Πού ακούστηκε, ε; Γερμανός που σιχαίνεται την μπίρα.
Δεν είναι σύνηθες, μα μπορεί να συμβεί. Οι εξαιρέσεις υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τους κανόνες και οι δακτυλοδεικτούμενοι για να σπάνε τα στερεότυπα. Κι έτσι κι εκείνος βάδισε αυτόν ακριβώς τον δρόμο, καταδικασμένος δακτυλοδεικτούμενος σε κάθε περίσταση. Στις πρώτες γιορτές, τις εξόδους, τους πανηγυρισμούς, τις παραδοσιακές γερμανικές τελετές χαράς, τα “πρωταθληματικά λουσίματα”. Να την αποφεύγει σχεδόν με απέχθεια.
Τι κι αν μεγάλωσε στην καρδιά της πατρίδας της, μέσα στη Βαυαρία, τι κι αν τόσες από τις πρώτες αναμνήσεις του ξετυλίχθηκαν στα ξύλινα τραπέζια του Oktoberfest, εκεί που εκείνη έρεε άφθονη και χρυσαφένια μέσα στα γιγαντιαία παγωμένα ποτήρια. Ο Ματς Χούμελς ποτέ του δεν έπινε μπίρα, πάντα τη σιχαινόταν.
«Απλώς δεν μου αρέσει καθόλου, ποτέ δεν μου άρεσε η μπίρα. Έχω πιει 15 φορές στη ζωή μου. Μεγάλωσα μέσα στο Oktoberfest, αλλά απλώς δεν μου άρεσε», έχει ομολογήσει σε μια από τις συνεντεύξεις του. «Αν βάλω σε ένα ποτήρι τόση μπίρα…», λέει και σχεδόν ενώνει τον δείκτη με τον αντίχειρά του, «…και τόση λεμονάδα…», συνεχίζει τεντώνοντας όσο το δυνατόν περισσότερο τα δυο του δάκτυλά, «…πάλι θα έχω στο στόμα μου τη γεύση της μπίρας και δεν την μπορώ».
Βλέπετε, ο χορός της βύνης, οι ιδιαίτεροι λυκίσκοι που λικνίζονταν στη γλώσσα και τον ουρανίσκο του δεν ήταν ποτέ για εκείνο το παιδί, το οποίο δεν άντεχε το γαργαλητό τους, δεν άντεχε αυτό που του άφηναν. Δεν άντεχε την επίγευση στην οποία μια στάλα μπίρας μπορούσε να τον καταδικάσει.
Από νωρίς λοιπόν κατάλαβε πως αυτή, η επίγευση, είναι που ορίζει τα πράγματα. Αυτή, η τελευταία αίσθηση που μπορεί να ομορφύνει ή να καταστρέψει τα πάντα, ό,τι κι αν είχε προηγηθεί, όσο άσχημο ή θαυμάσιο είχε υπάρξει.
Κι έτσι, όταν πια μεγάλωσε, κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα να διορθώσει τη δική του επίγευση, αυτή που είχε πικράνει τη δεύτερη οικογένειά του. Είχε έρθει η ώρα να επουλώσει τις κιτρινόμαυρες καρδιές που είχαν ραγίσει για χάρη του. Με έναν τελευταίο χορό που έληξε δίχως ίχνος δόξας, αλλά επετέλεσε τον δικό του σπουδαίο σκοπό. Γιατί ακριβώς ήταν η έκφραση της πιο γλυκιάς επίγευσης για έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους κεντρικούς αμυντικούς και τη δική του Ντόρτμουντ.
Η πρόκληση ενός ανοιχτού δρόμου
Η μπάλα χτυπά στην γκαραζόπορτα σαν να αγκαλιάζει νοητά τα δίχτυα και ο χτύπος της δίνει τον ρυθμό στο ατελείωτο παιχνίδι. Αυτή είναι η πρώτη του ανάμνηση. Εκείνα τα απογεύματα μετά το νηπιαγωγείο, στο γκαράζ του σπιτιού του δίπλα στον κήπο μαζί με τον αδερφό του και τον μπαμπά του. Τα πρώτα βήματα, τα πρώτα σουτ, τα πρώτα μονά, οι πρώτες απογοητεύσεις, τα πρώτα γκολ. Όλα με το ίδιο φόντο, εκείνη την γκαραζόπορτα.
Όσο μεγάλωνε όμως, η γκαραζόπορτα γινόταν τέρμα και το τσιμέντο τάπητας. Το μονοπάτι ορθάνοιχτο, ήδη διασχισμένο, σχεδόν προδιαγεγραμμένο. Ο μικρός Ματς ήθελε να παίξει ποδόσφαιρο από την πρώτη στιγμή, σαν να τον καλούσε κάτι μέσα του. Και για καλή του τύχη είχε την ευκαιρία να κυνηγήσει το όνειρό του από την πιο ιδανική αφετηρία, από τα φυτώρια της Μπάγερν Μονάχου, εκεί όπου ο πατέρας του, Χέρμαν, παλαίμαχος επαγγελματίας, φρόντιζε να εκκολάπτει τα πιο ταλαντούχα παιδιά της Γερμανίας. Και το ίδιο έκανε και για τα δικά του παιδιά, πρώτα για τον Ματς κι έπειτα και για τον Γιόνας. Ο Ματς βρέθηκε από νωρίς στην ακαδημία της Μπάγερν, μπήκε κι αυτός στη γραμμή παραγωγής ενός περιβάλλοντος με απίστευτα υψηλά στάνταρ σε πειθαρχία, ανταγωνιστικότητα, πρωταθληματισμό, ποδόσφαιρο του κορυφαίου επιπέδου.
Είχε δίπλα του τον μπαμπά του, κάποιες χρονιές προπονητή, κάποιες όχι, όμως αυτό δεν ήταν ακριβώς διευκόλυνση. Μάλλον περισσότερο ήταν πρόκληση. Τα πάντα ήταν πιο αυστηρά για εκείνον, τα πάντα τον καλούσαν να αποδείξει πως άξιζε στα αλήθεια, πως δεν του χαριζόταν η ευκαιρία λόγω του πατέρα του. Και η αλήθεια είναι πως αυτό τον δυσκόλεψε αρκετά. Ήταν ένα παιχνίδι του μυαλού του, κάτι που δεν μπορούσε παρά να τον επηρεάζει, να του κάνει τα πατήματα λίγο πιο δύσκολα.
Φυσικά, δεν τον βοήθησε και το γεγονός πως άργησε να βρει τον ρόλο του, τη θέση στην οποία ήταν πραγματικά καλός. Μέχρι τα 15 του ο Χούμελς αγωνιζόταν ως σέντερ φορ. «Παραήμουν κακός ως επιθετικός. Μάλλον για αυτό δεν υπήρξα ποτέ ταλέντο στη ζωή μου, επειδή κάθε μέρα στην προπόνηση καταλάβαινα ότι δεν ήμουν σέντερ φορ», έχει πει, ίσως λίγο υπερβολικά σκληρά προς τον εαυτό του. Δεν ήταν τόσο κακός, απλώς όντως δεν ήταν επιθετικός, παρότι πέρασε τόσα χρόνια προσπαθώντας να γίνει τέτοιος.
Σαν βρέθηκε πάντως στην αντίπερα όχθη των “ένας εναντίον ενός”, όταν μεταμορφώθηκε σε στόπερ, όλα απέκτησαν νόημα, όλα έδειξαν λίγο πιο απλά.
Και μέσα σε λίγα χρόνια εξελίχθηκε όσο δεν είχε εξελιχθεί σε όλη του την παιδική και εφηβική ηλικία. Τόσο που χτύπησε και την πόρτα της πρώτης ομάδας της Μπάγερν, κάτι που ελάχιστα παιδιά όντως καταφέρνουν να κάνουν σε τόσο μεγάλους συλλόγους. Βέβαια, μία και μόνο συμμετοχή έγραψε μαζί της, πριν φτάσει στη δεύτερη μεγάλη συνειδητοποίηση της καριέρας του, πριν καταλάβει πως η οικογένεια που τον μεγάλωσε δεν ήταν η οικογένεια που έψαχνε.
Το κιτρινόμαυρο καταφύγιο, το άγγιγμα του Κλοπ και η κορυφή του κόσμου
Το σύμπαν δεν κάνει ερωτήσεις, ορίζει τα πράγματα με ιδία πρωτοβουλία. Κι έτσι αυτά συχνά εξελίσσονται με τρόπο που ελάχιστοι θα μπορούσαν να φανταστούν, αρχίζουν από κάτι και καταλήγουν να είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Ό,τι ακριβώς συνέβη και με εκείνον τον δανεισμό. Ήταν ένας απλός δανεισμός, ένα απαραίτητο σκαλοπάτι εξέλιξης, αυτό που τόσοι νέοι παίκτες καλούνται να ανέβουν, μα κατέληξε να γίνει το πρώτο βήμα μιας πανέμορφης πορείας.
Στα 20 του ο Χούμελς άφησε πίσω του όλη την παιδική του ηλικία, όλα όσα είχε περάσει στην Μπάγερν Μονάχου και τα φυτώριά της, και σάλπαρε για την άλλη άκρη της Γερμανίας, στην αγκαλιά της Ντόρτμουντ. Η Μπορούσια είδε αξία σε αυτό το αμούστακο ακόμη παιδί, το οποίο μάλλον δεν θα έπαιρνε τις ευκαιρίες του στη Βαυαρία, και θέλησε να ψάξει αν η εκτίμησή της ήταν σωστή. Οι απαντήσεις ήταν κάτι παραπάνω από πειστικές, ακόμα κι αν ήρθαν από τα πόδια μιας ρεζέρβας, ενός αναπληρωματικού. Γιατί αυτό ήταν τότε ο Χούμελς για τη Ντόρτμουντ. Όπως κι αν είχε πάντως, την έπεισε να τον αγοράσει, διευκολύνοντας την Μπάγερν που δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα να τον ξεφορτωθεί και αναγκάζοντας έναν ξανθό τύπο με γυαλιά να την ευγνωμονεί λίγο καιρό μετά.
Ήταν καλοκαίρι του 2008, ήταν το καλοκαίρι που άλλαξαν τα πάντα στην κιτρινόμαυρη πλευρά της κοιλάδας του Ρουρ, ήταν το καλοκαίρι που ο Γιούργκεν Κλοπ έγινε προπονητής της Μπορούσια. Τι κι αν ο Ματς ήταν μόλις 21 ετών τότε, ο Κλοπ δεν δίστασε να τον κάνει πυλώνα της αμυντικής του γραμμής, όντας απόλυτα πεπεισμένος πως αποτελεί το μέλλον της ομάδας του.
Κι έτσι ήταν. Το οπλοστάσιό του ήταν ιδανικό, ταίριαζε τέλεια με τις επιθυμίες του προπονητή του και σύντομα θα ξεδιπλωνόταν πανέμορφα στο χορτάρι. Ο Χούμελς ήταν σαν πύργος στην άμυνα, έτοιμος να δεσπόσει στον αέρα σε κάθε μακρινή μεταβίβαση στην οποία οι αντίπαλοι της Ντόρτμουντ υποχρεώνονταν πνιγμένοι από την πίεσή της. Είχε την αθλητικότητα και την πνευματική οξυδέρκεια που χρειαζόταν για να παρεμβαίνει καίρια στα πόδια των επιτιθέμενων και ήδη από τότε τις ηγετικές αρετές για να κατευθύνει όλη την άμυνα.
Εκείνη η Ντόρτμουντ ήταν κάτι απίστευτο τότε, κάτι καινούργιο, επαναστατικό, συναρπαστικό. Και ο Ματς ένα από τα σημαντικότερα γρανάζια της. Πανταχού παρών σε όλες τις φάσεις του παιχνιδιού, πανταχού παρών σε όλες τις επιτυχίες που ήρθαν σταδιακά αλλά αναπόφευκτα. Η Μπορούσια ξεκίνησε από την προσπάθεια επιστροφής στο Champions League κι έφτασε να γίνει διαδοχική Πρωταθλήτρια, να πάρει Νταμπλ, να καθηλώσει και την Ευρώπη με τον άγριο χορό της, να φτάσει μια ανάσα από την αστεράτη κορυφή της το 2013. Και σε όλα αυτά ο Ματς είχε ρόλο πρωταγωνιστή.
Τον ίδιο που συνέχισε να έχει, και όταν ο δεύτερος πατέρας του αποχαιρέτησε με δάκρυα στα μάτια το Signal Iduna Park. Ο Χούμελς ήταν παιδάκι ακόμη, όταν τον πρωτοέπιασε στα χέρια του ο Κλοπ, και, όταν έφυγε, ήταν κάτι πολύ διαφορετικό, ένας από τους καλύτερους κεντρικούς αμυντικούς στον πλανήτη. Αδιαμφισβήτητο μέλος της ελίτ, βαρόμετρο στην Εθνική Γερμανίας, Παγκόσμιος Πρωταθλητής με αυτή το 2014, απόλυτη σταθερά και στη μηχανή που είχε φτιάξει ο Λεβ, κομβικός στο σάρωμά της προς την κορυφή του κόσμου στα γήπεδα της Βραζιλίας.
Και αυτά δεν θα άλλαζαν ποτέ. Δεν άλλαξαν ούτε με τον Τόμας Τούχελ, ο οποίος δεν θα μπορούσε να μη στηριχτεί κι αυτός στον Χούμελς. Το ποδόσφαιρό του ήταν πιο στρωτό, πιο βασισμένο στην κυκλοφορία της μπάλας, πιο καλιμπραρισμένο στην ίσως πιο μοναδική αρετή του Ματς, το παιχνίδι με την μπάλα. Βρισκόταν σχεδόν δέκα χρόνια μπροστά, ήταν ελάχιστοι κεντρικοί αμυντικοί με τη δική του τεχνική κατάρτιση, τη δική του ικανότητα να προωθούν την μπάλα με ταχύτατες συρτές πάσες που διέλυαν τις γραμμές του αντιπάλου ή μακρινές μεταβιβάσεις ακριβείας που εξουδετέρωναν την πίεσή του.
Δεν ήταν ψέμα ούτε υπερβολή, ο Χούμελς είχε φτάσει σε ένα σημείο που είχε τα πάντα, δεν ζήλευε τίποτα από κανέναν. Κορυφαίος παίκτης, αρχηγός, αγαπημένο παιδί, ήρωας για μια από τις πιο ξεχωριστές κερκίδες του κόσμου.
Υπήρχε ωστόσο μόνο ένα πράγμα που ήθελε. Τη δυνατότητα να παλεύει κάθε χρόνο, δίχως παύση, για τα μεγαλύτερα τρόπαια του πλανήτη. Και αυτό η Ντόρτμουντ δεν μπορούσε να το δώσει.
Ραγίζοντας τις καρδιές που τον λάτρεψαν
Ίσως να το ένιωσε τότε για πρώτη φορά. Όταν στο χορτάρι του Wembley είδε τον Άριεν Ρόμπεν να ξεφεύγει από το τάκλιν του την τελευταία στιγμή κι έπειτα να χαϊδεύει την μπάλα για να τη στείλει βασανιστικά αργά στα δίχτυα της Ντόρτμουντ. Η Μπάγερν Μονάχου ήταν Πρωταθλήτρια Ευρώπης, ο Χούμελς ηττημένος με τον πιο σκληρό τρόπο, στο 90′.
Ίσως πάλι να το ένιωσε, όταν ακριβώς έφυγε ο Κλοπ, όταν οι επενδύσεις της διοίκησης της Ντόρτμουντ δεν συμβάδιζαν με τη δική του φιλοδοξία.
Όποτε κι αν ήταν, το μικρόβιο είχε εισβάλει στον οργανισμό του, η ανάγκη του να τα πάρει όλα, να πατά κάθε χρόνο στην κορυφή, του φώναζε. Και ίσως άργησε να το ακούσει, να αποδεχθεί αυτή του δίψα, αναγκάζοντας τον εαυτό του να υποπέσει στο πιο σκληρό φάουλ της καριέρας του, αυτό που θα πλήγωνε τους δικούς του.
Το δρομολόγιο ήταν γνωστό, ο πόνος σχεδόν συνηθισμένος. Ο Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι είχε ήδη αποχαιρετήσει τη Ντόρτμουντ, το ίδιο και ο Μάριο Γκέτσε λίγο αργότερα, οι φήμες για τον Μάρκο Ρόις πάντα οργίαζαν. Όμως ο Ματς είχε φροντίσει να δηλώσει εμφατικά πίστη στην Μπορούσια, λίγα χρόνια πριν της γυρίσει την πλάτη. Ακριβώς όταν ολοκληρωνόταν η πολύκροτη μετακίνηση του Γκέτσε στο Μόναχο. «Δεν καταλαβαίνω την απόφαση του Μάριο και του το είπα. Απλώς δεν πιστεύω πως είχε αθλητικούς λόγους να αφήσει τη Ντόρτμουντ για την Μπάγερν», είπε.
Τρία χρόνια μετά ο ίδιος, ως αρχηγός της πια, θα έβρισκε τους δικούς του λόγους να αφήσει την Μπορούσια για την Μπάγερν. Και χιλιάδες κιτρινόμαυρες καρδιές θα ράγιζαν προ της εικόνας του με την κόκκινη φανέλα. Ακριβώς επειδή πίστεψαν πως εκείνος δεν θα έφευγε ποτέ, ειδικά για εκεί.
Κόστισε 40 εκατ. ευρώ, αλλά δεν έφυγε για τα χρήματα, δεν του έδιναν περισσότερα οι Βαυαροί, ήταν ξεκάθαρο στη Γερμανία αυτό. Έφυγε για να αποφύγει το τέλμα και να παραμείνει στην αφρόκρεμα. Και φυσικά, για εκείνο το παιδί μέσα του, το οποίο είχε νιώσει ανεπιθύμητο από την οικογένεια που το μεγάλωσε και τώρα εκείνη το ζητούσε πίσω, γοητευμένη από όσα είχε καταφέρει. Ήταν και ζήτημα εγωισμού, ικανοποίησής του.
Κι έτσι συνέβη. Οκτώ χρόνια μετά ο Χούμελς επέστρεψε στο Μόναχο και την Μπάγερν, επανασυνδέθηκε με τον Ζερόμ Μπόατενγκ, τον Διόσκουρο στην Εθνική Γερμανίας με τον οποίον πανηγύρισαν το Παγκόσμιο Κύπελλο, κι έβαλε κι αυτός το δικό του λιθαράκι στη συνέχιση της απόλυτης βαυαρικής κυριαρχίας που μονοπωλούσε το γερμανικό ποδόσφαιρο.
Μα κανείς δεν μπορεί να πει πως αυτή δεν θα ήταν ίδια χωρίς εκείνον. Ακόμα κι αν το παραπάνω βήμα στο Champions League, μια από τις βασικές του φιλοδοξίες, δεν έγινε ποτέ, ο Χούμελς παρέμεινε στην κορυφή. Όμως έχασε τον ρόλο του πρωταγωνιστή, έπαψε να είναι κύριο πρόσωπο, έγινε περισσότερο ένας από τους πολλούς σε μια κορυφαία ομάδα.
Και φυσικά στη Βαυαρία δεν ανέπτυξε ποτέ την ίδια σύνδεση, την ίδια σχέση που είχε με τους οπαδούς της Ντόρτμουντ.
Γέμισε τίτλους, σάρωσε τα Πρωταθλήματα με τη φανέλα της Μπάγερν, πραγματοποίησε όνειρα που φαντασιωνόταν ως παιδί στην ακαδημία της. Μα στο τέλος της ημέρας, αυτό δεν του ήταν αρκετό. Δεν ήταν αρκετό για να γεμίσει το κενό που άφησε το αντίο του στη Ντόρτμουντ.
Η πιστοποίηση της επούλωσης
Στήριξε την πλάτη του στο κάθετο δοκάρι, μεγάλο παιδί πια, ήθελε κάπου να ακουμπά. Κάθισε εκεί για ώρα, χαλαρός μέσα στην κιτρινόμαυρη φανέλα του. Με τα πόδια του απλωμένα και το κεφάλι πίσω, προσπαθώντας να απορροφήσει και την τελευταία στάλα της στιγμής που ξεδιπλωνόταν μπροστά του, σαν να ρουφά επίμονα σκέτο αέρα με καλαμάκι μέσα από ένα άδειο ποτήρι. Δεν ήθελε να χάσει τίποτα, τίποτα δεν έπρεπε να ξεφύγει. Οι σκέψεις του σταμάτησαν ξαφνικά να περιπλανώνται αμέριμνες, το ταξίδι του μυαλού δεν μπορούσε παρά να μπει στον πάγο. Ένα άλλο ταξίδι έφτανε στο τέλος του κι αυτό ήταν το ξεπροβόδισμά του.
Η προσπάθεια απορρόφησης της στιγμής διεκόπη από την ιαχή του περίφημου «Κίτρινου Τείχους». «Χούμελς, Χούμελς, Χούμελς». Οι χιλιάδες φωνές που ενώθηκαν στον αποθεωτικό ρυθμό έδωσαν μυθικές διαστάσεις στο πιο απλοϊκό τραγούδι. Τρελό. Ήταν εκεί και τραγουδούσαν το όνομά του. Τους κοίταξε με βλέμμα γεμάτο ζεστασιά, σηκώθηκε και τους χειροκρότησε.
Ήταν άλλο ένα αντίο, το οριστικό. Και αυτό το αντίο είχε διαφορετική γεύση. Ο πόνος, η πίκρα, η απογοήτευση, μέχρι και τα ψήγματα μίσους, όλα έσβησαν, όταν ο Ματς πήρε μια ακόμα μεγάλη απόφαση. Αυτή τη φορά δεν άφηνε τη Ντόρτμουντ για την Μπάγερν, αλλά την Μπάγερν για τη Ντόρτμουντ, για την οικογένειά του.
«Όσοι με ξέρουν ξέρουν πως το Μονάχο θα είναι πάντα ξεχωριστό για μένα…», έγραψε το 2019, και ήταν στα αλήθεια για πολλούς λόγους, για το παιδί μέσα του, για τα πρώτα του βήματα, για τον μπαμπά του, «…αλλά συνειδητοποίησα ότι το ποδοσφαιρικό μου σπίτι είναι η Μπορούσια», συνέχισε.
Η επιστροφή ήταν γεγονός, ο Χούμελς ήταν ξανά μέρος της Ντόρτμουντ μετά από τρία χρόνια. Δεν ήταν εύκολη ή απλή η επανασύνδεση, ήταν μια πρόκληση. Μα κάθε τάκλιν, κάθε κόψιμο, κάθε σαραντάρα μπαλιά ακριβείας, κάθε κεφαλιά, κάθε παθιασμένη παρέμβαση ήταν κι ένα βήμα, ένα ράμμα στις καρδιές που είχαν σπάσει για χάρη του.
Τώρα ξανακολλούσαν. Γιατί τώρα ξανά όλα είχαν νόημα. Υπήρχε μπόλικο τέτοιο, μπόλικη αναγνώριση, σταδιακά άπειρη αγάπη ξανά. Αλλά καμία στιγμή πραγματικής δόξας, μόνο κάποια σκόρπια ταπεινά Κύπελλα. Και ήταν εντάξει αυτό για τον Ματς.
Σίγουρα πόνεσε στην αυτοκτονική απώλεια του Πρωταθλήματος τον Μάιο του 2023, σίγουρα πόνεσε στον χαμένο Τελικό του Champions League του 2024, αλλά η επιστροφή του δεν είχε να κάνει με όλα αυτά. Είχε να κάνει με την επίγευση. Με την κληρονομιά του, με όλα αυτά που ήθελε να αφήσει πίσω του, με το στίγμα που ήθελε να αφαιρέσει από την πιο μοναδική σχέση της ζωής του.
Το εξαφάνισε όλο. Έγινε ξανά το δικό τους παιδί, ξανά αρχηγός, ξανά ηγέτης, ξανά πρωταγωνιστής. Έδωσε τα πάντα, αψήφησε τον εαυτό του και την ηλικία του, ξεπέρασε τα όριά του. Όλα, γιατί ήξερε πως εκείνος ο επίλογος του 2016 δεν ήταν αυτός που άξιζε σε καμία από τις δύο πλευρές. Και η τελευταία του γεμάτη πενταετία στα κιτρινόμαυρα ήταν το αντίδοτο.
Δεκατρία χρόνια θα περνούσε συνολικά σε αυτά τα χρώματα. Το 2024 θα έφευγε ξανά και το τραγούδι του «Κίτρινου Τείχους» ήταν η τελευταία του εικόνα από την αγαπημένη του Ντόρτμουντ. Και ταυτόχρονα η πιο τρανή πιστοποίηση της επούλωσης των συναισθημάτων, της αναβίωσης της αμφίδρομης λατρείας. Στην τελευταία του βόλτα στο Signal Iduna Park.
Ο Ματς Χούμελς έφυγε ξανά από τη Ντόρτμουντ. Μα, πριν το κάνει, φρόντισε να καταστήσει την επίγευσή του γλυκιά σαν ζαχαρωτό και όχι πικρή σαν αυτή που πάντα σιχαινόταν στην μπίρα. Επίγευση εν τέλει βουτηγμένη σε ένα σωρό πανέμορφες αναμνήσεις, πολύ πιο δυνατές από κάθε μαυρίλα που μπορεί να αιωρήθηκε πάνω από αυτή τη σύνδεση, τη σύνδεση του Χούμελς και της Ντόρτμουντ. Επίγευση ανεξίτηλα γλυκιά, όπως ακριβώς της άξιζε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: