Κάθε αθλητής είναι ξεχωριστός, τόσο στο γήπεδο όσο κι έξω από αυτό. Συνδυάζει το ταλέντο και την προσωπικότητά του.
Εκφράζεται με τον τρόπο του. Διαθέτει μοναδικά χαρίσματα, έχει τη δική του σκέψη και αντίληψη των κοινών πραγμάτων. Συχνά, έξω από αυτό που ονομάζεται «κοινή λογική».
Όσο και να έχουν προικιστεί με ταλέντο, όμως, δεν παύουν να είναι άνθρωποι.
Οι γυμναστές, μέσα από την καθημερινή συμβίωση και δουλειά με τους αθλητές, συχνά ερχόμαστε πιο κοντά μαζί τους. Εκ του ρόλου μας, περνάμε περισσότερες ώρες μαζί τους απ’ ότι οι υπόλοιποι προπονητές, στο γυμναστήριο, στην αποκατάσταση, με αποτέλεσμα να αναπτύσσουμε πιο προσωπικές σχέσεις.
Οι παίκτες μιας ομάδας είναι άνθρωποι οι οποίοι προέρχονται από πολλά υπόβαθρα. Έχουν διαφορετικό παρελθόν, διαφορετική εκπαίδευση, διαφορετική κουλτούρα και συνήθειες. Επιπλέον, έχουν ξεχωριστό χαρακτήρα με τις θετικές και «αρνητικές» πτυχές του.
Επομένως, είναι φυσικό σε μια ομάδα να υπάρχουν παιδιά με προτερήματα αλλά και αδυναμίες, οι οποίες μοιραία τονίζονται όταν επηρεάζουν τον ίδιον το αθλητή, αλλά και την επιτυχία της ομάδας.
Η «ιδιαιτερότητα», συνεπώς, του καθενός ή καθεμίας δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο «κανόνας». Δεν είναι «ο ένας που…», αλλά πολλοί! Κάτι τέτοιο πιστεύω συνέβη και στην περίπτωση του Σοφοκλή Σχορτσανιτη, ο οποίος τον Δεκέμβριο του 2020 ανακοίνωσε την αποχώρησή του από το μπάσκετ.
Για τον «Σόφο» όλοι μιλούσαν πάντα για τα κιλά του. Ήταν κάτι που φαινόταν, που δεν μπορούσε να «κρυφτεί» ούτε από τις ομάδες του ούτε από τα Μ.Μ.Ε., και φυσικά επηρέαζε την απόδοσή του μέσα στο γήπεδο.
Πολλοί αθλητές αντιμετωπίζουν θέματα που δεν τους επιτρέπουν να γίνουν αυτό που όλοι περιμένουν να είναι, χωρίς το ευρύ κοινό (πολλές φορές ούτε οι ίδιοι τους οι προπονητές) να το γνωρίζει.
Απλώς, του Σοφοκλή ήταν ένα πρόβλημα πασιφανές και επειδή ο ίδιος ήταν ένα ξεχωριστό ταλέντο και ένας μοναδικός αθλητής, όλη η ιστορία διογκωνόταν.
Συνεργάστηκα για πολλά χρόνια με τον Σοφοκλή Σχορτσανίτη, σε ατομικό επίπεδο.
Εξαρχής ήταν φανερό ότι επρόκειτο για έναν ιδιαιτέρως ευφυή άνθρωπο. Αυτά που αντιμετώπιζα σίγουρα δεν ήταν απόρροια απροσεξίας ή αμέλειάς του. Έλεγα πάντα χαριτολογώντας, ότι ο «Σόφο» «μας “αγόραζε” και μας “πουλούσε” όλους!».
Είναι ένα πολύ έξυπνο παιδί και φυσικά γνώριζε τα χαρίσματά και τις δυνατότητές του. Ήταν ψηλός, δυνατός, με φοβερή «εκρηκτικότητα» κι ευκινησία, κάτι που καθιστούσε σπάνιο το «πακέτο» που «κουβαλούσε» ως παίκτης.
Τα χαρακτηριστικά του ήταν ευδιάκριτα και λέγαμε διαρκώς ότι με συγκεκριμένα κιλά και καλή φυσική κατάσταση, δεν θα είχε αντίπαλο.
Το γιατί δεν έφτασε να είναι σταθερά ο καλύτερος είναι μία άλλη ιστορία.
Καθώς ο κάθε άνθρωπος «παλεύει» και παίζει με τα χαρτιά τα οποία του έχουν δοθεί από τη ζωή και από τη φύση. Ο «Σόφο» πάλευε με τους δικούς του «δαίμονες», κάτι που και ο ίδιος ήξερε.
Άκουγε συνέχεια τις εκφράσεις «μην τρως» και «πώς είναι δυνατόν να κάνεις ή να μην κάνεις το ένα και το άλλο;». Το θέμα προφανώς και ήταν πιο βαθύ.
Είναι σαν να λες σε κάποιον που έχει άγχος, «μην έχεις άγχος»… Λες και αν θα μπορούσε, δεν θα το κατάφερνε. Κάτι συμβαίνει πίσω από τα «φώτα», το οποίο δεν ελέγχεται εύκολα.
Ο Σοφοκλής δεν πάχαινε επειδή δεν ήξερε τι πρέπει ή δεν πρέπει να κάνει και να φάει. Υπήρχαν άλλα θέματα και άλλοι στη θέση του θα τα είχαν παρατήσει πολύ νωρίτερα από εκείνον.
Γι’ αυτό τον λόγο έχω μεγάλο σεβασμό προς το πρόσωπό του. Και μπορεί ο κόσμος να μιλά για ανεκπλήρωτες προσδοκίες, όμως δεν γνωρίζει κανένας μας τι ήθελε να κάνει και να πετύχει ο ίδιος.
Όλη η πορεία του Σχορτσανίτη ήταν πάνω απ’ όλα τίμια. Δεν παραπονέθηκε ποτέ, δεν έψαξε για δικαιολογίες και επειδή ήμουν κοντά στις προσπάθειες του, υπήρχαν σοβαρά θέματα που κλήθηκε να ξεπεράσει. Δεν ξέρω αν άλλος θα είχε τις ίδιες αντοχές με τον Σοφοκλή, κυρίως ως άνθρωπος.
Εκείνος έδωσε μία μεγάλη «μάχη» με τον εαυτό του και πορεύτηκε όπως επιθυμούσε.
Είχαμε μία ιδιαίτερη σχέση. Δεν ήμασταν «κολλητοί», διότι δεν είναι καλό ο παίκτης με τον προπονητή ή τον γυμναστή να είναι «κολλητοί». Όμως, οι ατελείωτες ώρες της προπόνησης μάς έφεραν κοντά και αποκτήσαμε τον δικό μας κώδικα επικοινωνίας. Υπήρχε μεταξύ μας εμπιστοσύνη και σεβασμός.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, η σχέση μας πέρασε σε άλλο επίπεδο. Έγινε πιο ανθρώπινη, με αμοιβαία αλληλοεκτίμηση.
Αυτό που δεν γνωρίζει το κοινό για τον εκτός γηπέδου «Σόφο» είναι πως έχει βοηθήσει πάρα πολύ κόσμο και δεν ήθελε να το προβάλλει. Το έκανε επειδή απλώς ήθελε να το κάνει.
Στον Σοφοκλή, άλλωστε, δεν άρεσε να τσακώνεται ούτε ως παίκτης ούτε ως άνθρωπος. Αν εξαιρέσει κάποιος εκείνο το φιλικό με την Σερβία, στο οποίο δεν έκανε και κάτι φοβερό, ήταν παιδί που δεν ήθελε εντάσεις και δεν αναζήτησε ποτέ και δημοσιότητα.
Ήταν αυτός που είναι, αν και διαθέτει μία πολύ ισχυρή προσωπικότητα, χωρίς ποτέ να ήταν κάτι άλλο πέρα από τον αληθινό εαυτό του.
Διαχρονικά, υπάρχουν παίκτες σε όλο τον κόσμο που τυγχάνουν ευνοϊκής μεταχείρισης, ακόμη και στο ΝΒΑ, όπου συχνά οι σταρ κάνουν στην κυριολεξία ό,τι θέλουν. Κάποιοι αστέρες, όπως παλαιότερα μαθαίναμε για τον Άλεν Άιβερσον, επιβάλλουν τους φίλους τους στα αεροπλάνα.
Στη θητεία του Σοφοκλή στον Ολυμπιακό, κυρίως στη συνεργασία του με τον Πίνι Γκέρσον, δεν ξέρω τι είχε ειπωθεί, μιας και δεν ήμουν εκεί. Όμως ο Σχορτσανίτης δεν χρειαζόταν ευνοϊκή, αλλά ειδική διαχείριση.
Όταν έχεις τον οποιονδήποτε αθλητή, θέλεις να παίρνεις από εκείνον το καλύτερο δυνατό για να βοηθήσει την ομάδα. Οι προπονητές δεν κοιτάζουμε μόνο το μπασκετικό κομμάτι, αλλά και το προσωπικό, γιατί εκεί συχνά βρίσκεται το μυστικό για να φτάσει ο αθλητής τα όριά του.
Δεν απαιτούμε από τον παίκτη μόνο να παίξει, να σουτάρει, να σκοράρει, να πασάρει ή να παίξει άμυνα. Θέλουμε να έχουμε επικοινωνία μαζί του, να τον καταλάβουμε ποιος ή ποια πραγματικά είναι όχι μόνο για να μπορέσουμε να κερδίσουμε το μέγιστο απ’ αυτόν, αλλά και γιατί μας ενδιαφέρει και η ανθρώπινη πλευρά.
Το μήνυμα είναι ότι «σε θέλουμε εδώ γιατί είσαι παικταράς, όμως όταν βγεις έξω, πρέπει να έχεις μία συμπεριφορά που θα σε οδηγεί να πετύχεις και να μην τρως “σφαλιάρες” στη ζωή σου».
Είμαστε άνθρωποι που θέλουμε να γνωρίζουμε το background και τη ρουτίνα των αθλητών, διότι οφείλουμε να τους εμπνέουμε και να τους προσφέρουμε κίνητρο.
Να τους καθοδηγήσουμε και να τους εξηγήσουμε τα λάθη τους όχι μόνο πάνω στο παρκέ, αλλά και για την πορεία τους στη ζωή.
Με αυτή την έννοια, σε έναν 20χρονο, ίσως πρέπει να κάνω τα «στραβά μάτια» σε κάποια πράγματα, όμως θα προσπαθήσω παράλληλα να τον νουθετήσω. Αυτό αποτελεί κατά τη γνώμη μου την «ειδική διαχείριση», δίχως να σημαίνει ότι ταυτόχρονα μπορεί ο παίκτης να κάνει και ό,τι θέλει. Γιατί πολλά παιδιά χρειάζονται πραγματική βοήθεια.
Υπάρχουν αθλητές που πίνουν… Υπάρχουν παιδιά που ταλαιπωρούνται από διάφορα ψυχολογικά θέματα και το ξέρουν ότι, λόγω αυτών, εκδηλώνουν μία λανθασμένη συμπεριφορά.
Εκεί, ως προπονητής, έχεις μία λεπτή θέση. Οφείλεις να προστατεύσεις την ομάδα και τη λειτουργία της. Αλλά, από την άλλη, δεν θες να «πετάξεις στα σκουπίδια» έναν παίκτη, χωρίς βεβαίως να σου διαλύσει το σύνολο και, φυσικά, τον ίδιο τον εαυτό του.
Όλα αυτά τα χρόνια έχουν δοθεί και έχουμε δώσει ευκαιρίες σε δεκάδες παιδιά, τα οποία πρώτα απ’ όλα είναι άνθρωποι.
Πρέπει πάντοτε να λαμβάνουμε υπόψη και τους εαυτούς μας, όταν ήμασταν έφηβοι ή 19 και 20 ετών. Εμείς τι κάναμε;
Εγώ, για παράδειγμα, παραδέχομαι πως ήμουν τυχερός γιατί βρέθηκα δίπλα στον πρώτο προπονητή μου, τον Μενέλαο, και επειδή μεγάλωσα δίχως πατέρα, δεν ξέρω πού θα βρισκόμουν χωρίς εκείνον.
Είχε την υπομονή και την θέληση να με καταλάβει και να με δει όχι σαν παίκτη, αλλά σαν έναν νέο άνθρωπο που θέλει καθοδήγηση. Κι αυτό οφείλω να κάνω κι εγώ με τη σειρά μου. Σαν υποχρέωση στο «καλό» που μου έγινε.
Όπως πήραμε τις ευκαιρίες μας και συχνά μας συγχώρησαν και τα λάθη μας, οφείλουμε να το θυμόμαστε και για να νέα παιδιά που βρίσκουμε στον δρόμο μας, με συγκεκριμένα βεβαίως όρια.
Πρέπει, εκτός από προπονητές και γυμναστές, να είμαστε και ένα είδος μέντορα για τους νέους αθλητές, είτε διαθέτουν ξεχωριστό ταλέντο είτε όχι.
Έχω πολλά παραδείγματα με πολλά παιδιά τα οποία δεν είναι αναγκαίο να κατονομάσω, τα οποία χρειάζονται καθοδήγηση, όπως ακριβώς την χρειαστήκαμε κι εμείς στην ηλικία τους.
Μιλάμε, συνήθως, για σχεδόν έφηβους οι οποίοι είναι σε πρώτο πλάνο, με τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα πάνω τους και οτιδήποτε κάνουν γίνεται θέμα, χωρίς να μπορούν να ζήσουν την καθημερινότητά τους όπως ο υπόλοιπος κόσμος.
Ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης πέρασε διάφορες δύσκολες περιόδους στη ζωή του.
Μία από αυτές ήταν και η παραμονή του σε μία κλινική στην Ελβετία, το 2008, για να χάσει βάρος.
Δεν είναι εύκολο να είσαι μακριά από τους ανθρώπους σου για τρεις μήνες.
Ήταν άλλη μία ζόρικη κατάσταση την οποία ξεπέρασε και το ταξίδι του εκεί δεν ήταν τιμωρία, αλλά βοήθεια.
Ήταν σε ένα περιβάλλον ελεγχόμενο, στο οποίο μπορούσε να τρώει σωστά, διότι εκείνο τον καιρό ακούγαμε υπερβολές για αποτοξινώσεις και συνθήκες απομόνωσης. Επέστρεψε και παρότι άργησε να ενσωματωθεί στον Ολυμπιακό, γύρισε ανανεωμένος και με πολλή ενέργεια.
Έδειχνε τη διάθεσή του τόσο στο γήπεδο όσο και εκτός των τεσσάρων γραμμών. Ήταν μία ακόμη εποχή, μετά και τη σεζόν 2005-2006, στην οποία έμαθε να ελέγχει τη διατροφή του και αυτό φαινόταν και πάνω στο παρκέ.
Στο ταξίδι του στην Αμερική, για τις προπονήσεις με τους Κλίπερς, το 2010, είχαμε πάει μαζί. Ήταν και για μένα μία καταπληκτική εμπειρία, στον κόσμο του ΝΒΑ που πάντα μου άρεσε.
Ο «Σόφο» δεν μπορούσε εύκολα να αποφασίσει να μετακομίσει στις Η.Π.Α., διότι οι συνθήκες δεν ήταν ακριβώς ευνοϊκές. Η ομάδα του Λ.Α. τον είχε επιλέξει από το 2003 στο Νο34 του ντραφτ, όμως επτά χρόνια αργότερα τα δεδομένα ήταν διαφορετικά. Οι Κλίπερς είχαν αλλάξει προπονητή, με τον Βίνι Ντελ Νέγκρο να διαδέχεται τον Μάικ Ντανλίβι και προφανώς είχαν αλλάξει και τα «θέλω» τους.
Ήταν, πάντως, πολύ ορεξάτος στις προπονήσεις. Ωστόσο, ακριβώς επειδή είναι έξυπνος άνθρωπος, διαπίστωσε πως η κατάσταση τότε δεν ήταν ιδανική και δεν αποφάσισε να κάνει αυτό το μεγάλο βήμα.
Λίγες ημέρες αργότερα, συμφώνησε με τη Μακάμπι Τελ Αβίβ και στη δεύτερη θητεία του στο Ισραήλ, το 2014, κατέκτησε και την Ευρωλίγκα.
Πολλοί επιμένουν πως έκανε λάθος σχετικά με το ΝΒΑ, όμως ο κόσμος κρίνει με τα δικά του κριτήρια.
Άλλωστε, υπάρχουν και άλλοι σπουδαίοι παίκτες από την Ελλάδα οι οποίοι είτε πήγαν στο ΝΒΑ και επέστρεψαν άμεσα είτε αρνήθηκαν επίσης να δοκιμάσουν, διότι έβλεπαν τα πράγματα αλλιώς.
Αλλιώς, με τον δικό τους τρόπο, έβλεπαν τα πράγματα τα αδέρφια Αντετοκούνμπο. Είχα την τύχη να κάνω προπόνηση με τον Θανάση, όταν ήταν 15 ετών. Μου τον είχε φέρει ο τότε ατζέντης του, Τομ Αγγελάκης.
Ο Θανάσης ήταν ξεχωριστός αθλητής και κάποια στιγμή γνωρίστηκαν, πριν από μία προπόνηση, με τον Σχορτσανίτη.
Στον «Σόφο» άρεσε μεν δουλειά, αλλά όχι μόνος του, καθώς τα καλοκαίρια μιλάμε για μήνες ατομικών προπονήσεων.
Ο Σοφοκλής, πάντως, είναι ο μοναδικός αθλητής που ξέρω, ο οποίος αν το πρωτάθλημα τελείωνε το Σάββατο, την επόμενη Δευτέρα κάναμε ατομική προπόνηση!
Ερχόταν, μπορεί να μην ήταν πάντα στο 100% ή να ακύρωνε κάποια ατομική, όμως ήταν αφοσιωμένος και ήθελε εκγύμναση, είτε με βάρη είτε απλώς με μία προπόνηση με ποδήλατο.
Σε κάποια προπόνηση με τον Θανάση Αντετοκούνμπο, ήρθε και ο Γιάννης, ένα ψηλόλιγνο παιδάκι που δεν μιλούσε πολύ. Κάναμε κάποιες προπονήσεις μαζί, και στο παρκέ και στο γυμναστήριο. Ο Σχορτσανίτης τούς πίστευε από τότε και ήταν και κοντά τους. Τους έφερνε μαζί του στην προπόνηση και δεν του το αρνήθηκα ποτέ κι εγώ.
Μάλιστα, ο «Σόφο» χάρηκε ιδιαιτέρως που και τα τέσσερα αδέρφια άνοιξαν τα φτερά τους, πορεύτηκαν με τον τρόπο τους και ο Γιάννης έφτασε να αναδειχθεί δις MVP του ΝΒΑ.
Ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης είχε σαφώς περισσότερες δυνατότητες και το γνώριζε και εκείνος.
Βάσει ταλέντου και ικανοτήτων, το ελληνικό μπάσκετ θα περίμενε ότι αυτό το παιδί θα γινόταν ακρογωνιαίος λίθος του. Κάτι που πιστεύω ότι δεν επιθυμούσε ποτέ ο ίδιος.
Ίσως, αν και μπορεί να είναι λάθος να το πω εγώ και όχι ο «Σόφο», αλλά κυρίως ήθελε να τον αφήνουμε στην ηρεμία του.
Ο κόσμος θα περίμενε περισσότερα. Ωστόσο, αν και για εμάς μοιάζει παράλογο για το ταλέντο ορισμένων χαρισματικών αθλητών, οι ίδιοι δεν είχαν αυτή την αντίστοιχη επιθυμία και στη ζωή τους είχαν άλλο κριτήριο για την ευτυχία και την επιτυχία.
Υπάρχουν και ικανοί παίκτες τους οποίους τρόμαζε η επιτυχία και υποσυνείδητα έβγαζαν μία άρνηση για το βήμα παραπάνω.
Ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης πραγματοποίησε μία αξιοζήλευτη και «γεμάτη» καριέρα. Η σταθερότητα τού έλειψε. Πάντα ήθελε να παίζει σε ομάδες υψηλού επιπέδου, αφού και το δικό του επίπεδο εκεί ταίριαζε.
Αν ήταν πιο σταθερός θα μπορούσε να είχε πετύχει περισσότερα, όμως αποχωρεί στα 35 του «γεμάτος» και αυτό το αναφέρει με καμάρι και εκείνος.
Από τη μεταξύ μας συνεργασία κρατώ τις μεγάλες προσπάθειες που έκανε και τις καλές στιγμές που «προκάλεσε» αυτή η «μάχη» του. Έμαθα πολλά μαζί του και κρατώ κυρίως στο μυαλό και την καρδιά μου τον άνθρωπο Σοφοκλή.
Συχνά αισθάνομαι άβολα να μιλώ για τον «Σόφο», διότι αφενός δεν θέλω να φανεί ότι το κάνω για δική μου προβολή και αφετέρου πως επιδιώκω κάποια «αγιογραφία» του. Επειδή ο Σοφοκλής δεν είχε ποτέ ανάγκη από κάτι τέτοιο.
Σε κάθε προπόνησή μας έλεγα στον εαυτό μου «δεν είναι για μένα αυτό, αλλά για αυτό παιδί», αφού έκανε μεγάλη προσπάθεια.
Κρατώ επίσης την προσωπική σχέση μας, καθώς περάσαμε πολλά μαζί και σε πολλές διαφορετικές καταστάσεις και για τους δυο μας.
Πολλές φορές θυμάμαι με νοσταλγία αυτές τις στιγμές και δεν κοιτώ ή κρίνω καθόλου αν έπαιξε, πώς έπαιξε ή «τι θα γινόταν αν;»… Μου αρκεί που ήταν ο εαυτός του και απόλαυσε την πορεία του, με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Κώστας Χατζηχρήστος: «Στον πλανήτη των γυμναστών»
Ανδρέας Γλυνιαδάκης: «Κυνήγησε το όνειρό σου» / «Ψυχοθεραπεία»
Εβίνα Μάλτση: «Γιατί Πρέπει Να Τελειώνει;»
Ευθύμης Ρεντζιάς: «Να έκλεβα λίγο χρόνο» / «Αποφάσεις και συνέπειες»
Βαγγέλης Τζόλος: «Ο ξεχωριστός Αλεκσέι Ποκουσέφσκι»
Κουάι Λέοναρντ: Άνθρωπος λίγων λέξεων
Η αβάσταχτη απλότητα του (περίπλοκου) εαυτού του Ντένις Ρόντμαν