Χρόνιοι τραυματισμοί, κακή φυσική κατάσταση, άρνηση ή αδυναμία να μάθει ισπανικά, περιπέτεια με τον Covid-19 σαν κερασάκι μιας τούρτας που βγάζει μόνο πίκρα.
Η περιπέτεια του Εντέν Αζάρ στη Μαδρίτη αποδείχθηκε ένας μακρόσυρτος εφιάλτης, παρά το γεγονός ότι έμοιαζε με την απόλυτη εκπλήρωση του ονείρου.
Ο ήρωας της Λιλ, το πιο ακριβό διαμάντι εκείνης της θρυλικής ομάδας του Ρούντι Γκρασία, η οποία κατέκτησε το Championnat, είχε όλα τα φόντα, για να αφήσει εποχή στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Εξαργύρωσε την καταπληκτική σεζόν με το πλούσιο συμβόλαιο στην Τσέλσι, εξακολούθησε να μαγεύει και στα γήπεδα της Premiership, ήταν περίπου βέβαιο ότι το ταλέντο του μπορούσε να σταθεί μονάχα στο υψηλότατο επίπεδο, εκεί όπου δεν υπάρχει πιο πάνω.
Ο Αζάρ ήταν ο μοναδικός ποδοσφαιριστής με το ειδικό βάρος να φορέσει τη φανέλα με το 7 της Ρεάλ Μαδρίτης. Τη φανέλα τού Μπουτραγκένιο, τη φανέλα τού Κριστιάνο Ρονάλντο. Ήταν σαν ήδη κερδισμένο στοίχημα, μια μεταγραφή που δεν μπορούσε να αποτύχει. Αλλά απέτυχε.
Ο Βέλγος έγινε ξένο σώμα στη Μαδρίτη. Υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν αδιανόητο. είναι από τους ποδοσφαιριστές -αυτής της εκλεπτυσμένης και κομψής πολυτέλειας– που δεν έχουν στο πεπρωμένο τους την αποτυχία. Η μόνη περίπτωση να συμβεί θα ήταν να εξαφανιστεί.
Στην ουσία ναι, μοιάζει σα να έχει εξαφανιστεί. Τον έχουμε ξεχάσει. φροντίζει, βέβαια, και ο ίδιος διά της λαμπερής απουσίας του από το μοναδικό μετερίζι, το οποίο έχει απομείνει στους ποδοσφαιριστές, για να εξωτερικεύσουν απευθείας την ψυχοσωματική τους κατάσταση: τα κοινωνικά δίκτυα.
Ο Αζάρ δεν μιλάει, δεν παρεμβαίνει, δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του. Τηρεί το λιγότερο μια επιφυλακτική στάση, αποφεύγει τη διάδραση με το κοινό, σχεδόν κρύβεται. Θα μπορούσε να πει πολλά, να κερδίσει τουλάχιστον τη συμπάθεια, να πείσει τους ουδέτερους ότι ακόμα και οι καλύτεροι εξαφανίζονται, όταν συνωμοτούν οι πλανήτες.
Επτά τραυματισμοί. Όχι καριέρας. Επτά τραυματισμοί από τότε, όταν φόρεσε τη λευκή φανέλα με τα χρυσά γράμματα και το βασιλικό έμβλημα. Η προσβολή από τον Covid ήταν κάτι σαν μπόνους, σαν απαραίτητη κορωνίδα που επιστέγαζε μια ανεξήγητη έως παράλογη κατάσταση.
Έχασε έναν χρόνο καριέρας. Δεν φάνηκε, γιατί τα start–stop του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου το 2020 ήταν τόσα πολλά και τόσο αλλόκοτα, συνεπώς ήταν αδύνατον να τα παρακολουθήσει ακόμα και ο πιο φανατικός οπαδός.
Ο ένας τραυματισμός πιο σοβαρός από τον άλλον, πιθανόν κάποιες άστοχες επιλογές στις μεθόδους αποθεραπείας, ψυχολογική κατάρρευση.
Το ποδόσφαιρο πια είναι εξωστρεφές, έχει ανάγκη το κοινό του, τα media, την υπερβολή, τις ιστορίες, οι οποίες πρέπει να ειπωθούν, ειδάλλως δεν θα μετρήσουν.
Από το Νοέμβριο του 2019 μέχρι το Φεβρουάριο του 2020, ο Αζάρ πάλευε πότε με τους αστραγάλους, τις θλάσεις, τις κακώσεις, τα μικροκατάγματα. Όταν έπρεπε να φορτσάρει και να επιστρέψει δυνατός, σήμανε το κουδούνι του ιού, ο οποίος πάγωσε τον Δυτικό κόσμο.
Επέστρεψε, αλλά δεν είχε επιστρέψει. Έπαιζε αλλά κατά συνθήκη, όπως όλοι οι ποδοσφαιριστές. Επειδή έπρεπε να κλείσει η σεζόν, επειδή δεν είναι δυνατόν να πεθάνει μια βιομηχανία και να βγάλουμε μεμιάς το ποδόσφαιρο από τις ζωές μας. Από το καθόλου ποδόσφαιρο, είναι καλύτερο έστω και το ποδόσφαιρο των απλωμένων πανό, της απόλυτης σιγής και της τηλεοπτικής δυστοπίας.
Επί της ουσίας δεν έθεσε ποτέ τον εαυτό του στη διάθεση του Ζιντάν, δεν είδαμε ποτέ τι μπορούσε να κάνει στο αριστερό άκρο της επίθεσης, δεν συνέπεσε με την καλύτερη και πιο ώριμη σεζόν του Μπενζεμά στη Ρεάλ.
Ο Ροντρίγκο και ο Βινίσιους είναι καλοί και εξελίξιμοι ποδοσφαιριστές, έχουν όλα τα φόντα να φτάσουν ψηλά, αποκτήθηκαν με συγκεκριμένη φιλόδοξη προοπτική, αλλά την ποιότητα του Εντέν δεν την διαθέτουν. Το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο τού σήμερα, όμως, δεν έχει τη δυνατότητα να περιμένει τον Αζάρ.
«Είχε πολλά απανωτά προβλήματα τραυματισμών. Είναι ψυχικά δυνατός άνθρωπος. Έτσι νομίζω». Ο Ζιντάν ήταν προσεκτικός. για κάποιον, ο οποίος ξέρει να “διαβάζει”, μάλλον ανησυχητικός.
Το μοναδικό φως στο σκοτάδι του τούνελ του Αζάρ είχε αχνοφανεί μονάχα σε ένα ματς εναντίον της Ουέσκα το φθινόπωρο του 2020. Ένα καταπληκτικό γκολ, μια εμφάνιση που θύμισε τις καλές μέρες στην Τσέλσι. Θύμισε, γιατί δεν ήταν.
Ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι στο μικρό ερημικό «Alfredo Di Stefano» στο Valdebebas, όπου η Ρεάλ Μαδρίτης έπαιζε τα εντός έδρας παιχνίδια της στις ατέλειωτες μέρες της πανδημίας.
Hazard's screamer 🔥
Benzema's brace ✌The highlights from Real Madrid's 4-1 win over Huesca today 🤍pic.twitter.com/Fqhzy9ArkL
— GOAL (@goal) October 31, 2020
Το ίδιο γκολ στο Μπερναμπέου θα ήταν highlight, θα είχε πανηγυριστεί έξαλλα, θα παρουσιαζόταν σαν το σημάδι μιας σπουδαίας επιστροφής.
Ο Αζάρ δεν το πανηγύρισε καν, έμεινε ανέκφραστος, οι παλμοί του είχαν μείνει στη θέση τους. Είχε να σκοράρει 392 ημέρες. Κι όμως, έμοιαζε σαν ψάρι έξω από το νερό, απέπνεε τη δυστυχία τού ποδοσφαιριστή, ο οποίος έχει επιστρέψει, αλλά δεν έχει σηκωθεί, δεν έχει σταθεί γερά στα πόδια του.
Προσπάθησαν να του πάρουν μερικές δηλώσεις, τα ισπανικά του ήταν ακόμα άθλια. Είναι μια πτυχή που έχει διαδραματίσει το ρόλο της στη διαδικασία της “εξαφάνισής” του.
Όλοι οι ποδοσφαιριστές και ειδικά οι μεγάλοι, έχουν ανάγκη από το κατάλληλο περιβάλλον. Είναι απαραίτητο για να λειτουργούν σωστά, να δουλεύουν απρόσκοπτα, να αφιερώνονται στην ατομική τους βελτίωση.
Έχουμε συνηθίσει να εμμένουμε μόνο στη φωτεινή πλευρά της ζωής των ποδοσφαιριστών, τα χρήματα, τη χλιδή, τους προβολείς, τα προνόμια. Υπάρχει και άλλη όψη του νομίσματος, εκείνη που μένει πολύ καλά κρυμμένη, διότι δεν “πουλάει” και δεν ενδιαφέρει κανέναν.
Η δουλειά του ποδοσφαιριστή έχει συγκεκριμένο κύκλο, βουλιάζει σε μια μονότονη καθημερινότητα, μια απουσία ιδιωτικότητας και, λίγο μετά το τέλος, φλερτάρει πολύ έντονα με την κατάθλιψη. Ειδικά οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές αποθεώνονται εν ενεργεία και κατόπιν χάνονται. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ο Αζάρ έζησε μια παρατεταμένη περίοδο στην πολύ λεπτή αόρατη γραμμή που απειλεί τους μεγάλους ποδοσφαιριστές. Σε πολύ μικρή ηλικία, πολύ μακριά από τις σκέψεις για ρούχα κλειδωμένα στον φοριαμό, πέρασε στην άλλη όχθη. Έστω για λίγο.
«Είμαι κουρασμένος» δήλωσε μετά από 22 μόλις λεπτά συμμετοχής στον αγώνα του Τσάμπιονς Λιγκ εναντίον της Γκλάντμπαχ. Πολλοί το εξέλαβαν ως μομφή στον Ζιντάν, ως “διαμαρτυρία” για τη συμπεριφορά του κλαμπ εναντίον του.
Στην πραγματικότητα ο Αζάρ αναζητούσε τις ισορροπίες του, ζούσε ακόμα στο limbo της αβεβαιότητας. Εξαναγκάστηκε μετά να τοποθετηθεί εκ νέου, προκειμένου να αποφευχθεί η ολική ρήξη:
«Un mensaje a todos los madridistas: soy feliz».
«Ένα μήνυμα για όλους τους οπαδούς της Ρεάλ: είμαι ευτυχισμένος».
Στα ισπανικά! Σα να ήθελε να μην κοπεί εντελώς ο ομφάλιος λώρος, σα να προσπαθούσε να πείσει ότι δεν μετέχει σε ένα ταξίδι δίχως επιστροφή. Κατ’ ουσίαν ήταν μια βαθύτατα λυπηρή δήλωση, μια διαπίστωση πολύ στενάχωρη.
«Ευτυχισμένος» με 22 λεπτά συμμετοχή. «Χαρούμενος» απλώς που συμμετείχε.
Ναι, έλειπε σε 33 ματς, περισσότερα από τα μισά, τα οποία είχε δώσει η Ρεάλ, από τότε, όταν δαπάνησε 115 εκατομμύρια για να τον αποκτήσει. Κατ’ άλλους τα εκατομμύρια ήταν 160, η ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία του συλλόγου, αλλά τούτη τη στιγμή είναι το λιγότερο που μας ενδιαφέρει.
Σημειολογικά, στην Τσέλσι όλα τα χρόνια της παρουσίας του, είχε χάσει μόνο 18 παιχνίδια. Κι όταν επέστρεφε, δήλωνε ότι είναι έτοιμος για το επόμενο παιχνίδι, είχε την ψυχολογία του νικητή. Στην Τσέλσι, όμως, ήταν το άλφα και το ωμέγα, ο πιο καταλυτικός παίκτης της ομάδας, ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου.
Είναι μια άλλη, πολύ σημαντική παράμετρος, η οποία επεξηγεί τα αίτια της ιδιότυπης εξαφάνισης. Ο Αζάρ είχε μάθει επί επτά συναπτά έτη να ενεργοποιεί και να σβήνει τον κινητήρα του παιχνιδιού των Blues, αναλόγως τις απαιτήσεις τού αγώνα και ανεξαρτήτως τεχνικής προσέγγισης.
Το έκανε με εντελώς διαφορετικούς προπονητές, με τεράστιες αποκλίσεις φιλοσοφίας μεταξύ τους. “Επιβλήθηκε” στον Ντι Ματέο, τον Μπενίτεθ, τον Μουρίνιο, τον Χίντινκ, τον Κόντε, τον Σάρι. Μπορεί να άλλαζαν τα μοτίβα και οι εντολές για την κίνηση στο γήπεδο, αλλά ο Εντέν ήταν ο πυρήνας της ποδοσφαιρικής φιλοσοφίας τού καθενός ξεχωριστά.
Έπαιξε στο πλάι, στο κέντρο, σαν δεύτερος επιθετικός, για ένα διάστημα με τον Σάρι ακόμα και σαν false 9. Δεν σταμάτησε λεπτό να είναι παραγωγικός, κομβικός, σημείο αναφοράς στο παιχνίδι της Τσέλσι. Επτά χρόνια, όχι μια ή δυο σεζόν που στο σύγχρονο ποδόσφαιρο θεωρούνται αρκετές, για να ανακηρύξουν τον καλό σε “παγκόσμιο” παίκτη.
Η πρόταση της Ρεάλ συνέπεσε με την άφιξη του Λάμπαρντ, ο οποίος έδωσε μάχη με τον Αμπράμοβιτς για να μην χαθεί ο ποδοσφαιριστής. Αποχώρησε από το εκκοκκιστήριο του Λονδίνου με τη βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αποτύχει. Ήταν η πρώτη φορά, όταν συνειδητοποίησε ότι η πραγματικότητα μπορεί να τον συντρίψει.
Πολλοί σταρ είχαν ακολουθήσει παρόμοια διαδρομή, σε όλους δεν υπήρχε περίοδος προσαρμογής. Σε αυτά τα επίπεδα απαγορεύεται η έννοια, είναι ανεφάρμοστος ο όρος. Η Ρεάλ είναι πάντα πρόκληση, είναι το σημαντικότερο και το πιο γνωστό κλαμπ στον κόσμο, το μεγαλύτερο παράσημο στη στολή της καριέρας ενός ποδοσφαιριστή.
Πάλι φροντίζουμε κατ’ επιλογήν να κοιτάζουμε μόνο την ορατή πλευρά του νομίσματος, πάλι θεωρούμε δεδομένο μονάχα το ευκταίο σενάριο. Σε αυτά τα επίπεδα, οι ποδοσφαιριστές πάνω απ’ όλα δοκιμάζονται με τον εαυτό τους, γιατί σε ομάδες όπως η Ρεάλ, η νίκη δεν είναι απλώς δεδομένη. Είναι απαραίτητη και πρέπει να επιβεβαιώνεται και με συγκεκριμένους τρόπους.
Στο τελευταίο σκαλοπάτι της σκαλέτας του ποδοσφαίρου σημασία έχουν τα πάντα. Ο τρόπος, το φαίνεσθαι, η επικοινωνία, τα πάντα. Το βίωσε και ο ίδιος ο Ζιντάν, ο οποίος αποχώρησε, έχοντας κατακτήσει τρεις συνεχόμενες φορές το Τσάμπιονς Λιγκ.
Η δοκιμασία στο τοπ επίπεδο αυτή είναι. Η μάχη με τις παθογένειες του οργανισμού, η υπηρέτηση του πλάνου, όπως αυτό επιβάλλεται από χίλιους διαφορετικούς παράγοντες.
Ο Αζάρ δεν είχε ποτέ προβλήματα τραυματισμών, ήταν συνεπέστατος στις προπονήσεις, δεν είχε ποτέ προβλήματα με όλους τους προπονητές του, διέθετε τη στόφα του δοκιμασμένου ηγέτη. Ήταν αδύνατον να “καεί” ένας τέτοιος παίκτης στη Ρεάλ, δεν περνούσε καν σαν τρίτη σκέψη. Εκ των υστέρων, ήταν μια επιλογή ατυχής, όχι γιατί ο Βέλγος δεν τα κατάφερε ή δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, αλλά επειδή δεν τον είδαμε ποτέ, έγινε “αόρατος”.
Δεν είναι δυνατόν να λογίζεται «Αζάρ» ένα γκολ εναντίον της Ουέσκα, όσο ωραίο κι αν είναι (που δεν είναι, γιατί έχουμε δει απείρως δυσκολότερα και ομορφότερα). Η καλύτερη εκδοχή του Βέλγου δεν εμφανίστηκε ποτέ, γιατί δεν υπήρχε καν η κανονική.
Το γυαλί δεν έσπασε, δεν πρόλαβε καν να ραγίσει, γιατί δεν έγινε ποτέ η σύντηξη του διαμορφωτή με τα συλλιπάσματα. Δεν πρόκειται για την κλασική περίπτωση του παίκτη της “μόδας”, στον οποίον μας είχε συνηθίσει η Ρεάλ και δεν “κόλλησε”, όπως συνέβη με τον Χάμες Ροντρίγκες επί παραδείγματι μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014.
Ο Αζάρ ήταν ένα μαργαριτάρι, το πιο λαμπερό και το πιο πολύτιμο, το οποίο ξεχάστηκε στο ακριβό κουτί του. Κι όταν βγήκε απ’ αυτό, όλοι ανακάλυψαν ότι δεν ταιριάζει με τίποτα και κανέναν.
Αμέσως είχαν κυκλοφορήσει και κάποιες εμβληματικές εικόνες που τον έδειχναν υπέρβαρο, ξεκίνησε μια ατέρμονη κουβέντα για το κατά πόσον άξιζε τα χρήματα, αν η Ρεάλ πιάστηκε κορόιδο και ούτω καθεξής. Ορισμένοι ευφάνταστοι στα social media και τον “κίτρινο” -ηλεκτρονικό και γραπτό- Τύπο, το είχαν τερματίσει, διασπείροντας και φήμες περί «προβλημάτων του παίκτη με το ποτό».
Ο Αζάρ όντως ήταν -πέντε με επτά κιλά- υπέρβαρος, αλλά η “μπάκα” που λοιδωρείτο στα social, σίγουρα δεν ήταν προϊόν αλκοόλ.
Ελάχιστοι είχαν δώσει σημασία στην τοποθέτηση του επικεφαλής του ιατρικού κέντρου της Ρεάλ, ο οποίος είχε εξηγήσει επιστημονικά το πρόβλημα στον οργανισμό του Αζάρ, στο γεγονός ότι όλοι οι αθλητές με χαμηλό κέντρο βάρους και συγκεκριμένα ένζυμα στο μεταβολισμό, αυξομειώνουν τα κιλά τους με απίστευτη ευκολία σε περιόδους απραξίας και μακριά από τις προπονήσεις.
Δεν βοήθησε και η κλήση στην Εθνική εκείνη την περίοδο. ήταν μια πολύ μυστηριώδης κίνηση για το ήδη ξεχασμένο Nations League, με την οποία ο (Ισπανός) εκλέκτορας των Βέλγων, Ρομπέρο Μαρτίνεζ, τον επέλεξε «ως φυσικό ηγέτη της ομάδας». Επελέγη και δεν έπαιξε λεπτό. αντίθετα, τον “άδειασε”, λέγοντας ότι για να επιστρέψει σε επιθυμητό επίπεδο, χρειάζεται -μίνιμουμ εξήντα- προπονήσεις.
Η πίεση, ακόμα και για έναν ποδοσφαιριστή του επιπέδου του Αζάρ, ήταν τόσο ασφυκτική και μόνο το επίσημο ανακοινωθέν από τη Ρεάλ αποτελούσε λύση. Το υπέγραψε ο Χοσέ Λουίς Σαν Μαρτίν. ήταν γεμάτο ιατρικούς όρους και συνοψίζεται στο ότι ο Αζάρ έχει μια μεγάλη μυϊκή μάζα, η οποία απαιτεί πολύ οξυγόνο κατά τη διάρκεια της συστολής, άρα η προπόνηση και η ενδυνάμωσή του πρέπει να είναι πολύ αυστηρές, ώστε οι αρθρώσεις και οι μύες του να μην υποφέρουν μετά από τα χτυπήματα κατά τη διάρκεια αγώνων.
Ο Αζάρ κλήθηκε να “επιστρέψει” αμέσως, επειδή δεν γινόταν αλλιώς. Αφού πρώτα έπρεπε να μάθει να επιλέγει κατά τη διάρκεια του αγώνα, όχι τι σκέπτεται ότι μπορεί να κάνει το μυαλό του, αλλά τι του επιτρέπει να κάνει το σώμα του.
Ένας κυκεώνας επιλογών, ένας λαβύρινθος αποφάσεων, για τις οποίες κανείς δεν λάμβανε την ευθύνη να εγγυηθεί, με αποτέλεσμα όλες να προσγειωθούν στον ίδιο τον Αζάρ. Τούτου δοθέντος, θα λύγιζε ο οποιοσδήποτε. Είναι τεράστιο το πνευματικό και ψυχολογικό βάρος, είναι τρομερό να απαιτείται μια τέτοια διαχείριση από έναν ποδοσφαιριστή.
Η πιο εύκολη λύση ήταν μια πιθανή πώληση. Κυκλοφορούσε σαν ενδεχόμενο, ήταν “συζητήσιμο”. Μια ρήξη, όχι συνδέσμων, όχι στο γόνατο, αλλά μεταξύ του Εντέν και του κλαμπ. Εκτιμώ ότι εκεί έγινε αντιληπτό από τον Αζάρ ότι η Ρεάλ τον λογίζει σαν νεκρό κλαδί.
Εκεί έπαψε να παλεύει με τον εαυτό του, αποδεχόμενος την εύκολη κρίση πως είναι το μεγαλύτερο flop στην ιστορία των μεταγραφικών παλμαρέ της «Βασίλισσας».
Δεν είναι πρωτόγνωρο για τους «Merengues», έχει ξανασυμβεί πολύ πρόσφατα με την ιστορία του Γκάρεθ Μπέιλ.
Με τη διαφορά ότι ο Αζάρ δεν είναι δυνατόν να γίνει ανέκδοτο, ούτε πρόκειται για μια φυσιολογκή ροή παρακμής ή αδιαφορίας. Η ζημιά είναι ανεπανόρθωτη, γι’ αυτό ο ποδοσφαιριστής επέλεξε τη σιωπή και τη σταδιακή “εξαφάνιση”.
Κάποτε είχε πει στη γαλλική Le Parisien ότι κανένας ποδοσφαιριστής δεν αξίζει τα λεφτά, τα οποία δαπανήθηκαν για την απόκτησή του.
«Είναι μια τρέλα, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να συμπλέουμε με τις αποφάσεις της αγοράς».
Με τη στάση του και τη σιωπή του, καθιστά σαφές ότι συμπλέει, αλλά δεν συμφωνεί με την ποδοσφαιρική πραγματικότητα της εποχής μας. Υπηρετεί το δόγμα πως, όταν κάτι δεν φαίνεται, δεν σημαίνει ότι παύει να υπάρχει.
Και, ίσως, τελικά η εξαφάνισή του να είναι η πιο κραυγαλέα μορφή σιωπηρής διαμαρτυρίας με στόχο την αλλαγή. Ή την απαλλαγή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Face Control EURO 2020: Τοργκάν Αζάρ
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro