Στα δικά μου μάτια το ποδόσφαιρο γυναικών ποτέ δεν ήταν «ξένο».
Αντιθέτως. Ήταν κάτι που θεωρούσα πολύ οικείο.
Στο παρελθόν, ως παίκτης σ’ έναν από τους συλλόγους (Εργοτέλης) που στα τέλη της δεκαετίας του ’90 δημιούργησε μαζί με το τμήμα ακαδημιών των αγοριών και το αντίστοιχο των κοριτσιών, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω από κοντά την εξέλιξη του στην Ελλάδα.
Όπως, επίσης, είδα και πολλές παίκτριες. Για να καταλάβετε, τη Δανάη Σιδηρά, μέλος σήμερα της εθνικής ομάδας των γυναικών, τη θυμάμαι από τότε να παίζει ποδόσφαιρο.
Παρακολουθώντας, λοιπόν, τις κοπέλες να παίζουν μπάλα, κάποια στιγμή προέκυψε το ενδιαφέρον μου να εργαστώ στο χώρο των γυναικών.
Κι από τα κλιμάκια των αγοριών, τον Απρίλιο του 2017, βρέθηκα στο προπονητικό τιμ της Εθνικής ομάδας Γυναικών.
Στα χρόνια που βρίσκομαι στην ομάδα, έχω ζήσει τόσο την προσπάθεια, όσο και την αγωνία των κοριτσιών.
Τη θέλησή τους να εργαστούν σκληρά, την επιθυμία τους να εξελιχθούν, τα όνειρα, τους στόχους, τις φιλοδοξίες τους…
Κυρίως, όμως, έχω δει την αγάπη τους για το ποδόσφαιρo.
Τον Φεβρουάριο του 2019, όταν έγινε η κλήρωση της προκριματικής φάσης για το EURO 2021, (που στη συνέχεια μετατέθηκε για το 2022 λόγω του κορονοϊού) στόχος όλων μας, ήταν κάνουμε ένα βήμα παραπάνω.
Την τελευταία φορά που παίξαμε για την πρόκρισή μας σε μια μεγάλη διοργάνωση ήταν το 2017, στο Elite Round στον αγώνα με την Αλβανία.
Την χάσαμε σε μία φάση που λίγοι θυμούνται, κι ακόμα λιγότεροι έχουν ασχοληθεί.
Σ΄ένα γκολ-οφσάιντ που σημειώθηκε στο τελευταίο λεπτό και το οποίο, ενώ υποδείχθηκε από την επόπτρια, η διαιτητής ποτέ δεν ακύρωσε. Ηττηθήκαμε με σκορ 2-1 και αποκλειστήκαμε.
Όταν άλλαξε ο τρόπος διεξαγωγής των προκριματικών στην κατηγορία των γυναικών, κι έγινε ίδιος με εκείνον των ανδρών, θελήσαμε να αρπάξουμε τη ευκαιρία. Να πάρουμε την πρόκριση σε μια μεγάλη διοργάνωση.
Το φινάλε μάς βρήκε τελικά στην τέταρτη θέση του 9ου ομίλου.
Δεν θα σταθώ ούτε στο ελληνικό πρωτάθλημα που διεκόπη λόγω της πανδημίας με συνέπεια να επηρεαστεί ο αγωνιστικός ρυθμός της ομάδας, ούτε στις προπονήσεις που χάθηκαν.
Θα σταθώ σ’ εκείνα που πρέπει να κάνουμε στο μέλλον.
Στον προγραμματισμό και τον σχεδιασμό που θα αποτελέσει τη βάση για τη περαιτέρω βελτίωση, όχι μόνο της εθνικής ομάδας, αλλά και του συνόλου του ποδοσφαίρου γυναικών στη χώρα μας.
Η παρουσία της Ελλάδας στην 63η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, ίσως να δείχνει πως παραμένουμε ακόμα στάσιμοι. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν έχουν γίνει πράγματα στην εθνική ομάδα.
Έγιναν και μάλιστα πολλά. Μόνο που δεν είχαν τα αποτελέσματα που όλοι περιμέναμε.
Η πορεία μας στην προκριματική φάση ξεκίνησε με αντίπαλο τη Γερμανία, ομάδα η οποία αυτή την στιγμή είναι η δεύτερη δύναμη στον Κόσμο.
Ήταν ένα δύσκολο παιχνίδι, όμως, μέσα από αυτό, μπορέσαμε να δοκιμάσουμε τις δυνατότητές μας ως ομάδα.
Να κερδίσουμε εμπειρίες, να δούμε πως αντιδρούν τα κορίτσια και φυσικά, να προετοιμαστούμε για το επόμενο βήμα. Την αναμέτρηση με την Ιρλανδία.
Η νίκη στο Μαυροβούνιο (4-0) στον αγώνα που προηγήθηκε, μάς έδωσε επιπλέον κίνητρο και πολύ καλύτερη ψυχολογία, όμως, την ίδια περίοδο, το προπονητικό τιμ κλήθηκε να διαχειριστεί άλλη μία κατάσταση. Την τηλεοπτική μετάδοση των παιχνιδιών της Εθνικής για πρώτη φορά στην Ιστορία του ποδοσφαίρου γυναικών στην Ελλάδα.
Η ξαφνική προβολή από τα ΜΜΕ ήταν μια διαφορετική εμπειρία για τα κορίτσια. Ειδικά για τις παίκτριες που αγωνίζονται στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Από εκεί που τις έβλεπαν μόνο οι δικοί τους και οι άνθρωποι που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο γυναικών, ξαφνικά θα τις έβλεπε όλη η Ελλάδα!
Η σκέψη και μόνο ότι, «τώρα θα μας δουν πολλοί», ήταν αρκετή για να δημιουργήσει κάποια μορφή πίεσης.
Όπως, επίσης, και το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο το παιχνίδι με την Ιρλανδία ήταν κρίσιμο.
Προσπαθήσαμε να τα ξεπεράσουμε και να επικεντρωθούμε μόνο στο αγωνιστικό μέρος του παιχνιδιού.
Αν και το ξεκίνημα δεν ήταν αυτό που επιθυμούσαμε, στο τέλος πήραμε το βαθμό της ισοπαλίας (1-1) κρατώντας ταυτόχρονα δύο σημαντικά στοιχεία. Πρώτον, τη μαχητικότητα των παικτριών και δεύτερον, ότι η ομάδα δεν πρέπει να διστάζει. Πρέπει από την αρχή ενός αγώνα να διεκδικεί περισσότερα πράγματα.
Να τολμά!
«Ο τολμών νικά», όπως λένε! Μόνο που κι αυτό, θέλει δουλειά μέχρι να εφαρμοστεί.
Θέλει να πιστεύεις περισσότερο στον εαυτό σου, στις δυνατότητές σου και στην προετοιμασία που έχεις κάνει τους προηγούμενους μήνες, ώστε στο τέλος, όταν αξιολογήσεις την απόδοσή σου, να μην αναρωτιέσαι αν τα «έδωσες όλα» ή αν πήρες αυτό που σου άξιζε.
Να είσαι σίγουρος γι’ αυτό που έχεις κάνει…
Προσωπικά έχω μείνει με την αίσθηση ότι σ’ εκείνο το πρώτο παιχνίδι με την Ιρλανδία στη Νέα Σμύρνη, θα μπορούσαμε να είχαμε πάρει κάτι παραπάνω.
Γενικότερα, θεωρώ ότι θα μπορούσαμε να είχαμε πετύχει περισσότερα πράγματα, αν δεν έρχονταν τα «πάνω κάτω» με την πανδημία.
Μας «στοίχισε» η διακοπή του ελληνικού πρωταθλήματος στα μέσα του Μαρτίου του 2020, όπως επίσης και το γεγονός ότι στη χώρα μας, μετά το δεύτερο lockdown, δεν ξεκίνησε ποτέ η επόμενη αγωνιστική περίοδος.
Μέχρι και το τέλος της προκριματικής φάσης ήμασταν εκτός αγώνων, με τα κορίτσια να μην κάνουν ούτε προπονήσεις, με εξαίρεση τις παίκτριες που παίζουν στο εξωτερικό. Στο μεσοδιάστημα έγινε και η αλλαγή στην τεχνική ηγεσία (σ.σ. Κυριαζής αντί Πριόνα), αλλά αυτό δεν επηρέασε την ομάδα.
Η ομάδα επηρεάστηκε μόνο από την έλλειψη αγωνιστικού ρυθμού.
Ήταν σχεδόν αδύνατο να υπάρχει ομοιογένεια υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν, ενώ την ίδια στιγμή, στις αντίπαλες ομάδες του ομίλου μας, οι διεθνείς παίκτριες συνέχισαν να παίζουν κανονικά στα πρωταθλήματα των χωρών τους.
Τα κορίτσια της εθνικής ομάδας έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν. Αν και στην Ελλάδα το ποδόσφαιρο γυναικών είναι σε ερασιτεχνικό επίπεδο, οι παίκτριες που κλήθηκαν να αγωνιστούν, λειτούργησαν ως επαγγελματίες. Είχαν τη θέληση, είχαν τη διάθεση και φυσικά, είχαν την επιθυμία να προσφέρουν!
Ξεπέρασαν τον εαυτό τους. Κι αυτό πρέπει να γίνει απ’ όλους κατανοητό!
Κάποιες φορές σκέφτομαι τί θα μπορούσε να είχε συμβεί αν τα πράγματα κυλούσαν όπως ήταν στο μυαλό μας πριν την έναρξη της προκριματικής φάσης. Όμως, το θέμα δεν είναι τι κάναμε ή τι θα μπορούσαμε να κάνουμε. Το θέμα είναι τι γίνεται τώρα και τι πρέπει να κάνουμε στο μέλλον.
Το πιο ενθαρρυντικό απ’ όλα είναι πως από το 2017, που μπήκα στο προπονητικό τιμ, μέχρι σήμερα, βλέπω συνεχώς να βγαίνουν νέες ταλαντούχες παίκτριες, ενώ αθλήτριες από την εθνική ομάδα Νεανίδων, πλαισιώνουν την ομάδα των Γυναικών -παρά το γεγονός ότι στην κατηγορία των γυναικών δεν υπάρχει ομάδα Ελπίδων, όπως σ’ αυτήν των ανδρών.
Κάποιες παίκτριες, μάλιστα, αγωνίζονται στο εξωτερικό, άλλες συνδυάζοντας τις σπουδές τους με το άθλημα, όπως για παράδειγμα η Αθανασία Μωραΐτου, η Ελένη Μάρκου και η Παναγιώτα Παπαϊωάννου, κι άλλες ως επαγγελματίες σε πολύ δυνατά ποδοσφαιρικά ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, όπως αυτό της Αγγλίας που παίζει η Βεατρίκη Σαρρή, της Γερμανίας και των Η.Π.Α.
Τα τελευταία χρόνια δε, ο αριθμός των ελληνίδων παικτριών που φεύγουν για το εξωτερικό ολοένα και αυξάνεται, κάτι που μπορεί να λειτουργήσει ως επιπλέον κίνητρο για τα νεότερα κορίτσια που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο και να δώσει έξτρα ώθηση στις μικρότερες ηλικίες να μπουν στο άθλημα.
Ωστόσο, δεν φτάνει μόνο αυτό.
Πρέπει κι εμείς που ασχολούμαστε με το ποδόσφαιρο, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο παράγοντα, κι από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο προπονητή, να βοηθήσουμε ακόμη περισσότερο.
Στην κατηγορία των αγοριών, τα τελευταία είκοσι χρόνια, κάποια πράγματα είναι δεδομένα. Παράδειγμα, υπάρχουν διαθέσιμα γήπεδα για τις προπόνησεις.
Στα γυναικεία τμήματα όμως, σε κάποιες περιπτώσεις, δεν υπάρχουν ούτε αυτά!
Σε πρώτη φάση, οφείλουμε να εξασφαλίσουμε στα κορίτσια και τις γυναίκες που παίζουν ποδόσφαιρο, τις ίδιες συνθήκες που υπάρχουν στα αγόρια και τους άνδρες. Να υπάρχει ίση μεταχείριση και ισορροπία.
Μ’ αυτόν τον τρόπο και μεγαλύτερη εξέλιξη θα έχουμε, και πολύ καλύτερα αγωνιστικά αποτέλεσμα.
Επίσης, πρέπει να βελτιωθεί το οργανωτικό κομμάτι. Ένας από τους λόγους για τους οποίους το ποδόσφαιρο γυναικών στην Ελλάδα παραμένει μέχρι σήμερα σε ερασιτεχνικό επίπεδο, είναι γιατί στις ακαδημίες, από τις οποίες βγαίνει η επόμενη γενιά παικτριών, «τρέχουν» κυρίως οι γονείς, οι οποίοι αφιερώνουν μέρος από τον ελεύθερο χρόνο και τη δουλειά τους για να στηρίξουν τα γυναικεία τμήματα.
Η εικόνα στον οργανωτικό τομέα του ποδοσφαίρου γυναικών, μου θυμίζει την εποχή που δημιουργήθηκαν οι ακαδημίες των αγοριών. Είκοσι, με είκοσι πέντε, χρόνια πριν. Τότε, που οι σύλλογοι άρχισαν να φτιάχνουν τα τμήματα και να συντονίζουν τις ενέργειές τους.
Αν ξεπεράσουμε αυτές τις δυσκολίες, τότε θα έρθουν και οι επιτυχίες.
Πρέπει να βάλουμε ψηλότερα τον πήχη. Αρχικά κάθε άτομο ξεχωριστά, για να ακολουθήσει στη πορεία και το σύνολο.
Δεν υφίσταται, πλέον, το στερεότυπο που ήθελε τα κορίτσια να μην παίζουν ποδόσφαιρο.
Αυτό «μάς τελείωσε»!
Τώρα πια, σχεδόν σ’ όλες τις ποδοσφαιρικές ακαδημίες, υπάρχουν τμήματα για τα κορίτσια που θέλουν να ασχοληθούν με το άθλημα.
Αν μελλοντικά αποφασίσουν να μπουν στο ποδόσφαιρο γυναικών και οι τρεις οικονομικά ισχυροί σύλλογοι της Αθήνας, ο Ολυμπιακός, η ΑΕΚ και ο Παναθηναϊκός, τότε ίσως να δοθεί μεγαλύτερη ώθηση σ’ αυτόν το χώρο.
Αξίζει της προσοχής μας το ποδόσφαιρο των γυναικών! Στο εξωτερικό την έχει!
Αν παρακολουθήσετε αγώνες του Τσάμπιονς Λιγκ, του EURO, ή ακόμα και του Παγκοσμίου Κυπέλλου, θα διαπιστώσετε ότι η ποιότητα κάποιων παιχνιδιών δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα τα αντίστοιχα των ανδρών. Το γήπεδα ήταν γεμάτα, τα παιχνίδια των πρωταθλημάτων ορισμένων χωρών μεταδίδονται τηλεοπτικά, και το ενδιαφέρον των φιλάθλων για την εξέλιξη είναι πολύ μεγάλο.
Η «ψαλίδα» έχει κλείσει.
Ώρα να ακολουθήσουμε και στην Ελλάδα.
Κι αν το πετύχουμε, τότε, σε βάθος χρόνου θα δούμε και τα αποτελέσματα.
Ο Μιχάλης Ξημεράκης είναι προπονητής τερματοφυλάκων.
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ελένη Μάρκου: My way: Καστοριά – Έσσεν
Ιωάννα Χαμαλίδου: Μόνη στην Πόλη
Βεατρίκη Σαρρή: Τόλμα Να Ονειρευτείς
Το ημερολόγιο ενός τερματοφυλακα
Θόδωρος Κάντας: Εκπαιδεύοντας τερματοφύλακες