Σε ένα ξέφωτο μέσα στο πυκνό δάσος, ανάμεσα σε αγριεμένα σκυλιά και λύκους, ξεπρόβαλε το παλάτι της Κίρκης.
Επιβλητική, πανέμορφη, μια τρομερή θεά να υφαίνει στον αργαλειό της, περιτριγυρισμένη από τα φαρμακωμένα θύματά της. Στο θυμικό η εικόνα της είναι τρομακτική, φέρνει στο νου μονάχα αρνητικά συναισθήματα κι όμως δεν είναι τέτοια η περιγραφή της στην Οδύσσεια.
Αρχικά η Κίρκη μεταμορφώνει τους συντρόφους του Οδυσσέα σε χοίρους και, όταν ο τραγικός ήρωας καλείται να την αντιμετωπίσει κραδαίνοντας το ξίφος του, με πειθώ τού αποκρίνεται να πλαγιάσει μαζί της στο κρεβάτι. «Μόνο εάν ενωθούμε στον έρωτα, μπορούμε επιτέλους να εμπιστευτούμε ο ένας την άλλη». Ο Οδυσσέας σαγηνεύεται, ενδίδει στο κάλεσμα κι από εκείνη τη στιγμή απολαμβάνει τη φιλοξενία της, μέχρι να αποφασίσει να συνεχίσει το ταξίδι του. Η Κίρκη δεν φοβόταν το ξίφος, ως θεά δεν κινδύνευε ποτέ πραγματικά από την όποια βίαιη απειλή. Στην πραγματικότητα υποδύθηκε τον ρόλο της πλανεύτρας, σαγήνευσε και γοήτευσε τον ήρωα που ήταν έτοιμος να παραδοθεί.
Πειρασμός. Λαγνεία. Πάθη. Όλοι στη ζωή μας έχουμε κληθεί να αντιμετωπίσουμε μια “Κίρκη”. Στο φαντασιακό επίπεδο, η δυνατή γυναίκα, εκείνη με εξουσία (έστω και μαγική ή υπέρλογη), αυτή που αναβλύζει ενεργή σεξουαλικότητα, είναι και ελκυστική και τρομακτική συνάμα.
Ένας ισχυρός και ταλαντούχος άνδρας, με καταγωγή από την Καρμανιόλα στο Πιεμόντε, με παππούδες εμιγκρέδες στο Ροζάριο της Σάντα Φε, μόνο σε μια τέτοια γυναίκα, σε μια “Κίρκη”, θα μπορούσε να έχει παραδοθεί. Νέος, ωραίος, αθλητικός, ταλαντούχος, πλούσιος. Με φόντα να γίνει ακόμα πιο γοητευτικός και πολύ πιο πλούσιος.
Για χάρη της δικής του “Κίρκης” στα 21 του θυσίασε μια φιλία, δεν υπολόγισε παιδιά, οικογένειες, καριέρες, κοινωνικό status, δημόσια κατακραυγή, την ίδια την επαγγελματική υπόσταση.
Όλα αυτά στη χώρα όπου ο δημόσιος λόγος βρίθει μισογυνισμού, στην ευρωπαϊκή Χαναάν του σεξισμού και της κλειδαρότρυπας.
Στη συνέχεια κατηγορήθηκε πως άγεται και φέρεται “από το φουστάνι” της, ότι παραμένει υποταγμένος στο πλούσιο μπούστο της, ότι αρνήθηκε ακόμα και το περιβραχιόνιο της ομάδας που τον αγκάλιασε και τον “έφτιαξε”, ώστε να μετακομίσει σε μια άλλη χώρα, μια άλλη πόλη, μόνο και μόνο επειδή το ζήτησε εκείνη.
Ο Μάουρο Ικάρντι εν γνώσει του έγινε παρακολούθημα της Βάντα (Γουάντα επί το αγγλικότερον) Νάρα. Εν γνώσει του διασύρθηκε σε tabloid, τηλεοράσεις, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και -κυρίως- δικαστήρια. Απόλυτη εμπιστοσύνη, απόλυτη παράδοση σ’ “εκείνη”.
Ερωτική σύντροφος, παράνομη σχέση που έγινε σύζυγος, μετά μητέρα και των δικών του παιδιών και στο τέλος και μάνατζέρ του. Εντός, εκτός και επί τα αυτά. Και “ατζέντης” του και διαχειρίστρια της εικόνας του.
Η ιστορία είναι γνωστή, ο ήρωάς μας, μετά από τη γαλούχησή του στις ακαδημίες της Βετσιντάριο και της Μπαρτσελόνα, βρέθηκε να παίζει ποδόσφαιρο στη Γένοβα, στους «Blucerchiati» της Σαμπντόρια. Παλληκαράκι 18 χρόνων, με εφόδιο μονάχα το ταλέντο του και προίκα τα γκολ του στα πρωταθλήματα Νέων.
Στη «Σαμπ» εκείνον τον καιρό κι ένας ακόμα ομοεθνής του, πιο μεγάλος σε ηλικία, πιο σπουδαίος τότε, πιο “φτασμένος”. Ο Μάξι Λόπεζ. Ο ξανθομάλλης επιθετικός παίρνει τον μικρό υπό την προστασία του, τον βοηθά να εγκλιματιστεί, του δίνει συμβουλές, τον βάζει στο σπίτι του, τον αφήνει να παίξει με τα παιδιά του.
Ο Μάξι παντρεμένος με τη Βάντα, μια τηλεπερσόνα, όσο εγγύτερα στο στερεότυπο της σεξοβόμβας που έχουμε κατά νου. Μάξι και Βάντα έκαναν παρέα με τον Ικάρντι, διακοπές μαζί, κοινές φωτογραφίσεις στα social.
Το 2014 η Βάντα, μ’ εκείνο το «Ως εδώ ήταν, αγάπη μου» που αναρτά στο twitter, δίνει τέλος στον γάμο της με τον Μάξι. Λίγους μήνες μετά ο Μάουρο, και πάλι δημόσια, ξανά μέσω twitter, δηλώνει όρκους αιώνιας αγάπης στη γυναίκα του κολλητού του: «Βάντα Νάρα, σ’ αγαπώ. Δεν μπορώ να εξηγήσω αυτό το συναίσθημα, γιατί ούτε αυτές οι δυο λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν το μέγεθός του».
Αυτό ήταν το τελειωτικό outing του ζευγαριού, αυτή ήταν η επιβεβαίωση ότι ο Ικάρντι είχε σαγηνευτεί από την “Κίρκη” του. Η καριέρα και η ζωή του Μάξι Λόπεζ πήραν την κατιούσα. Εκείνη του Ικάρντι εκτοξεύθηκε. Τόσο ώστε, για να καταστεί διαχειρίσιμη, έπρεπε να την αναλάβει “εκείνη”.
Μια φανταχτερή γυναίκα, απ’ εκείνες που τραβούν το βλέμμα απ’ όπου κι αν περάσουν, πολλώ δε στις ανδροκρατούμενες κερκίδες των γηπέδων. Μια γυναίκα-πειρασμός, μια γυναίκα-αιτία χωρισμού μεταξύ φίλων, μια γυναίκα που πυροδοτεί πολέμους. Κι εκείνη ανέβηκε τον Γολγοθά της. “Βγήκε στη σέντρα” ως άπιστη σύζυγος, ανεύθυνη μητέρα, ανόητη κούκλα, αδίστακτη μέγαιρα. Η εμφάνισή της, η επιλογή της να υπερεκτίθεται στο instagram, τα πανάκριβα κοσμήματα, η πολυτελής ζωή, οι προκλητικές φωτογραφίσεις, το “παιχνίδι” με τους (κυρίως) άνδρες και τα νεαρά αγόρια fans. Εκατοντάδες ώρες στα τηλεοπτικά δίκτυα, χιλιάδες σελίδες στα έντυπα, εκατομμύρια κλικ στο διαδίκτυο. Και, όταν το φθινόπωρο του 2015 ο Μάουρο ανακοίνωσε ότι απέλυσε τον ιστορικό μάνατζερ, Άμπιαν Μορένο, και την έχρισε μάνατζέρ του, ακολούθησε και ειρωνεία, χλεύη, περιφρόνηση από τη βιομηχανία του ποδοσφαίρου.
Μια γυναίκα από την ενδοχώρα του Μπουένος Άιρες, ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα, το οποίο μεγάλωσε σε ένα σπίτι πίσω από το Δημοτικό Νεκροταφείο και πάλευε να τα καταφέρει κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά. Babysitter, σερβιτόρα, υποδοχή σε καφετέριες, “κράχτης”, “μοντέλο”.
Ένα κορίτσι που, μόλις διαπίστωσε πόσο εύκολα και πόσο γρήγορα βγαίνουν τα λεφτά, παράτησε το σχολείο, πήγε σε μια σχολή για να μάθει να περπατάει με αέρα και βάλθηκε να τα καταφέρει στον χώρο του θεάματος.
Δεκαεπτά ήταν όταν πρωτοείδε το πρόσωπό της στην τηλεόραση. Ένας τριτο-δεύτερος ρόλος σε ένα από εκείνα τα δακρύβρεχτα λάτιν σίριαλ δίχως νόημα και λόγο ύπαρξης. Την πρόσεξαν λόγω της εμφάνισής της, σιγά-σιγά της έδιναν μεγαλύτερους ρόλους, περισσότερη σημασία. Στον μικρόκοσμό της έγινε “σταρ”, αναγνωρίσιμη, την χαιρετούσαν στον δρόμο, τα βλέμματα δεν γύριζαν μόνο εξαιτίας της μίνι φούστας και του προκλητικού ντεκολτέ. Ήταν η κοπέλα του «King Corona», του σόου με μεγάλη απήχηση στην Αργεντινή, μια εκκολαπτόμενη παρουσιάστρια της μεσημεριανής ζώνης, η επόμενη “κεντρικιά”. Φωτογραφίσεις στο «Playboy», περάσματα από όλα τα ανδρικά περιοδικά, παρουσίες ως καλεσμένη σε όλα τα βαριετέ της αργεντίνικης τηλεόρασης. Σταρ. «Πάντα μου άρεσε να δουλεύω και να μην εξαρτώμαι από κανέναν άντρα», εξηγούσε, θέλοντας να παρακινήσει κι άλλες νέες κοπέλες να δοκιμάσουν να κυνηγήσουν το όνειρο.
Το δικό της φάνηκε να ολοκληρώνεται όταν παντρεύτηκε το “next big thing” του ποδοσφαίρου, τον ξανθομάλλη παιχταρά που θα διέλυε το σύμπαν στην Μπαρτσελόνα, τον Μάξι Λόπεζ. «Εγκατέλειψε την καριέρα της» για χάρη του. Τον ακολούθησε παντού, έκανε μαζί τους τρεις γιους, υπέμεινε τις ιδιοτροπίες του, τις φρίκες του, τις απιστίες του, τα σκοτάδια του. Βαρκελώνη, Μαγιόρκα, Μόσχα, Πόρτο Αλέγκρε, Κατάνια, Μιλάνο, Γένοβα. Η Βάντα ήταν πάντοτε εκεί, στο πλευρό του, αδιαμαρτύρητα. Αργότερα έκανε λόγο για κατάθλιψη, κρίσεις πανικού, περιστατικά βίας, απίθανες καταστάσεις.
Μετά τον χωρισμό, επέστρεψε στην Αργεντινή και έκανε φύλλο και φτερό τον γάμο της. Πολλοί είπαν ότι είχε ενορχηστρώσει ολόκληρη την υπερασπιστική γραμμή της στα επικείμενα δικαστήρια για το διαζύγιο, την επιμέλεια των παιδιών και ασφαλώς την περιουσία του ζεύγους Λόπεζ. Εάν ισχύει ότι όλα ήταν προϊόν σχεδίου, τότε μάλλον ο πλανήτης έχει υποτιμήσει πολύ τη Βάντα Νάρα.
Από την άλλη, παρατηρεί κάποιος την πορεία και τη διαδρομή της ως εκπροσώπου του ποδοσφαιριστή Μάουρο Ικάρντι και διαπιστώνει ότι έχουμε να κάνουμε με μια γυναίκα που δεν φοβάται τις προκλήσεις, δεν υποτιμά εαυτόν στο κατεξοχήν ανδροκρατούμενο περιβάλλον, επιθετική και με στρατηγική που φέρει στο επίκεντρο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του πελάτη της. Ένας θηλυκός Μίνο Ραϊόλα, με τη διαφορά ότι εκείνη έχει έναν μονάχα πελάτη: τον Ικάρντι.
Όταν το 2016 ο Αργεντινός κλήθηκε να ανανεώσει το συμβόλαιό του με την Ίντερ, στη Via Durini εμφανίστηκε μια Βάντα που πίεσε στα άκρα, διαδραμάτισε τον ρόλο του “κακού”, αποδέχθηκε να κάνει τη διελκυστίνδα μεταξύ διαφόρων εταιρειών και αντιμετώπιζε με καχυποψία τους καλοντυμένους άνδρες με τα στενά κοστούμια και τα φιλντισένια μανικετόκουμπα. «Η ευγένεια είναι αδυναμία» ήταν η μοναδική φράση που είπε στον Ικάρντι, όταν άνοιξε η πόρτα του ασανσέρ που οδηγούσε στο τραπέζι συσκέψεων του Τεχνικού Διευθυντή της Ίντερ. Όταν έδωσαν τα χέρια με την ορδή δικηγόρων, το συμβόλαιο του Ικάρντι είχε αυξηθεί κατά 85%.
Μικρή λεπτομέρεια: η Βάντα σε εκείνη τη διαπραγμάτευση ήταν επτά μηνών έγκυος.
«Δεν είναι ο μοναδικός πελάτης της εταιρείας World Marketing Football (μια εταιρεία που ίδρυσε η ίδια τον Απρίλιο του 2015) ο Ικάρντι. Εκπροσωπώ και τον εαυτό μου και την Ζάιρα Νάρα, την αδερφή μου», είπε στους δημοσιογράφους που περίμεναν έξω. Ο εαυτός της, η αδερφή της (επίσης μοντέλο από μικρή ηλικία, πρώην σύντροφος του τενίστα Χουάν «Πίκο» Μόνακο και του Ντιέγκο Φορλάν, γνωστή τηλεπερσόνα) και ο Ικάρντι.
Αρχηγός της Ίντερ, διεθνής με την Εθνική Αργεντινής, περιζήτητος στα media και απόλυτο είδωλο στο παρηκμασμένο Campionato της εποχής. Ένας Ικάρντι που σβήνει ακόμα και φαβ στο instagram, επειδή θύμωσε η Βάντα, ή υπόσχεται να διαγράψει το account, όταν η σύζυγός του τον συλλαμβάνει να σκρολάρει καλλίπυγες γυναικείες φιγούρες.
Δίπλα στο σπίτι τους στο Μιλάνο ζούσε και η μητέρα της Βάντα, η Νόρα, η οποία επίσης εργαζόταν στην εταιρεία της κόρης και αργότερα ανέλαβε και τη διεύθυνση της Wan Collection, ενός brand ρούχων και αξεσουάρ που δημιουργήθηκε από τη Βάντα το 2017 και στοχεύει ρητά στα «τολμηρά κορίτσια που κυνηγούν τα όνειρά τους και είναι ο εαυτός τους στον κόσμο», όπως λέει και το moto της εταιρείας.
Μια γυναίκα σίφουνας, μια γυναίκα που στερεί το οξυγόνο από τον Ικάρντι, αλλά την επόμενη στιγμή τον βλέπει γονατισμένο στα πόδια της να την παρακαλεί να τον συγχωρέσει.
Εκείνη δημιούργησε και το θρυλικό chat των συζύγων των παικτών της Ίντερ, με στόχο να βοηθήσουν τους άντρες τους να προσαρμοστούν στην ομάδα και να αποδίδουν καλύτερα στο χορτάρι.
Το ελάττωμα που αναγνωρίζει στον εαυτό της είναι η εμμονή της με τον έλεγχο. Δεν αναθέτει, δεν μοιράζεται, δεν εμπιστεύεται. Ακόμα και τον άντρα της.
Είναι έξι χρόνια μεγαλύτερή του, δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει το ιστορικό της γνωριμίας τους, όπως τον έχει πλάσει στο κεφάλι της. Όλα είχαν ξεκινήσει σε ένα λιτό δείπνο τον Οκτώβριο του 2013. Βρισκόταν στο Μιλάνο για μια συμπληρωματική κατάθεση που αφορούσε στον δικαστικό κυκεώνα του διαζυγίου με τον Μάξι. Ο Μάουρο, ο οποίος μόλις είχε μεταγραφεί στην Ίντερ, την κάλεσε σπίτι του για φαγητό. Πήγε. Το ψυγείο άδειο, η Βάντα μαγείρεψε μια μακαρονάδα με βούτυρο και έτριψε και μερικές νιφάδες παρμεζάνας. Λίγες μέρες αργότερα έγινε η πρώτη δημόσια έξοδος, ήταν μια επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ. «Το ψυγείο ήταν άδειο. Έπρεπε να το γεμίσω», είπε αφοπλιστικά.
Αρνείται πεισματικά ότι είχε συνάψει σχέση με τον Ικάρντι πριν το διαζύγιο. Όλα, σύμφωνα με την εκδοχή της, έλαβαν χώρα μετά από εκείνη τη μακαρονάδα βουτύρου. Το καλοκαίρι του 2013, λίγους μήνες πριν, είχαν κάνει όλοι μαζί διακοπές, εκείνη, ο Μάξι Λόπεζ, τα παιδιά τους και ο Ικάρντι. Η επίμαχη φωτογραφία επάνω στο σκάφος έγινε viral, χρησιμοποιήθηκε σε αίθουσες δικαστηρίων, μετατράπηκε σε “απόδειξη”.
Ο Ικάρντι ακομπλεξάριστα δηλώνει ότι «δεν επιλέγει κανείς ποιον να ερωτευτεί, δεν μπορείς να καταδικάσεις κάποιον για αυτό που νιώθει».
Όταν αγαπήθηκαν, οι τραπεζικοί τους λογαριασμοί ήταν πολύ ελαφρύτεροι από σήμερα, αλλά επιμένουν ότι το οικονομικό δεν έπαιξε τον παραμικρό ρόλο στη σχέση τους. Η Βάντα είναι πεπεισμένη πως, εάν αποφάσιζε να μετακομίσει στην Αργεντινή, ο Μάουρο θα εγκατέλειπε το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο και θα επέστρεφε μαζί της στο Μπουένος Άιρες.
Έκαναν δυο παιδιά μαζί, μεγαλώνουν και τα τρία αγόρια από τον γάμο με τον Μάξι, την επιμέλεια των οποίων κέρδισε άνετα η Βάντα στο δικαστήριο. Τον συμβουλεύει, φροντίζει τη δημόσια εικόνα του, έχει την εμπορική διαχείριση του brand του, ελέγχει τα social media και τις σελίδες που αφορούν σε εκείνον. Είναι και σύζυγος και ερωμένη και ιμπρεσάριός του. Η μετάβαση έγινε γραμμικά, όχι αθόρυβα, σίγουρα όχι αναίμακτα, μιας και σε αυτήν την σχέση εκτέθηκαν πολύ ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα όλων των εμπλεκομένων.
Η οικογένεια του Μάουρο ουδέποτε αναγνώρισε θετικά στοιχεία σε αυτόν το γάμο. Η αδερφή του, η Ιβάνα, έχει κάνει κατ’ επανάληψη παράπονα σχετικά με τη διαχείριση του αδερφού της από τη γυναίκα του, έχει στηλιτεύσει την εμμονή της Βάντα να βρίσκεται μονίμως στο επίκεντρο της δημοσιότητας, να επιδιώκει να θεωρείται το κέντρο του κόσμου. «Ελπίζω ο Θεός να σου δώσει λίγη ενσυναίσθηση και να μην σκέφτεσαι μόνο τα χρήματα και τον εαυτό σου» είναι μια από τις σκληρές τοποθετήσεις της αδερφής του Μάουρο.
Οι σχέσεις του ζεύγους Ικάρντι με τον πατέρα της Βάντα είναι ακόμα πιο περίπλοκες. Χαλάρωσαν κάπως μετά τον χωρισμό από τη μητέρα της, αλλά και εκεί δεν αποφεύχθηκε η σαπουνόπερα. Συνεχείς απιστίες, τζόγος, ενδοοικογενειακή βία, δεκάδες απάτες. Ο Αντρές Νάρα δεν ήταν ποτέ ένας ήσυχος οικογενειάρχης, απεναντίας είχε σύρει και την πρώτη του σύζυγο και μητέρα της Βάντα, Νόρα Νάρα, σε διάφορες παράνομες δραστηριότητες, για τις οποίες αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών. Η Βάντα δεν τον άφησε ποτέ να εισχωρήσει στη ζωή της με τον Ικάρντι. Γι’ αυτό κάλεσε μαζί της τη μητέρα της, γι’ αυτό της έδωσε δουλειά, γι’ αυτόν την “επέβαλε” στην καθημερινότητα του Μάουρο.
Η δουλειά του ήταν να βάζει γκολ, η δική της να τακτοποιεί τα υπόλοιπα και ασφαλώς να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα δημοφηλίας την εικόνα τους.
Οι εμφανίσεις της στην αργεντίνικη τηλε-νουβέλα, «Golpe al corazón», η συνεργασία με τον «Tiki Taka», η παρουσία στα ιταλικά σόου βοήθησαν και την ίδια και τον Ικάρντι να παγιωθούν στις συνειδήσεις ως ζευγάρι της show-biz, κάτι σαν το απόλυτο όνειρο της γενιάς του τίποτα. Εκείνη με περισπούδαστο ύφος να λέει «δεν είμαι μόνο σύζυγος ενός ποδοσφαιριστή, θέλω να διατηρήσω την ανεξαρτησία μου» και τα like να πέφτουν βροχή.
Στην πραγματικότητα, προσπαθεί απεγνωσμένα να κάνει τον κόσμο να αλλάξει άποψη για εκείνη εδώ και χρόνια.
Τον καιρό όπου είχε τραβήξει στα άκρα τη διαμάχη με την Ίντερ, πείθοντας τον Ικάρντι να μην ακολουθήσει την αποστολή για τον αγώνα με τη Ραπίντ, δέχτηκε επίθεση από οπαδούς με πέτρες, ενόσω επέβαινε στο τζιπ της με τρία από τα παιδιά της. Κανείς δεν τραυματίστηκε, πλην όμως η επίθεση καταγράφεται ως ένας άτυπος λιθοβολισμός ενός θλιβερού θεοκρατικού τύπου.
Η Βάντα έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος σε ένα φιλμ που σκηνοθέτησε εν τέλει η ίδια, σε μια υπερέκθεση που επέλεξε η ίδια και εκών-άκων ακολούθησε και ο Ικάρντι. Τσακώθηκε η Βάντα με τους ιθύνοντες της Ίντερ; Ο Μάουρο δεν ανεβαίνει στο αεροπλάνο για τη Βιέννη. Δεν είναι αυθαίρετο συμπέρασμα, το είχε πει ο ίδιος ο Σπαλέτι, τότε προπονητής των «Nerazzurri» και αμέτοχος στην όλη ιστορία. Η Βάντα από την άλλη εξέδωσε μια ανακοίνωση, «ως εταιρεία που εκπροσωπεί τον πελάτη της», κάνοντας λόγο για εντολή της διοίκησης.
Η Ίντερ του πήρε το περιβραχιόνιο, το παρέδωσε επιδεικτικά στον Χαντάνοβιτς, δεν επέτρεψε στη Βάντα να δημιουργήσει ένα ακόμα σενάριο μυστηρίου, μέχρι να πάρει αυτό που θέλει από τα media.
Αυτό ήταν το μεγάλο της ατού, η δυναμική της κορύφωσης του “δράματος”, η όσο το δυνατόν πιο εκτενής συζήτηση γύρω από τα πεπραγμένα του Ικάρντι, εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου.
Ο Αθλητικός Διευθυντής της Ίντερ, Πιέρο Αουσίλιο, υποστήριξε ότι επρόκειτο για μια οδυνηρή απόφαση, η οποία ελήφθη με τη σύμφωνη γνώμη απ’ όλες τις πλευρές, έκανε λόγο για «αμηχανία», αράδιασε «σοβαρούς λόγους», δίχως να κατονομάσει κανέναν. Ουδείς έχει την παρρησία να κατηγορήσει ανοιχτά την Κίρκη, όλοι φοβούνται τη μήνη της.
Η αλήθεια είναι ότι η απόφαση προήλθε από τα ίδια τα αποδυτήρια της ομάδας. Ο Ικάρντι μπορεί να ήταν εκ των καλύτερων ποιοτικά ποδοσφαιριστών, ο πιο προβεβλημένος, ο κατέχων το “μιντιακό ενδιαφέρον”, αλλά είχε γίνει αβάστακτος ως “πακέτο”.
Ο Χαντάνοβιτς μίλησε περί «απροσδόκητης εξέλιξης», ο Ικάρντι απάντησε στο αγαπημένο του instagram με μια σέλφι και μια ρήση που απέδωσε στον Μαρκ Τουέην: «Είναι καλύτερα να σιωπάς και να φαίνεσαι ανόητος παρά να ανοίγεις το στόμα σου και να διώχνεις κάθε αμφιβολία». Ουδείς αντιλήφθηκε ποιος ήταν ο ανόητος, ποιος έπρεπε να σωπάσει, γιατί έγραψε ότι η ρήση ήταν του Τουέην (δεν είναι). Πιο πολύ σαν αυτοκριτική έμοιαζε εκείνη η βαθυστόχαστη τοποθέτηση, γι’ αυτό ανέλαβε για πολλοστή φορά δράση η Βάντα.
Αποπροσανατόλισε το κοινό, απέφυγε τη συζήτηση για την ανανέωση του συμβολαίου ή μια πιθανή μεταγραφή και χρησμοδότησε σαν σοφός γκουρού του ποδοσφαίρου: «Αντί να συζητάμε για την ανανέωση του συμβολαίου και τα χρήματα που αξιώνει ο καλύτερος επιθετικός της ομάδας, καλύτερα να μιλήσουμε για την κατάσταση στο ρόστερ. Αν μου έδιναν την επιλογή μεταξύ άμεσης ανανέωσης του συμβολαίου και της ενδεχόμενης άφιξης ενός μέσου που θα δίνει πέντε κάθετες πάσες, ίσως θα προτιμούσα τον καλό χαφ που θα βοηθούσε τον Μάουρο να αναδείξει ακόμα περισσότερο το ταλέντο του».
Με ένα ποστ στο instagram είχε αποδομήσει τους πάντες, είχε κατηγορήσει κεκκαλυμμένα τους συμπαίκτες του Ικάρντι, είχε εκθέσει τη διοίκηση και τον Τεχνικό Διευθυντή και είχε εκφράσει και άποψη για τη δυστοκία του Μάουρο και την αδυναμία της Ίντερ στο σκοράρισμα. Δεν ήταν ο Ικάρντι ντεφορμέ, η Ίντερ δεν είχε χαφ. Δεν έκανε ο Ικάρντι κακή σεζόν, οι συμπαίκτες του δεν μπορούσαν να σταθούν στο ύψος του. Η Βάντα επεδίωκε να κάνει κουμάντο σε ολόκληρη Ίντερ.
Τα αποδυτήρια της ομάδας έγιναν άνω-κάτω μετά από εκείνη την τοποθέτηση της Βάντα. Άνοιξε τεράστια συζήτηση, εκτέθηκε ο Μαρότα, τέθηκε εκτός ομάδας ο Ναϊνγκολάν και άλλαξε άρδην ο αγωνιστικός σχεδιασμός της ομάδας.
Εκείνη την εποχή ο Ικάρντι ήταν ο ένατος πιο ακριβοπληρωμένος παίκτης της Ίντερ. Επιπλέον, σε σχέση με τους σταρ των άλλων ομάδων, αμείβετο με τα μισά χρήματα πχ του Ιγκουαΐν, ενώ ο “απόλυτος” Κριστιάνο, ο σταρ της «Γιούβε», έπαιρνε οκτώ φορές περισσότερα.
Η Ίντερ σύρθηκε σε μια διαπραγμάτευση εκ των προτέρων χαμένη, μπήκε σε μια διαδικασία δίχως αρχή και τέλος, αναγκάστηκε να αναπροσαρμόσει το συμβόλαιο του Ικάρντι, εξυπηρετώντας επί της ουσίας τις επιδιώξεις της Βάντα, στο μυαλό της οποίας ήταν εξαρχής το “χρυσωρυχείο” της Παρί Σεν Ζερμέν. Από τότε ύφαινε το σενάριο στον αργαλειό της, από τότε είχε θέσει ως βασική επιδίωξη το Παρίσι και τα πραγματικά πολλά λεφτά.
Οποιαδήποτε ομάδα δεν θα είχε ενδώσει ποτέ στα τερτίπια της Βάντα, οποιοσδήποτε Τεχνικός Διευθυντής δεν θα έσερνε εαυτόν σε μια διαπραγμάτευση με σκοπό το επόμενο συμβόλαιο του ποδοσφαιριστή σε άλλη ομάδα. Για την ακρίβεια, το έχουν κάποιοι-μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού- με πελάτες του Ραϊόλα, κανείς ωστόσο με τον τρόπο με τον οποίον κατάφερε η Βάντα να “πλανάρει” τον δανεισμό και εν τέλει τη μεταγραφή στην ΠΣΖ του Αλ Κελαϊφί.
Κατά μια έννοια, η Βάντα μέσω του Ικάρντι κατόρθωσε να κάνει μια μίνι φεμινιστική επανάσταση στον χώρο του ποδοσφαίρου, αναδεικνύοντας την αλλαγή της βιομηχανίας, διαστάσεις που, μέχρι να εμφανιστεί εκείνη ως σύζυγος-μάνατζερ-ινφλουένσερ, δεν υπήρχαν ούτε κατά διάνοια στην ημερήσια διάταξη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη της επιτυχίας της από το γεγονός ότι κάθε κείμενο ή είδηση που αφορά στον Ικάρντι έχει μέσα ελάχιστο ποδόσφαιρο και πολλή ίντριγκα.
Ζώντας σε μια αθλητική κουλτούρα στην οποία καθημερινά οι σύζυγοι/φίλες των παικτών, οι αδερφές τους, σε μερικές σπάνιες περιπτώσεις πρώιμων φαινομένων ακόμα και οι μητέρες τους φιγουράρουν σε “αφιερώματα” ιστοσελίδων, γίνεται κατανοητό ότι εκείνο που ενδιαφέρει έπαψε να είναι μόνο το ποδόσφαιρο. Η ανάγνωση είναι διττή, ακουμπάει και σε βαθιά σεξιστικά ή μισογυνιστικά πρότυπα, αλλά ακριβώς αυτά μετήλθε η Βάντα για να αναρριχηθεί στην κορυφή του ενδιαφέροντος και να μετατρέψει τον Ικάρντι σε σούπερ σταρ.
«Είμαι πολύ ικανοποιημένος από τη δουλειά που έχουμε κάνει μαζί μέχρι τώρα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον η Βάντα θα φροντίζει πάντα την εκπροσώπησή μου και τα συμφέροντά μας μέχρι το τέλος της καριέρας της», είπε ο ίδιος ο Ικάρντι με το χαρακτηριστικό λαμπερό του χαμόγελο.
Τους κώδικες και τα ένστικτα του κοινού χρησιμοποιεί η Βάντα Νάρα, τον ίδιο τον κόσμο του ποδοσφαίρου εργαλειοποίησε. Μια γυναίκα, μητέρα πέντε παιδιών, με ένα πολύ σκληρό διαζύγιο και ένα ταξίδι που την οδήγησε από το μόντελινγκ και το θέατρο στην τηλεόραση και εν τέλει το ποδόσφαιρο. Ένα ανδροκρατούμενο σύμπαν βυθισμένο στις προκαταλήψεις, ένας κόσμος που ξεγυμνώθηκε μπρος στις προκλητικές φωτογραφίες της και τα σκηνοθετημένα της σίριαλ.
«Ο Μάουρο δεν έκλαψε, όταν γεννήθηκαν οι κόρες μας. Έκλαψε για την Ίντερ» είναι μια από τις θρυλικές ατάκες της, όταν προσπάθησε να δικαιολογήσει την “στενοχώρια” του Ικάρντι, όταν άφησε την Ίντερ και μεταγράφηκε στην Παρί Σεν Ζερμέν. Μετά από 124 γκολ με τη φανέλα των «Nerazzurri», μετά από έξι σεζόν με αρκετά σκαμπανεβάσματα, οι Άραβες πλήρωσαν κάτι λιγότερο από 60 εκατ. ευρώ και ενεργοποίησαν μια option αγοράς για έναν ποδοσφαιριστή τον οποίο δεν είχαν καν ανάγκη.
Υποτίθεται θα αντικαθιστούσε τον Καβάνι, θα συμπλήρωνε τέλεια τον Νεϊμάρ και τον Εμπαπέ, θα εξακολουθούσε να σκοράρει κατά ριπάς, όπως έκανε στην Ιταλία. Ουδείς ασχολήθηκε με όσα έκανε ή δεν έκανε στο χορτάρι. Οι πάντες έπεσαν με τα μούτρα στη ζωή του εκτός γηπέδου, τη Βάντα, τις αναρτήσεις στο instagram, τις “καρδούλες”, τα giveaways και τους στημένους καβγάδες.
Ο Ικάρντι είχε πάψει να είναι ποδοσφαιριστής. Από την πρώτη κιόλας σεζόν, το ξέφρενο πάρτι με κάποιους από τους συμπαίκτες του, μετά την ήττα από τη Μπορούσια Ντόρτμουντ στον πρώτο αγώνα της νοκ άουτ φάσης του Champions League, έγινε αντικείμενο πολύ σκληρής κριτικής. Πήρε τόσο μεγάλες διαστάσεις, ώστε να αναγκαστεί να ζητήσει δημοσίως συγγνώμη ο αρχηγός Μαρκίνιος.
Κι όμως, ο Μάουρο προσπάθησε να θέσει εαυτόν στην υπηρεσία της ομάδας, επιχείρησε να καταλάβει αρχικά τον Τούχελ και εν συνεχεία τον Ποτσετίνο, να γίνει χρήσιμος, να μάθει να πασάρει καλύτερα, να στέκεται τακτικά καλύτερα, να υποτάσσει το εγώ σε μια ομάδα γεμάτη προσωπικότητες.
Τα γκολ του αρκετά, σχεδόν κανένα εντυπωσιακό. Τα περισσότερα προ κενής εστίας, σε δεύτερο και τρίτο χρόνο, μετά από ριμπάουντ ή κακές εκτιμήσεις του αντίπαλου τερματοφύλακα. Ένας από τους πιο παραγωγικούς επιθετικούς στην Ευρώπη έγινε χαμάλης πολυτελείας, ένας από τους πιο μινιμαλιστικούς φορ στην ιστορία του αθλήματος. Ελάχιστες επαφές με την μπάλα, ακόμα λιγότερη συνεισφορά στο παιχνίδι της ομάδας, πλήρης αδυναμία στις συνεργασίες. Δεν έχει ξαναϋπάρξει τόσο μεγάλο παράδειγμα ψευδούς στατιστικής απεικόνισης. Οι μέσοι όροι του κατά το πρώτο διάστημα πλησιάζουν τους καλύτερους της καριέρας του, αλλά ταυτόχρονα δεν φαίνεται καν στο γήπεδο. Η έλευση του Μέσι τον υποβίβασε ακόμα περισσότερο στη σκαλέτα του αγωνιστικού ενδιαφέροντος, ο Ποτσετίνο σχεδόν δεν τον υπολογίζει καν, του δίνει σποραδικά χρόνο ως αλλαγή, του καθιστά σαφές ότι δεν ταιριάζει σε κανένα πλάνο.
Ο Ικάρντι χάνεται και για πολλοστή φορά απασχολεί την επικαιρότητα για τους λάθος λόγους.
«Άλλη μια οικογένεια καταστράφηκε από μία σκύλα» το story της Βάντα στο instagram. Σε μαύρο φόντο, με τη Βάντα να κάνει παράλληλα και unfollow τον σύζυγό της και να διαγράφει από το προφίλ της όλες τις κοινές τους φωτογραφίες. Φωτιά και πάλι στα περιοδικά και το διαδίκτυο, «η Βάντα αποχώρησε από το Παρίσι μαζί με τα παιδιά», «σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση ο Μάουρο Ικάρντι», «δεν παρουσιάστηκε ο Αργεντινός επιθετικός στην προπόνηση της ομάδας και αποκλείστηκε από την αποστολή», «πωλητήριο της Παρί στον Ικάρντι – προσπαθούν να τον ξεφορτωθούν οι Παριζιάνοι, γιατί δεν υπολογίζεται από τον Ποτσετίνο». Εννοείται ότι ουδέποτε χώρισαν, ουδέποτε υπήρξε παρασπονδία ή απιστία του Μάουρο, ουδέποτε έφυγε από το Παρίσι η Νάρα.
Σημασία είχε ότι τα ονόματά τους τρένταραν στο ίντερνετ και τα social, ότι τους έμαθε ακόμα περισσότερος κόσμος, ακόμα κι εκείνοι που δεν είχαν πέσει επάνω σε κάποια από τις προκλητικές φωτογραφίες ή τα clickbait κίτρινα άρθρα της συμφοράς. Σημασία είχαν και έχουν άλλα πράγματα. Η Βάντα είχε λανσάρει επιτυχώς τη νέα αλυσίδα καλλυντικών, η ιστοσελίδα της wandastore έχει τρομερή επιτυχία, τα προϊόντα της πωλούνται σαν φρέσκα ψωμάκια και οι followers στο instagram ξεπέρασαν τα 17 εκατομμύρια. Ο Ικάρντι έχει “μόνο” 11.8 εκατομμύρια. Πλέον τον ξεπέρασε και εκεί.
Η Βάντα του συγχωρεί απιστίες, τον “μαζεύει” πίσω όταν η καριέρα του δεν πηγαίνει καλά, είναι εκεί πάντα για να τον συμβουλεύει. Όταν μετά το δανεισμό του στη Γαλατά τέθηκε το ζήτημα της μεταγραφής και της ζωής στην Κωνσταντινούπολη, η Βάντα “έψησε” τους ιθύνοντες της Παρί να αποδεχτούν τα μόλις 10 εκατομμύρια ευρώ της Γαλατασαράι, εξασφαλίζοντας πρώτα 6 εκατομμύρια κατ’ έτος για τον καλό της.
Όταν η δουλειά έκλεισε, νέο “σκάνδαλο” ξέσπασε, νέα πρωτοσέλιδα γεννήθηκαν, νέες εκπομπές προέκυψαν. Τα έχει κάνει όλα για να επιμηκύνει την καριέρα του. Τον Οκτώβριο του 2023 σε πολυσέλιδη συνέντευξή της σε ιταλικό έντυπο διαβεβαίωσε ότι ο Μάουρο μετάνιωσε για όσα της έχει κάνει και της ζήτησε να ξαναπαντρευτούν προκειμένου να γιορτάσουν με τον πιο ρομαντικό τρόπο τα 10 χρόνια του γάμου τους.
Όσο εκείνος εξακολουθεί να δηλώνει ερωτευμένος, να συμπεριφέρεται πότε σαν σχολιαρόπαιδο και πότε σαν “σκοτωμένος Τσετσένογλου” στο «Βιετνάμ», η Βάντα θα ελέγχει τη ζωή του, τα παιδιά, την περιουσία. Κι όταν πάψει να της είναι χρήσιμος, άπαντες είναι σε θέση να προβλέψουν την κατάληξη.
Έτσι γίνεται όμως με την Κίρκη. Πρώτα σε πηγαίνει στο κρεβάτι και μετά σε μεταμορφώνει σε χοίρο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η προδιαγεγραμμένη μοίρα του Μάξι Λόπεζ
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro