«Από μικρό παιδί, μου άρεσε η πίεση. Δεν είναι κάτι που μου έμαθαν, αλλά έτσι γεννιέσαι, είναι στο dna του κάθε ανθρώπου».
Ο Βασίλης Σπανούλης είναι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, ένα παιδί που μεγάλωσε στην περιφέρεια με έντονο το στοιχείο της γειτονιάς, όταν ακόμα υπήρχαν αλάνες και δεν χρειάζονταν προσυνεννοήσεις στα smartphones.
Οι γονείς του, ο Θανάσης και η Γεωργία, τον μεγάλωσαν με αρχές, τον γαλούχησαν πάνω απ’ όλα με έντονα τα στοιχεία του σεβασμού και της σκληρής πειθαρχίας, χαρακτηριστικά που τον ακολουθούν μέχρι σήμερα.
Τον ενοχλούσε πολύ όταν κάποιος τον κέρδιζε, ακόμα και σε εκείνα τα «αθώα» παιχνίδια στην αλάνα, στο ποδόσφαιρο, στο κολύμπι, σε οποιαδήποτε εξωσχολική δραστηριότητα.
Στο σχολείο, άλλωστε, δεν ήταν υπόδειγμα μαθητή, το μαρτυρά αυτό και το απολυτήριο του χαμηλού μέσου όρου (τελείωσε το λύκειο με βαθμό 13,6) επί της ουσίας όμως, η οικογένειά του είχε συναινέσει στην επιλογή του παιδιού που από τα δέκα του χρόνια ανακοίνωσε ότι θα γίνει μπασκετμπολίστας.
Ο Βασίλης είναι ένας χαρακτήρας που πιστεύει πάρα πολύ στον εαυτό του, δεν ξένιζε η σχεδόν εμμονική του βεβαιότητα ότι θα τα καταφέρει, παρόλο που αρκετοί επαΐοντες επέμεναν ότι «δεν κάνει για υψηλό επίπεδο».
Ο χαρακτήρας του ήταν ήδη σκληρός και κλειστός και όταν το Νοέμβριο του 1997 ο πατέρας του, ο Θανάσης, έφυγε από καρκίνο, ο Βασίλης έγινε ακόμα πιο «κλειστός».
Τον βοήθησαν πολύ η μητέρα του και ο αδερφός του, η οικογένεια δέθηκε ακόμη περισσότερο.
Η κυρία Γεωργία τον έγραψε στις ακαδημίες μιας θυγατρικής του ΓΣΛ, στον Κεραυνό, στήριξε τον γιο της και του επέτρεψε να ακολουθήσει το όνειρό του.
Ήξερε τι έκανε η μάνα, μια πολύ δυνατή γυναίκα που μεγάλωνε δύο αγόρια στην εφηβεία, δυο αγόρια που εκ των πραγμάτων και παρά τη θέλησή τους, έπρεπε να γίνουν αμέσως άντρες.
Ο Δημήτρης, ως μεγαλύτερος, ανέλαβε τον άχαρο ρόλο του «καθοδηγητή», η μητέρα κατόρθωσε να επωμιστεί το ανοίκειο βάρος και του πατρός, ισχυροποιώντας ακόμη περισσότερο τους οικογενειακούς δεσμούς και διδάσκοντας στα παιδιά τους πολύ σκληρούς νόμους της ζωής.
Ο Βασίλης, μέσα σε αυτήν την καινούρια και πιο δυσάρεστη από κάθε άλλη πραγματικότητα, βρήκε τη δική του εξαγνιστική διέξοδο στο μπάσκετ.
Ο πρώτος του, ουσιαστικά, προπονητής ήταν ο Βλάντο Μαϊστρένκο, ένας Ουζμπέκος που πολιτογραφήθηκε Λαρισαίος.
«Τσακάλι», τον φώναζε ο Μαϊστρένκο, ο οποίος θυμάται πως, όταν ήταν μικρός, δεν πάσαρε και είχε το νου του μόνο στο πώς θα βάλει τη μπάλα στο καλάθι.
Ένα σπουδαίο επιθετικό ταλέντο, με ηγετικές τάσεις, που εάν δούλευε και τους υπόλοιπους τομείς του παιχνιδιού και εστίαζε στις αδυναμίες του, θα έκανε μεγάλη καριέρα.
Από τον Κεραυνό αποχώρησε πρωταθλητής εφήβων, μετακόμισε στον Γυμναστικό, ίσως το ιστορικότερο σωματείο της Λάρισας, με εξαιρετική παράδοση στο μπάσκετ, μια πρώτης τάξεως «μαρκίζα» για να προσεχθεί το ταλέντο του και εκτός των στενών ορίων του νομού Θεσσαλίας.
Μόλις στα 17 του, υπέγραψε το πρώτο του κανονικό συμβόλαιο και, για τα επόμενα δύο χρόνια, δεν βγήκε από την πεντάδα σχεδόν ποτέ.
Ο Σπανούλης συμπλήρωσε 49 συμμετοχές και πολύ γρήγορα απέδειξε στους επαΐοντες ότι το άστρο του πρέπει να λάμψει ακόμη ψηλότερα.
Ήταν ένα «αγρίμι», με ακατέργαστο ατόφιο ταλέντο και σπάνια σοφία και ψυχραιμία για την ηλικία του.
Στην Αθήνα, είχε κατέβει μόνο με τα εθνικά κλιμάκια. Δεν τον φόβιζε η πόλη, δεν αισθανόταν βαρύ το τσιμέντο και τη μουντή της ατμόσφαιρα. Ήξερε ότι στην Αθήνα κρύβονται οι ευκαιρίες.
Κι όταν, το 2001, τον πλησίασε το Μαρούσι δεν δίστασε στιγμή να αποδεχθεί την πρόταση του Άρη Βωβού.
Έχουν περάσει χρόνια, ίσως πολλοί να έχουν ξεχάσει ότι το Μαρούσι τότε είχε κατακτήσει το Saporta, σε εκείνον το συγκλονιστικό τελικό με τη γαλλική Σαλόν στη Βαρσοβία.
Η πρώτη σεζόν του Σπανούλη μακριά από τις ρίζες του ήταν δύσκολη, μπασκετικά εμπεριείχε μόνο ορισμένες σπίθες.
Ίσως, όμως, τελικά να ήταν η χρησιμότερη απ’ όλες, γιατί ο Βασίλης δούλεψε σκληρά, βελτίωσε αδυναμίες, ενέταξε νέα στοιχεία στο παιχνίδι του και το κυριότερο, αντιλήφθηκε απόλυτα ότι το σύγχρονο μπάσκετ είναι μια διαρκής και αδιάκοπη μάχη και στο γυμναστήριο και στο παρκέ.
Έγινε πιο επίμονος και πραγματικά φιλόδοξος. Έχοντας την πολυτέλεια να γνωρίσει και να δουλέψει με τον Παναγιώτη Γιαννάκη, έπαψε να θεωρεί ότι είναι χρήσιμος μόνον ως shooting guard, δούλεψε νυχθημερόν και μετατράπηκε σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε combo guard.
Ο Σπανούλης, για να γίνει «παικτικά» Σπανούλης, έχυσε τόνους ιδρώτα, έγινε ένας ολοκληρωμένος περιφερειακός, γεγονός που αποτυπώθηκε εύγλωττα από την αλματώδη βελτίωση των ατομικών στατιστικών του τη δεύτερη σεζόν.
Τα νούμερά του έγιναν διψήφια, έγινε ο αυθάδης νεαρός που κέρδιζε χρόνο έναντι των αστέρων που έφερνε ο Βωβός στα βόρεια προάστια. Με μια φράση, ο Βασίλης έγινε απαραίτητος.
Η κλήση στα εθνικά κλιμάκια, αντί να γράφει «εφήβων» ή «νέων» πλέον έγραφε «ανδρών».
Ο Σπανούλης είχε γίνει πια ακραιφνώς ένα από τα επόμενα μεγάλα projects του ελληνικού μπάσκετ, διότι το κρυστάλλινο ταλέντο του πλέον είχε εμπλουτιστεί με τακτική παιδεία, νουνεχείς επιλογές και μια άψογη φυσική κατάσταση.
Το Μαρούσι έφτασε ακόμη και στους τελικούς του πρωταθλήματος κόντρα στον Παναθηναϊκό και εκεί έγινε αντιληπτό ότι ο Βασίλης μπορεί και στο ακόμη μεγαλύτερο επίπεδο. Τον επέλεξε το Dallas στο νούμερο 50 του draft (δίνοντας την επιλογή σχεδόν άμεσα στο Houston), γιατί οι Αμερικανοί δύσκολα αφήνουν το οποιοδήποτε prospect να φύγει από τον ορίζοντά τους.
Ο Σπανούλης ήταν ένας πλήρης περιφερειακός που σκόραρε 16 πόντους μ.ο. είχε την ικανότητα και το ταλέντο να πασάρει, να τρέχει, να παίζει άμυνα, κυρίως να δείχνει ότι διαθέτει κι άλλα περιθώρια βελτίωσης.
Οι μετέπειτα ήταν όλες αποφάσεις ζωής. Ο Παναθηναϊκός, οι Rockets, ο νόστος για την πατρίδα, ξανά ο Παναθηναϊκός και η επιλογή- σταθμός, να υπογράψει στον Ολυμπιακό.
Ο ιδιόρρυθμος και sui generis χαρακτήρας του, η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση που από μικρό παιδί είχε και η αγάπη του για το ρίσκο έκαναν τον Βασίλη Σπανούλη αυτό που είναι σήμερα.
Η μεγαλύτερη αρετή του είναι ότι κάνει τους γύρω του να υπερβάλλουν. Οι κριτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι οπαδοί και οι φίλοι του αθλήματος υπερβάλλουν στην κριτική και τον λόγο. Οι συμπαίκτες του υπερβάλλουν εαυτούς.
Ένας άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις, αυτοπειθαρχία και συντεταγμένες έως και συγκρουσιακές υπερβολές.
Ένας άνθρωπος ο οποίος ανέκαθεν έθετε ως πρώτη προτεραιότητα της ζωής του την οικογένειά του, ακριβώς, διότι κατάλαβε τη σημασία της πολύ νωρίς.
Ο Βασίλης Σπανούλης δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι αυτό που φαίνεται, γιατί κάθε μεγάλος αθλητής έχει πίσω του μια πολύ μεγάλη ιστορία.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ανδρέας Γλυνιαδάκης: Ο δρόμος του Σπανούλη