Η προσέγγιση ενός νέου παίκτη, ο τρόπος επικοινωνίας και συνεργασίας μαζί του, είναι καθαρά θέμα φιλοσοφίας του εκάστοτε προπονητή.
Η προσπάθεια να πλησιάσεις έναν νέο αθλητή κρύβει συχνά ένα είδος πατρικής στοργής, όσο επιχειρείς να του διδάξεις κάποια πράγματα.
Η δική μου πρόθεση, σε μία παρατήρηση ή ακόμη και επίπληξη ενός παίκτη, έχει αυτή τη λογική. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι η ομάδα και όχι εκείνος. Το άθλημα είναι ομαδικό και δεν χρειάζεται να χάνουμε το δάσος, γιατί βλέπουμε μόνο ένα δέντρο.
Μέσα σε αυτόν τον κύκλο, στόχος είναι η βελτίωση της ομάδας.
Το καλοκαίρι του 2012 συμφωνήσαμε με τον κόουτς Κώστα Φλεβαράκη να εργαστούμε στη Μπραουνσβάιγκ και όταν φτάσαμε στη Γερμανία αντικρίσαμε ένα νέο παιδί με το όνομα Ντένις Σρέντερ.
Στο δυναμικό της ομάδας υπήρχε και ο νυν σέντερ των Μπόστον Σέλτικς, Ντάνιελ Τάις, ο οποίος με τον Ντένις ήταν και είναι ακόμη σαν αδέρφια.
Στον σύλλογο υπάρχει ένας ικανός προπονητής ακαδημιών, με εξαιρετικό αισθητήριο και «μάτι» και στο ρόστερ μας υπήρχε και ο Χάουαρντ Σαντ-Ρος.
Για τη Μπραουνσβάιγκ, πάντως, εκείνο ήταν ένα περίεργο καλοκαίρι. Κάποια οργανωτικά ζητήματα έφεραν τον Τάις εκτός ομάδας -μετακομίζοντας στην Ουλμ-, ενώ για τον Σρέντερ υπήρχε μία ιδιάζουσα κατάσταση.
Ο μικρός επέλεξε να μείνει, εγώ με τον κόουτς Φλεβαράκη θέλαμε να δουλέψουμε μαζί του και χαιρόμαστε για την καθιέρωσή του στο ΝΒΑ, η οποία ανταμείφθηκε με μία ανταλλαγή από τους Θάντερ στους πρωταθλητές Λέικερς!
Στη Γερμανία υπάρχει μία διαφορετική κουλτούρα. Κάποια πράγματα για τα οποία εμείς στην Ελλάδα είμαστε πιο σκληραγωγημένοι, δουλεύοντας με παιδιά που είναι πιο ιδιόμορφοι χαρακτήρες, στη Μπουντεσλίγκα είναι αλλιώς.
Όταν φτάσαμε με τον κόουτς Φλεβαράκη στην πόλη, κανένας δεν έλεγε ότι ο Ντένις Σρέντερ είναι ένας παίκτης δίχως ταλέντο. Απλώς θεωρούσαν πως, κατά το κοινώς λεγόμενο, δεν τον κάνεις εύκολα «κουμάντο» και δεν είναι εύκολο να ενταχθεί σε ένα σύστημα.
Δεν μας είπαν μεν να μην τον υπολογίζουμε, ωστόσο αυτή ήταν η γενικότερη αίσθηση.
Θυμάμαι ακόμη την πρώτη προπόνηση, στην οποία κοιταχτήκαμε με τον κόουτς και αναρωτηθήκαμε «πώς γίνεται αυτός ο γκαρντ να μην παίξει;».
Φαινόταν με γυμνό μάτι ότι αυτό το παιδί ήταν «φτιαγμένο» για να παίξει μπάσκετ σε υψηλό επίπεδο. Πολύ δυνατός χαρακτήρας, από τότε, από την ηλικία των 19 ετών.
Είχε μία ιδιαίτερη προσωπικότητα και αυτό ήταν κάτι που χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε με πατρική στοργή.
Μαζί με τον Κώστα Φλεβαράκη περάσαμε πάρα πολύ χρόνο με τον Ντένις, εντός κι εκτός γηπέδου. Για τον ίδιο ήταν μία μεγάλη αλλαγή.
Παρότι έχει αστείρευτη αυτοπεποίθηση, ίσως και εκείνος δεν περίμενε ότι από το δεύτερο ματς της σεζόν θα είναι ένα βασικό κομμάτι της λειτουργίας της ομάδας, ενώ καλά-καλά ακουγόταν ότι δεν θα παίζει καν!
Αυτό τον ενθάρρυνε περισσότερο και από τα λόγια που του λέγαμε εμείς. Διαπίστωσε ότι, αν και ξένοι, οι προπονητές που ήρθαν στην ομάδα και δεν τον γνώριζαν, δεν τους ήξερε, του πρόσφεραν εμπιστοσύνη και το αισθάνθηκε άμεσα.
Ο Ντένις Σρέντερ κατάλαβε αμέσως πως η Μπραουνσβάιγκ λειτουργεί με ένα προπονητικό πλάνο, με συγκεκριμένους κανόνες τους οποίους εμείς οι Έλληνες προπονητές έχουμε μάθει να εφαρμόζουμε.
Μέσα στη σεζόν υπήρξαν φυσικά αγωνιστικές δυσκολίες, οι οποίες άλλες φορές λύνονταν με πιο αυστηρό τρόπο, για το καλό του, και άλλες με πιο ήπιο, αν κρίναμε ότι αυτό χρειαζόταν.
Είναι τέτοιο το ταλέντο του Σρέντερ που από εκείνη την εποχή ο ίδιος μπορούσε να φανταστεί και να έχεις τις φιλοδοξίες για το τι θα επακολουθήσει.
Σε επίπεδο Μπουντεσλίγκα ήταν ξεκάθαρο πως ανήκει στο υψηλό κομμάτι της. Όταν ήταν αποφασισμένος να κάνει καλή προπόνηση και να παίξει όπως θέλαμε, οι πρωτοκλασάτοι παίκτες είχαν σοβαρό πρόβλημα να τον αντιμετωπίσουν.
Είχε αυτογνωσία και υψηλό επίπεδο εργατικότητας και αυτό αποτυπώνεται ακόμη και στις μέρες μας, που ως ιδιοκτήτης πια της Μπραουνσβάιγκ, βρίσκεται στη Γερμανία ωσότου αρχίσει η νέα σεζόν στο ΝΒΑ και προπονείται σκληρά.
Ο στόχος του ήταν από τότε να παίξει στο ΝΒΑ και στο μυαλό του δεν υπήρχε η περίπτωση να «ξοδέψει» άλλη μία χρονιά στην Ευρώπη.
Ήταν αποφασισμένος, το απέδειξε στο γήπεδο και επιβραβεύτηκε με την επιλογή του στο Νο17 του ντραφτ του ΝΒΑ το 2013, από τους Ατλάντα Χοκς, δύο θέσεις πίσω από τον Γιάννη Αντετοκούνμπο.
Η προσθήκη του στους Λέικερς είναι μία εξαιρετική συγκυρία για την καριέρα του Σρέντερ, γιατί θα τον βάλει σε μία ξεκάθαρη διαδικασία διεκδίκησης του τίτλου.
Η νοοτροπία του και η εξυπνάδα του και ως παίκτης και ως άνθρωπος θα τον βοηθήσει να προσαρμοστεί πλάι σε δύο μεγάλους σταρ, όπως οι ΛεΜπρον Τζέιμς και Άντονι Ντέιβις.
Κάποιες φορές παραμένει ακόμη παρορμητικός, όμως ένας λόγος που ο Ντένις έφτασε εκεί που έφτασε είναι ο χαρακτήρας του. Είναι πολύ ανταγωνιστικός και θέλει να κερδίζει και στην προπόνηση.
Θα κληθεί να αποδείξει πως σε μία τέτοια ομάδα μπορεί να σκοράρει, αν χρειαστεί. Να κάνει άλλες δουλειές και να επιβεβαιώσει πως είναι στο επίπεδο να σταθεί επάξια δίπλα σε δύο εκ των ενδεχομένως πέντε κορυφαίων παικτών αυτή τη στιγμή στο ΝΒΑ.
Αυτό θα προσφέρει και στον ίδιο μία μεγάλη αγωνιστική ευκαιρία, καθώς μου είχε εκμυστηρευτεί πως είχε προτάσεις από αρκετές ομάδες και ήταν επιθυμία και του ίδιου να κάνει ένα βήμα παραπάνω, μετά τη θητεία του στην Οκλαχόμα Σίτι.
Θα μπορούσε να μετακομίσει σε έναν οργανισμό στον οποίο θα είναι ηγέτης, να είναι «δική του» η ομάδα.
Όμως είναι αντίστοιχα μεγάλη πρόκληση να κατορθώσει να επιβεβαιώσει τη ποιότητά του με σπουδαίους συμπαίκτες και στόχο ένα πρωτάθλημα.
Ο Ντένις έχει τρομερή ταχύτητα στο παιχνίδι του και μεγάλη ικανότητα στο «ένας εναντίον ενός». Αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα και με τον τρόπο του, με τη μπάλα στα χέρια, θα δώσει λεπτά ξεκούρασης στον ΛεΜπρον.
Από τα 18 του, εδώ στη Γερμανία, έκανε πάρα πολλά πράγματα σε πολύ καλό επίπεδο. Ίσως να μην έκανε κάτι εξαιρετικά, αλλά ήταν αποδοτικός και σύνθετος.
Με δεδομένο ότι βελτιώνει συνεχώς το μακρινό σουτ του, στην επίθεση μπορεί να κάνει οτιδήποτε του ζητηθεί.
Διαθέτει ταχύτητα και εκρηκτικότητα και μπορεί να δημιουργήσει πλεονέκτημα ακόμη και δίχως να είναι ο κύριος πασέρ. Ο Ντένις, βεβαίως, είναι αποδοτικότερος με τη μπάλα στα χέρια του και αυτό θα έχει ενδιαφέρον στη συνύπαρξή του με τον Τζέιμς.
Αν και θεωρώ ότι δεν θα έχει πρόβλημα να ενταχθεί στη φιλοσοφία της νέας ομάδας του.
Δεν υπάρχει κανόνας στο να αποφασίζει με σταθερή άποψη ένας προπονητής για την άμεση χρησιμοποίηση ενός νέου παίκτη, σχεδόν έφηβου, «στα βαθιά». Είναι φιλοσοφία και προσέγγιση που πηγάζει από τα βιώματα και τη σκέψη που έχει ένας κόουτς πάνω στο μπάσκετ.
Κυρίως, πάντως, είναι θέμα του αν ο πιτσιρικάς ξέρει πού «πατάει». Αν ο ίδιος ο νέος είναι στην ίδια «σελίδα» μαζί σου.
Συχνά δεν είναι εύκολο να «σπρώξεις» παράλληλα δύο ή τρεις 18χρονους προς αυτή την κατεύθυνση, διότι θα κερδίσεις πολύ λιγότερα από όσα ρισκάρεις να χάσεις.
Παιδιά όπως ο Ντένις Σρέντερ, στον οποίο με τον κόουτς Φλεβαράκη δείξαμε εμπιστοσύνη, χρειάζεται να παίζουν και πλάι σε καλούς συμπαίκτες, ώστε να βελτιώνονται και να έχουν αξιόλογα παραδείγματα.
Δεν πρέπει, αν δεν αγωνίζονται πολύ, να «πέφτουν» ψυχολογικά και να προσθέτουν έξτρα πίεση στον εαυτό τους. Οφείλουμε να φροντίζουμε να αποφεύγουν να κάνουν δεύτερες σκέψεις για το αν είναι καλοί παίκτες.
Προσωπικά, όπως κάναμε και με τον Ντένις, πιστεύω ότι αξίζει ένας ταλαντούχος και ικανός νεαρός να λαμβάνει την ευκαιρία του, με όποιο ρίσκο κι αν συνοδεύει αυτή την επιλογή.
Αυτή είναι πολύ τακτικά και μία κουβέντα και ένα δίλημμα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε στη χώρα μας.
Στα 15 χρόνια που εργάζομαι σε επαγγελματικές κατηγορίες στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, έχω παρατηρήσει πως στα μέρη μας έχουμε πολλά καλά πράγματα, αλλά ταυτόχρονα κι ένα κακό.
Διαθέτουμε πολλούς και πολύ καλούς προπονητές, με τεχνογνωσία. Ίσως είναι μπασκετικό DNA και κατανοούμε τα απλά πράγματα. Είμαι περήφανος μπασκετικά για την Ελλάδα.
Ωστόσο, αυτό που μας χαλάει τη σειρά στην εφαρμογή των ικανοτήτων και των ιδεών μας είναι η πίεση του αποτελέσματος… Όλα κρίνονται από αυτό. Αν κερδίσεις, όλα είναι καλά. Αν δεν νικήσουμε, πόσο χρόνο έχουμε να διορθώσουμε την κατάσταση; Σε βάζει στη διαδικασία να αναρωτηθείς «μήπως χάσαμε γιατί βάλαμε να παίξει το τάδε νεαρό παιδί;».
Την ώρα του αγώνα ή της προπόνησης δεν τα σκέφτεσαι. Όμως οι απαιτήσεις φέρνουν αυτά τα ερωτήματα ενστικτωδώς στο μυαλό σου και συχνά οι κόουτς, μάλλον λογικά, βλέπουν τις ευκαιρίες στους νέους με μεγαλύτερο φόβο.
Το ευρωπαϊκό μπάσκετ, του «πέντε εναντίον πέντε» και της τακτικής, δεν μπορεί να επιβιώνει με «μαγικά». Δεν είναι δυνατόν να έχουν απαίτηση από εσένα να δείξεις έργο σε δύο-τρεις μήνες.
Στην Ελλάδα απαιτούν «ταχυδακτυλουργικά», ώστε να είναι χαρούμενος ο κόσμος της ομάδας, η διοίκηση και ο Τύπος. Σε καμία περίπτωση αυτό δεν είναι εφικτό.
Όταν μπει στο μυαλό σου το αν θα ρισκάρεις με τη χρησιμοποίηση ενός 18χρονου, η απορία και η αμφιβολία είναι εύλογη, δεδομένων των συνθηκών. Όμως, κάποιες φορές, όπως το 2012 με τον Σρέντερ, χρειάζεται να το διακινδυνεύσεις, αν το(ν) πιστεύεις.
Ο ίδιος ο Σρέντερ, εκτός από εν ενεργεία παίκτης του ΝΒΑ, είναι παράλληλα και ιδιοκτήτης της Μπραουνσβάιγκ.
Από το 2012 είχα μαζί του μία πολύ καλή σχέση και είχαμε τακτική επικοινωνία με τηλεφωνήματα ή μηνύματα. Από τη στιγμή που αγόρασε εξ ολοκλήρου την ομάδα, με κάλεσε και με ρώτησε ποιο μπορεί να είναι το πλαίσιο της νέας συνεργασίας μας.
Ο Ντένις είναι ο βασικός λόγος που είμαι και πάλι φέτος μέλος της ομάδας.
Μου έχει κάνει εντύπωση ότι, ως ιδιοκτήτης, πολλά πράγματα που επιθυμεί να γίνουν στη Μπραουνσβάιγκ είναι εκείνα που κάναμε μαζί με τον κόουτς Φλεβαράκη από το 2012.
Προφανώς, ως παράγοντας, είναι άπειρος. Προφανώς και δεν είναι ο συνηθισμένος επιχειρηματίας με μία πετυχημένη εταιρία που θέλει να διοικήσει μία αθλητική ομάδα δίχως να έχει άποψη και πλήρη γνώση του αντικειμένου.
Είναι ένα άτομο που επιχειρεί να κάνει κουμάντο ξέροντας απόλυτα τη λειτουργία μίας ομάδας. Γνωρίζοντας πώς είναι η κατάσταση στα αποδυτήρια. Κάποιες φορές αυτό είναι ιδανικό και άλλες δύσκολο στη διαχείριση.
Ο Ντένις Σρέντερ δεν αλλάζει τη νοοτροπία του όταν καλείται να λειτουργήσει από παίκτης, με την ιδιότητα του παράγοντα.
Οι αντιδράσεις του είναι ίδιες. Στα 27 του, στα ματς που παρακολούθησε, τον είδα να συμπεριφέρεται από την εξέδρα σαν να είναι στον πάγκο και να περιμένει ένα νεύμα του κόουτς Πιτ Στρομπλ να μπει στο παρκέ.
Κάθεται είτε πίσω από τον πάγκο είτε απέναντι και διαπιστώνεις ακόμη και από αυτή τη θέση την αυτοπεποίθησή του. Αισθάνεσαι σε κάθε συζήτηση την εμπιστοσύνη που σου βγάζει σε αυτά που λέει και πράττει. Είναι ιδιαιτέρως εκφραστικός και συχνά σκέφτομαι να του ζητήσω να βγάλει τα πολιτικά και να μπει να παίξει!
Αυτή η νοοτροπία ενδεχομένως να αλλάξει μόνο με τα χρόνια.
Γιατί ο Ντένις Σρέντερ, εκτός από σπουδαίος παίκτης, παραμένει ένας πολύ πιστός άνθρωπος. Ένας χαρακτήρας για τον οποίο η οικογένειά του εξακολουθεί να είναι πάνω απ’ όλα. Όπως και οι συνεργάτες που είναι κοντά του.
Δεν ξεχνά ποτέ εκείνους που στάθηκαν πλάι του και δεν κρατά αποστάσεις από τους κοντινούς ανθρώπους του.
Είναι πάντα υποστηρικτικός και διαθέτει αυτό τον χαρακτήρα με τον οποίο δεν ξεχνά ποιοι είναι δίπλα του και ποιοι τον έχουν βοηθήσει ως τώρα στην καριέρα και τη ζωή του. Είναι πολύ σημαντικό ότι πέρα από καλός αθλητής, παραμένει κυρίως εξαιρετικός άνθρωπος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Κώστας Παπάζογλου: «Δημιούργησε την ευκαιρία σου»
Τα γράμματα του Φρανκ Βόγκελ στον Ρικ Πιτίνο έγιναν οι συστατικές επιστολές του