Ήταν σαν τον Πάμπλο Πικάσο, μόνο που αντί για πινέλο κρατούσε ρακέτα.
Ένας από τους πιο εμβληματικούς τενίστες στην ιστορία, νούμερο ένα στον κόσμο για τέσσερα χρόνια, κατέκτησε τέσσερα US Open, τρία Wimbledon, πάνω απ’ όλα κατόρθωσε να στιγματίσει το πριν και το μετά στον χώρο που αναδείχθηκε και τον ανέδειξε. Τόσο σπουδαίος καλλιτέχνης ήταν ο Τζον Μάκενρο.
«Το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που πήρα ποτέ ήταν ότι οι άνθρωποι με αποκαλούσαν καλλιτέχνη. Μόνο μεγαλώνοντας, κατάλαβα αυτήν την πτυχή, κατάλαβα τι σημαίνει να είσαι μόνος σου, να βρίσκεσαι εκεί και να προσπαθείς να κάνεις κάτι σπουδαίο».
Αυτή είναι η ουσία. Ότι ο κόσμος του τένις κατάλαβε. Είναι μια από τις μοναδικές αισθητικές εμπειρίες που μπορεί να προσφέρει ο αθλητισμός. Γίνεται αντιληπτή και η σημαντική και η ασήμαντη πτυχή του χαρακτήρα των πρωταγωνιστών του, συγχωρούνται το οξύθυμο του χαρακτήρα, οι ιδιοτροπίες, τα ελαττώματα.
Είναι πολύ πιο δύσκολο να συμβεί στο εξ ορισμού ατομικιστικό τένις, το πιο ψυχολογικό και υπαρξιακό άθλημα απ’ όλα. Οι αθλητές στο τένις θέτουν εαυτόν στη δοκιμασία επίλυσης σύνθετων εξισώσεων συνεχώς, αμφισβητούν τα όριά τους, καλούνται να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, διαδοχικά από το έναν πόντο στον επόμενο. Ο τενίστας πρέπει να χαράξει τη στρατηγική μόνος του, να τιθασεύσει τα συναισθήματά του, να προετοιμαστεί προκαταβολικά για παν ενδεχόμενο. Στην ουσία, πρέπει να χτίσει ένα φράγμα μεταξύ του εαυτού του και του έξω κόσμου, να παραμερίσει τις πιο εύθραυστες και συναισθηματικές πτυχές του χαρακτήρα του, να ξεγυμνωθεί στον ίδιο του τον εαυτό.
Μόνο οι κορυφαίοι το κατορθώνουν, μόνο οι ξεχωριστοί μπορούν να ακολουθήσουν αυτό το ψυχολογικό μοντέλο απομόνωσης. “Αφαιρούν” τα πάντα γύρω τους, ζουν μόνο στο παρόν, σκέπτονται ένα σημείο τη φορά, αφήνουν το σώμα να αντιδρά ενεργοποιώντας την ακούσια μνήμη των κινήσεων. Μια συνεχής και αποπροσωποποιημένη επανάληψη κινήσεων ως μορφή επιβίωσης.
Ο πρώτος που το κατάφερε ήταν ο μεγάλος αντίπαλος του Μάκενρο, ο Μπγορν Μποργκ. Ο Σουηδός είχε την εκπληκτική ικανότητα να δημιουργεί ένα φράγμα μεταξύ του εαυτού του και του έξω κόσμου, πάνω απ’ όλα μπορούσε να αυτοπεριορίσει το συναισθηματικό και ανασφαλές μέρος του εαυτού του, να σκέπτεται πάντα μια στιγμή τη φορά και αμέσως μετά να την διαγράφει.
Για τον Μάκενρο ήταν απλώς αδύνατο να αυτοπεριοριστεί. Αν για τους άλλους η σιωπή ήταν προαπαιτούμενο για τη συγκέντρωση, για εκείνον ήταν ένας αδιόρατος αβάστακτος θόρυβος που τον βάραινε ολοένα και περισσότερο. Ο αγώνας για εκείνον ήταν κόλαση.
Ανυπομονούσε να παίξει και την ίδια στιγμή είχε προετοιμάσει τον εαυτό του για μια διαρκή μάχη ενάντια σε δυο αντιπάλους: τον παίκτη απέναντί του και τον εαυτό του. Δεν είχε την παγερή, ζεν προσέγγιση του Μποργκ ούτε την υπερβατική ψυχραιμία του Φέντερερ και τη μανιακή συγκέντρωση του Ναδάλ. Ο Μάκενρο ένιωθε πάντα άβολα.
Έδινε την αίσθηση ότι πάντα κάτι φοβόταν, κάτι απροσδόκητο, αναπάντεχο, κάτι που θα θέσει σε κίνδυνο την προσπάθειά του για την τελειότητα. Και ο Μποργκ το είχε αυτό, αλλά διέθετε και το πολύτιμο ταλέντο να αναγνωρίζει πράγματα και καταστάσεις εκτός ελέγχου και έβρισκε τον τρόπο να τα αφήσει να φύγουν, να περάσουν. Ο Μάκενρο δεν το αποδεχόταν, δεν μπορούσε. Δεν ήταν ο πρώτος και δεν θα είναι και ο τελευταίος control freak σε γήπεδο του τένις. Ήταν όμως ο πρώτος και ο μοναδικός που αρνήθηκε να αφήσει τα πράγματα να περάσουν.
Γι’ αυτό διαμαρτυρόταν διαρκώς έντονα στον διαιτητή, στον κριτή γραμμής, στους φωτογράφους, στους οπερατέρ, ακόμα-ακόμα και στους θεατές.
Ένας άνθρωπος μονίμως αγχωμένος, στενοχωρημένος, γεμάτος τικ, να προσπαθεί να πρωτεύσει σε ένα άθλημα που δοξάζει την στωικότητα.
Είναι ίσως η πρώτη φορά που παρατηρήθηκε “νευρική ενέργεια” στον αθλητισμό, σίγουρα η πρώτη φορά που έγινε η διασπορά της. Ο Μάκενρο κατέστρεφε την ορμή των αντιπάλων του, ανακαλύπτοντας ξανά τον χρόνο γύρω από τις δικές του ανάγκες. Δεν το έκανε συνειδητά, αλίμονο αν μπορούσε να είναι τόσο αυθεντικός και εκφραστικός στην αγανάκτησή του υποδυόμενος έναν ρόλο.
Είναι όπως οι έφηβοι, τα παιδιά-θαύματα που θέτουν εξαρχής τον χαρακτήρα τους σε ανοιχτή σύγκρουση με τους ενήλικες. Κάτι τόσο αφόρητα εφηβικό είχε η συμπεριφορά του Μάκενρο, πίστευε ότι όλοι τα βάζουν μαζί του, ότι όλα είναι προϊόν μιας μυστικής συνωμοσίας εναντίον του. Ένας γόνος της αμερικανικής αστικής τάξης μονίμως θυμωμένος και θήραμα μιας απροσδιόριστης υπαρξιακής δυσφορίας.
Άφηνε τα συναισθήματά του να ξεχυθούν, χωρίς να επηρεάζεται η απόδοσή του, απορούσε και έτριβε κατά πρόσωπο ότι δεν είναι σωστό ένα άθλημα τόσο υψηλού επιπέδου να αναγκάζει τους ανθρώπους να ακρωτηριάζουν ένα μέρος του εαυτού τους για να έχουν αποτελέσματα.
Στην καμπύλη της τελειότητας, η ιδιοσυγκρασία του ήταν στενά συνδεδεμένη με το στυλ παιχνιδιού του, δεν υπήρχε το ένα χωρίς το άλλο. Έπαιζε τένις στην άκρη των αισθήσεων, ήταν μια χορδή έτοιμη να δονηθεί σε οποιοδήποτε ερέθισμα. Όλο αυτό αναδύει μια μεγάλη προσπάθεια, μια τεράστια ευθραυστότητα και ήταν ο μόνος τρόπος για να παίξει τένις. Το δικό του τένις.
Εκείνο που τον εξέφραζε ως άνθρωπο, εκείνο που ανεδείκνυε και τις φωτεινές και τις σκοτεινές πλευρές του χαρακτήρα του, εκείνο που έκανε εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο να τον αγαπήσουν.
Κάποτε ο Μποργκ τον είχε αποκαλέσει «κυρίαρχο του απροσδόκητου», πιθανόν δεν υπάρχει πιο εύστοχη σύντομη περιγραφή.
Η δύναμη του Τζον κρυβόταν στην ποικιλία των χτυπημάτων του, ποτέ δεν έδωσε στον αντίπαλο μια μπάλα ίδια με την προηγούμενη. Πριν ακουμπήσει την μπάλα με τη ρακέτα, χρησιμοποιούσε το πιο δημιουργικό μέρος του εγκεφάλου του, εκμεταλλευόταν το momentum για ένα δυνατό forehand ή ένα τεχνικό backhand και στο τελευταίο χιλιοστό του δευτερολέπτου κατέληγε να “κόβει” την μπάλα αργά και να την στέλνει λίγο πέρα από το δίχτυ.
Ακόμα και στο σερβίς του ήταν συγκλονιστικά μεγαλοφυής. Σε όλη την ιεροτελεστία. Η πρόβα του σερβίς του Μάκενρο είναι ίσως το πιο εμβληματικό πλάνο του εαυτού του, εκείνο που συνοψίζει περισσότερο από όλα την στρεβλή χάρη του, την αρμονία που μπορούσε να βρει μέσα στην ατέλεια, το αντισυμβατικό.
Το είχε πατεντάρει πρώτη φορά σε ένα game στο οποίο υπέφερε από πόνους στη μέση. Αποφάσισε να το κρατήσει, εν μέρει για προληπτικούς λόγους και εν μέρει επειδή πάντοτε κατάφερνε να εκπλήττει τους αντιπάλους του. Προετοίμαζε τον εαυτό του σαν να τον διαπερνά ένας τρομαγμένος αέρας, σαν να έκρυβε την μπάλα και μετά, όταν την πετούσε στον αέρα, λύγιζε διαγώνια προς τα πίσω, πάντα λίγο στραβά, αλλά με μια χαλάρωση και μια αίσθηση ελευθερίας που όμοιά της δεν υπήρχε, δεν είχαμε ξαναδεί.
Όταν πια χτυπούσε την μπάλα, φαινόταν να κρατά τη ρακέτα σαν πνευματικό αντικείμενο, σαν ένα είδος χρυσαλλίδας πάντα στα πρόθυρα να σπάσει, πολύ εύθραυστο για να απορροφήσει το βάρος της μπάλας. Σταματούσε ξαφνικά, ξεφυσούσε και έσπαγε το κορμί του σαν χορευτής των Μπαλσόι, ισορροπούσε μεταξύ μας περίπλοκης κατάστασης δύναμης και πλαστικότητας.
Το 1984 έπαιξε 85 αγώνες. Έχασε τους τρεις. 82/85 είναι ένα συγκλονιστικό ποσοστό, ένα αδιανόητο ποσοστό επιτυχίας σε ατομικό άθλημα. Κι όμως. Η μία από τις τρεις ήττες ήταν στον Τελικό του Ρολάν Γκαρός από τον Λεντλ, η πιο οδυνηρή ήττα της ζωής του.
Ο Ιβάν Λεντλ ήταν η νέμεσις του Μάκενρο, πιο πολύ και από τον ιστορικό αντίπαλο Μπγορν Μποργκ, πιο πολύ από κάθε άλλον. Ήταν η υπολογιστική ψυχρότητα του Τσεχοσλοβάκου που έθετε τον Μάκενρο εκτός comfort zone. Δεν άντεχε τους μηδενικούς παλμούς του Λεντλ, δεν ανεχόταν ότι υπήρχε τενίστας χωρίς ψυχοσωματικές διακυμάνσεις.
Ο Μάκενρο είχε χάσει εκείνον τον Τελικό, παρόλο που είχε προηγηθεί με 2-0 σετ, παρά το γεγονός ότι είχε πλησιάσει όσο ποτέ στην τελειότητα του τένις που πρέσβευε ο ίδιος. Έλιωσε ξαφνικά απέναντι στο εκτυφλωτικό φως της διατάραξης της ισορροπίας μεταξύ του εσωτερικού και του έξω κόσμου. Σήμερα το λέμε «διάσπαση προσοχής», είναι μια απολύτως διαχειρίσιμη διαταραχή. Τότε ήταν συνώνυμο της «κατάρρευσης».
Η στιγμή της επευφημίας του Λεντλ στο τέλος του αγώνα επιστρέφει και τον στοιχειώνει σαν εφιάλτης μέχρι σήμερα. Τον κάνει να ξυπνά ιδρωμένος στο Παρίσι, κάθε που προσκαλείται για να σχολιάζει το Ρολάν Γκαρός. Μερικές φορές βλέπει τον ίδιο εφιάλτη δυο και τρεις φορές συνεχόμενα. Δεν μπορεί να το ελέγξει, δεν δύναται να το διαχειριστεί. Για ένα αθλητή του δικού του επιπέδου, του δικού του ταλέντου και της δικής του φινέτσας, εξακολουθεί να παραμένει το άλυτο μυστήριο μιας καριέρας γεμάτης highlights.
To δικό του volley εξακολουθεί να θεωρείται το καλύτερο που είδε ποτέ το τένις. Κοντά στο φιλέ οι κινήσεις του ήταν ό,τι εγγύτερο σε λεπτές αποχρώσεις μπογιάς στον καμβά.
Όλο του το στυλ ήταν μια τεράστια αντίθεση συμπεριφοράς και αγωνιστικών χαρακτηριστικών. Τα θορυβώδη ξεσπάσματα σε ευθεία αντίθεση με το αριστοκρατικά τεχνικό τένις. Αμφιλεγόμενος, εξαιρετικά ανταγωνιστικός και επιρρεπής σε αμετροέπειες και ξεσπάσματα αλλά λεπτός, ευαίσθητος, εκλεπτυσμένος μέσα στο court.
Ανεδείκνυε το ίδιο το παιχνίδι, έχοντας πάντοτε τις σωστές απαντήσεις στο επιθετικό backhand του Κόνορς, το αδυσώπητο drive του Μποργκ, ακόμα και απέναντι στη δύναμη και τον ρυθμό του Λεντλ. Αυτοί ήταν οι τρεις μεγάλοι του αντίπαλοι, με αυτούς διεκδίκησε όλους τους διαθέσιμους τίτλους.
Κέρδισε 77, πρόσθεσε ακόμα 72 στο διπλό, έφτασε μέχρι την κορυφή και στις δυο κατηγορίες. Το τελικό ταμείο έγραψε 877 νίκες και 198 ήττες. Οι συνδυαστικά 149 τίτλοι του είναι οι περισσότεροι στην εποχή των Open, οι περισσότεροι που μπορούσε να κερδίσει.
Οι μάχες του εναντίον του Μποργκ στο US Open και στο Wimbledon τη διετία 1980-1981, ειδικά η “εκδίκηση” στη νίκη του Σουηδού το 1981 στο γρασίδι του Λονδίνου, παραμένουν οι μεγαλύτεροι αγώνες στην ιστορία του τένις.
Ένα παιδί που γεννήθηκε στο Βισμπάντεν της Δυτικής Γερμανίας, του οποίου ο πατέρας υπηρετούσε στην Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ, ένα παιδί που μεγάλωσε στο Ντάγκλαστον, μια κοινότητα ανώτερης μεσαίας τάξης στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, και ξεκίνησε να παίζει τένις στα οκτώ του χρόνια, κατέκτησε τον κόσμο με τον τρόπο του.
Κι ας το είχαν διδάξει αλλιώς στη φημισμένη Ακαδημία του Port Washington στο Λονγκ Άιλαντ, κι ας μην το υπολόγιζαν μέχρι το 1977 κι ένα Πρωτάθλημα Νέων στη Γαλλία. Ήταν ένας απλός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, δηλωνόταν ερασιτέχνης, δεν συμμετείχε καν στο πρόγραμμα του NCAA.
Έκτοτε ακολούθησε τη δική του πορεία, χάραξε ο ίδιος το μέλλον του, “κατάπινε” θέσεις και κατηγορίες όπως κανένας άλλος στο παρελθόν. Διέλυσε τον Άρθουρ Ας, τον Βίτας Γκερουλάιτις, μετέπειτα φίλο του, έγινε ο νεότερος Πρωταθλητής στο US Open σε ηλικία 20 ετών, 6 μηνών και 24 ημερών, 31 χρόνια μετά τον Πάτσο Γκονζάλες, ο οποίος το 1948 είχε ταράξει τα νερά του τένις στην Αμερική.
Οι επικοί τελικοί με τον Μποργκ, το θρυλικό «Match of the Century» στον Τελικό του Wimbledon το 1980 όπου κέρδισε ο Μποργκ με 1-6, 7-5, 6-3, 6-7 (16-18), 8- 6 και ένα tie break 34 πόντων που επανακαθόρισε το τένις. Υπάρχει μια μαγεία όταν αναφέρονται μαζί τα ονόματά τους, Μποργκ και Μάκενρο έφεραν το άθλημα σε ένα σημείο όπου δεν είχε φτάσει ποτέ, για την ακρίβεια δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι μπορεί να φτάσει εκεί.
Θα μπορούσε να έχει σταματήσει ακόμα και τότε. Αρκούσαν και περίσσευαν όσα είχαμε δει για να καταταγεί στους θρύλους του αθλήματος.
Έχει τιμηθεί από όλους και όλες τις Ομοσπονδίες για την αφοσίωσή του στο παιχνίδι, έχει συνεργαστεί στη συγγραφή πολλών βιβλίων, έχει κυκλοφορήσει δικά του, έχει διατελέσει σχολιαστής, αναλυτής, expert των αγώνων. Έχει εμφανιστεί στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο, το θέατρο. Πάντα υποδυόμενος τον εαυτό του.
«Superbrat». «Ο ατίθασος», «ο κακομαθημένος» σε ελεύθερη μετάφραση.
Στην πραγματικότητα ένας εγκεφαλικός αριστερόχειρας που δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να χαϊδέψει κανέναν, ούτε τον εαυτό του.
Ικανός να προσαρμοστεί στην στρατηγική και το ταλέντο του αντιπάλου, αλλά με μοναδικό συντονισμό χεριού και ματιού, τρομερή κίνηση στα πόδια και πρωτοεμφανιζόμενη για το τένις της εποχής ταχύτητα.
Ο πρώτος με αρμονία και απόλυτο συντονισμό, ο πρώτος που επέλεξε να παίξει με τη φωτιά, όχι καίγοντας τους άλλους αλλά τον εαυτό του.
Ο πιο ματαιόδοξος, κακοδιάθετος, μελαγχολικός αθλητής που γνώρισε ποτέ το τένις και την ίδια στιγμή ο πιο γοητευτικά “χαλασμένος”, ο πιο δημοφιλής, ο πιο ερωτεύσιμος σε αγωνιστικό πλαίσιο.
Ένα κακομαθημένο παιδί που μούτρωνε, έβριζε, πετούσε τη ρακέτα του, διαμαρτυρόταν στους κριτές.
Ένας άξεστος γιάνκης που έμπαινε στις δεξιώσεις των Βρετανών ευγενών και λέρωνε τα χέρια του, τρώγοντας τις φράουλες με τη σαντιγί από τον επιχρυσωμένο δίσκο, αγνοώντας τους καλούς τρόπους σύσσωμου του περιβάλλοντός του.
Δεν μπορούσε να ανεχθεί την ανοησία, τον σχηματικό καθωσπρεπισμό, τους κανόνες του εσωστρεφούς τένις της δεκαετίας του ’80.
Ντυμένος στα γαλανόλευκα, με την κόκκινη κορδέλα να συγκρατεί τις μπούκλες του κι εκείνο το στριφνό, επιθετικό ύφος, σαν να του φταίνε όλοι και όλα.
Παντρεύτηκε την ηθοποιό Τατούμ Ο’ Νιλ το 1986, χώρισαν το 1992, ξαναπαντρεύτηκε την ποιήτρια της ροκ, Πάτι Σμιθ, το 1997.
Πολυπράγμων, ιδιαίτερος, “περίπτωση”.
Οι καιροί επέτρεψαν να λατρευτεί μεταχρονολογημένα για όλα όσα μισήθηκε. Έτσι γίνεται με τους ανθρώπους που βρίσκονται μπροστά από την εποχή τους, έτσι συμβαίνει πάντα με τους μεγάλους καλλιτέχνες. Η αξία τους αναγνωρίζεται μετά.
Ένταση, απόγνωση, θυμός, αποτροπιασμός. Άσπρο ή μαύρο, ελάχιστες αποχρώσεις γκρι. Η αναγέννηση μετά τον όλεθρο. Guernica.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η ναρκισσιστική γοητεία της αυτοκαταστροφής του Μποργκ
Στέφαν Έντμπεργκ: Υψηλή Αισθητική
Η ασύμμετρη ποίηση της Κρις Έβερτ
Η πύρρειος νίκη του Μπόρις Μπέκερ
Ρότζερ Φέντερερ: Ευτυχία είναι η πεποίθηση ότι μας αγαπούν
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro