Για κανέναν δεν είναι εύκολο να μάθει να συμβιώνει με τον πόνο, να τον αποδέχεται σε όλες του τις εκφάνσεις και τις βαθμίδες.
Ο πόνος δεν δίνει δικαιώματα, είναι ταυτόχρονα απρόσωπος και πολύ προσωπικός. Ακόμα κι όταν κάποιος είναι πεπεισμένος για την απελπισία του, πρέπει να δρα σαν να ελπίζει.
Ο Σάντι Καθόρλα το κατάφερε, έκανε τους πόνους μέρος του εαυτού του, έμαθε όχι απλώς να ελπίζει, αλλά και να δρα.
Κατά τη διάρκεια της μακράς δοκιμασίας του από τους απανωτούς τραυματισμούς, πριν από μια ακόμη επίπονη χειρουργική επέμβαση, οι Άγγλοι γιατροί τού είχαν διαμηνύσει ότι θα είναι λειτουργικός για μια χαλαρή βόλτα στο πάρκο ή ένα παιχνίδι με το γιο του στον κήπο. Σίγουρα όχι για να παίξει ποδόσφαιρο.
«Εάν έχεις σκοπό να επιστρέψεις και θέλεις να ξαναπαίξεις σε επίπεδο πρωταθλητισμού, πρέπει να έχεις στο μυαλό σου ότι υπάρχει ο κίνδυνος πλήρους απώλειας χρήσης του ποδιού σου και πιθανός επακόλουθος ακρωτηριασμός» ήταν τα λόγια που έστειλαν τον Σάντι ένα βήμα από την άβυσσο.
Γύρω του μόνο σκοτάδι, ένα αβάσταχτο μαύρο σε ψυχολογικό επίπεδο που θα λύγιζε ακόμα και τους πιο δυνατούς, ακόμα και τους άτρωτους.
Ήταν το καταραμένο 2016, μια μόνο από τις πράξεις της εσωτερικής οδύσσειας του Ισπανού. Ένα παιχνίδι του Europa League, ένα Άρσεναλ – Λουντογκόρετς που δεν θα θυμόταν κανείς, εάν δεν υπήρχε ο τραυματισμός του Καθόρλα στον δεξί του αστράγαλο.
Έκτοτε ο καιρός περνούσε, τα χειρουργεία διαδέχονταν το ένα το άλλο, αλλά για τον Σάντι ο χρόνος είχε κολλήσει, είχε σταματήσει.
Γύρω του μόνο βλέμματα συμπάθειας, αρκετά ήταν και οίκτου, γεγονός που διέλυε κάθε σπινθήρα αισιοδοξίας.
Δεν υπήρχαν θαύματα, δεν υπήρχε μια αόρατη γραμμή να οδηγεί ανεξέλεγκτα είτε στο θρίαμβο είτε στην πανωλεθρία.
Για ένα παιδί γεννημένο στο ξεχασμένο Lugo de Llanera στις Αστούριες, όλα έμοιαζαν σκόρπια κομμάτια ενός παζλ, όλα εντάσσονται στη σφαίρα του υπέρλογου.
Ο πατέρας ανθρακωρύχος, απ’ τα δεκάξι στο μεροκάματο. Η μάνα καθαρίστρια, να παλεύει κι εκείνη κάθε μέρα. Για πολλούς φαντάζει φτωχικό, γι’ άλλους είναι το φυσιολογικό, για κάποιους είναι πολυτέλεια. Το ίδιο πράγμα, την ίδια κατάσταση καθένας μας την βλέπει διαφορετικά και τη φέρνει στα μέτρα του.
Για τον Σάντι αυτή ήταν η ζωή, εκείνη ήταν η αλήθεια. Μεγάλωσε με το μύθο του Μίκαελ Λάουντρουπ, στην εφηβεία τού κλεψε την καρδιά ο Ζιντάν.
Έπαιζε μπάλα με τον μεγαλύτερο αδερφό του, εκείνον λόγιζαν για τον “καλό” της οικογένειας Καθόρλα. Ο αδερφός του έφτασε μέχρι την Tercera, την τρίτη εθνική κατηγορία στην Ισπανία. Ο Σάντι έφτασε στη Liga και το Champions League.
Πρωτόπαιξε στην τοπική Κοβαντόνγκα, την ομάδα που έβγαλε και τον Άντριαν Λόπεθ.
Πήγε στην Οβιέδο. Όταν οι Carbayones πνίγηκαν στα χρέη και διαλύθηκαν ήταν ο καλύτερός τους παίκτης, ο πιο εξελίξιμος. Πάνω που θα έκανε το άλμα, ήρθε η διάλυση και έπρεπε να ξαναξεκινήσει απ’ την αρχή.
Όταν πήγε στη Βιγιαρεάλ, είχε ήδη κατασταλάξει σε πολλά πράγματα. Είχε αποφασίσει ότι η εφηβική του αγάπη, η Ούρσουλα, είναι η γυναίκα της ζωής του. Έτσι έγινε. Με την Ούρσουλα παντρεύτηκαν, είναι η μητέρα των παιδιών του.
Και τη Βιγιαρεάλ κάπως έτσι την είδε, σαν αγάπη. Πιθανόν εκτίμησε το γεγονός ότι τον εμπιστεύτηκε, όταν ήταν ακόμα αβέβαιο ότι μπορεί να κάνει μια καριέρα επαγγελματία.
Ήταν 19 χρονών, άγουρος και με πολλές ερωτήσεις στο μυαλό του.
Την πιο σπουδαία ερώτηση την απάντησε ο Μανουέλ Πελεγκρίνι έναν χρόνο αργότερα, όταν εισηγήθηκε στη διοίκηση του «Κίτρινου Υποβρυχίου» να προσέξουν αυτό το παιδί και να το βοηθήσουν. Ακόμα κι αν δεν έβρισκε χώρο, η “εντολή” Πελεγκρίνι ήταν ότι έπρεπε να παίζει.
Ο Σάντι το έκανε. Αδιάλειπτα, αδιάκοπα, με κανέναν να μην τον πιστεύει, πιθανότατα γιατί τα 168 εκατοστά του “δεν γέμιζαν το μάτι” των εξωτερικών παρατηρητών.
Προσοχή, η Βιγιαρεάλ τότε ήταν η ομάδα του Ρικέλμε και του Φορλάν, ένα σύνολο χάρμα ιδέσθαι που συγκλόνιζε το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο με την τεχνική και την τακτική του προσέγγιση.
Ο Σάντι ήταν ρεζέρβα, δεν είχε ακόμη ανθίσει και το «Υποβρύχιο» δίσταζε να του δώσει φανέλα βασικού.
Το καλοκαίρι του 2006 τον έστειλαν με option στη Ρεκρεατίβο Ουέλβα. Μια απ’ αυτές τις πωλήσεις/δανεισμούς των Ισπανών στο περίεργο καθεστώς μεταγραφών στη Liga. Ας το ονοματίσουμε μεταγραφή με buy out επαναγοράς. Είναι το δεύτερο πιο κομβικό σημείο της καριέρας του.
Το 2007, δανεικός ουσιαστικά από τη Βιγιαρεάλ στην Ουέσκα, βραβεύτηκε από το Don Balòn ως ο καλύτερος παίκτης στη Liga, βραβείο που μοιράστηκε με το Λιονέλ Μέσι. Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα επρόκειτο για μια από τις κορυφαίες στιγμές της ζωής του. Δεν το χάρηκε, γιατί είχε χάσει τον πατέρα του ξαφνικά, απροειδοποίητα, αναπάντεχα.
Θαρρείς κι από τότε ξεκίνησε ένα “καφκικό” ταξίδι, μια διαρκής αναζήτηση εσωτερικής ισορροπίας πάνω σε μια βάση από πλαστελίνη.
Έζησε τα καλύτερα ποδοσφαιρικά του χρόνια με την ομάδα που αγάπησε, έχοντας μέσα του το κενό.
Η ζωή συνεχίστηκε, αλλά ένα κομμάτι της σταμάτησε. Είναι ο πόνος της απώλειας, η συνειδητοποίηση ότι δεν είναι ποτέ εφικτό όλα όσα αφορούν σε εμάς να λειτουργούν στην εντέλεια, να πηγαίνουν, όπως τα θέλουμε.
Με την πάροδο του χρόνου καθιερώθηκε. Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν ποτέ γρήγορος, ξεκινούσε πολλές φορές στο άκρο της επίθεσης, για να έχει την ελευθερία να επινοεί καταστάσεις.
Οι εμφανίσεις αρκούσαν για την κλήση στην εθνική για το Euro του 2008, τη διοργάνωση που άνοιξε το χρυσό κύκλο των furias rojas στο ποδόσφαιρο. Δεν το έζησε σαν πρωταγωνιστής, αλλά βρήκε λεπτά συμμετοχής σε όλους τους αγώνες. έλειψε μόνο από τον ημιτελικό με τη Ρωσία.
Δεν ξεχνιέται εκείνη η Ισπανία. Η ευφυΐα του Τσάβι και του Ινιέστα στο κέντρο του γηπέδου, η ηγεσία του Πουγιόλ και του Πικέ στην άμυνα, η μαγεία του Νταβίντ Σίλβα και το φονικό επιθετικό δίδυμο των Βίγια και Τόρες, συμπληρωνόταν άψογα από τις “κίκες” του Σάντι.
Ήταν ευχή και κατάρα να έχει τόσο σημαντικούς συμπαίκτες δίπλα του.
Κέρδισε πολλά, ίσως περισσότερα απ’ όσα ονειρευόταν. Από την άλλη, όμως, υποχρεώθηκε σε δεύτερο ρόλο και με την εμμονή του να μη φύγει από τη Βιγιαρεάλ παρά τις προτάσεις, δεν τον έφεραν ποτέ στο απόλυτα top επίπεδο.
Το 2010 ο Ντελ Μπόσκε δεν τον πήρε στην αποστολή.
Η Βιγιαρεάλ αντιμετώπιζε το φάσμα του υποβιβασμού, όλα τριγύρω του άλλαζαν.
Είχε αποφασίσει να παραμείνει για να βοηθήσει την ομάδα να αποφύγει τον υποβιβασμό στη Segunda μαζί με τους υπόλοιπους ιππότες του «Υποβρυχίου», τον Μάρκος Σέννα, τον Γκονζάλο Ροντρίγκεθ, τον Μπρούνο Σοριάνο.
Αλλά δεν μπόρεσε να πει όχι στον Πελεγκρίνι. Η Μάλαγα δεν ήταν διέξοδος, ήταν επιλογή 100% σεβασμού στον άνθρωπο που τον πίστεψε ως ποδοσφαιριστή.
Το παιχνίδι του «El Ingeniero», όπως αποκαλούν τον Πελεγκρίνι στην Ισπανία, ταίριαζε απόλυτα στον Σάντι. Τα εκατομμύρια τού Σεΐχη Αλ Ταΐν ήταν απλώς ένα έξτρα κίνητρο.
Βρήκε στην Ανδαλουσία τον Φαν Νίστελροϊ, τον Τουλαλάν, το Ντεμικέλις, τον Χοακίν, τον νεαρό ακόμα τότε Ίσκο.
Με τον Πελεγκρίνι έκανε την κορυφαία σεζόν της καριέρας του, η Μάλαγα βγήκε στο Champions League, έπαιζε αυτό, το οποίο έλεγε ο Γκούλιτ «sexy football».
Με διαβατήριο τα γκολ και τις ασίστ υπό τις οδηγίες του Πελεγκρίνι, ήρθε η μεταγραφή στην Άρσεναλ.
Δεν αποδέχτηκε την πρόταση αμέσως, λες και ήταν δώρο εξ ουρανού.
Συνέλεξε πληροφορίες, ρώτησε τους φίλους του, τον Πιρές και τον Νταβίντ Σίλβα, μίλησε με τον Βενγκέρ πολλές φορές στο τηλέφωνο, για να καταλάβει τί θέλουν από εκείνον στα 28 του και προσέφεραν 19 εκατομμύρια στη Μάλαγα.
Στην Άρσεναλ δεν ήταν οι τίτλοι των FA Cup και των Community Shield, τους οποίους κατέκτησε, τα ζητούμενα. Βρήκε στο πρόσωπο του Αρσέν την πατρική φιγούρα που του έλειπε. απέδειξε στον εαυτό του ότι μπορεί και στο κορυφαίο επίπεδο.
Ξανακλήθηκε στην εθνική, έφτασε να φορέσει και το περιβραχιόνιο του αρχηγού στους Gunners.
Οι δεσμοί με την Ισπανία δεν κόβονταν. το 2012 μαζί με τον Μάτα και τον Μιτσού, αγόρασαν και μετοχές της αγαπημένης τους Οβιέδο, προκειμένου να τη σώσουν από τον αφανισμό.
Είχε γίνει πατέρας δυο φορές. Όλα έδειχναν να έχουν πάρει τη θέση τους.
Το πρώτο ηχηρό “κρακ” ακούστηκε το 2015, όταν έγιναν θρύψαλα οι σύνδεσμοι στο αριστερό του γόνατο.
Η Άρσεναλ τον περίμενε. Είναι οργανισμός που έχει μάθει και ξέρει να περιμένει. Όσο ο καιρός περνούσε, όμως, όλοι τον θεωρούσαν “τελειωμένο”.
Όταν ήρθε εκείνο το καταραμένο Άρσεναλ – Λουντογκόρετς, ο μοναδικός που πίστεψε ότι υπάρχει επιστροφή, ήταν ο Σάντι. Αποφάσισε να φύγει, να επιστρέψει στην Ισπανία. Πήγε και βρήκε τον δόκτορα Μίκελ Σάντσεθ στη Βιτόρια, στη Χώρα των Βάσκων.
Ο γιατρός τον υποδέχεται χωρίς υποσχέσεις, δίχως χαμόγελα. Τον υποβάλλει σε εξονυχιστικές εξετάσεις.
Ανακαλύπτει ότι ο αστράγαλος έχει μολυνθεί, η πληγή δεν επουλώνεται και τα βακτήρια έχουν κατακρεουργήσει οκτώ εκατοστά από τον αχίλλειο τένοντα.
Η κατάσταση δεν ήταν απλώς σοβαρή. απαιτείτο μια τρέλα. Οι γιατροί πήραν ένα κομμάτι δέρματος από το αριστερό του χέρι, λίγο πιο πάνω από το τατουάζ με το όνομα της κόρης του, της Ίντια, και το χρησιμοποιούν για να επιδιορθώσουν τον κατεστραμμένο αστράγαλο, για να ξεγελάσουν τη φύση.
636 μέρες και 8 χειρουργεία αργότερα, στις 17 Ιουλίου του 2018, ο Σάντι Καθόρλα περπατάει ξανά πάνω σε χορτάρι γηπέδου.
Δεν είναι πλέον παίκτης της Άρσεναλ, ο αγγλικός σύλλογος είχε συναινέσει να πάρει την ελευθέρας του και να ορίσει μονάχος την τύχη του.
Φορούσε τη φανέλα της μοναδικής ομάδας, την οποία πραγματικά αγάπησε, τη φανέλα της ομάδας, στην οποία αφιέρωσε τη ζωή του. Της Βιγιαρεάλ. Η 17η Ιουλίου έγινε ημερομηνία ορόσημο, πλέον τη λογίζει σαν δεύτερα γενέθλια, σαν το πραγματικό του ντεμπούτο στο ποδόσφαιρο.
Ήταν ένα φιλικό παιχνίδι με τη Χέρκουλες, για το Σάντι ήταν το ματς, το οποίο δεν θα ξεχάσει ποτέ στη ζωή του.
Δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το αρχικό του ντεμπούτο πίσω στο 2004, όταν ήταν απλώς ένα νεαρό αγόρι που έκανε όνειρα για μια επαγγελματική καριέρα στο ποδόσφαιρο.
Πέρασαν τόσα χρόνια και η φανέλα της Βιγιαρεάλ ήταν το μοναδικό σημείο επαφής δυο διαφορετικών ανθρώπων, δυο εκ διαμέτρου αντίθετων χαρακτήρων.
Στο μεσοδιάστημα όλων αυτών των ετών, ολόκληρη η καριέρα, ολόκληρη η ζωή του Σαντιάγο Καθόρλα Γκονζάλεθ. Μια ζωή γεμάτη επίπονες πτώσεις και αλλεπάλληλες εγέρσεις, μια διαρκής αναζήτηση λύσεων και διεξόδων, όπως ισχύει και για τον καθένα μας.
Στα 35 του, με τσακισμένα πόδια, οδήγησε τη Βιγιαρεάλ στην 5η θέση στη Liga. Κουβάλησε στις πλάτες του την ομάδα που τον έκανε ποδοσφαιριστή, ξεπληρώνοντας ένα μέρος από το χρέος. Αποθέωσε και αποθεώθηκε από το μοναδικό κοινό που τον κατάλαβε.
Το τελευταίο του παιχνίδι, πριν φύγει στο Κατάρ, για να παίξει στην ομάδα του φίλου του, Τσάβι, ήταν ένα ματς με την Εϊμπάρ.
Το τελευταίο παιχνίδι και του τοτέμ Μπρούνο Σοριάνο, ενός συμπαίκτη που επίσης διαλύθηκε από τους τραυματισμούς, αλλά έμαθε να ζει με τους πόνους.
Ο πόνος δίνει σε ορισμένες ψυχές ένα είδος συνείδησης.
Η ψυχή του Σάντι έμεινε στο Μαδριγάλ.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro