Κανένα άλλο άθλημα δεν έχει συγκρίσιμο συναίσθημα με το γκολ. Δεν συγκρίνεται με ένα καλάθι, έναν πόντο, ακόμα και ένα matchpoint.
Στο γκολ απελευθερώνεται η ένταση, κεφαλαιοποιείται η συλλογική προσπάθεια 90 λεπτών, συχνά εξαφανίζεται η πλήξη ολόκληρης της προοικονομίας ενός αγώνα.
Σε ένα σπορ που κατά κανόνα κυριαρχούν τα μικρά σκορ και πολλές φορές και το καθόλου σκορ, το γκολ είναι χαρά, ανακούφιση, ηδονή, έκρηξη αδρεναλίνης.
Αναλόγως την κρισιμότητά του, πολλές φορές τείνει να πλησιάζει και ένα απροσδιόριστο είδος αποστάγματος μιας sui generis ευτυχίας.
Το συναίσθημα είναι συλλογικό, γι’ αυτό άνθρωποι και χαρακτήρες εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους συνδέονται ομαδικά για κάποια δευτερόλεπτα πανηγυρίζοντας σαν μικρά παιδιά.
Αθλητές και κοινό γίνονται ένα, ο σκόρερ ζει τις στιγμές της αποθέωσης, γίνεται το επίκεντρο ενός απομονωμένου κόσμου, μιας διάστασης εκτός πλαισίου.
Ισχύει για κάθε σκόρερ, για κάθε ποδοσφαιριστή ανεξαρτήτως θέσης και αξίας και λίγο περισσότερο για έναν: για τον Πίπο Ιντζάγκι.
Η σχέση του Ιντζάγκι με το γκολ δεν ενέχει τίποτα το φυσιολογικό, υπήρξε μια σχέση γεμάτη παράδοξα, η οποία εν τέλει καθόρισε την καριέρα του και την ανάμνηση που άφησε σε όλους μας.
Ο Πίπο ουδέποτε θεωρήθηκε κάτι σπουδαίο, ποτέ δεν ήταν ο λόγος που ο οπαδός έκοβε το εισιτήριο ή ταξίδευε χιλιόμετρα για να δει την ομάδα του.
Όπως είπε κάποτε και ο Κρόιφ, ήταν τόσο άτεχνος που δεν θα μπορούσε να ντριμπλάρει ακόμα και μια καρέκλα.
Κι όμως, αυτός ο τύπος θέτει ενώπιον όλων μας το αντικειμενικό στατιστικό στοιχείο των 316 γκολ και δεκάδων τίτλων στην καριέρα του.
Είναι μειωτικό και δεν αποδίδει την πραγματικότητα να τον χαρακτηρίσει απλώς κάποιος σαν «έναν επιθετικό που ζούσε για το γκολ».
Ο Ιντζάγκι κυριολεκτικά ήταν μόνο το γκολ. Δεν είναι υπερβολή, δεν είναι αναγωγικό, δεν ενέχεται κανένα στοιχείο εικονικότητας στη διαπίστωση. Ο Πίπο έπαιζε μόνο για το γκολ, δεν θα υπήρχε ως ποδοσφαιριστής οποιουδήποτε επιπέδου χωρίς το γκολ, θα έκανε άλλη δουλειά στη ζωή του.
Στο παιχνίδι του δεν υπήρχε πολυπλοκότητα, παύσεις, τεχνική προεργασία και δημιουργία. Μόνο εκείνος ο άκρατος μαξιμαλισμός γκολ.
Στο μυαλό του, στο κορμί του, στην ψυχή του, υπήρχε μόνο αυτή η ενιαία, σταθερή, συντριπτική θέληση να σκοράρει. Τίποτ’ άλλο.
Δεν υπήρχε χάρη ούτε χαρά στο παιχνίδι του. Το γκολ ήταν κάτι σαν καταδίκη του, σαν υποχρέωση να ανακουφίσει εαυτόν και αλλήλους.
Ο Πίπο ζούσε για εκείνες τις 316 έντονες στιγμές ανακούφισης, για εκείνα τα δευτερόλεπτα εφήμερης, αλλά αυθεντικής χαράς που απλώς παρέτειναν το μαρτύριό του.
Ο Ιντζάγκι έβγαζε την κραυγή απελευθέρωσης και λίγο μετά, όταν η μπάλα στηνόταν στη σέντρα και συνεχιζόταν το παιχνίδι, επέστρεφε στα δεσμά του. Στην ιερή υποχρέωση να το ξανακάνει επαναλαμβάνοντας τη διαδικασία από την αρχή.
Κάποτε μετά από ένα κρίσιμο γκολ τον ρώτησαν αν ήταν το σημαντικότερο της καριέρας του. «Το καλύτερο γκολ μου είναι το επόμενο», απάντησε. Γιατί ο Πίπο ήταν ο Σίσυφος του γκολ, ο τραγικός ήρωας του Αλμπέρ Καμύ που περιφρονούσε τους θεούς κι έκανε το παράλογο, πρόδηλο.
Ο παραλογισμός της ανθρώπινης ύπαρξης και η θεϊκή τιμωρία, είναι η σχέση του Ιντζάγκι με το γκολ. Ένας σκοτεινός και ιδιαίτερα απαιτητικός θεός (το γκολ) και από την άλλη ο ταπεινός υπηρέτης του (ο Ιντζάγκι) που υποβάλλει τον εαυτό του σε διαρκείς δοκιμασίες και θυσίες για να τον υπηρετήσει.
Δεν είναι υπερβολή που τονίζει το λόγο. Αν είχατε παρακολουθήσει τον Ιντζάγκι να παίζει και έχετε εικόνα του πως κινείτο, είναι ευδιάκριτη η σπασμωδική αναζήτηση του γκολ.
Το «άρρωστο» τρέξιμό του, η αδιάκοπη αγωνία να βρει και να εκμεταλλευτεί όχι τη μια, τη μισή ευκαιρία που θα του δοθεί στα λίγα τετραγωνικά που του απέμεναν, εκεί βαθιά πίσω από τις αντίπαλες άμυνες.
Συνήθως οι ποδοσφαιριστές αισθάνονται ασφαλείς και κυρίαρχοι όταν έχουν τη μπάλα στα πόδια τους, όταν ελέγχουν εκείνοι τη ροή των γεγονότων μέσα στο παιχνίδι.
Ο Πίπο άνετος ήταν χωρίς τη μπάλα, τις σπάνιες φορές που περνούσε από τα πόδια του μακριά από την εστία έμοιαζε να θέλει να την ξεφορτωθεί. Δεν «θώπευε» την μπάλα όπως όλοι οι μεγάλοι αρτίστες, δεν έψαχνε την τρίπλα ή το ξεπέταγμα όπως οι περισσότεροι ταλαντούχοι συμπαίκτες του. Η μπάλα ήταν ένα ξένο αντικείμενο, ένα μέσο επίτευξης του στόχου, ένας αναγκαίος συμβιβασμός προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολή του που ήταν να τη σπρώξει στα δίχτυα.
Αυτή η ακατανόητη συμπεριφορά, πρωτοεμφανιζόμενη για επιθετικό που αγωνίστηκε τόσο χρόνια σε τόσο υψηλό επίπεδο, έβρισκε την ισορροπία της μόνον όταν ο «Σίσυφος» τα κατάφερνε.
Ο πανηγυρισμός του Ιντζάγκι, η εξαγνιστική κραυγή με τα χέρια του σε έκταση και τις πεταμένες φλέβες στο λαιμό, είναι ό,τι εγγύτερο στη στιγμιαία τρέλα.
Ήταν κάτι σαν μυστικιστική τέλεση μυστηρίου, 10 – 20 – 30 δευτερόλεπτα παγανιστικής λατρείας μέχρι τη στιγμή που ο τραγικός ήρωας ανοίγει τα μάτια και ψάχνει τα βλέμματα και τις ιαχές συμπαικτών και οπαδών.
Κάθε του γκολ έχει τον ίδιο μυστικισμό. Δεν έχει σημασία αν τη σπρώχνει απλώς στα δίχτυα από το ένα μέτρο σε κενή εστία ή τη στέλνει στο «Γ» από το ύψος του πέναλτι.
“Screaming Bloody Murder”, λένε και τα βίντεο στο youtube:
Ίσως τελικά ο Ιντζάγκι να γέμισε αυτό το μικρό κενό στο ποδοσφαιρικό πάθος: τη σκοτεινή πλευρά, τη μίξη αγωνίας, απελευθέρωσης και εξαγνισμού.
Έχουμε μάθει να συνδέουμε το ποδόσφαιρο και το γκολ με ένταση, υστερία, υπερβολή. Αναζητούμε πάντα καλλιτεχνικές αναφορές, ομοιότητες με τη λατινοαμερικάνικη κουλτούρα, θαυμάζουμε το περιττό, το εξεζητημένο και έρχεται ο Πίπο και το μετατρέπει σε μαρτύριο.
Όπως και για τα καθ’ ημάς, υπάρχει και στην Ιταλία μια ανάλογη ιστορία με υποτιθέμενη ρήση του Ουίνστον Τσώρτσιλ που ταιριάζει γάντι στην περίπτωση του Ιντζάγκι: «οι Ιταλοί χάνουν στον πόλεμο σαν να είναι ποδοσφαιρικό παιχνίδι και από την άλλη αντιμετωπίζουν το ποδόσφαιρο σαν να είναι πόλεμος».
Η ένταση του Πίπο όταν βάζει γκολ είναι σαν πορτραίτο του Έγκον Σίλε, μια απόλυτη απεικόνιση νεύρωσης και πολλές φορές αδικαιολόγητου ενθουσιασμού που κάνει για το θεατή ακόμα και τη χαρά ενοχλητική.
Είτε σκοράρει σε τελικό Τσάμπιονς Λιγκ είτε σε φιλικό προετοιμασίας, θα βγάλει την κραυγή και θα τρέξει στη γωνία με τα χέρια εκτεταμένα.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα ξεχασμένο κι απ’ το Θεό χριστουγεννιάτικο φιλικό της εθνικής Ιταλίας με μια ομάδα επίλεκτων στη Ρώμη πριν χρόνια. Ήταν ένα ματς για τη διαφήμιση και την προβολή του αθλήματος, μια ευκαιρία για μικρά παιδιά να δουν από κοντά τους ήρωές τους.
Σκόραρε νωρίς στο πρώτο ημίχρονο και -ναι- τρελάθηκε και άρχισε αλαλάζων να τρέχει, τη στιγμή που Ζιντάν, Ρονάλντο, Μπατιστούτα και οι υπόλοιποι άλλαζαν πασούλες και έκαναν τακουνάκια. Όχι, για τον Πίπο και εκείνος ο αγώνας επίδειξης ήταν ζωής ή θανάτου.
Το είχε αυτό, έβγαζε μια έμφυτη αντιπάθεια, είχε αυτή τη συμπεριφορά που διαπερνούσε συχνά το όριο του fair play.
Ουκ ολίγες φορές, σε παιχνίδια που όδευαν προς τη λήξη τους και είχαν ήδη κριθεί, σκόραρε στις καθυστερήσεις και συμπεριφερόταν σαν να επρόκειτο για το κρισιμότερο γκολ της καριέρας του. Κοινό και αντίπαλοι, μάλλον δικαίως, το εκλάμβαναν ως έλλειψη σεβασμού, απλούστατα διότι δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν τον εθισμό, την εξάρτηση του Πίπο.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, ο Ιντζάγκι αναζητούσε λυσσασμένα το γιατρικό στον εθισμό του, τη στιγμιαία ευχαρίστηση, την ηδονή της απελευθέρωσης της ντοπαμίνης στον εγκέφαλό του. Ήταν παθολογικό το ζήτημα, εμμονικός υπήρξε σχεδόν σε ότι σχετίζετο με την καριέρα του.
Εξαιτίας ενός αδιανόητου συνδυασμού προκατάληψης και αυθυποβολής, ακολουθούσε επί χρόνια την ίδια διατροφή όπως διηγείται στο βιβλίο του ο Αντρέα Πίρλο: «Δεν υπήρχε αυτό που έκανε ο Ιντζάγκι. Κάθε μεσημέρι ζυμαρικά με τρεις κουταλιές κόκκινη σάλτσα και το βράδυ πάλι ζυμαρικά με τρεις κουταλιές κόκκινη σάλτσα και δυο φέτες μπρεζάολα. Και όλη την υπόλοιπη ημέρα έτρωγε βρεφικά μπισκότα. Τα έλεγαν “plasmon”, τριγυρνούσε παντού με ένα τέτοιο κουτί στο χέρι, αλλά ποτέ δεν το τελείωνε. Άφηνε στο τέλος πάντοτε δυο για να μην διαταραχθούν οι «συναστρίες» όπως έλεγε.
Είχαμε προσπαθήσει με κάθε τρόπο να του κλέψουμε εκείνα τα μπισκότα, αλλά τα κλείδωνε (!) στο ντουλάπι του ή τα έκρυβε στα πιο απίθανα μέρη για να μην χαλάσει το γούρι. Στην αρχή απορούσα πραγματικά με όλη αυτή την κατάσταση, στο τέλος με κατάφερε να τον πιστέψω ακόμα κι εγώ ότι για εκείνα τα μπισκότα ήταν τόσο τυχερός και αποτελεσματικός».
Κι όμως, δεν είχε άδικο ο Πίρλο. Αυτό ήταν το μέγεθος της υπερβολής και της αυθυποβολής του Ιντζάγκι.
Όταν ο Πίπο έβαλε το γκολ με την κόντρα στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ της Αθήνας, δήλωσε ότι όλα έγιναν όπως ακριβώς τα είχε σχεδιάσει (!) στο μυαλό του.
«Ήξερα τον τρόπο που σουτάρει ο Πίρλο τα φάουλ. Ήξερα ότι ακολουθώντας την πορεία της μπάλας εμποδίζω την ορατότητα του τερματοφύλακα και εφόσον η μπάλα ακουμπήσει επάνω μου, θα αλλάξει πορεία και θα μπει.
Το είχα δει από πριν».
Όποιος και να δει αυτό το γκολ θα πει ότι είναι απλώς τυχερό. Δείτε όμως αμέσως μετά και την αντίδραση του Ιντζάγκι, είναι άκρως εντυπωσιακή.
Η κάμερα -δίκαια- έχει εστιάσει στον Πίρλο, ενώ ο Πίπο πανηγυρίζει μόνος του, κάνει ένα τεράστιο άλμα πάνω από πινακίδες και φωτογράφους, κυλιέται στο έδαφος και βγάζει την κραυγή στο πέταλο των οπαδών της Μίλαν. Μόνο όταν αντιλαμβάνεται ότι οι συμπαίκτες του έχουν πέσει επάνω στον Αντρέα, σπεύδει κι εκείνος να τον συγχαρεί.
Πήρε όμως την «εκδίκησή» του στο δεύτερο γκολ, ένα γκολ εντελώς «Ιντζάγκι». Μπαλιά-τρύπα στην πλάτη της άμυνας, ο Πίπο στο όριο του οφσάιντ όπως πάντα, ελαφριά κλίση προς τα δεξιά και αργόσυρτο πλασέ στα δίχτυα.
Ο πανηγυρισμός, πραγματική απόλαυση. Τρέχει σαν δαιμονισμένος στο σημαιάκι του κόρνερ, βγάζει μια κραυγή ανάλογη του Αλ Πατσίνο στο Νονό ΙΙΙ όταν σκοτώνουν την κόρη του και περιμένει τους συμπαίκτες να τον αγκαλιάσουν. «Ιντζαγκιάδα» στα καλύτερά της.
Αυτός είναι ο Πίπο. Εγωιστής, αντιπαθητικός, εγωμανής.
Στο σπίτι του έχει ένα δωμάτιο αφιερωμένο στον εαυτό του. Με τακτοποιημένα vhs, cd’s και σκληρούς δίσκους με όλα τα γκολ της καριέρας του. Είχε εξουσιοδοτήσει τον πατέρα του από τα χρόνια της Πιατσέντσα να γράφει, ακόμα και να κινηματογραφεί τα γκολ του.
Αλμπινολέφε, Βερόνα, Πάρμα, Αταλάντα, Γιούβε, Μίλαν, εθνικές ομάδες. Οπτικοακουστικό υλικό με όλη του την καριέρα στο δικό του προσωπικό μαυσωλείο. Στο κεντρικό ράφι αυτής της γκαλερί αποθέωση του εξπρεσιονισμού, σε περίοπτη θέση το τελευταίο του γκολ στο τελευταίο του παιχνίδι. Ένα σουτ με περιστροφή σε ένα αδιάφορο ματς με τη Νοβάρα.
Ο Πίπο ήταν 39 χρονών, με ευδιάκριτες τις ρυτίδες στο πρόσωπό του και τα πρώτα γκρίζα μαλλιά στο κεφάλι του. Τα μισόκλειστα μικρά μάτια, η οδύνη και η αίσθηση του ανθρώπου που «δεν είναι εκεί», όλα, σε μια έκφραση.
Ο Πίπο ήξερε ότι ήταν το τέλος, ήταν η πρώτη φορά που η κραυγή δεν ήταν προϊόν του εθισμού του, αλλά μια κραυγή αγωνίας για να μην τον ξεχάσουν, για να μην πάει χαμένος ο ιδρώτας του επειδή επέλεξε να είναι εκτός από τη συγκεκριμένη στιγμή στο παιχνίδι «αόρατος».
Κι όμως, υπάρχει κι αυτή η απόδειξη δεξιοτεχνίας στην ιστορία της τέχνης.
Το trompe-l’oeil είναι η σπάνια τεχνική δημιουργίας της ψευδαίσθησης, η επιτυχία του καλλιτέχνη να εξαφανιστεί πίσω από την τέχνη του.
Και ο Πίπο ξέρει ότι εάν δεν υπήρχε «η κραυγή» του, θα είχε ήδη ξεχαστεί.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro