Τις προηγούμενες ημέρες, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, και δίχως το παραμικρό ελληνικό ενδιαφέρον, διεξήχθη από την CONMEBOL στη Χιλή, το 29ο πρωτάθλημα νέων της Νοτίου Αμερικής, το επονομαζόμενο Campeonato Sudamericano Sub20 “Juventud de América”.
Για τη δεύτερη αγωνιστική του τουρνουά, η διοργανώτρια Χιλή υποδέχθηκε τον υποτιθέμενο «παρία» της διοργάνωσης, τη Βενεζουέλα. Λίγα λεπτά πριν τη λήξη του αγώνα, η “Vinotinto”, όπως αποκαλείται η Βενεζουέλα για το πορφυρό χρώμα «σαν του κρασιού» στη φανέλα της, προηγείται παλικαρίσια με 2-1.
Ο πιτσιρικάς Χιλιανός Nicolás Díaz οργώνει την αριστερή πλευρά στην προσπάθεια για την ισοφάριση, αλλά ανακόπτεται από τον σχεδόν καχεκτικά βραχύσωμο Βενεζουελάνο Pablo Bonilla με ένα από εκείνα τα ονειρεμένα λατινοαμερικάνικα tackling.
Ο Díaz θυμώνει, η κάμερα του ESPN τον συλλαμβάνει να φωνάζει με τις φλέβες πεταμένες στα μούτρα του συνομήλικου αντιπάλου “muerto de hambre”. Αυτολεξεί «πεθαίνεις απ’ την πείνα», σε ελεύθερη μετάφραση κάτι σαν «ψωμόλυσσα που δεν έχεις να φας».
Ο Bonilla δεν αντιδρά, δεν ανταποδίδει καν με ένα ακόμα πιο σκληρό tackling στην επόμενη ευκαιρία, όπως συνήθως συμβαίνει με τις μικροβεντέτες στα ποδοσφαιρικά παιχνίδια.
Προσοχή, η αναφορά γίνεται για ποδοσφαιρικό παιχνίδι παιδιών κάτω των 19 ετών, εφήβων με το αίμα να βράζει, με αντιδράσεις ενστικτώδεις και το λιγότερο ανώριμες.
Ο Díaz δυο μέρες μετά, στο σύγχρονο meeting point της γενιάς του, το instagram, αναγνώρισε το λάθος και ζήτησε συγνώμη. Όχι επειδή το ένιωθε ή αισθάνθηκε άσχημα, αλλά με παρέμβαση της ίδιας της χιλιανής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας για τήρηση του πολιτικά ορθού.
Οι λόγοι προφανείς, η Βενεζουέλα είναι μια καταρρέουσα χώρα σε πολιτικό αδιέξοδο που ταλανίζεται τουλάχιστον εδώ και μια διετία από έναν πρωτοφανή υπερπληθωρισμό και διακρίνεται από την ταλαντευόμενη αύξηση του αριθμού των πολιτών που ζουν πολύ κάτω από το όριο της φτώχειας.
Ως εκ τούτου, το “muerto de hambre” ενός 18χρονου, σε έναν συνομήλικό του που βιώνει τις συνέπειες μιας σοβαρότατης ανθρωπιστικής κρίσης, είναι πολύ βαρύ.
Διότι η κρίση στη Βενεζουέλα δεν είναι ούτε οικονομική, ούτε πολιτική. Έχει εξελιχθεί σε κατά βάση ανθρωπιστική αφού, τα τρία τελευταία χρόνια, πάνω από ενάμισι εκατομμύριο πολίτες της Βενεζουέλας αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν λόγω οικονομικών δυσχερειών ή καταστολής του καθεστώτος Maduro, σε γειτονικές χώρες της Λατινικής Αμερικής, μεταξύ των οποίων ασφαλώς και στη Χιλή.
Το πρώτο λοιπόν συναίσθημα που βρίσκει γόνιμο έδαφος σε αυτό το παράδοξο humus είναι το προφανές της ξενοφοβίας, και στα «εύκολα» λόγια του Díaz κρύβεται το πόσο λίγο απέχουμε ως κοινωνίες για να προχωρήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση, πόσο εύκολα εκστομίζονται φράσεις, πόσο εύκολα καταργούνται οι κόκκινες γραμμές.
Ειδικά στις μικρότερες ηλικίες, ειδικά σε στιγμές έντασης που αναδύεται πιο εύκολα στην επιφάνεια ο πραγματικός εαυτός μας, η κακή του έστω πλευρά που όταν αμύνεται «χτυπάει» τον απέναντι στο σημείο που θα πονέσει περισσότερο.
Το ποδόσφαιρο, σε όλες του τις εκφάνσεις, ανέκαθεν ήταν διδακτικό, πάντοτε αντικατοπτρίζονταν σε αυτό παράλληλες κοινωνικοπολιτικές πραγματικότητες.
Εν προκειμένω στη Βενεζουέλα, το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνον η προφανής διέξοδος. Σε μια χώρα τόσο «δύσκολη», η ανάγνωση είναι πολλαπλή.
Αντικειμενικά, μοιάζει σχεδόν αδύνατον να μιλήσει κανείς για προγραμματισμό στα μικρά εθνικά κλιμάκια, για ανάπτυξη μοντέλου και φιλοσοφίας, για διαπαιδαγώγηση. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ανύπαρκτες υποδομές, για κρύο νερό στα αποδυτήρια, για φθαρμένες μπάλες.
Εδώ, το πρόβλημα είναι η πείνα. Κι όταν το φαγητό λείπει, μετατρέπεται σε λόγο για τον οποίο η μετανάστευση θεωρείται συχνά το μοναδικό «διαστημόπλοιο» που επιτρέπει την ιχνηλασιμότητα της κοινωνικής σκάλας. Παιδιά των 14 και 15 ετών εγκαταλείπουν τη Βενεζουέλα όχι για να γίνουν ποδοσφαιριστές υπό καλύτερες συνθήκες, αλλά προκειμένου να δουλέψουν για να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαγητό. Εάν τα καταφέρουν.
Πίσω μένουν οι «τρελοί» και οι ρομαντικοί, όπως ο επικεφαλής των μικρών κλιμακίων Rafael Dudamel, σχεδόν μυθική φιγούρα της “Vinotinto” και ένας από τους σημαντικότερους ποδοσφαιριστές της ιστορίας της χώρας. Επί τριετία τεχνικός ηγέτης τόσο της εθνικής ομάδας όσο και της Under 20, ένας άνθρωπος υπό τις οδηγίες του οποίου οι νεαροί Βενεζουελανοί έφτασαν ένα βήμα μακριά από τον παγκόσμιο τίτλο νέων το 2017, χάνοντας μόνο στον τελικό αγώνα από την Αγγλία.
Και τώρα, μ’ αυτόν τον άνθρωπο στο τιμόνι, οι «καχεκτικοί» πιτσιρικάδες κυριάρχησαν στην πρώτη φάση του Sudamericana, ξεπερνώντας στη βαθμολογία τις πολυδιαφημισμένες ομάδες των τρομερών ταλέντων της Βραζιλίας και της Κολομβίας.
Γενικότερα, φαίνεται να υπάρχει μια παράξενη αντίστροφη συνάφεια ανάμεσα στις αντιξοότητες που αφορούν τη νέα “Vinotinto” με την ασταθή πολιτική ζωή της Βενεζουέλας, πρόκειται για έναν αόρατο δεσμό που αναπτύσσεται ισχυρότερα σε στιγμές μεγαλύτερης ποδοσφαιρικής επιτυχίας ή αντίστροφα μιας βαθύτερης πολιτικής κρίσης.
Στις 16 Ιανουαρίου, πέντε ημέρες μετά την έναρξη της δεύτερης θητείας του Maduro ως Προέδρου της Βενεζουέλας και δώδεκα ώρες πριν από την έναρξη του Sudamericana νέων, μια ομάδα στρατιωτικών αντιφρονούντων επιχείρησε ένα είδος «λαϊκού» πραξικοπήματος.
Στις 23 Ιανουαρίου, λίγο πριν βγει η Βενεζουέλα στο χόρτο για τον αγώνα κατά της Βολιβίας, ο Juan Guaidó, ο πρόεδρος του κοινοβουλίου της Βενεζουέλας, ανακήρυξε τον εαυτό του Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από μια σειρά μαζικών διαδηλώσεων και στην ουσία δημιούργησε και προκάλεσε ένα ντόμινο εξελίξεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην οριστική κατάρρευση ή ανάσταση της χώρας.
Εξαρτάται ποια πλευρά επιλέγει κανείς και μη βιώνοντας την πραγματικότητα και αγνοώντας τα δεδομένα στη Βενεζουέλα, θεωρώ τουλάχιστον επιπόλαιο εκ μέρους του οποιουδήποτε να εκφέρει σοβαρή άποψη διαλέγοντας πλευρά.
Το αξιοσημείωτο στην υπόθεση είναι ότι από τη στιγμή που ο Guaidó προχώρησε στο πραξικόπημα, η “Vinotinto” σκαρφάλωσε στην τέταρτη θέση του τελικού γύρου, κερδίζοντας καθαρά τη Βραζιλία και χάνοντας εξίσου καθαρά από την Αργεντινή.
Όλα αυτά ενώ η κρίση του καθεστώτος Maduro έχει φθάσει στο σημείο να προκαλεί σοβαρή συζήτηση παγκοσμίως για ενδεχόμενη ένοπλη επέμβαση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με σύσσωμο το «δυτικό κόσμο» να μην παρακολουθεί πλέον απαθής, αλλά να εξετάζει σενάρια ωμής παρέμβασης στο εσωτερικό της χώρας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ποδόσφαιρο και πολιτική περιπλέκονται στη Βενεζουέλα. Πριν τη φετινή 23η Ιανουαρίου, την άνοιξη του 2017, με τον πληθωρισμό στο αστρονομικό νούμερο του 700% (!), ένα ποσοστό που ξεπερνούσε το 70% των κατοίκων της χώρας ζούσε με λιγότερα από δυο γεύματα την ημέρα και το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας έφτασε το 30%.
Τα νούμερα είναι σοκαριστικά, σίγουρα πολύ μακριά από τη δική μας «ευρωπαϊκή» θεώρηση των πραγμάτων. Εκείνον το Μάρτιο του 2017, ο Maduro είχε καταθέσει στο Ανώτατο Δικαστήριο (στο οποίο βέβαια είχε διορίσει επικεφαλής της αρεσκείας του) ότι το κοινοβούλιο με τη στάση του «περιφρονούσε» τους νόμους του κράτους και είχε καλέσει Συντακτική Συνέλευση για σύνταξη νέου συντάγματος.
Το κοινοβούλιο ανταπάντησε με «απειλή» να διεξαγάγει δημοψήφισμα κατά του σχεδίου νέου Συντάγματος, με τραγική συνέπεια πολύ βίαιες συγκρούσεις, οι οποίες το ίδιο καλοκαίρι αποτιμήθηκαν σε 165 νεκρούς και 15 χιλιάδες τραυματίες.
Εκείνη ακριβώς τη ζοφερή περίοδο μεταξύ του τέλους Μαΐου και αρχών Ιουνίου του 2017, η «μικρή» Βενεζουέλα Under 20, βρισκόταν στη Νότια Κορέα για να παίξει στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα.
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα και παρά την απαγόρευση της ομοσπονδίας, οι παίκτες της Deportivo Lara και της Deportivo Anzoátegui, αποφάσισαν με τη συμβολική ενός λεπτού σιγή, να αποτίσουν φόρο τιμής στους διαδηλωτές – θύματα της κυβερνητικής καταστολής. «Αυτοί οι συνάνθρωποί μας ονειρεύονταν απλώς μια διαφορετική χώρα», δήλωσε εκείνες τις ημέρες ο Vicente Suanno, εμβληματικός παίκτης της πιο δημοφιλούς ομάδας της χώρας, της Caracas FC.
Τον ακολούθησαν οι διασημότεροι «εμιγκρέδες» Βενεζουελανοί ποδοσφαιριστές, ο Rosales, ο Vizcarrondo, ο Rondón, ο Miku συνυπέγραψαν μια κοινή δήλωση-έκκληση με αρκετά σαφή τίτλο: “Basta Ya”. «Φτάνει πια».
Τις ίδιες ιστορικές στιγμές, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, οι νεαροί Βενεζουελανοί πλησίαζαν κοντά στο πιο μεγάλο παραμύθι κι ας μην είχε αίσιο τέλος.
Όταν οι 17άρηδες έπαιζαν ποδόσφαιρο αποκλείοντας το ένα φαβορί μετά το άλλο, συνομήλικοί τους έπεφταν νεκροί στις μάχες του δρόμου. «Ούτε ο Θεός δεν ήξερε τι συμβαίνει όταν ο Sosa εκτελούσε εκείνο το φάουλ», θυμάται ο José Rafael Hérnandez, αναφερόμενος στο φάουλ με το οποίο ισοφάρισε την Ουρουγουάη στις καθυστερήσεις του ημιτελικού του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Νέων.
Η “Vinotinto” προκρίθηκε στον τελικό στα πέναλτι, την ώρα που ο 17χρονος Sosa εκτελούσε το καθοριστικό πέναλτι, ένας άλλος 17χρονος, ο Neomar Lander έπεφτε νεκρός στο Caracas κατά τη διάρκεια εκείνης της συγκλονιστικής διαδήλωσης διαμαρτυρίας του λαού.
Ο Maduro δεν αναφέρθηκε καθόλου στον Lander, είπε μόνο στο διάγγελμά του ότι «αυτά τα παιδιά που αγαλλίασαν τις καρδιές μας με την πρόκρισή τους, μας απέδειξαν με τι πραγματικά πρέπει να ασχολείται η νεολαία: να αθλείται και να εκφράζεται ειρηνικά».
Ο Rafael Dudamel, από την άλλη υπήρξε συγκλονιστικός. Εκτός από καταρτισμένος και χαρισματικός τεχνικός, δίνει την αίσθηση ότι είναι άνθρωπος αρχών, ευφυής και έχων συναίσθηση της κατάστασης. Αντί να εκμεταλλευτεί τη διαφαινόμενη κυβερνητική εύνοια, αντί να χρησιμοποιήσει και να κεφαλαιοποιήσει την επιτυχία, προτίμησε να πιάσει τον παλμό της πατρίδας του και να κάνει μια συγκλονιστική έκκληση σε ζωντανή μετάδοση.
Την ώρα της συνέντευξης Τύπου, δεν άφησε τους δημοσιογράφους να ρωτήσουν για το παιχνίδι, τους πρόλαβε πριν καν καθίσουν στις θέσεις τους και ανοίξουν μικρόφωνα και κασετόφωνα. «Πρόεδρε ας καταθέσουμε τα όπλα. Το μοναδικό πράγμα που θέλουν τα παιδιά που βρίσκονται εδώ και πάνω απ’ όλα τα παιδιά που κατεβαίνουν στους δρόμους πίσω στην πατρίδα, είναι μια Βενεζουέλα καλύτερη, μια Βενεζουέλα να χαμογελάει, μια Βενεζουέλα που απολαμβάνει τις μικρές χαρές της ζωής».
Κάποιοι -ξένοι- δημοσιογράφοι κοιτούσαν απορημένα, έψαχναν στα κινητά να βρουν τι έχει συμβεί. Πάλι, πήρε τον λόγο ο Dudamel: «Κύριοι, σήμερα ένα 17χρονο αγόρι μας χάρισε μια μεγάλη χαρά. Λίγες ώρες πριν όμως, ένα άλλο 17χρονο αγόρι άφησε την τελευταία του πνοή στην πρωτεύουσα της χώρας».
Όπως ήταν φυσιολογικό, άπαντες πάγωσαν, κανείς δεν είχε όρεξη να διατυπώσει τεχνικό ερώτημα, να κάνει λόγο για τον επικείμενο τελικό, για οτιδήποτε.
Η είδηση του θανάτου του 17χρονου πιτσιρικά επηρέασε και την ομάδα, επηρέασε και τον ίδιο τον Dudamel. Ο ταλαντούχος Peñaranda (τότε της Watford) απέτυχε στην προσπάθεια να ισοφαρίσει και η “Vinotinto” έφυγε ηττημένη από τον τελικό. Η ήττα «ενόχλησε» όλο το πολιτικό σύστημα -Maduro προεξέχοντος- με τα επιτελεία να έχουν ετοιμάσει λογίδρια για «την καρδιά της Βενεζουέλας» και όλα τα συναφή.
Το ποδόσφαιρο ανέκαθεν υπήρξε ένα μέσο ενοποίησης των μαζών, ένας φορέας αξιών και αποδοχής διαφορετικότητας, δεν είναι μόνο «το όπιο του λαού», όπως έχουν συνηθίσει οι περισσότεροι να το αποκαλούν.
Το ποδόσφαιρο είναι μια πανίσχυρη βιωματική παραβολή, ένας μηχανισμός απλούστευσης πολύ σύνθετων εννοιών που ξεφεύγουν και από τα πολιτικά και από τα οικονομικά στενά πλαίσια.
Ο Maduro ωστόσο δεν άντεξε να μην σχολιάσει την ήττα. «Αγόρια και κορίτσια, απευθύνομαι κυρίως σε σας τους νέους. Μπορείτε να φανταστείτε αν στην ομάδα της Βενεζουέλας τέσσερις παίκτες έστηναν οδοφράγματα στους συμπαίκτες τους (χρησιμοποίησε για την ακρίβεια τον όρο “guarimba”, τη μη βίαιη τεχνική διαμαρτυρίας που χρησιμοποιούν οι νεαροί αντιφρονούντες στις διαδηλώσεις) για να πάρει τη μπάλα η αντίπαλη ομάδα; Είναι αδιανόητο! Κι ακόμα πιο αδιανόητο είναι να πουληθεί όλη η ομάδα και να αρχίσει να βάζει αυτογκόλ».
Η ομάδα επέστρεψε στη χώρα και κανείς δεν παρευρέθηκε στο προεδρικό μέγαρο του Miraflores, στη γιορτή που αποφάσισε να στήσει ο Maduro. Παίκτες, προσωπικό, φροντιστές, ολόκληρη η αποστολή, Dudamel συμπεριλαμβανομένου, αρνήθηκαν να συναντηθούν με τον Πρόεδρο, ύψωσαν το ανάστημά τους και αποφάσισαν να μην υποδουλώσουν την επιτυχία τους στην προπαγάνδα του καθεστώτος.
Η άκρη του νήματος
Όλοι θυμήθηκαν τον Chavez, έναν άνθρωπο που αρχικά ασχολήθηκε ελάχιστα με το ποδόσφαιρο κι ας είναι ένα από τα κυριότερα μέσα προπαγάνδας στην πολύπαθη Λατινική Αμερική.
Ο προκάτοχος και μέντορας του Maduro αγαπούσε το Baseball, τότε εθνικό σπορ της Βενεζουέλας, αλλά πολύ γρήγορα αντιλήφθηκε ότι μόνο μέσω του ποδοσφαίρου θα εισχωρήσει βαθιά στον ψυχισμό του λαού. Τον έπεισαν ότι το ποδόσφαιρο είναι τόσο ισχυρό εργαλείο προπαγάνδας που μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί ως κονίαμα δόμησης της βολιβιριανής επανάστασης.
Υπό αυτό το πρίσμα, οικοδομήθηκε και η «φιλία» με τον Diego Maradona, με τον Chavez να δέχεται ακόμη και να κατέβει στο κέντρο του γηπέδου για να φωτογραφηθεί με το «είδωλο» και κατά πολλούς καλύτερο ποδοσφαιριστή στην ιστορία του αθλήματος. Ο Diego έκανε τα δικά του στο πλαίσιο της δικής του sui generis αντι-εξουσιαστικής, αντι-καπιταλιστικής και «αντί» γενικώς, πορείας της τελευταίας αλλόκοτης και μη διαυγούς δεκαετίας της ζωής του, αλλά ο Chavez κέρδιζε λάμψη, δημοσιότητα και κοινή αποδοχή.
Θρυλείται ότι την πρώτη φορά που τον προσκάλεσε στη Βενεζουέλα, ο Hugo του είπε χαμογελώντας: «Εμείς οι δυο έχουμε ένα πολύ ωραίο κοινό γνώρισμα. Μας μισούν και μας κυνηγούν να μας αποδομήσουν οι δημοσιογράφοι». Ο Maradona που «ψοφάει» για κάτι τέτοια τσιτάτα αμέσως τον αγκάλιασε και τον φίλησε.
Το αριστούργημα της αλληλοσύνδεσης μεταξύ τσαβισμού και ποδοσφαίρου, ωστόσο, ήταν η διοργάνωση του Copa América, το 2007. Η κυβέρνηση επένδυσε σχεδόν 200 εκατομμύρια δολάρια στην οργάνωση του τουρνουά, εξήγγειλε κατασκευή τριών νέων σταδίων, βελτίωση των μεταφορικών υπηρεσιών και εκσυγχρονισμό των τηλεπικοινωνιών. Επί της ουσίας «επέβαλε» το ποδόσφαιρο στις συνειδήσεις όλων των Βενεζουελάνων.
Το τουρνουά δεν στέφθηκε με επιτυχία, τα στάδια παρέμειναν μισοάδεια, αλλά η “Vinotinto” έγινε μόδα και το ποδόσφαιρο από λαοφιλές, εθνικό σπορ.
Από το 1999, που ο Hugo Chavez ανέλαβε την εξουσία, η Βενεζουέλα ανέβηκε 70 ολόκληρες θέσεις στο παγκόσμιο ranking της FIFA και μόνο ένας στόχος δεν επετεύχθη: η πρόκριση σε όμιλο Παγκοσμίου Κυπέλλου. Κι όταν ο Chavez απεβίωσε, το Μάρτιο του 2013, αυτό που απέμεινε ήταν η σταθερή και φανατική υποστήριξη του αντισυμβατικού και αντιήρωα Diego Armando Maradona. Καμία υποδομή και κανένα σχέδιο.
«Δυστυχώς η Βενεζουέλα εξακολουθεί να παραμένει μια χώρα υπανάπτυκτη σε ζητήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης», τονίζει ο επί επταετία (2000-2007) ομοσπονδιακός προπονητής Richard Páez.
«Δεν υπάρχουν φυτώρια στελεχωμένα με κανονικούς προπονητές, δεν γίνεται καμία δουλειά σε επίπεδο ακαδημιών, δεν υπάρχει η παραμικρή συνεργατικότητα και αθλητική δομή. Όσοι ποδοσφαιριστές έχουν ξεπεταχτεί, είναι ατόφια ταλέντα, παιδιά που ακολούθησαν το ένστικτό τους και δούλεψαν μόνα τους μέχρι να τα προσέξει κάποιος -συνήθως από το εξωτερικό- και να τους μάθει τα βασικά».
Τα περισσότερα παιδιά-μέλη της ομάδας του 2017, πολλώ δε μάλλον τα παιδιά που αγωνίστηκαν φέτος στο Sudamericana, είναι γεννημένα τη δεκαετία του 2000, μεγάλωσαν στην εποχή που οι Βενεζουελανοί είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν -επί παραδείγματι- τα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου από την τηλεόραση.
Μόνον όταν έχει κανείς παραστάσεις από κάτι άπιαστο, μόνον όταν το δει μπορεί να ονειρευτεί μετά ότι το κάνει ο ίδιος.
Η νέα πραγματικότητα
Στην ομάδα που κατέπληξε στη Χιλή, οκτώ από αυτά τα παιδιά είναι «ποδοσφαιρικοί μετανάστες», έχουν μετακομίσει σε ακαδημίες ομάδων του εξωτερικού από πολύ μικρή ηλικία, στην αναζήτηση ενός ονείρου. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό -από κοινού με την Ουρουγουάη- ποδοσφαιριστών που αγωνίζονται στο εξωτερικό, για ένα στατιστικό στοιχείο που αποδίδει εύγλωττα την εσωτερική ποδοσφαιρική παραγωγική ένδεια.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, είναι ένα στοιχείο ελπίδας, κρύβει μέσα του ιστορίες αποδράσεων, φόβου επιστροφής, επιθυμίας να ακολουθήσουν και οι επόμενοι, όσοι ακόμη δεν τόλμησαν να φύγουν.
Το πιο εμβληματικό από αυτά τα παιδιά είναι ο Samuel Sosa, ένα παιδί που μεγάλωσε σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας, φτώχεια από εκείνες που δεν χωράει ανθρώπινος νους. Σπάνιο ταλέντο, ένα «αγρίμι» που από τα 16 του έπαιζε ήδη με τους άντρες στο πρωτάθλημα της Βενεζουέλας και πριν καν κλείσει τα 18 μετακόμισε στην Talleres στην Κόρδοβα της Αργεντινής.
Η Αργεντινή είναι κατά τεκμήριο ο βασικός προορισμός των «μεταναστών» Βενεζουελάνων. Πάνω από 70 χιλιάδες άνθρωποι διέσχισαν το ασημί ποτάμι την τελευταία τριετία και, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, από το πρώτο εξάμηνο του 2018 αποτελούν το ένα τέταρτο του συνόλου των μεταναστών σε ολόκληρη την Αργεντινή.
«Δεν θα μιλήσω ποτέ άσχημα για την πατρίδα μου», λέει ο Sosa. «Η Βενεζουέλα κάποια στιγμή θα κοιτάξει μπροστά. Οι άνθρωποι τώρα υποφέρουν, δεν μπορούν να ξεφύγουν ή δεν είναι τυχεροί όσο ήμουν εγώ αν θέλετε. Έχω ανθρώπους που τους νιώθω κοντά μου κι ας μην μπορώ καλά-καλά να επικοινωνήσω μαζί τους.
Πάνω απ’ όλα είναι εκεί οι γονείς μου, μετακόμισαν λίγο έξω από το Tocuyito (σημειωτέον πρόκειται για μια πόλη στην οποία στεγάζεται ένα από τα πιο σκληρά σωφρονιστικά ιδρύματα όπου φυλακίζονται οι αντιφρονούντες) και ζουν με ότι καταφέρω να τους στείλω, μέχρι να κατορθώσω να βρω τον τρόπο να τους φέρω κοντά μου».
Στην Αργεντινή αγωνίζεται και ο ήρωας της επικής βραδιάς με τη Βραζιλία, Jan Hurtado, το παιδί που με τα δυο του γκολ κέρδισε τη δημοσιότητα που του αναλογεί και διηγήθηκε (μέρος από) την ιστορία του. Εκκολαπτόμενος αστέρας, έπαιζε στην Deportivo Táchira και αμειβόταν με 40 δολάρια το μήνα.
Όταν αρνήθηκε να υπογράψει ανανέωση του συμβολαίου του, οι Αρχές και η ομοσπονδία κατηγόρησαν τον πατέρα του ότι παρακινεί μετοίκηση ανηλίκου στο εξωτερικό. Το θέμα απέκτησε ασυνήθιστα μεγάλη διάσταση στη Βενεζουέλα, μέχρι που η Ομοσπονδία απέκλεισε το παιδί από όλες τις διοργανώσεις για ένα εξάμηνο.
Εκείνο το εξάμηνο, βρήκε την ευκαιρία να φύγει στην Αργεντινή για λογαριασμό της Gimnasia La Plata o Hurtado, προσθέτοντας και το δικό του όνομα στους «ποδοσφαιρικούς μετανάστες».
Σε αυτό το Sudamericana, δεν αγωνίστηκε το πιο ενδιαφέρον prospect του ποδοσφαίρου της Βενεζουέλας, ο Alejandro Marqués που διαμένει στην περίφημη Masìa στη Βαρκελώνη, στον οποίο ο πατέρας του δεν επέτρεψε το ταξίδι πίσω στην πατρίδα, φοβούμενος για τη σωματική του ακεραιότητα και την ασφάλειά του.
Στη Λατινική Αμερική είναι κοινή πρακτική οι απαγωγές για λύτρα και μπορείτε πολύ εύκολα να φανταστείτε πόσο επικίνδυνο είναι για «έναν παίκτη της Barcelona» να επιστρέψει στη Βενεζουέλα.
Το βέβαιο είναι ότι ενόσω στη Χιλή η “Vinotinto” έγραφε μια ακόμα σελίδα για το μέλλον του ποδοσφαίρου της χώρας, πίσω στη Βενεζουέλα, το «παρόν» γκρεμίζεται και το «μέλλον» είναι αβέβαιο.
Την 1η Φεβρουαρίου, μετά τη νίκη κόντρα στη Βραζιλία και την 20ή επέτειο από την πρώτη εκλογή του Chavez, νέες διαδηλώσεις γέμισαν τους δρόμους της πρωτεύουσας και των μεγάλων αστικών κέντρων, χωρίζοντας και πάλι τη χώρα στη μέση. Από τη μια οι υποστηρικτές Maduro γεμίζουν τις πλατείες εναντίον του «πραξικοπήματος», τίθενται αντιμέτωποι με τους οπαδούς του Guaidó, του πραξικοπηματία.
Το αίτημα είναι για διεξαγωγή νέων εκλογών, τις οποίες δήλωσε ότι προτίθεται να διεξάγει ο Maduro αλλά όχι για την Προεδρία. Η πρόθεση είναι να σχηματιστεί μια νέα πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, το κύριο δηλαδή όργανο που αντιτίθεται σθεναρά στην προεδρική ηγεμονία.
Μετά το τελευταίο παιχνίδι στην πρώτη φάση των ομίλων της διοργάνωσης, ορισμένοι Χιλιανοί δημοσιογράφοι ρώτησαν τον Dudamel τι θα κάνει σχετικά με τις ιαχές που ακούγονταν από τα αποδυτήρια της ομάδας του. Οι παίκτες του ακούγονταν να φωνάζουν με πάθος “Va a caer! Va a caer!”, δηλαδή «θα πέσει, θα πέσει».
Ο Dudamel προτίμησε για πολλοστή φορά να σχολιάσει με σιβυλλική διάθεση: «Η πολιτική κατάσταση στη χώρα είναι κρίσιμη, αλλά εμείς θέλουμε να δώσουμε χαρά σε όλους τους Βενεζουελανούς. Θέλουμε την πατρίδα ήρεμη, ενωμένη και ειρηνική κι όταν αγωνίζεται η “Vinotinto” είναι μια καλή ευκαιρία να μένει η χώρα ενωμένη».
Όταν τον πίεσαν οι δημοσιογράφοι για πιο καθαρή θέση και για τα αντικυβερνητικά συνθήματα των ποδοσφαιριστών του, ο Dudamel το αντιμετώπισε διπλωματικά και δημοκρατικά. Διέκρινε, ωστόσο, κανείς μια συναισθηματικής φύσεως φόρτιση, μια διάθεση συμμετοχής στις φωνές των παιδιών του. Κρατήθηκε και δεν πήρε θέση.
Και αν τελικά η ομάδα Νέων της Βενεζουέλας, στη δεύτερη φάση, δεν ξεπέρασε τον εαυτό της δεν και δεν κατάφερε να προκριθεί στον τελικό αυτού του Sudamericana (τερμάτισε στην 6η θέση), είναι βέβαιο ότι αυτή η ομάδα «εμιγκρέδων» θα μας απασχολήσει πολύ σύντομα, τα περισσότερα μέλη της θα συστηθούν στο ευρύ κοινό πιθανότατα στο επόμενο Mουντιάλ του Κατάρ, το 2022.
Όταν τα παιδιά θα έχουν γίνει άντρες και η κατάσταση στη Βενεζουέλα ελπίζω ότι θα έχει ομαλοποιηθεί.
Είναι απόλυτα φυσιολογικό όλα αυτά τα νέα παιδιά να επιζητούν το καλύτερο δυνατό για τη χώρα τους, να αισθάνονται θυμωμένα που (εξ)αναγκάστηκαν σε φυγή, προκειμένου να κάνουν επάγγελμα αυτό που τους ευχαριστεί, το μοναδικό πράγμα που μπορεί να τους προσφέρει μια καλύτερη ζωή.
Ανέκαθεν η λαϊκή βούληση ακολουθεί την ελπίδα και το καλύτερο αύριο.
Αψηφώντας πολιτικές μεταβλητές και συνισταμένες που είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψουμε ή να αναλύσουμε, όντες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, ας εμμένουμε στο προφανές: ότι αυτή η ομάδα ξεπερνά τα στενά ποδοσφαιρικά όρια και έχει ακόμα πολλές ιστορίες να διηγηθεί.
Και είναι ελεύθερη.