Υπάρχει ένα λαϊκό ρητό στην Βραζιλία που κανείς δεν ξέρει από πότε κρατάει.
Είναι μια απ’ αυτές τις λαϊκές θυμοσοφίες που όλοι αποδέχονται και κανένας δεν τολμά να αμφισβητήσει:
«Όταν μιλάς για τον Πελέ, υποκλίνεσαι, όταν αναφέρεις τον Γκαρίντσα, δακρύζεις».
Το μεγαλείο του Πελέ είναι παγκοσμίως αναγνωρισμένο, τ’ όνομά του είναι συνδεδεμένο με το ίδιο το ποδόσφαιρο, παραπέμπει απευθείας στην έκρηξη της δημοφιλίας του αθλήματος, στην εγκαθίδρυσή του ως «βασιλιά των σπορ».
Ο Γκαρίντσα είναι κάτι άλλο. Άυλο, αδιόρατο, μυστικιστικό, σαν τις ιστορίες που διηγούνται οι γιαγιάδες στα εγγόνια που κάθονται στα πόδια τους και τα παιδιά αποδέχονται ως θέσφατο.
Ένα αγόρι που μεγάλωσε στα περίχωρα του Ρίο Ντε Τζανέιρο, στη ζούγκλα του Πάου Γκράντε, και έπαιξε ποδόσφαιρο, παρόλο που όλοι επέμεναν ότι δεν μπορούσε να το κάνει. Έπασχε από μια σπάνια μορφή πολιομυελίτιδας, το ένα του πόδι ήταν έξι εκατοστά κοντύτερο από το άλλο, τον φώναζαν «κουτσό», «ανάπηρο». Κι όμως, έγινε ένας απίστευτος ποδοσφαιριστής, κατέκτησε δυο Παγκόσμια Κύπελλα, προσέφερε χαρά και γέμιζε ευτυχία έναν ολόκληρο λαό.
Ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές στην ιστορία και ταυτόχρονα αλκοολικός, άμυαλος, ανεύθυνος και άπολις. Παρασυρόταν από τους πάντες, είχε ροπή στην παραβατικότητα, αντιλαμβανόταν τον κόσμο με έναν δικό του, εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, τρόπο.
Η εύκολη κρίση με την απόσταση των ετών είναι ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο που είδε στο μπουκάλι τη μοναδική δυνατότητα να βρει μια διέξοδο από τους σωματικούς και κυρίως τους ψυχικούς του πόνους. Σίγουρα υπέφερε, σίγουρα ήταν ασταθής και ευμετάβλητος. Την ίδια στιγμή όμως ήταν και μια δύναμη της φύσης. Ανεξήγητα, δίχως λογική αλληλουχία και εξήγηση.
Κατά τον ίδιο, όλα ήταν «δώρο Θεού», χριστιανικού αλλά με καταβολές από τις αφροβραζιλιάνικες λατρείες των προγόνων του, χαμένες στα βάθη των αιώνων. Εκεί απέδιδε την κινητήριο δύναμη της ψυχής του, στο «γραμμένο» του που τον συγκινούσε και τον αναστάτωνε, στον ανολοκλήρωτο κύκλο της βαθιάς προσωπικής του μάχης να επιστρέψει στη ζούγκλα του Πάου Γκράντε, εκεί όπου έπαιζε αμέριμνος ανάμεσα στα δέντρα χωρίς παπούτσια και κανόνες. Μόνο με την ψυχή του.
Το βράδυ της 20ης Ιανουαρίου 1983 στο νοσοκομείο Alto da Boavista του Ρίο Ντε Τζανέιρο, δύο γιατροί, η Άνα Ελένιο Μπαστός και η Μαρία Μπεατρίς Καρνέιρο Ντα Κούνια, ορκίζονται ότι την ψυχή την είδαν στα μάτια του. Είχαν βάλει τον Γκαρίντσα στο αναπηρικό καροτσάκι για να τον μεταφέρουν στη Santa Teresa, την κλινική για τους χρόνιους αλκοολικούς. Του έχουν χορηγήσει πλειάδα φαρμάκων, βιταμίνη Β, έχουν βάλει τον ορό και δίνουν εντολή στις νοσηλεύτριες, αν ξυπνήσει, να τον δέσουν στο κρεβάτι.
Ο Γκαρίντσα άνοιξε τα μάτια μια και μοναδική φορά. Χαμογέλασε μαγκωμένα και επέστρεψε στον βαθύ και μοναχικό του ύπνο. Μόνος ήρθε, μόνος έφυγε. Όπως τα αστέρια εκείνες τις νύχτες στην καρδιά του καλοκαιριού που, αν δεν τα προλάβεις, χάνονται για πάντα. Μόνο που το δικό του άστρο λάμπει ακόμη.
Αν ήταν ξυπνητός, θα είχε ντριμπλάρει και εκείνην την στενωπό, θα είχε βρει τον τρόπο να μετατρέψει το μειονέκτημα σε αρετή. Πάντα έβρισκε τον τρόπο, πάντα με τόσο διαφορετικό “ίδιο” τρόπο. Και μετά έστεκε αγέρωχος και απολάμβανε ευτυχισμένος τους πιστούς του που παραληρούσαν.
Ένα κορμί ταλαιπωρημένο, κακομεταχειρισμένο, παρατημένο. Μια ψυχή γρατζουνισμένη. Ένα μυαλό θολό.
Εάν πρόλαβε να περάσει από μπροστά του το φιλμ της ζωής του, είναι βέβαιο ότι δεν κατόρθωσε να θυμηθεί καθαρά σχεδόν τίποτα. Τα παιδιά του, όλες του τις γυναίκες, όλες του τις ντρίμπλες. Χαμένος στα χιλιάδες μπουκάλια Cachaça που ήπιε και τον κατέστρεψαν. Η αυτοψία αποκάλυψε ότι ο εγκέφαλος, η καρδιά, οι πνεύμονες, το συκώτι, το πάγκρεας, τα έντερα, τα νεφρά του, όλα καταστράφηκαν ολοσχερώς ή μερικώς από το αλκοόλ. Το πνευμονικό οίδημα απλώς έδωσε τη χαριστική βολή στη μέση της αυγής.
Τον βρήκε στις 06:00 η Αϊμορέ, η νοσοκόμα της πρωινής βάρδιας. Κάλεσε τη Δρ. Φατίμα, η οποία απλώς επιβεβαίωσε το μοιραίο και πήρε μολύβι και χαρτί για να ειδοποιήσει τη διοίκηση της κλινικής. Στην αναφορά της δεν έγραψε «Μανουέλ Φρανσίσκο Ντος Σάντος», το κανονικό και πλήρες του ονοματεπώνυμο. «Γκαρίντσα». Σκέτο.
Γιατί ο «Μανέ» ποτέ δεν χρειάστηκε συστάσεις, ούτε καν όταν έφυγε.
Ακόμα και οι λίγοι που δεν είναι εξοικειωμένοι με το ποδόσφαιρο στη Βραζιλία έχουν ακούσει γι’ αυτήν την ιδιοφυΐα, γι’ αυτόν τον λαϊκό ήρωα που ερωτεύτηκε και αγάπησε τρελά ολόκληρη η χώρα. Ναι, ήταν από τις σπάνιες φορές που συνέβησαν και τα δυο. Ο πιο αγαπημένος άνθρωπος σε όλην την Βραζιλία, πιο πάνω και από τον Πελέ, πέθανε στα 49, νικημένος από τον δαίμονά του. Το αλκοόλ, η ταραχώδης προσωπική ζωή, η θυελλώδης σχέση με την τραγουδίστρια Έλζα Σοάρες, έγινε ολόκληρη η περατζάδα από τις αθλητικές και σκανδαλοθηρικές σελίδες. Σε κάθε άλλη περίπτωση όλοι θα ασχολούνταν με αυτές τις ευπώλητες και πιασάρικες ιστορίες.
Η Βραζιλία όμως όχι. Βυθίστηκε σε πένθος, κυριεύτηκε από ένα βαρύ αίσθημα ενοχής που ο ήρωάς της πέθανε μίζερος και εγκαταλελειμμένος.
Έχουν περάσει τόσα χρόνια και η χώρα εξακολουθεί να χρεώνεται την αχαριστία της, δεν έχει καταφέρει να μεταβολίσει τη συμπεριφορά της στο πιο αφελές και αγαπημένο παιδί που έβγαλε από το σπλάχνο της.
Ο παθολογικός έρωτας είχε ξεκινήσει από τον καιρό της Σεράνο της Πετρόπολις, νοτιοανατολικά της πολιτείας του Ρίο. Μια ερασιτεχνική ομάδα, μια δράκα εραστών της μπάλας που μάζευαν τα παιδάκια από τα χωράφια και τις φτωχογειτονιές, μήπως και ξεπεταχτεί κανένα. Τούτο το παιδί ήταν διαφορετικό, αλλόκοτο, αλλοπρόσαλλο. Ντρίμπλαρε με εκπληκτική άνεση τους πάντες και τα πάντα, έπαιζε ένα παιχνίδι εντελώς δικό του, πολύ μακριά από όλα όσα είχαν δει ως τότε.
Δεν εξηγείται καν τεχνικά η συμπεριφορά του μικρού στο γήπεδο. Δεν είναι απλώς ταλέντο, ένστικτο, επιδεξιότητα ή οτιδήποτε. Είναι κάτι άλλο που παραμένει απροσδιόριστο και στις μέρες μας.
Um talento jamais visto na história do futebol. Com vocês, um pouco da genialidade incomparável de Mané Garrincha 📹🔥 #MaiorÉOMané pic.twitter.com/bGenTBxTAt
— Botafogo F.R. (@Botafogo) October 18, 2021
Όταν τον πήγαν στη Μποταφόγκο να δοκιμαστεί, κάθισε για λίγο στον πάγκο και μετά από δυο λεπτά ήταν όρθιος δίπλα στον προπονητή και του φώναζε «βάλε με». Έπαιζαν οι βασικοί, ο προπονητής έκανε το αυτονόητο και προσπαθούσε να προστατεύσει τους “νεοσυλλέκτους”. Τον έβαλε. Έπαιξε δεξί εξτρέμ με τους αναπληρωματικούς, απέναντί του κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον καλύτερο αριστερό μπακ όλων των εποχών, τον «Enciclopedia» Νίλτον Σάντος. Ο Νίλτον στο δεκάλεπτο τον κυνηγούσε για να τον γρονθοκοπήσει:
«Όταν τον είδα, γύρισα και κοίταξα τον προπονητή, νόμισα ότι μου κάνουν πλάκα. Είδα ένα κουτσό παιδί με στραβά πόδια και μια σωματική διάπλαση πολύ μακριά από κάθε τι που θυμίζει ποδόσφαιρο. Στην πρώτη φάση πήγα αμέριμνος με την κλασσική κίνηση να του κλείσω την εξωτερική και να κλέψω εύκολα την μπάλα με το αριστερό. Δεν κατάλαβα τι έγινε. Με συνεχείς προσποιήσεις με έβγαλε εκτός ισορροπίας και με πέρασε σαν αέρας. Τη δεύτερη φορά πήγα υποψιασμένος. Μου πέρασε την μπάλα κάτω από τα πόδια και αναγκάστηκα να του τραβήξω τη φανέλα για να τον πιάσω. Τον προειδοποίησα να μην το ξανακάνει, γιατί θα του έδινα και το καλό του πόδι στο χέρι. Δεν είπε τίποτα. Την τρίτη φορά με πέρασε με σομπρέρο, δεν πρόλαβα καν να κάνω τάκλιν. Άκουγα τους λίγους παρισταμένους στην προπόνηση να γελούν, είχα εξοργιστεί, προσπαθούσα όχι να τον σταματήσω, απλώς να τον πιάσω, αλλά δεν τα κατάφερνα.
Σταμάτησα την προπόνηση, πήγα σε όποιο στέλεχος της Μποταφόγκο ήταν εκεί και τους είπα να τον κλείσουν άμεσα. Δεν είχα ξαναζήσει τέτοιο πράγμα, δεν είχα ξαναδεί τέτοιον παίκτη. Για την ακρίβεια δεν ήταν παίκτης, ήταν φαινόμενο».
Πεντακόσια κρουζέιρος κόστισε η μεταγραφή. Σαν να λέμε 25 ευρώ. Είναι το χαμηλότερο ποσό που έχει γραφτεί ποτέ σε επαγγελματικό συμβόλαιο στην ιστορία του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου. Ήταν αρχές Ιουνίου του 1953, ο Γκαρίντσα μόλις είχε κλείσει τα 20.
Σε λιγότερο από έναν χρόνο είχε γίνει ήδη το αστέρι της Μποταφόγκο, στη διετία ήταν ήδη μέλος της Εθνικής Βραζιλίας. Πρόλαβε να παίξει 41 παιχνίδια με τη χρυσοπράσινη φανέλα κολλημένη στο δέρμα του, έχασε μονάχα ένα, το τελευταίο του εναντίον της μεγάλης Ουγγαρίας τον Ιούλιο του ’66 στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αγγλίας.
Όλοι τον αποκαλούσαν ιδιοφυή, πανέξυπνο, μοναδικό στο χορτάρι. Κι ας τερμάτιζε τελευταίος στα τεστ νοημοσύνης στα οποία υποβάλλοντο τότε οι Βραζιλιάνοι διεθνείς.
Στην κλίμακα 0-123, ο Γκαρίντσα λάμβανε 38. Πρακτικά για όλο το υποστηρικτικό επιστημονικό προσωπικό της Εθνικής, ο Μανέ Γκαρίντσα ήταν ηλίθιος.
Η επιστημονική αναφορά και το ψυχολογικό προφίλ του Γκαρίντσα έκαναν λόγο για έναν άνδρα με ψυχισμό και συμπεριφορά τετράχρονου αγοριού. «Δεν διαθέτει την αντιληπτική ικανότητα να γίνει ούτε ο οδηγός του λεωφορείου, αδυνατεί να αξιολογήσει οποιαδήποτε κατάσταση». Αυτό το τετράχρονο παιδί μειωμένης αντίληψης, όταν έμπαινε στο γήπεδο, κεντούσε. Ζούσε τη δική του νιρβάνα, μεταφερόταν σε μιαν άλλη διάσταση όπου κανείς μας δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί.
Μόνο ο Πελέ έμοιαζε ικανός να συμπλεύσει ποδοσφαιρικά μαζί του. Δεν είναι τυχαίο ότι η αναφορά και για τον Πελέ υπήρξε τρόπον τινά “μειωτική”. Ο βαθμός του Πελέ ήταν 68. Επίσης μικρό παιδί νοητικά, φυγόπονος και ρίψασπις, δίχως ίχνος επιθετικότητας και παντελώς εκτός απαιτήσεων. Είναι συγκλονιστικό πώς αυτοί οι δυο άνθρωποι μεταμορφώνονταν σε κάτι άλλο, άπιαστο και άφθαρτο, όταν κλωτσούσαν μια μπάλα.
Για την Βραζιλία της εποχής που είχε αναγάγει το ποδόσφαιρο και τα Παγκόσμια Κύπελλα σε ζητήματα ύψιστης εθνικής σημασίας, το δίλημμα ήταν τεράστιο. Από τη μια το επιστημονικό προσωπικό και οι θεμελιωμένες αναφορές, από την άλλη ο καθρέφτης του γηπέδου και τα απίθανα που ζούσαν στις προπονήσεις.
Η απόφαση για την ειδική μεταχείριση ελήφθη από ένα είδος εσωτερικής επιτροπής “σοφών”. Ντιντί, Ζίτο, Ζαγκάλο, Νίλτον Σάντος θεωρούσαν ως αδιαπραγμάτευτη τη συμμετοχή του Γκαρίντσα στην ομάδα. Ανέλαβαν επί της ουσίας την “κηδεμονία” του και έθεσαν στη διάθεση της Ομοσπονδίας την ίδια τους την υπόσταση επαγγελματικά.
Το σοβαρό τεστ πριν το Μουντιάλ της Σουηδίας ήταν μια τουρνέ της Βραζιλίας στην Ιταλία, προκειμένου να προσαρμοστεί η αποστολή στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Πήγαν στην Φλωρεντία, τον τόπο της Αναγέννησης, την πόλη της τέχνης και του εκλεπτυσμένου.
Τον πίστεψαν και τον περίμεναν. Και ο Γκαρίντσα ανταπέδωσε. Άφησε άφωνη ολόκληρη την αποστολή, ντρίπλαρε και μοίραζε ασίστ δίχως αύριο, επινοούσε συνέχεια καινούργια κόλπα, ανακάλυπτε νέους τρόπους ποδοσφαίρου.
Σε ένα φιλικό με τη Φιορεντίνα, με το παιχνίδι ήδη στο 3-0, τους περνάει όλους, ντριπλάρει και τον τερματοφύλακα και ξαναγυρίζει πίσω για να τους ξαναπεράσει. Το ξανακάνει και περιμένει με την μπάλα κάτω από το πέλμα προ της κενής εστίας. Ο δύστυχος στόπερ πηγαίνει ξανά, μήπως αυτή τη φορά τον κόψει. Τον ντριπλάρει ξανά και μετά την πετάει στα δίχτυα, γελώντας δυνατά. Μάταια οι συμπαίκτες του προσπαθούσαν να του εξηγήσουν ότι κάποια πράγματα δεν είναι σωστό να τα κάνει, ότι κινδυνεύει να του σπάσουν το πόδι στην επόμενη φάση. Δεν αντιλαμβανόταν ότι τους ξεφτίλιζε ο Γκαρίντσα, αφού μπορούσε να ντριπλάρει τα πάντα, το θεωρούσε φυσιολογικό, κάτι που συμβαίνει και σε άλλους.
Μετά από εκείνη την τουρνέ, η Ομοσπονδία πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων την επιστημονική αναφορά. Τον πήραν στη Σουηδία για το Μουντιάλ και απλώς τον περίμεναν. Διότι ήξεραν ότι δεδομένα θα χρειαστεί να τον περιμένουν. Βλέπετε, ήταν απ’ εκείνους που παρατούσε την αποστολή στα κρύα του λουτρού, κατέφευγε στα καπηλειά και έπινε δίχως αύριο.
Στη Σουηδία πριν και από τα δυο πρώτα παιχνίδια τον βρήκαν ημιλιπόθυμο, τύφλα στο μεθύσι. Πριν το τρίτο παιχνίδι τον έπεισαν μετά κόπων και βασάνων να μείνει μέσα και να μην βγει να μπερμπαντέψει. Είναι από τις ελάχιστες φορές όπου υπάκουσε στη ζωή του. Σε τρία λεπτά είχε καταστρέψει τη Σοβιετική Ένωση. Ντρίπλαρε τη μισή άμυνα, έβγαλε την ασίστ στο γκολ του Βαβά, είχε ένα δοκάρι και στην άλλη φάση εξανάγκασε ολόκληρο Λεβ Γιασίν σε μια από τις κορυφαίες αποκρούσεις της καριέρας του.
Είναι κάποια πράγματα στη ζωή που δεν εξηγούνται με λόγια, δεν αποτυπώνονται με λέξεις. Για ολόκληρο τον κόσμο, εκείνο το Μουντιάλ παραμένει στο θυμικό ως «το θαύμα του Πελέ». Ήταν το ντεμπούτο του 17χρονου βασιλιά, η πρώτη φορά που συστήθηκε στο παγκόσμιο κοινό. Στην πραγματικότητα ήταν το Μουντιάλ του Γκαρίντσα. Χωρίς τον Γκαρίντσα η Βραζιλία δεν θα είχε γίνει ο τεράστιος μύθος που μάθαμε μεταγενέστερα. Δεν θα υπήρχαν οι υπερβολές, οι αστικοί μύθοι, οι ατέλειωτες ιστορίες που συντρόφευαν δεκαετίες ολόκληρες τις αφηγήσεις των πρεσβύτερων.
Το ίδιο και τέσσερα χρόνια αργότερα στη διοργάνωση της Χιλής. Το 1962 ο Γκαρίντσα έκανε τον χαφ, τον επιθετικό, τον εξτρέμ, τον σκόρερ. Μέχρι τον ημιτελικό με τη Χιλή, όπου ο Πελέ απουσίαζε λόγω τραυματισμού, ο Γκαρίντσα ήταν όλη η Βραζιλία.
Δεν μπορούσε να βγάλει όμως το παιδί από μέσα του. Ημιτελικός με την οικοδέσποινα Χιλή. Έχει σκοράρει δις, κάνει ό,τι θέλει στο γήπεδο. Ακριβώς σε εκείνον τον ημιτελικό αποβλήθηκε, ακριβώς στο παιχνίδι που θα τον ανέβαζε στον θρόνο. Κλώτσησε με απόλυτα παιδικό τρόπο τον Ρόχας στα οπίσθια. Σαν να βρίσκεται στην αλάνα, σαν να τσακώνεται στη γειτονιά για ένα καπρίτσιο.
Επιστρατεύτηκε μέχρι και ο Πρωθυπουργός της Βραζιλίας, ο Τανκρέντο Νέβες, προκειμένου να αρθεί η τιμωρία από τη FIFA. «Δεν είχε αποβληθεί ποτέ ξανά ως τότε ο Γκαρίντσα και πρέπει να δοθεί άφεση αμαρτιών», είναι το όχι και τόσο λευκό ψέμα του Νέβες στην επιστολή του. Ο Γκαρίντσα είχε αποβληθεί τρις μέχρι τότε με τη φανέλα της Μποταφόγκο.
Το ζήτημα έγινε αντικείμενο διεθνούς διπλωματίας, εκείνη την εποχή, με εκείνα τα μέσα και με συγκεκριμένες δυνατότητες άσκησης πολιτικής, ήταν βέβαιο ότι θα ξέφευγε. Οι Βραζιλιάνοι δικτάτορες έκαναν λόγο για δάκτυλο του Στάλιν προκειμένου να επικρατήσει η Κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία που είχε προκριθεί πανηγυρικά στον Τελικό.
Ο Πρόεδρος του Περού, Μανούελ Πράδο Ουγκαρτέτσε, μέσω της Πρεσβείας στη Χιλή επικοινωνεί με τον ομοεθνή του διαιτητή, Αρτούρο Γιαμασάκι, ο οποίος είχε αποβάλει τον Γκαρίντσα, και του ζητά να αλλάξει την αναφορά του στο δελτίο αγώνα. Ο διαιτητής γράφει ότι «υπέπεσε σε προσωπικό λάθος» και ανασκευάζει, το ζήτημα καταλήγει στην Πειθαρχική Επιτροπή.
Οι Βραζιλιάνοι είχαν έτοιμο για να καταθέσει και τον Ουρουγουανό επόπτη, Εστεμπάν Μαρτίνο. Δεν χρειάστηκε. Ο Γκαρίντσα αθωώθηκε με πέντε ψήφους υπέρ και δυο κατά και θα παίξει στον Τελικό με τους Τσεχοσλοβάκους.
Η Βραζιλία, παρότι βρέθηκε πίσω στο σκορ νωρίς, ανέτρεψε το αποτέλεσμα και επικράτησε της Τσεχοσλοβακίας με 3-1. Απόντος του Πελέ, θα περίμενε κανείς ότι το άστρο του Γκαρίντσα επρόκειτο επιτέλους να ανατείλει. Ήταν ο πιο καθοριστικός, ο καλύτερος, ο επιδραστικότερος, ακόμα-ακόμα και εκείνος γύρω από το όνομα του οποίου έγινε τόσος θόρυβος.
Δεν τον ένοιαζε. Δεν “κεφαλαιοποίησε”, δεν εκμεταλλεύτηκε τίποτα. Ο νους του ήταν αποκλειστικά και μόνο σε μια διάσημη Βραζιλιάνα αρτίστα, την τραγουδίστρια Έλζα Σοάρες. Τρία χρόνια μεγαλύτερή του, γεννημένη και μεγαλωμένη στις favelas, παντρεμένη από τα 13 της με τον άντρα που τη βίασε στα 10 της, ένα κτήνος που της έκανε οκτώ παιδιά και τα τρία πέθαναν από την πείνα. Χήρα από τα 25 της, τον Γκαρίντσα τον γνώρισε στα 31 και ουσιαστικά ήταν ο μόνος άνθρωπος που την αγάπησε και την έβγαλε από τις ταπεινώσεις της ζωής της. Είναι μια ιστορία αγάπης και ένα πάθος που διήρκησε σχεδόν 20 χρόνια, ένας έρωτας δυο ανθρώπων με δεκάδες Ερινύες στις ψυχές τους.
Ο Γκαρίντσα δεν ήταν απλώς “γυναικάς”. Ήταν κανονικά σπορέας παιδιών. Έκανε οκτώ κόρες με την πρώτη του γυναίκα, την Ναΐρ Μάρκες, την οποία απατούσε συστηματικά. Διατηρούσε σχέση με την Ιράτσι Καστίλιο, με την οποία απέκτησε ακόμα δυο παιδιά. Το ’59, σε μια τουρνέ της Μποταφόγκο στη Σουηδία, έσπειρε κι άλλο παιδί με μια 17χρονη καμαριέρα στο ξενοδοχείο. Μεθούσε και επέστρεφε μετανιωμένος, ζητώντας πότε συγχώρεση πότε σεξ από τη δύσμοιρη Ναΐρ.
Μονάχα με την Έλζα έχασε το μυαλό του και παράτησε τη Ναΐρ. Η Σοάρες ήταν η μόνη που δεν του υπενθύμιζε το πρόβλημά του, η μόνη που δεν την απασχολούσε ο αλκοολισμός.
Η ετυμηγορία των ανθρώπων που γνωρίζουν καλά την ιστορία και έχουν γράψει βιβλία για τον Γκαρίντσα είναι ότι η Σοάρες ήταν τελικά και η καταστροφή του.
Δεν τον πίεσε ποτέ να κόψει το ποτό, ήταν πάντα πρόθυμη στις ορέξεις του, ήλεγχε τα οικονομικά του. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα τα έχασε όλα. Άδειασε ακόμα και τον λογαριασμό που του άνοιξε ο Νίλτον Σάντος σε έναν φίλο του τραπεζίτη για τα γεράματά του. Έγιναν όλα φύλλο και φτερό.
Με την Έλζα απέκτησαν έναν γιο, τον Γκαριντσίνια, ένα χαρούμενο αγοράκι που σκοτώθηκε στα εννιά του σε τροχαίο, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του.
Είναι άπειρες οι τραγικές ιστορίες-δορυφόροι της υπόστασης και της ύπαρξής του.
Οδηγώντας μεθυσμένος και χωρίς δίπλωμα, σκότωσε την πεθερά του, τραυμάτισε τον πατέρα του, ο οποίος σώθηκε από θαύμα μετά από πολλαπλές εγχειρήσεις στο νοσοκομείο.
Στα παιδιά του δεν στάθηκε ποτέ, “οικογένεια” δεν ένιωθε με κανέναν.
Όταν το ποτό τον είχε παρασύρει στα μεγαλύτερα σκοτάδια του, είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει. Δεν τα κατάφερε και απλώς συνέχισε να πίνει και να κάνει παιδιά.
Ακολουθούσε σαν ζόμπι την Έλζα παντού. Στην αρχή μετακόμισαν στο Σάο Πάουλο, όταν χάθηκε και το τελευταίο σπίτι στον πλειστηριασμό, μπάρκαραν για Ιταλία. Σε ένα χωριουδάκι έξω από τη Ρώμη βρήκαν καταφύγιο για πολύ λίγο στις αρχές του ’70. Ο Γκαρίντσα με βαθιά κατάθλιψη, κατεστραμμένο συκώτι, δίχως σημεία αναφοράς να στραφεί. Στην Βραζιλία δεν μπορούσε να επιστρέψει, τον βάραιναν ήδη δυο καταδίκες, την πρώτη φορά τον έσωσε ένας πλούσιος aficionado τραπεζικός πληρώνοντας εγγύηση και χρέη, τη δεύτερη δεν έμεινε στη φυλακή λόγω πρότερου βίου, επειδή ήταν ο Γκαρίντσα που είχε χαρίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο στη Βραζιλία.
Δεκατέσσερα παιδιά συν το παιδί με την καμαριέρα στη Σουηδία, κανένα με διατροφή από τον πατέρα του, κυρίως κανένα να νιώσει την παρουσία του, ένα χάδι, έστω ένα νεύμα του. Πιθανόν να ήταν το καλύτερο για εκείνα, δεν πρόλαβαν να γίνουν κοινωνοί στην άβυσσο της μαύρης δυστυχίας και εγκατάλειψης της ψυχής του.
Έσβησε σε εκείνο το μεταίχμιο του σκοταδιού με το φως, τουλάχιστον έφυγε προς το φως και όχι πάλι προς το μαύρο σκοτάδι. Λίγες ώρες μετά τον θάνατό του, η είδηση κυρίευσε ολόκληρη τη χώρα.
Η σορός μεταφέρθηκε στο Maracanà, πλήθος συναδέλφων, δημοσιογράφων, θαυμαστών και απλού κόσμου, συγκεντρωμένοι όλοι γύρω από τις δυο χήρες και τα πολυάριθμα παιδιά τους.
Ο Νίλτον Σάντος, ο άνθρωπος που ταπεινώθηκε πρώτος από το ταλέντο του Γκαρίντσα, έχει αναλάβει τα πάντα σχετικά με την τελετή και τις διαδικασίες. Ούτε πολυτέλειες, ούτε ιδιωτικά νεκροταφεία, ούτε υπερβολές. Ο Γκαρίντσα πρέπει να ταφεί στο Πάου Γκράντε, στη ζούγκλα του.
Η πομπή μοιάζει βγαλμένη από μυθιστόρημα του Γκαρσία Μάρκες. Ένα πυροσβεστικό όχημα μεταφέρει τη σορό, όπως ακριβώς είχε γίνει και το ’58, όταν η «Seleçao» επέστρεψε θριαμβεύτρια από τη Σουηδία. Μια απόσταση 65 χιλιομέτρων, από το ίδιο μονοπάτι που διάβηκε εκείνος 30 χρόνια πριν, όταν πήγε στο Ρίο Ντε Τζανέιρο να δοκιμαστεί.
Οι δρόμοι αποκλεισμένοι, οι Βραζιλιάνοι το μαθαίνουν και σπεύδουν να προλάβουν την πομπή για να τον αποχαιρετίσουν. Ένα χαρτόνι κρεμασμένο σε ένα δέντρο με τα πρόχειρα γράμματα ενός πιτσιρικά: «Γκαρίντσα, έκανες τον κόσμο να γελάσει και σήμερα τον έκανες να κλάψει».
Στη μικρή εκκλησία που επελέγη για τη λειτουργία περιμένουν 3.000 άνθρωποι. Στο νεκροταφείο του Πάου Γκράντε 8.000. Χιλιάδες λουλούδια, εκατομμύρια δάκρυα. Ο χώρος σχεδόν καταστράφηκε εξαιτίας της τεράστιας εισροής του πλήθους. Χρόνια αργότερα αναστηλώθηκε και στην είσοδο αναρτήθηκε μια μαρμάρινη στήλη για να τιμηθεί η μνήμη του Γκαρίντσα:
«Ήταν ένα πολύ γλυκό παιδί. Μίλησε στα πουλιά».
Τότε ηρέμησε η ψυχή του Γκαρίντσα. Ήρθε, στάθηκε και φτερούγισε μακριά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πελέ: Ο Θεός είναι στις λεπτομέρειες
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro