάδιο, το έβγαλε στο χορτάρι των γηπέδων της Αμερικής. Με την παραπαίουσα Εθνική Ελλάδας η αποστολή ήταν εύκολη.
Το τελικό 4-0 έγινε το δεύτερο συνθετικό του ιλαρού για την Εθνική μας «4-4-2».
Η πραγματική εποποιΐα, όμως, ήταν το παιχνίδι απέναντι στο μεγάλο φαβορί, την Αργεντινή. Χειμαζόμενη και από το τεράστιο θέμα που προέκυψε με τον Μαραντόνα, οι Αργεντίνοι γίνονται βορά στις ορέξεις των Βουλγάρων. Το άγγιγμα με το αριστερό που νίκησε τον Ίσλα, η μεγάλη βραδιά του Λέτσκοφ, του Κοσταντίνοφ, του Μπαλάκοφ, του Ιβάνοφ.
Βουλγαρία, ο κόσμος! Κόσμε, η Βουλγαρία!
Στο πρώτο νοκ άουτ με το Μεξικό, μπαίνει στο γήπεδο χαμογελώντας ειρωνικά. Έτσι ήταν από μικρό παιδί. Αυθάδης, ανυπόφορος. Ο Γιορντάνοφ τον βγάζει στο ξέφωτο. ο Στόιτσκοφ στο ξέφωτο ήταν αδίστακτος τιμωρός. Οι Βούλγαροι πήραν την πρόκριση στα πέναλτι και για πρώτη φορά προκρίθηκαν σε Προημιτελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Σιγά-σιγά ξεκίνησε η αναστάτωση, αυξήθηκε το ενδιαφέρον για αυτή την ομάδα με το ασήμαντο πρωτάθλημα, για αυτή τη χώρα που πολλοί Αμερικανοί δεν ήξεραν ότι υπήρχε.
Το παιχνίδι με τη Γερμανία του Ματέους στην έδρα των Giants στη Νέα Υόρκη έμοιαζε με χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Όταν ο μεγάλος Λόταρ άνοιξε το σκορ, ο Στόιτσκοφ έστησε τη μπάλα στη σέντρα με τόση οργή, ώστε ξύπνησε τους συμπαίκτες του. Απανωτές εκρήξεις.
Έξι λεπτά μετά το προβάδισμα των Γερμανών, το αριστοτεχνικό χτύπημα φάουλ του Χρίστο άφησε άναυδο τον Ίλγκνερ. Το αριστούργημα του Λέτσκοφ ολοκλήρωσε το θαύμα της Βουλγαρίας. Ημιτελικός. Η ταπεινή Βουλγαρία στις τέσσερις καλύτερες ομάδες του κόσμου.
Μόνο μια άυλη θεότητα μπορούσε να σταματήσει την ορμή της λάβας των απανωτών εκρήξεων. Εάν δεν υπήρχε το ζεν κοτσιδάκι του Ρομπέρτο Μπάτζο, η Βουλγαρία θα είχε προκριθεί στον Τελικό και ποιος ξέρει τι θα γινόταν κόντρα στους Βραζιλιάνους.
Ο Στόιτσκοφ αποχώρησε με τον άκρως τιμητικό τίτλο του πρώτου σκόρερ σε τελικά Παγκοσμίου Κυπέλλου. Το France Football αποκατέστησε την αδικία της απονομής “χρυσής μπάλας”, δίνοντάς την σε εκείνον. Έπρεπε να την πάρει ο Μπάτζο, όπως ακριβώς έπρεπε να την πάρει ο Στόιτσκοφ δυο χρόνια νωρίτερα.
Ήταν 28 και στην πατρίδα του συγκαταλέγετο στους ήρωες του έθνους, σε μια ιερή προσωπικότητα που δεν μπορούσε να αγγίξει κανείς. Ακριβώς εκεί ήταν το κομβικό σημείο της αρχής της αποκαθήλωσης, στον κολοφώνα της δόξας του. Όσο συντριπτικός υπήρξε στην έκρηξή του και την επιρροή στο ποδόσφαιρο, άλλο τόσο καταστροφική ήταν και η πτώση του.
Το ηφαίστειο έπαψε να εκρήγνυται. μετά τη χειρότερή του σεζόν στη Μπάρσα, επέλεξε να συνεχίσει στην Ιταλία και την Πάρμα. Με τα εχέγγυα της οικογένειας Τάντσι, ιδιοκτήτριας του κολοσσού της Παρμαλάτ, η Πάρμα πήρε το ρίσκο να τον εντάξει σε μια ήδη διαμορφωμένη από τον Νέβιο Σκάλα κατάσταση.
Προύχοντας της ομάδας ήταν ο Τζόλα. αυτό ο Στόιτσκοφ δεν το χώνεψε ποτέ. Στο ευκίνητο 4-3-3 του Σκάλα, ο Στόιτσκοφ έμοιαζε με ψάρι έξω απ’ το νερό. Οι ιταλικές άμυνες τού μετέτρεψαν κάθε ενενηντάλεπτο σε εφιάλτη. Ο Χρίστο ξανάγινε το δύστροπο παιδί, στο οποίο δεν συγχωρείτο καμία παρασπονδία. Αγωνιστική και μη.
Το 1996 κατάφερε να αγωνιστεί και στο μοναδικό Euro, στο οποίο συμμετείχε η πατρίδα του. Ήταν αδιανόητο για οποιονδήποτε να μην συμπεριληφθεί στις κλήσεις. Η Αγγλία δεν ήταν Η.Π.Α., η Βουλγαρία δεν ήρθε σαν Σταχτοπούτα να χαλάσει το πάρτι.
Θεώρησε ότι η επιστροφή σε γνώριμα λημέρια θα φέρει και την ανάσταση.
Ο κόσμος στη Βαρκελώνη τον λάτρευε. πιο πολύ ικανοποίησαν τον κόσμο, παρά τις ανάγκες της ομάδας, με την απόφαση να επιστρέψει στο Καμπ Νου. Βρήκε αλλαγμένα αποδυτήρια, διαφορετική αύρα, κυρίως κατάλαβε ότι δεν ανήκει πια στο ποδόσφαιρο του μέλλοντος.
Μπροστά του εκτυλίχθηκε ο μύθος του τυφώνα Ρονάλντο. Ήταν η μοναδική φορά, όταν ο Στόιτσκοφ παραδέχτηκε πως δεν ήταν ο καλύτερος, η πρώτη φορά που “έκανε πίσω”. Έπαιξε σαν αλλαγή κάποια παιχνίδια, ήταν βαρύς, αλλά πλέον το διασκέδαζε. Ήταν κρίμα που το διασκέδασε, όταν τα καλά χρόνια ήταν πίσω. Κίνητρο για να παίζει μπάλα ήταν πλέον το Μουντιάλ στη Γαλλία.
Επέστρεψε στα πατρώα εδάφη, ξαναφόρεσε τη φανέλα της ΤΣΣΚΑ Σόφιας, μόνο και μόνο για να μείνει ενεργός, φιτ και να ζήσει ένα ακόμα Παγκόσμιο Κύπελλο, με την κρυφή ελπίδα της επανάληψης του θαύματος της Αμερικής.
Ο κύκλος είχε κλείσει, απέμενε μονάχα η κεφαλαιοποίηση του μύθου της νιότης. Ήταν 32 κι έμοιαζε τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερος. Τέτοια ήταν και η “κοψιά” και η αύρα του απ’ τα 18 του χρόνια.
Ξεκίνησε μια μακρά περιοδεία στον κόσμο μεταξύ Σαουδικής Αραβίας, Ιαπωνίας και Ηνωμένων Πολιτειών, πριν ολοκληρώσει την καριέρα του το 2003 στη D.C. United.
Μια απερίσκεπτη ιδιοφυΐα, ένα μοναδικά γοητευτικό αριστερό πόδι, το οποίο εξαπέλυε με την ίδια ευκολία αδιανόητης δύναμης οβίδες και αριστοτεχνικά φαλτσαριστά σουτ. Ένας καθαρόαιμος Βαλκάνιος παλαιάς κοπής, ένα αγύριστο κεφάλι που πίστευε και υπηρετούσε δικούς του νόμους και κανόνες, μέχρι που αντιλήφθηκε ότι το εκρηξιγενές μάγμα του επρόκειτο να παραμείνει στα έγκατα της γης.
Και μετά την καριέρα του, ουδέποτε σταμάτησε να “απασχολεί” τα Μέσα.
Ουκ ολίγες συζητήσιμες δηλώσεις, διάφορες εκρήξεις και μετά και άνευ νοήματος.
Ένας λάθος άνθρωπος σε λάθος εποχή. Ο Χρίστο Στόιτσκοφ.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τρίφον Ιβάνοφ: Τα χνάρια του ποτέ δεν τα λογάριασε
17/11/1993, το τελευταίο βράδυ του ποδοσφαιρικού ρομαντισμού