Ο ουρανός της Ρώμης είχε αρχίσει να γκριζάρει επικίνδυνα, ήταν ένα απ’ εκείνα τα συννεφιασμένα μεσημέρια που πιο πολύ ταίριαζαν στο μουντό San Siro παρά στο συνήθως ηλιόλουστο Olimpico.
Το ματς φιλικό, στα όρια του αδιάφορου, αλλά στο γήπεδο 50.000 κόσμος, στην πλειοψηφία τους Ρωμαίοι για να θαυμάσουν τον “δικό τους” Πρίγκιπα, τον Τζουζέπε Τζιανίνι, το προδιαγραφόμενο μεγάλο “10άρι” του ιταλικού ποδοσφαίρου.
Έπειτα ήταν κι η ατραξιόν με τα πορτοκαλί, η φρέσκια τότε Πρωταθλήτρια Ευρώπης, Ολλανδία, η ομαδάρα του ιπτάμενου Φαν Μπάστεν, του τρομερού Γκούλιτ, του βιονικού Ράικαρντ.
Ο εκλέκτορας των Ιταλών, ο Ατζέλιο Βιτσίνι, ένας πράος και συμβατικός δάσκαλος, έχει αναλάβει το project της ομάδας που θα κληθεί να πρωταγωνιστήσει στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Ένα τουρνουά που θα διεξαχθεί εντός έδρας, στα γήπεδα του Campionato, του καλύτερου και πιο φανταχτερού τότε Πρωταθλήματος στον κόσμο.
Στα τρία τέταρτα του γηπέδου, κάπου κοντά στο ημικύκλιο της περιοχής, ξεχωρίζει μια φιγούρα που παραπέμπει σε βετεράνο. Σώμα κυρτό, χέρια στη μέση, φανέλα έξω απ’ το σορτσάκι, κάλτσες κατεβασμένες.
Το ημίχρονο οδεύει προς τη λήξη του, τίποτε το σημαντικό, Ιταλία και Ολλανδία ισόπαλες χωρίς σκορ, χωρίς αξιοσημείωτη φάση, ένα κατεξοχήν “ιταλικό” ματς.
Η μπάλα μετά από μια προβολή του Ριτσιτέλι καταλήγει στο νούμερο «11», εκείνον το ράθυμο βετεράνο με τα χέρια στη μέση. Βλέμμα δεξιά-αριστερά, χάδι στη μπάλα, ένα καταπληκτικό ξεπέταγμα, μία, δύο, τρεις προσποιήσεις και πάσα στον κενό χώρο.
Το μόνο που έπρεπε να κάνει ο Τζιανλούκα Βιάλι ήταν να πλασάρει σωστά. Και το έκανε. Ιταλία – Ολλανδία 1-0.
Ο ράθυμος “βετεράνος” είναι ο πρωτοεμφανιζόμενος 21χρονος Ρομπέρτο Μπάτζο από το μεσαιωνικό Καλντόνιο, ένα χωριό λίγο έξω απ’ τη Βιτσέντσα, και εκείνο το γκρίζο μεσημέρι στο Olimpico έκανε το ντεμπούτο του με τη φανέλα των «Azzurri».
Ο θρυλικός sportscaster, Μπρούνο Πίτσουλ, τον εκθειάζει με όλα τα πιθανά επίθετα που προλαβαίνει να σκεφτεί, ολόκληρη η Ιταλία τον ερωτεύεται κεραυνοβόλα, όταν μετά τη λήξη του νικηφόρου αγώνα ο «Ρόμπι» -με το βλέμμα χαμηλά και τα μάτια μισάνοιχτα- αρνείται να κάνει δηλώσεις.
Είναι μελαγχολικός, ακόμα και το χαμόγελό του αποπνέει μια αδιόρατη πίκρα που εν ολίγοις περιγράφει τη ζωή και την καριέρα του ολόκληρη.
Έτσι τον θυμάμαι κι εγώ, όταν τον πρωτοείδα στο Franchi με την ασπρόμαυρη της «Γιούβε» κόντρα στη μεγάλη του αγάπη, τη Φιορεντίνα, στην πόλη και την ατμόσφαιρα που ουσιαστικά του ταίριαξαν πιο πολύ απ’ όλες.
Είχε αρνηθεί με ένα νεύμα να εκτελέσει το πέναλτι που κέρδισε η «Μεγάλη Κυρία», είχε δεχθεί αδιαμαρτύρητα τις κλωτσιές των πρώην συμπαικτών του, το χτικιό των πρώην πιστών του στην κερκίδα, είχε πνίξει την πίκρα μέσα του μέχρι το 70ό περίπου λεπτό, όταν ο Μαϊφρέντι αποφάσισε να τον απαλλάξει από το μαρτύριο.
Πήγε στον πάγκο, φόρεσε το μπουφάν και κατευθύνθηκε στην καταπακτή που εκείνη την εποχή ήταν μπροστά στην Curva Fiesole. Αποδοκιμασίες, βρισιές, κραυγές για τον «προδότη». Ένας οπαδός των «Viola» πέταξε ένα κασκόλ.
Ο «Ρόμπι» σταμάτησε, έσκυψε, το πήρε στο χέρι του και το έσφιξε δυνατά. Το γήπεδο νέκρωσε και, από κει που τον αποδοκίμαζε, ξεκίνησε να χειροκροτά, να τον αποθεώνει.
Βάδιζε με αργά βήματα στην καταπακτή και έσφιγγε το κασκόλ στο χέρι του, δεν το φόρεσε από σεβασμό στη νέα του ομάδα και, λίγο πριν χαθεί στα αποδυτήρια, ύψωσε το μελαγχολικό του βλέμμα στον ουρανό της Τοσκάνης και χαιρέτησε τον κόσμο. Αποθέωση. Αυτός είναι ο Ρομπέρτο Μπάτζο, μια από τις μεγαλύτερες και πιο αντιφατικές προσωπικότητες που έπαιξαν ποδόσφαιρο, ένας προφήτης του σπορ, ο χαρισματικός και μελαγχολικός πρεσβευτής του, ένας καλλιτέχνης που δεν μπορούσε να ξεκινήσει πουθενά αλλού εκτός από τη Φλωρεντία, την πόλη του Μιχαήλ-Άγγελου.
Η σχέση του με τη Φιορεντίνα ήταν ιδιαίτερη από την αρχή, από τον καιρό που στα 16 του μάγευε το κοινό της Βιτσέντσα στη τρίτη κατηγορία.
Ο γιατρός των «Viola» έκανε την αρθροσκόπηση στον μηνίσκο του και του έσωσε την καριέρα, όταν όλοι πίστευαν ότι εκείνο το παιδί με τα μαύρα σγουρά μαλλιά και ένα σχεδόν παγανιστικό νοητό φωτοστέφανο γύρω από το πρόσωπό του θα χαθεί για πάντα στη λήθη των ταλέντων που χάθηκαν εξαιτίας μιας ατυχίας.
Ο μικρός 16άρης είχε σκοράρει ήδη 15 φορές στη σκληρή τρίτη κατηγορία, ξεχώριζε όπως ο χρυσός ανάμεσα στα κάρβουνα απέναντι στα σκληροτράχηλα και δοκιμασμένα κορμιά της κατηγορίας αυτής, κόντρα σε αντιπάλους που είχαν δυο φορές τα χρόνια του, που δεν δίσταζαν ακόμα και να υψώσουν τις τάπες πάνω από τον αστράγαλο στα τάκλιν.
Υπάρχει ένα παλιό βίντεο, τραβηγμένο με μια φιλμομηχανή απ’ εκείνες που παραπέμπουν στη δεκαετία του ’50, με τον «Ρόμπι» να συνθέτει τα αραβουργήματά του στα ξερά γήπεδα της Τοσκάνης, να κολλάει τη μπάλα στο πόδι, να αλλάζει τροχιά εν κινήσει τριπλάροντας, να πλασάρει με αντίθετη φορά στο σώμα στο πλαϊνό δίχτυ, να ιερουργεί από την εφηβική του ηλικία.
Σε μερικά μαγικά δευτερόλεπτα ξεδιπλώνεται μια ολόκληρη ζωή, αμυντικοί σωριάζονται με το χέρι τεταμένο για να πιάσουν τη φανέλα του, προπονητές με την απόγνωση ζωγραφισμένη στην έκφραση, τερματοφύλακες τρομαγμένοι, ο ίδιος ο «Ρόμπι» αυθάδης, με άγνοια κινδύνου, να σκοράρει με όλους τους πιθανούς τρόπους, ακόμα και να χάνει το πιο εύκολο γκολ της ζωής του, επειδή τους είχε τριπλάρει όλους και περίμενε στη γραμμή τον τερματοφύλακα για να τον ξανατριπλάρει, πριν τη σπρώξει με το κεφάλι μέσα.
Ο Ρόμπερτο έπαιζε ένα αφοπλιστικό ποδόσφαιρο, κινείτο όπως ένας πύργος που επιτίθεται στη σκακιέρα. Κάθετα. Μόνο κάθετα. Με τη διαφορά ότι ισοπέδωνε κάθε εμπόδιο στο διάβα του.
Ταλέντο πηγαίο, μια σπάνια ομορφιά στην κίνηση, μια απίστευτη απλότητα στα πιο σύνθετα πράγματα. Η ομάδα ήταν τόσο ανώτερη από τις υπόλοιπες που, όπως εξιστορεί ο ίδιος ο Μπάτζο στην αυτοβιογραφία του, πολλές φορές πήγαινε να ρωτήσει τον διαιτητή εάν κέρδισαν 8 ή 9-0, μαζί του ήταν παιδιά που δίπλα του γίνονταν γίγαντες.
Ο «Ρόμπι» από παιδί ήταν σταρ. Η φήμη του δεν ήταν δυνατόν να εγκλωβιστεί στα στενά σύνορα του Καλντόνιο, των σκάρτων 10.000 ψυχών, όλοι στις γύρω περιοχές ήξεραν, είχαν ακούσει για το έκτο από τα οκτώ παιδιά του Φλορίντο και της Ματίλντα, για τον γιο του ξυλουργού που «θα ξεπεράσει τον Τζίτζι Ρίβα», όπως έλεγαν οι χωριανοί του.
Ο πατέρας του ήταν αυταρχικός, παλαιάς κοπής, όλη του τη ζωή την περνούσε δουλεύοντας και ήθελε τα παιδιά του να σπουδάσουν, να μάθουν γράμματα, να διεκδικήσουν μια ζωή καλύτερη από τη δική του. Ποτέ του δεν αποδέχθηκε ότι ο Ρομπέρτο ήθελε να κλωτσάει μια μπάλα, όσα καλά λόγια κι αν άκουγε από φίλους και ειδικούς, ο Φλορίντο τον γιο του τον ήθελε στο πανεπιστήμιο και πείστηκε, μόνο όταν ο μικρός βραβεύτηκε με το Guerin d’ Oro, το βραβείο του καλύτερου παίκτη της κατηγορίας.
Τότε του χτύπησαν την πόρτα κι από τη Φιορεντίνα, τότε ο άκαμπτος ξυλουργός το πήρε απόφαση ότι ο 18χρονος γιος του θα γίνει ποδοσφαιριστής, το μακρινό 1985. Οι «Viola» προσέγγισαν τον πατέρα του και του εξήγησαν ότι το παιδί είναι φλέβα χρυσού και έχουν αποφασίσει να του προσφέρουν το πιο ακριβό συμβόλαιο νεαρού σε ολόκληρη την Ιταλία.
Ο «Ρόμπι» ήταν στην κουζίνα και κρυφάκουγε την κουβέντα στο σαλόνι, εκείνη την εποχή, επειδή στο σχολείο δεν τα πήγαινε καλά, ο πατέρας του τον υποχρέωνε να δουλεύει καθημερινά στο εργαστήρι, του είχε ξεκαθαρίσει ότι, αφού δεν παίρνει τα γράμματα, τουλάχιστον έπρεπε να μάθει μια τέχνη. Αυτή την τετράγωνη έως και παλαιολιθική λογική του πατέρα του ο «Ρόμπι» την κουβαλά ακόμη μαζί του, είναι βιώματα που η μεγαλειώδης καριέρα του δεν τα έκανε να ξεθωριάσουν.
Μια καριέρα που δίχως το ρίσκο της Φιορεντίνα δεν θα είχαμε ζήσει ποτέ και πιθανόν σήμερα ο Ρομπέρτο Μπάτζο να ήταν ξυλουργός ή να είχε ανοίξει μπαρ, όπως η πλειονότητα των (τότε) συμπαικτών του. Σμπαράλιασε το γόνατό του σε ένα αδιάφορο παιχνίδι με τη Ρίμινι, σε μια κόντρα από εκείνες τις αχρείαστες, ειδικά για νεαρό ποδοσφαιριστή που ήταν έτοιμος να υπογράψει αντί 3 δισεκατ. λιρετών τότε στη μεγάλη «Φιόρε».
Οι «Viola» δεν έκαναν πίσω, δεν παράτησαν τον παίκτη, πλήρωσαν τα συμφωνηθέντα χρήματα στη Βιτσέντσα, τον παρέδωσαν στους ειδικούς, πίστεψαν στο ταλέντο του και επένδυσαν στο άστρο του. Ο τραυματισμός ήταν καταστροφικός, μιλάμε για πολλαπλό κάταγμα πρόσθιου χιαστού, συνδέσμων και μηνίσκου. Ένας τραυματισμός που και σήμερα, με την επιστήμη έτη φωτός μπροστά, θα σήμαινε αυτόματα λήξη καριέρας.
Η Φιορεντίνα όμως ανέλαβε εξ ολοκλήρου και τη φροντίδα και την αποκατάσταση, έστειλε το μικρό σε ειδική κλινική στη Γαλλία, είχε μονίμως από πάνω του δυο και τρεις ειδικούς. Φυσικοθεραπείες, αποθεραπεία, ειδικές ασκήσεις, εργοφυσιολόγοι, αργότερα ατομικές προπονήσεις. Το γόνατο του «Ρόμπι» αντιδρούσε καλά, σιγά-σιγά επανήλθε.
Πέρασαν έξι μήνες για να τον γνωρίσουν οι συμπαίκτες του, για έξι ολόκληρους μήνες δεν είχε πατήσει καν το πόδι του στο προπονητικό κέντρο, το υπόλοιπο διάστημα απλώς τους κοιτούσε να προπονούνται, όσο εκείνος έκανε ατομικό πρόγραμμα στο μικρό βοηθητικό.
Δούλεψε με λύσσα, παρότι ένιωθε σαν συγγραφέας εγκλωβισμένος στον κυκεώνα της έμπνευσής του, βρήκε τη χαραμάδα για την επιστροφή και, όταν στην έναρξη της σεζόν 1986-1987 ένιωθε καλά, έγραψε το καλύτερο πρελούδιο, από καταβολής Ιταλικού Πρωταθλήματος, στο νικηφόρο 2-0 με τη Σαμπντόρια στο Franchi.
Η τραγωδία ωστόσο δεν είχε ολοκληρωθεί. Το γόνατο ξαναλύγισε, το “κρακ” θα έσπαγε και τον πιο σκληρό απ’ όλους. Βυθίστηκε σε έναν φαύλο κύκλο αυτo-οίκτου, σχεδόν αποφάσισε να τα παρατήσει, όταν οι γιατροί τού ανακοίνωσαν ότι ακόμα μια σεζόν πάει χαμένη.
Είναι τρομερό, ο «Ρόμπι» είχε επιστρέψει σαν διάττων αστέρας για ένα και μοναδικό παιχνίδι και ξαναχάθηκε, αυτή τη φορά μπορεί και για πάντα.
Ήταν η πιο σκοτεινή περίοδος της ζωής του, σκεπτόταν μόνο την κακοτυχία του, οι πόνοι δεν τον άφηναν να αισιοδοξεί ούτε για ένα λεπτό. Δεν έβγαινε από το σπίτι, δεν σήκωνε τα τηλέφωνα των φίλων του, κλείστηκε τόσο πολύ στον εαυτό του που παραλίγο να αποκοπεί εντελώς από τον έξω κόσμο.
Ο μοναδικός που τον έβλεπε τότε ήταν φίλος του Μαουρίτσιο Μπολντρίνι, καταλυτικός παράγοντας στην ολική επαναφορά.
Ο Μπολντρίνι ήταν μέλος της Soka Gakkai, της ιταλικής σχολής λατρείας του ιαπωνικού Βουδισμού. Μιλάει στον Μπάτζο για τη θρησκεία του, την εσωτερικότητά της, του συστήνει να δοκιμάσει να ακούσει, χωρίς απαραίτητα να ασπαστεί.
Μετά από μια σύντομη μαθητεία, ο «Ρόμπι» προσκολλάται στη νέα φιλοσοφία, όπως ο ναυαγός στην ξύλινη σανίδα μεσοπέλαγα, και επαναπροσδιορίζεται πνευματικά.
Έκτοτε αφιερώνει ένα δίωρο από την ημέρα του για μια ιδιότυπη προσευχή, η οποία πιο πολύ μοιάζει με απομόνωση, έχοντας συγκλονιστεί από τη διδαχή «καθένας είναι υπεύθυνος για ό,τι του συμβαίνει, διότι αυτό είναι και το ελάττωμα και η αξία του».
Το 19χρονο παιδί συγκλονίστηκε από ένα τόσο μπανάλ ρητό, στην πραγματικότητα αυτοπροσδιορίστηκε από τη δυτική ερμηνεία του πολύπλοκου κάρματος. Ο Μπάτζο εκείνον τον καιρό δεν μπορούσε να περπατήσει, οποιαδήποτε δύναμη κι αν τον έσπρωχνε στην ίαση, αυτομάτως θα γινόταν στάση ζωής και δόγμα του.
Παρότι οι θρησκείες της Άπω Ανατολής εν έτει 1988 -ειδικά στις ΗΠΑ- ήταν κάτι σαν το νέο trend, ο «Ρόμπι» στην καθολική και άκρως πουριτανή Ιταλία δεν διαφήμισε ποτέ ότι ασπάστηκε τον Βουδισμό, άλλωστε είχε ήδη αρχίσει να χτίζει ένα προφίλ εκκεντρικού και “ειδικού” χαρακτήρα.
Προτελευταία αγωνιστική του Πρωταθλήματος, ο εκκεντρικός «Ρόμπι» επιστρέφει με τη στάμπα του τραυματία, του τελειωμένου, στο παλκοσένικο του San Paolo, απέναντι στο πιο μεγάλο “10άρι” του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.
Οι «Partenopei » έχουν προηγηθεί με το γκολ του Αντρέα Καρνεβάλε, αλλά η «Φιόρε» κερδίζει το φάουλ πέντε λεπτά πριν τη λήξη του ημιχρόνου.
Ο Μαραντόνα περνάει για να καθίσει στο τείχος και κοιτάζει με νόημα το «11» της Φιορεντίνα. Είναι κάτι σαν ευλογία, σαν παράδοση-παραλαβή.
Ο «Ρόμπι» στήνει τη μπάλα και με μια εκτέλεση στα πρότυπα του Ντιέγκο στέλνει τη μπάλα στο παράθυρο, ισοφαρίζοντας. Η γιορτή της Νάπολι δεν χάλασε, εκείνο το απόγευμα όμως έμελλε να γίνει το βάπτισμα του πυρός.
Πρώτο γκολ στη Serie A, στη φιέστα του Ντιέγκο, με το τελικό 1-1 να περιποιεί τιμή στο επόμενο μεγάλο δεκάρι της Ιταλίας. Ο «Ρόμπι» είχε αποτινάξει από πάνω του τη σκοτεινή περίοδο κατά την οποία σκέφτηκε ακόμα και να τα παρατήσει, πλέον θα έκανε κανονική προετοιμασία, δεν θα ήταν πλέον βάρος στον ίδιο του τον εαυτό.
Στη Φλωρεντία καταφθάνει ο Σβεν Γκόραν Έρικσον που τον λάτρεψε αμέσως και αποφάσισε να χτίσει την επιθετική λειτουργία της ομάδας πάνω στο ταλέντο του. Το Πρωτάθλημα το κατακτά η στρατοσφαιρική πρώτη Μίλαν του Σάκι, εκείνη των «Ιπτάμενων Ολλανδών», αλλά στο μεταξύ τους παιχνίδι το άστρο που λάμπει είναι εκείνο του Ρομπέρτο Μπάτζο.
Το γκολ του στο San Siro είναι σήμα κατατεθέν της καριέρας του, σλάλομ από το κέντρο του γηπέδου με τρομερό ξεπέταγμα, αλλεπάλληλες τρίπλες, προσποίηση και στον τερματοφύλακα και πλασέ στην κενή εστία. Η «Φιόρε» κέρδισε 2-0 μέσα στο Μιλάνο, με τον Σάκι να ομολογεί μετά το παιχνίδι ότι ο Μπάτζο έμοιαζε με καταμαράν που έσκιζε τη θάλασσα.
Η επόμενη σεζόν είναι εκείνη της καταξίωσης.
Ο Μπάτζο γίνεται ο πρώτος ποδοσφαιριστής που μετατρέπεται από φορ σε “10άρι” και τανάπαλιν. Δεν είναι ασφαλώς Μαραντόνα, δεν είναι Πλατινί, είναι κάτι άλλο, κάτι καινούργιο, κάτι εξωτικό.
Μαζί με τον Μποργκονόβο συνθέτουν την ιστορική δυάδα επιθετικών της Φιορεντίνα που μνημονεύεται μέχρι σήμερα στην Φλωρεντία, σαν το εκρηκτικό Β2.
Ο ίδιος ο Μισέλ Πλατινί δηλώνει στην κάμερα της «RAI» ότι ο μικρός είναι το πρώτο “9.5” του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, ο πρώτος παίκτης που συνδυάζει τις αρετές και του δημιουργού και του εκτελεστή με την ίδια επιτυχία.
Αυτή η μοναδικότητα των προσόντων του θα τον συνοδεύει μέχρι το πέρας της καριέρας του, θα γίνει αιτία μιας πολύ μεγάλης συζήτησης στην Ιταλία, αντικείμενο διαφωνίας προπονητών, casus belli για τους οπαδούς και αιτιατό του “περιττού” που στέλνει το ίδιο το ποδόσφαιρο στην κορυφή των σπορ.
Είναι ο πρώτος ποδοσφαιριστής της δεκαετίας του ’80 που έχει απαράμιλλη τεχνική, αλλά ταυτόχρονα είναι γρήγορος, έχει ξεπέταγμα και δεν διστάζει να τσαλακωθεί σε μάχες σώμα με σώμα.
Είναι ο μοναδικός ντελικάτος πολεμιστής και ο Μέσι πριν τον Μέσι. Στην τελευταία του σεζόν με τα μωβ θα σκοράρει και το ομορφότερο γκολ της καριέρας του, με εκείνο το sombrero σαν να βλέπεις τον Αρντίλες στην «Απόδραση των Έντεκα».
Την ίδια σεζόν, πάλι στο San Paolo, στον ναό του Ντιέγκο, θα (ξανα)ντυθεί “Μαραντόνα” και θα βάλει σχεδόν το ίδιο γκολ με “εκείνο” το γκολ του Θεού εναντίον της Αγγλίας στο Μεξικό.
Είναι το πιο διάσημο γκολ της καριέρας του, εκείνο που του έδωσε και φήμη εκτός συνόρων, ο καταλυτικός παράγων που ανάγκασε τον Avvocato Ανιέλι να δώσει εντολή για την απόκτησή του με κάθε κόστος το επόμενο καλοκαίρι.
Στην τελευταία του σεζόν στο Franchi σκόραρε 20 φορές, οδήγησε την ομάδα στον Τελικό του UEFA, έκανε τον κόσμο να παραμιλά και να τον αγαπήσει πιο πολύ κι απ’ τον Αντονιόνι, πράγμα αδιανόητο μερικά χρόνια πριν.
Ο έρωτας των Φιορεντίνων για το αγαπημένο τους παιδί ήταν παράφορος και, όπως όλοι οι έντονοι έρωτες, κατέληξε σε μίσος, όταν στις 18 Μαΐου ο Αντόνιο Καλιέντο, ο πρώτος ατζέντης στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου και “Μίνο Ραϊόλα” της εποχής, ανακοινώνει σε συνέντευξη Τύπου ότι ο Ρομπέρτο Μπάτζο «είναι ποδοσφαιριστής της Γιουβέντους αντί 18 δισεκατ. λιρετών καθώς και του Ρενάτο Μπούζο πληρωμένου».
Στη Φλωρεντία οι αντιδράσεις είναι πρωτόγνωρες, οι οπαδοί βγαίνουν στους δρόμους, σπάνε, καταστρέφουν, τρομοκρατούν, αναχαιτίζονται μόνον κατόπιν δριμείας παρέμβασης των carabinieri με δακρυγόνα (!) και ατέλειωτο ξύλο.
Ο Μπάτζο παραμένει σιωπηλός, δεν εμφανίζεται πουθενά, στην παρουσίασή του από τη Γιουβέντους αρνείται -όχι ευγενικά- να φορέσει το κασκόλ της, κρατάει τρομερές αποστάσεις και κάνει τυπικές δηλώσεις, παρότι ο πιο ακριβοπληρωμένος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών τότε.
Πολύ αργότερα θα πει σε μια συνέντευξή του ότι ήθελε να μείνει μόνος και η συμπεριφορά του ήταν απόρροια του σεβασμού που έτρεφε για εκείνους που τον θεωρούσαν προδότη και έβαψαν τον τοίχο του σπιτιού του με το ανατριχιαστικό «νεκρός για πάντα».
Μέσα του κράτησε τον πιο καθαρό εαυτό του, σε καμία ομάδα δεν ξαναήταν ο Μπάτζο της «Φιόρε», ποτέ δεν έδωσε το 100% της ψυχής του, ποτέ δεν ένιωσε υποχρεωμένος και ευλογημένος όπως στο Franchi.
Ίσως ήταν το γεγονός ότι ουσιαστικά η Φιορεντίνα τού έσωσε την καριέρα, ίσως ότι λατρεύτηκε γι’ αυτό ακριβώς που ήταν και όχι για όσα περίμεναν από εκείνον, ίσως επειδή στη Φλωρεντία βρήκε την εσωτερική γαλήνη του και ωρίμασε ως άνθρωπος.
Η μεταγραφή στη «Γιούβε» σήμανε και το τέλος της αθωότητας, οι ευθύνες ήταν πια δυσβάστακτες, οι υποχρεώσεις τρομακτικές για έναν άνθρωπο που είχε μάθει να λειτουργεί πειθαρχημένα μεν, αυτόνομα δε. Και μπροστά του υπήρχε η μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας του, το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Το Μουντιάλ διεξάγεται εντός συνόρων, ο «Ρόμπι» φτάνει στο Κοβερτσάνο που βρίσκεται μια ανάσα από τη Φλωρεντία με επιχειρησιακό σχέδιο, δεν είναι καλά ψυχολογικά και είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να ξεκινήσει στην 11άδα, απλούστατα διότι το φεγγάρι δεν είναι καλό και η ατμόσφαιρα βαραίνει όχι τόσο τα πόδια του όσο το μυαλό του.
Εναντίον της Αυστρίας και των ΗΠΑ ο «Ρόμπι» δεν σηκώνεται καν από τον πάγκο, δεν βγάζει ούτε τη φόρμα για προθέρμανση. Ο Βιτσίνι επιμένει στο δίδυμο Βιάλι-Καρνεβάλε και, όταν το ματς στραβώνει, επιλέγει τον Τοτό Σκιλάτσι, ο οποίος σε εκείνο το Μουντιάλ θα ζήσει το δικό του παραμύθι.
Με την πρόκριση εξασφαλισμένη, στο τρίτο παιχνίδι εναντίον της Τσεχοσλοβακίας ο Βιτσίνι αποφασίζει να ξεκουράσει τους βασικούς και το ταξίδι με τη «Maglia Azzurra» που ξεκίνησε δειλά εκείνη τη 16η Νοεμβρίου του 1988 γίνεται τσουνάμι.
Στο ίδιο γήπεδο, το Olimpico, με τον Μπέπε Τζιανίνι, τον «Πρίγκιπα» των Ρωμαίων, να σερβίρει και τον «Ρόμπι» να ξεκινά τη συγγραφή της χρυσής βίβλου με το εθνόσημο. Περνάει έναν, δύο, τρεις, αποφεύγει το δολοφονικό τάκλιν του Χάσεκ απευθείας στον αστράγαλο και πλασάρει χειρουργικά. Γκολ.
Η φανέλα έξω απ’ το σορτσάκι, οι κάλτσες κατεβασμένες, το μαλλί σγουρό, η μελαγχολία αδιόρατη.
Ρόμπέρτο, ο κόσμος. Κόσμε, ο Ρομπέρτο Μπάτζο.
Η εφημερίδα «Repubblica» την επομένη βγαίνει με οκτάστηλο «Γεννήθηκε η ιδιοφυΐα που θα κάνει την Ιταλία ευτυχισμένη», το γκολ, ο τρόπος που επιτεύχθηκε είναι από εκείνα που αλλάζουν καριέρες.
Ο «Ρόμπι» χάρη σε εκείνο το γκολ απελευθερώθηκε, αφοσιώθηκε στην Εθνική, βρήκε το επόμενο λιμάνι μετά τον αποχαιρετισμό της Φλωρεντίας “του”».
Η καριέρα του άλλαξε για πάντα, όλοι πια τον θυμούνται με τη φανέλα της Εθνικής και όχι με κάποιον σύλλογο, επίτευγμα σχεδόν αδιανόητο για παίκτη εκείνης της εποχής.
Η φήμη του εξαπλώνεται παγκοσμίως, με τον Τύπο να αναζητά τον επόμενο μεγάλο αστέρα, ο Μπάτζο είναι αλήτικα γοητευτικός, είναι η εικόνα που απεγνωσμένα ζητούν οι Αμερικανοί για το επόμενο Μουντιάλ, η ιστορία του είναι μοναδική, γκελάρει στα media, στις γυναίκες, παντού. «Αυτός με το κοτσιδάκι και το λάγνο βλέμμα», «αυτός με το μουσάκι», η μόνιμη επωδός των starlets της εποχής, γίνεται αναφορά ακόμα και στα βραδινά talks shows στις ΗΠΑ.
Ο Βιτσίνι τον διατηρεί στο σχήμα και στο πρώτο νοκ άουτ εναντίον της Ουρουγουάης και στον προημιτελικό με την Ιρλανδία. «Άστρα λαμπρά μάς οδηγούν», το τραγούδι των Ιταλών για το αναπάντεχο δίδυμο Σκιλάτσι-Μπάτζο που κάνει έναν ολόκληρο λαό να (ξανα)ονειρευτεί το «siamo campioni del mondo» του 1982.
Η επιλογή του Βιτσίνι να μην τον ξεκινήσει στον ημιτελικό με την Αργεντινή δεν συγχωρέθηκε ποτέ από την Ιταλία. Ακόμη και σήμερα η ακατανόητη εκείνη επιλογή θεωρείται ο κύριος λόγος της ήττας, μαζί με την απόφαση της Ομοσπονδίας να ορίσει το παιχνίδι στη Νάπολι.
Διότι το 1990 η Νάπολι ζούσε και ανέπνεε για τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα και πολλοί στο γκολ του Κανίγια ασυναίσθητα πετάχτηκαν από τη θέση τους και φώναξαν «γκολ». Όχι πνιχτό, από την ψυχή τους.
Η Ιταλία αποκλείστηκε στα πέναλτι, ο Μπάτζο, ο οποίος μπήκε αλλαγή ένα τέταρτο πριν το τέλος, το έβαλε το πέναλτι, αλλά το δικό του κρύο αίμα δεν ήταν αρκετό.
Στον μικρό Τελικό με την Αγγλία το βλέμμα του και πάλι ήταν σκοτεινό, στο μυαλό του ήταν μόνο η μεγάλη χαμένη ευκαιρία ενός Τελικού μπροστά στο κοινό του, μια ευκαιρία που ελάχιστοι ποδοσφαιριστές είχαν και έχουν στην καριέρα τους.
Φτάνει στο Τορίνο, έχοντας στον νου μόνο το επόμενο Μουντιάλ, στη Γιουβέντους άλλωστε πήγε ως “Μεσσίας” και τέτοιος δεν αισθάνθηκε ποτέ. Πιο πολύ μοναχικός καβαλάρης αισθανόταν παρά ηγέτης, άλλωστε και εκείνη η Γιουβέντους ελάχιστη σχέση είχε με τη μετέπειτα.
Προπονητής ο μέτριος Μαϊφρέντι, η ομάδα να ψάχνεται μετά την εποχή Πλατινί, μονίμως στη σκιά της Μίλαν των Ολλανδών και της Νάπολι του Μαραντόνα. Παρότι κάνει πολύ καλή πρώτη σεζόν, η ομάδα τερματίζει στη ντροπιαστική έβδομη θέση, ο Ανιέλι “αναγκάζεται” να υπαναχωρήσει και να ξανακαλέσει πίσω τον προπονητή του τελευταίου scudetto, τον Τζιοβάνι Τραπατόνι.
Η «αλεπού» σχεδιάζει την ομάδα επάνω του, όλα λειτουργούν για να εξυπηρετήσουν το ταλέντο του και η Γιουβέντους βελτιώνεται αισθητά την επόμενη σεζόν. Δεύτερη πίσω από την ανεπανάληπτη Μίλαν του Σάκι, με τον «Ρόμπι» να σκοράρει 18 φορές και να πασάρει όσο ποτέ άλλοτε.
Οι παραστάσεις του είναι μοναδικές, το ρεπερτόριο ατέλειωτο.
Η Ιταλία ζει την εποχή Μπάτζο, τον αντιμετωπίζει -διότι είναι- σαν φαινόμενο, τον βάζει δίπλα στα ιερά τέρατα του παρελθόντος, το «είδα τον Μπάτζο να παίζει μπάλα» γίνεται συνώνυμο του «είδα τον Ριβέρα» των πατεράδων και του «είδα τον Πιόλα» των παππούδων.
Αρέσουν πολύ στους Ιταλούς αυτές οι μεγαλοστομίες, οι υπερβολές που αποτυπώνουν συλλογικές εμπειρίες και καθορίζουν γενιές ολόκληρες.
Ο Μπάτζο είναι η ατραξιόν των early ‘90s, μπορεί να μην έχει κερδίσει τίποτα, αλλά ακόμα κι αυτό τον καθιστά γοητευτικό, είναι ο “καταραμένος χαμένος”, ο 25χρονος “Μαραντόνα” των Ιταλών.
Για τον ίδιον όμως, η στάμπα του ατομιστή μεγαλοφυούς μπαλαδόρου δεν είναι αρκετή.
Πεισμώνει, δουλεύει πιο σκληρά από ποτέ και στην έναρξη της επόμενης σεζόν μαζεύει γύρω του τους συμπαίκτες του ανακοινώνοντας πως, εάν δεν κερδίσουν ένα από τα τρία σημαντικά τρόπαια που διεκδικούν, θα μείνουν στην ιστορία ως η χειρότερη ομάδα όλων των εποχών.
Είναι η πρώτη φορά που συμπεριφέρεται σαν ηγέτης, ίσως η πρώτη που ακούστηκε τόσο δυνατά η φωνή του στα πολύ δύσκολα αποδυτήρια της Γιουβέντους.
Πράγματι, η ομάδα κατακτά το UEFA κόντρα στην Ντόρτμουντ, από το 1993 κι έπειτα ο Μπάτζο διάγει τα παραγωγικότερα και πιο ένδοξα χρόνια της καριέρας του για τον πολύ κόσμο. Κι αυτό, επειδή έθεσε εαυτόν στην υπηρεσία του συνόλου.
Roberto Baggio was unplayable in both legs of 1993 UEFA Cup final 🔥🏆@juventusfc | #UEL pic.twitter.com/HDRItQphyo
— UEFA Europa League (@EuropaLeague) February 12, 2021
Του απονέμεται η Χρυσή Μπάλα, επικρατεί μπροστά από ποδοσφαιριστές του διαμετρήματος ενός Καντονά και ενός Μπέργκαμπ που είχαν κάνει καταπληκτικές σεζόν, αλλάζοντας χαρακτήρα στους συλλόγους τους.
Το “όσκαρ” του ποδοσφαίρου όμως πήγε εκεί που όφειλε να πάει κι είναι η πρώτη φορά που απονέμεται σε έναν Ιταλό που δεν έχει γευτεί τη χαρά της κατάκτησης του scudetto.
Με την Pasadena στο βάθος, ο «Ρόμπι» εξακολουθεί να κάνει μη εμπορικές δηλώσεις για το κακομαθημένο ιταλικό κοινό: «η ζωή του ποδοσφαιριστή έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα και ένα ακόμα πιο μεγάλο μειονέκτημα. Το πλεονέκτημα είναι πως, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, πάντα υπάρχει τρόπος να τα διορθώσεις. Το μειονέκτημα όμως είναι πως, όταν τα πράγματα πηγαίνουν καλά, δεν έχεις χρόνο να το απολαύσεις. Το ποδόσφαιρο έπαψε να είναι διασκέδαση, χαροποιεί μόνον εκείνους που πληρώνουν».
Αυτές οι φράσεις στην υπερφίαλη Ιταλία είναι κατακριτέες, ο μοναδικός άνθρωπος που μοιάζει να μοιράζεται τους ίδιους προβληματισμούς μαζί του είναι ο Αρίγκο Σάκι που βρίσκεται πια στον πάγκο της Εθνικής, μακριά από τη φρενίτιδα ενός Μπερλουσκόνι που δεν άντεχε να αποκαλείται η Μίλαν “του” «Μίλαν του Σάκι».
Ο Αρίγκο κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι ο Μπάτζο χρήζει ιδιαίτερης μεταχείρισης, τον κάλεσε στο Κοβερτσάνο και του ξεκαθάρισε από την αρχή ότι τον λογίζει ως επιθετικό στο ιδότυπο 4-4-2 που σχεδίαζε για το Παγκόσμιο της Αμερικής. Ο «Ρόμπι» έγνεψε καταφατικά, ήξερε όμως ότι πολύ δύσκολα θα έβρισκε κοινό παρανομαστή με τον άνθρωπο που είναι συνώνυμο της ποδοσφαιρικής ιδεοληψίας.
Η σχέση τους πέρασε από μυριάδες κύματα, όπως και η πρόκριση της -αντιτουριστικής στο τουρνουά- Ιταλίας.
Το ματς με τη Νιγηρία ήταν το u-turn μιας ομάδας που τακτικά ήταν υπέροχη, αλλά κακοποιούσε το θέαμα. Η ισοφάριση στο 88ο λεπτό είναι το σημάδι της μοίρας, το πέναλτι για το 2-1 η επιβεβαίωση ότι ο δρόμος είναι μακρύς.
Η Ιταλία περνάει διά πυρός και σιδήρου και στον επόμενο γύρο είναι το αουτσάιντερ κατά της Ισπανίας.
Το ματς στραβώνει από την αρχή, η Ιταλία μένει με 10, ο «Ρόμπι» είναι καλά κλεισμένος. Χρειάζεται μια μαγεία. Και η μαγεία έρχεται πάλι στο τέλος, μετά από μια κάθετη του Νίκολα Μπέρτι και έναν χορό του Ρομπέρτο πάνω από τον Θουμπιθαρέτα που καταλήγει σε ένα απίθανο διαγώνιο πλασέ με αντίθετη φορά σώματος.
Χάνει την ισορροπία του αλλά, ως διά μαγείας, στέκεται όρθιος κλάσματα του δευτερολέπτου αργότερα.
Η μπάλα ήδη αναπαύεται στα δίχτυα, η Βοστόνη είναι η Μέκκα των Ιταλών, ο ημιτελικός με τους καταπληκτικούς Βούλγαρους του Στόιτσκοφ αδύνατον να τους προβληματίσει.
Με ακόμα δύο γκολ «του “10” με το κοτσιδάκι», όπως αρέσκοντο να τον αποκαλούν οι Αμερικανοί, η Ιταλία προκρίνεται στον τελικό.
Και τι Τελικό…
Η επανάληψη του καλύτερου Τελικού όλων των εποχών, εκείνου του 1970 στο Azteca, Βραζιλία-Ιταλία.
Ο ήρωάς μας όμως πονάει, ο αστράγαλός του έχει πρηστεί, οι γιατροί της ομάδας συστήνουν να μην αγωνιστεί. Ο «Ρόμπι» δεν ακούει κανέναν, θέτει σε κίνδυνο την καριέρα του και λέει ευθαρσώς στον Σάκι πως, αν δεν τον βάλει να παίξει, θα αποχωρήσει για πάντα από την Εθνική.
Πίσω στην «Μπότα», είναι αδιανόητο να μην παίξει ο Μπάτζο, ακόμα και με ένα πόδι έπρεπε να παίξει.
Η συνέχεια είναι γνωστή, πρόκειται για έναν από τους χειρότερους Τελικούς στην ιστορία του Παγκόσμιου Κυπέλλου, αλλά και ενός από τους πιο χαρακτηριστικούς συνάμα.
Το ματς σταθμός της Pasadena στοιχειώνει ακόμη και σήμερα το ιταλικό ποδόσφαιρο, είναι το παιχνίδι με το πιο διάσημο πέναλτι στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου. Έχουν χυθεί τόνοι μελάνης για εκείνο το πέναλτι, χιλιάδες παρομοιώσεις, καρμικές αναλύσεις, παραβολές, αντιδιαστολές. Η μπάλα πήγε έξω, τα “what if”, αν κατέληγε μέσα, είναι αμέτρητα, με ατέλειωτες προεκτάσεις που δεν άπτονται μόνο του αμιγώς αθλητικού επιπέδου.
Οι Ιταλοί το έφεραν τόσο βαρέως που γύρισαν μέχρι και διαφήμιση (κακόγουστη είναι η αλήθεια) με τη μπάλα να καταλήγει μέσα.
Όπως ήταν φυσιολογικό, το χαμένο πέναλτι της Pasadena επηρέασε τον «Ρόμπι», ο «μικρός Βούδας» ξανακλείστηκε στο καβούκι του και ξεκίνησε πια ένα εντελώς μοναχικό ταξίδι στον ποδοσφαιρικό χωροχρόνο.
Σε μια παράλληλη πραγματικότητα, είχε ευστοχήσει στο πέναλτι, η Ιταλία είχε κατακτήσει με ακόμα πιο παραμυθένιο τρόπο σε σχέση με το ’82 το Παγκόσμιο Κύπελλο, το όνομά του είχε μπει δίπλα σε εκείνο του Πελέ και του Μαραντόνα, η γραμμικότητα της πορείας του θα ήταν μονίμως ανοδική.
Αντ’ αυτού, ο «Ρόμπι» μπήκε στον λαβύρινθο των «Μεγάλων Προσδοκιών» του Ντίκενς, ξεκινώντας από τον επίλογο προς την αρχή.
Το πεπρωμένο του Ρομπέρτο Μπάτζο ήταν η περιπλάνηση, η διάδοση της τέχνης του χωρίς αντίκρισμα, τουλάχιστον χειροπιαστό. Χάθηκε στη δίνη του ταλέντου του, δε λύγισε σε τρομακτικούς τραυματισμούς, αλλά τον κατακερμάτισε ένα πέναλτι. Η προσγείωση πίσω στην Ιταλία ήταν επώδυνη. Ο κόσμος θυμήθηκε ακόμα κι ότι δεν είναι καθολικός, οι φωνές ότι δεν είναι αναντικατάστατος ολοένα και πλήθαιναν, η Γιουβέντους του Μαρσέλο Λίπι τού έδειξε αμέσως την πόρτα της εξόδου.
Ο «μικρός Βούδας» δεν έχει θέση στο μοντέρνο 4-3-3 του Λίπι, ο Ανιέλι έχει ερωτευτεί μια καινούργια μεγαλοφυΐα, τον «Πιντουρίκιο», Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο, ο Μπάτζο είναι το παλιό, ο «Άλεξ» το καινούργιο.
Με τους πόνους στο γόνατο να εμφανίζονται όλο και συχνότερα, ο «Ρόμπι» παύει να είναι η μοναδική σταθερά της 11άδας, η μελαγχολία από αδιόρατη έχει γίνει πλέον πασιφανής.
Ο μόνος που τον πιστεύει είναι ο Φάμπιο Καπέλο και τον ζητά επίμονα από το Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Η Μίλαν τελικά θα τον αποκτήσει, είναι 29 και μοιάζει 39, όλοι θεωρούν ότι τον βλέπουν μια ζωή στο χορτάρι και αυτόματα έρχεται η εικόνα του πέναλτι της Pasadena στον νου τους.
Η κλάση είναι δεδομένη, αλλά στη Μίλαν εξελίσσεται σε πολυτέλεια, είναι το κερασάκι σε μια τούρτα τόσο καλά φτιαγμένη που το τελείωμα μοιάζει αδιάφορο. Είναι τόση η απαξία σύσσωμου του ιταλικού ποδοσφαίρου που στις κλήσεις για το Euro της Αγγλίας το όνομά του απουσιάζει.
Ακούγονται ακραίες και γεμάτες χολή απόψεις, «η Εθνική δεν έχει ανάγκη την αλλαγή του γερο-Σαβίτσεβιτς», «ένας Μπάτζο θα διαταράξει τις ισορροπίες της ομάδας», «δεν χρειαζόμαστε Ελ Σιντ».
Είναι απίστευτο, αλλά ο προδιαγραφόμενος βασιλιάς του κόσμου το 1994 είναι εκτός Εθνικής μόλις μια διετία μετά. Στη Μίλαν προσφέρει ελάχιστα ποιοτικά λεπτά, δεν δένει ποτέ, δεν υποτάσσει το “εγώ” στο “εμείς”.
Είναι άκαμπτος και περήφανος, αρνείται να αποδεχθεί ρόλο κομπάρσου.
Η Μίλαν τού κάνει σαφές ότι δεν τον έχει ανάγκη, ο εγωισμός του δεν το αποδέχεται και αναζητά τον επόμενο σταθμό της καριέρας του. Συμφωνεί με την Πάρμα, τα βρίσκει με τον Τάντσι, χωρίς καν να ειπωθούν ποσά.
Τον “κόβει” ο Κάρλο Αντσελότι, στη μοναδική απόφαση της καριέρας του που, όπως ομολογεί σήμερα, τον κυνηγάει τα βράδια στον ύπνο του.
Μικρή σημασία έχουν τα λόγια, γεγονός είναι ότι ο «Ρόμπι» έμεινε άστεγος, συζητά με την Ντόρτμουντ, αλλά οι Γερμανοί διστάζουν εξαιτίας του ιατρικού παρελθόντος, φτάνει στο σημείο να εξετάσει σοβαρά ακόμα και την πρόταση της Ντέρμπι Κάουντι, όπου πιθανότητα θα κατέληγε, εάν μια εσωτερική φωνή μέσα του δεν τον παρακινούσε να βρει το τρίτο του λιμάνι στη Μπολόνια.
Η είδηση σκάει σαν βόμβα, ο ίδιος αντικρούει τις επικρίσεις, λέγοντας και πάλι με το στυλ του ότι «οι αλαζόνες φοβούνται το μέλλον, οι ταπεινοί το επιδιώκουν». Ακόμη και τόσα χρόνια μετά παραμένει δυσνόητη εκείνη η επιλογή του Ρομπέρτο Μπάτζο, ήταν μόλις 30 ετών, (σχεδόν) υγιής, με θέληση να αποδείξει πολλά και να δώσει έμφαση σε περισσότερα.
Έχω την αίσθηση ότι η “τακτική απόρριψη” από Σάκι, Καπέλο, Λίπι και Αντσελότι, τέσσερεις προπονητές εντελώς διαφορετικής φιλοσοφίας, τον οδήγησε στην απόφαση να παίξει ποδόσφαιρο όπως ήθελε εκείνος, μακριά από καλούπια και τακτικισμούς, μακριά από το άγχος του υποχρεωτικού πρωταθλητισμού.
Ο Μπάτζο απομονώθηκε για πολλοστή φορά, αφοσιώθηκε στην εσωτερικότητά του, παραδόθηκε στη sui generis μεγαλοφυΐα του. Στη Μπολόνια παραλίγο να στεφθεί πρώτος σκόρερ, έβαλε 22 γκολ, κανένα όμως δεν ήταν μοναδικό και εξεζητημένο.
Ξύρισε το κεφάλι του, αποχωρίστηκε το “κοτσιδάκι”, ξαναβαπτίστηκε στα 30 του. Ήταν η πιο περίεργη σεζόν της καριέρας του, αργότερα αποδείχτηκε ότι όλα έγιναν βάσει σχεδίου, αφού στην άκρη του μυαλού του είχε το Μουντιάλ της Γαλλίας, όσο κι αν φάνταζε απίθανο εκείνη την εποχή. Κι όμως τα κατάφερε, απλούστατα διότι η ποιότητα είναι δυσεύρετη και η πρόκληση τεράστια.
Ο Τσέζαρε Μαλντίνι δεν του μίλησε όπως ο Σάκι, δεν τον γέμισε κομπλιμέντα, απλώς τον κάλεσε στην αποστολή και περίμενε απ’ αυτόν όσα μπορούσε να δώσει. Και έδωσε περισσότερα απ’ όσα περίμενε κι ο μεγαλύτερος θαυμαστής του.
Οι εμφανίσεις του στα γήπεδα της Γαλλίας παραμένουν η πιο μεγάλη κατάθεση της ψυχής του με τη φανέλα της Εθνικής. Τα μαγικά του με τη Χιλή, η ασίστ στον Τζίτζι Ντι Μπιάτζο με το Καμερούν, το γκολ εναντίον της Αυστρίας (έχοντας αντικαταστήσει τον -αρνητικό- Ντελ Πιέρο), πάνω απ’ όλα το πιο ωραίο “παραλίγο” γκολ στην ιστορία της «Squadra Azzurra» σε εκείνο το μαγικό πλασέ με τον Μπαρτέζ και ολόκληρη τη Γαλλία στα πρόθυρα εμφράγματος.
Έκανε ένα μαγικό τουρνουά, τόσο μαγικό που ο Μοράτι τον ερωτεύτηκε και τον κάλεσε στο ποδόσφαιρο που “μετράει”.
Στην Ίντερ βρήκε τον Μαρσέλο Λίπι, ο οποίος τον είχε ακυρώσει όσο πιο άκομψα γινόταν. Ο «Ρόμπι» αμέσως του χάρισε το εισιτήριο για τους ομίλους του Champions League και ένα χαμόγελο με νόημα.
Ο μήνας του μέλιτος ωστόσο κράτησε ελάχιστα, ο Λίπι ποτέ δεν κατόρθωσε να τον ενσωματώσει στο σχήμα, ο ίδιος ο «Ρόμπι» θυμάται με πίκρα ότι ήταν εμπαθής μαζί του.
Η κόντρα τους απασχόλησε για μήνες τα media, ο κόσμος χωρίστηκε στα δυο, είναι βέβαιο μετά από τόσα χρόνια ότι το μοναδικό συναίσθημα μεταξύ τους είναι η απέχθεια.
Ο Λίπι παραλίγο να του τερματίσει την καριέρα, ο «Ρόμπι» γύρισε στο χωριό του και έκανε ένα μήνα προπονήσεις στο γήπεδο που πρωτόπαιξε πιτσιρικάς.
Ο Μαρσέλο ουσιαστικά μετά την Ίντερ “τελείωσε” σε συλλογικό επίπεδο και, αν δεν υπήρχε το θαύμα του Βερολίνου το 2006, ο Λίπι μακριά από το θερμοκήπιο του Τορίνο και της Γιουβέντους δεν θα είχε να επιδείξει έργο πουθενά αλλού.
Συχνά τονίζει ο «Ρόμπι» ότι ο Λίπι τα κατάφερε, όσο ήταν δίπλα του ο Λουτσιάνο Μότζι, το λέει και χαμογελάει με νόημα, προσθέτοντας αμέσως μετά πως θα τον ευγνωμονεί εφόρου ζωής, διότι χωρίς εκείνον δεν θα κατέληγε ποτέ στη Μπρέσια.
Διότι η Μπρέσια τελικά ήταν η Ιθάκη του.
Έφτασε στη Μπρέσια με τους κροτάφους σταχτί, με το γαλάζιο στη χάντρα του ματιού ξεθωριασμένο, με ρυτίδες πάνω από τα ζυγωματικά και με αμέτρητα προβλήματα τραυματισμών. Η υποδοχή του από το κοινό συνοψίζεται περίπου στο δικό μας «οὐ γάρ ἔρχεται μόνον» σχετικά με το γήρας.
Στη Μπρέσια όμως θα βρει τον Κάρλο Ματσόνε, έναν παλαιάς κοπής προπονητή που λάτρευε τον Ρομπέρτο λάτρευε σαν θεό και θεωρούσε ευλογία να τον προπονεί και να τον έχει στο ρόστερ, ακόμα κι αν ήταν 40 χρόνων. Μετά το πρώτο μονοετές συμβόλαιο ο «Ρόμπι» υπέγραψε και δεύτερο, με ειδική ρήτρα αποδέσμευσής του σε περίπτωση απόλυσης του Ματσόνε, η σχέση του με τον ιδιόρρυθμο «cafone de Roma» προσομοίαζε σε σχέση πατέρα-γιου.
Και, όταν ο «Ρόμπι» ήταν ευτυχισμένος και με αδιατάρακτο ψυχισμό, τα αποτελέσματα ήταν απίστευτα στο χορτάρι. Το γκολ του στον Φαν Ντερ Σαάρ μέσα στο Τορίνο, μετά τη σαραντάρα μπαλιά του Αντρέα Πίρλο, με εκείνο το απίθανο κοντρόλ-τρίπλα, ήταν, είναι και θα είναι το εμβληματικότερο γκολ της καριέρας του. Πρόκειται για ένα γκολ ρομαντικό, για ένα γκολ κομψοτέχνημα, το οποίο θα μείνει στο διηνεκές.
Ο «Ρόμπι» είναι τόσο καλά στη Μπρέσια που ξαναμπαίνει στη λίστα των υποψηφίων για τη Χρυσή Μπάλα στα 34, ξαναπασχολεί μεγάλες ομάδες, του ξαναχτυπούν την πόρτα μεγάλοι σύλλογοι, προσφέροντας εκατομμύρια, ανοίγει ακόμα και συζήτηση για κλήση στην Εθνική ομάδα.
Θα διασκεδάζει παίζοντας ποδόσφαιρο μέχρι το 2004 στη Μπρέσια, θα σκοράρει 45 φορές, θα τραυματιστεί -και θα επιστρέψει- τρεις φορές, σε μια ηλικία που άλλοι θα τα είχαν παρατήσει.
28 Απριλίου του 2004, ο Τραπατόνι κάνει το αυτονόητο και τον καλεί, μετά από μια πενταετία στην Εθνική, χαρίζοντάς του ένα τελευταίο standing ovation στο Μαράσι της Γένοβας.
Όλο το γήπεδο χειροκροτά όρθιο, για τον «Ρόμπι» όμως το πραγματικό “αντίο” και η αληθινή αποθέωση θα έλθει λίγες μέρες μετά στο εμβληματικότερο ιταλικό γήπεδο, στο San Siro.
Μίλαν-Μπρέσια, το ματς αμφίρροπο, αν και αδιάφορο.
Πριν το ματς ο «Ρόμπι» έχει πιάσει έναν cameraman του «Sky Sports» και του δείχνει το σμπαραλιασμένο γόνατό του. Πιέζει με τα δάχτυλα το γόνατο, του δείχνει το υγρό, τα εξογκώματα, το δέρμα που μοιάζει με κινούμενη άμμο. Ήθελε στο τελευταίο ματς να φωνάξει στον έξω κόσμο σε τι κατάσταση αγωνίζεται, πόσο κακοποιημένος είναι, πόσο καταπονημένος, πόσο αγαπούσε αυτό που έκανε, σε βαθμό να μην λογαριάζει τραυματισμούς που θα ταίριαζαν σε άφθαρτο.
Στην εξέδρα η γυναίκα του και η κόρη του, η Βαλεντίνα, συγκινημένες και πιο στενοχωρημένες από εκείνον.
Ο «Ρόμπι» απλώς δεν μπορούσε άλλο, δεν άντεχε πια τον πόνο στα 37, παρόλο που αγαπούσε όσο ποτέ αυτό που έκανε. Το γήπεδο σηκώθηκε στο πόδι, μια επίσης τεράστια προσωπικότητα, ο Πάολο Μαλντίνι, τον πλησίασε και τον αγκάλιασε, τον φίλησε σαν από ευγνωμοσύνη για όσα περάσαν μαζί δεκαετίες στα γήπεδα.
Ο «Ρόμπι» ήταν αμήχανος, δεν περίμενε τόσο καθολική αναγνώριση, το ποδόσφαιρο όμως είναι δίκαιο και έστω και στα στερνά αποδίδει τον δικό του κλάδο ελιάς στους αρίστους.
Εν μέσω πρωτοφανούς συγκινησιακής φόρτισης, ο Ρομπέρτο Μπάτζο αποχώρησε από την ενεργό δράση, ύψωσε το βλέμμα στον ουρανό της Λομβαρδίας και με αργά, ράθυμα βήματα αποχώρησε.
Η φανέλα έξω απ’ το σορτσάκι, οι κάλτσες κατεβασμένες, το βλέμμα μελαγχολικό.
Τελείωσε ακριβώς όπως ξεκίνησε, αγκαλιάζοντας τις αντιφάσεις και την αντισυμβατικότητά του, μη τιθασεύοντας τον ατομισμό και τη δύναμή του, στρεβλώνοντας την εικόνα του που ήταν πάντοτε πολύ μακριά από τα τετριμμένα.
Μικρός έμοιαζε βετεράνος, βετεράνος έμοιαζε με παιδί.
Πάντοτε όμως ήταν ο Ρομπέρτο.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro