«Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο». Αυτό είναι το προσωνύμιο που τον συνοδεύει από τα χρόνια που έπαιζε ποδόσφαιρο.
Δικό του γκολ, κόντρα στην Μπάγερν Μονάχου, στις καθυστερήσεις τελικού του Champions League, το 1999, είχε ολοκληρώσει την επικότερη ανατροπή στη σύγχρονη ιστορία του ποδοσφαίρου -σε κορυφαίο επίπεδο- δίνοντας τον τίτλο στην ομάδα του.
«Super sub», τον φώναζαν οι Άγγλοι οπαδοί. Γιατί, συνήθως, εκτελούσε -με θαυμαστή συνέπεια- ερχόμενος από τον πάγκο.
Αλλά, όπως έχει παραδεχθεί ο ίδιος, «όταν βρίσκεσαι στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, υπάρχει ένα σύνολο απαιτήσεων και κάποιος πρέπει να είναι ομαδικός παίκτης. Δεν νομίζω ότι βρισκόταν κανείς στον πάγκο περισσότερο από μένα».
Το έχει επιβεβαιώσει και ο Μέντοράς του, Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, στην αυτοβιογραφία του:
«Ήταν προφανές ότι η επιθυμία του ήταν να είναι προπονητής. Αλλά περισσότερο από αυτό, η επιθυμία του ήταν να είναι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Είμαι πολύ τυχερός που ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε. Δεν νομίζω ότι οποιοσδήποτε άλλος παίκτης, αυτής της ποιότητας, θα το είχε καταφέρει.
Ο Τέντι {Σέργιγχαμ} πάντα μου γκρίνιαζε και μπορώ να το καταλάβω, γιατί ήταν ένας σπουδαίος παίκτης. Όμως, ο Όλε δεν παραπονέθηκε ποτέ. Είχε αυτή τη φανταστική υπομονή».
Η «υπομονή» υπήρξε κλειδί για τον Νορβηγό μάνατζερ.
Στα 15 του, είχε σκεφτεί να παρατήσει το ποδόσφαιρο, γιατί δεν είχε την απαιτούμενη σωματική ανάπτυξη. Δεν το έκανε, όμως. Επιβραβεύτηκε και, ίσως γι’ αυτό, καλλιέργησε και το συγκεκριμένο στοιχείο του χαρακτήρα του.
«Η μεγαλύτερη ικανότητά μου ήταν να είμαι έτοιμος όταν με καλούσαν. Τότε, θα ήμουν ο κατάλληλος και τα πόδια μου θα ήταν ελαφριά. Εάν σκύβεις το κεφάλι και βρίσκεσαι στον πάγκο, δεν είσαι έτοιμος για το κάλεσμα του προπονητή, επειδή υπάρχει κάτι που συμβαίνει στο μυαλό σου».
Όπως έχει πει χαρακτηριστικά, «το να είσαι αναπληρωματικός, μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου».
Μήπως, όμως, η υπομονή και η αποδοχή ενός «β’» ρόλου σημαίνουν και χαμηλή αυτοεκτίμηση; Όχι δα…
«Παρόλο που είμαι ταπεινός, δεν νομίζω ότι υπάρχει καλύτερος στα τελειώματα των φάσεων από μένα. Όσο καλύτερους συμπαίκτες είχα, τόσο καλύτερος ήμουν κι εγώ».
Γιος πρωταθλητή της ελληνορωμαϊκής πάλης, ο Σόλσκιερ γεννήθηκε στην μικρή πόλη Κρίστιανσουντ, στη βορειοδυτική ακτή της Νορβηγίας, το 1973, δύο χρόνια μετά τον έκτο συνεχόμενο εθνικό τίτλο του πατέρα του.
Σε τρυφερή ηλικία, μάλιστα, είχε δοκιμάσει και ο ίδιος το συγκεκριμένο σπορ, αλλά δεν μπορούσε να ανταποκριθεί.
Στο Μάντσεστερ βρέθηκε το 1996, στον απόηχο της χαμένης -για την Γιουνάιτεντ- μεταγραφής του Άλαν Σίρερ (από την Μπλάκμπερν στην Νιούκαστλ). Έμεινε εκεί, συνολικά, για 14 χρόνια.
«Κρεμώντας» τα παπούτσια του και πριν ξεκινήσει την νέα καριέρα του, ως προπονητής, από την Μόλντε, στην πατρίδα του, για τρία χρόνια (2008-11), προπονούσε πότε τις «ρεζέρβες» των «κόκκινων διαβόλων», πότε τους επιθετικούς και πότε τους Νέους.
Με τους δικούς του παίκτες, ο Νορβηγός τεχνικός προσπαθούσε πάντα να μην είναι απόμακρος. Κάτι που το χρειαζόταν και η Γιουνάιτεντ, μετά τη διάλυση των αποδυτηρίων της επί Μουρίνιο.
«Είμαι βέβαιος πως κάθε παίκτης χρειάζεται αυτήν την επαφή με τα μάτια. Θέλει να μάθει τι περιμένω από αυτόν. Αλλά δεν τους λέω μόνο τι πρέπει να κάνουν. Υπάρχει και το ερώτημα: «Ποιες είναι οι δυνάμεις σου; Τι νιώθεις; Τι μπορείς να δώσεις στην ομάδα;».
Γενικά, ο Σόλσκιερ δεν την φοβάται την επαφή με τον κόσμο: «Μου αρέσουν οι άνθρωποι. Μου αρέσει να τους μιλάω και να ασχολούμαι μαζί τους». Δηλώνει «γήινος». Έχει απαγορεύσει να τον αποκαλούν «αφεντικό». Είτε οι παίκτες του είτε οι υπάλληλοι της ομάδας στο προπονητικό κέντρο.
Βρίσκει, μάλιστα, αναλογίες ανάμεσα στα τρία παιδιά του και τους ποδοσφαιριστές. «Όταν σε απογοητεύουν, τα μαλώνεις. Δεν τους δίνεις σοκολάτα, σωστά; Έτσι, αντιμετωπίζεις και τους παίκτες». Και, όπως τονίζει, για τα παιδιά του ήταν πάντα «εκεί», γιατί «στο ποδόσφαιρο, έχεις τον χρόνο να το κάνεις αυτό».
«Ποδοσφαιρική» είναι και η σύζυγός του, Σίλιε. Αδερφή ποδοσφαιριστή, αλλά και επίδοξη παίκτρια, κάποτε. «Ήταν πολύ καλή. Συχνά κάναμε προπόνηση μαζί {σε ένα καμπ για ταλέντα στην Νορβηγία}», έχει αποκαλύψει παλιότερα.
Ο Σόλσκιερ συστήνεται, επίσης, ως «βαρετός» και καθόλου συναισθηματικός. «Πάντα ήμουν χωμένος στις στατιστικές και τις μελέτες». Των αντίπαλων αμυντικών. «Ήμουν περισσότερο μάνατζερ, παρά παίκτης».
Πριν λίγα χρόνια, είχε κάνει άλλη μια προβολή στο μέλλον: «Έχω ένα όνειρο. Μία μέρα, θέλω να γίνω προπονητής της Γιουνάιτεντ. Προς το παρόν, έχω πολλά να μάθω. Όμως, μόνο τα πιο τρελά όνειρα γίνονται πραγματικότητα. Αυτό μας έλεγε πάντα ο Σερ Αλεξ Φέργκιουσον. Και η Γιουνάιτεντ, είναι το πιο μεγάλο μου όνειρο!».
Στο άκουσμα της «επιστράτευσής» του από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και του «δανεισμού» του από την Μόλντε (με την οποία είχε αξιοπρόσεκτα αποτελέσματα), οι περισσότεροι χαμογέλασαν πονηρά. Τον Δεκέμβριο του 2018, για όλους -μηδέ της διοίκησης της αγγλικής ομάδας εξαιρουμένης- ήταν αναλώσιμος.
Σε λιγότερο από τρεις μήνες, όμως, σημείωσε έξι εντυπωσιακά ρεκόρ στην Πρέμιερ Λιγκ (ενδεικτικά, έσπασε και το σερί των επτά εκτός έδρας νικών του Φέργκιουσον), ενώ ακολούθησε και η μεγαλειώδης πρόκριση επί της Παρί στη φάση των «16» του Champions League.
Λίγες μέρες πριν τη ρεβάνς, ο προκάτοχός του είχε αναφέρει σε τηλεοπτική εκπομπή πως «πολλές φορές στο ποδόσφαιρο, όπως για παράδειγμα με την πρώην ομάδα μου, μια αλλαγή λειτουργεί ευεργετικά».
Συμπληρώνοντας, όμως, πως: «Δεν πιστεύω, όμως, σε αυτές τις αλλαγές, αφού, κατά την άποψη μου, δεν μπορούν να λειτουργήσουν θετικά μακροπρόθεσμα».
Αυτονόητα, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ της περιόδου 2018-19 αποτελεί case study, σε επίπεδο χτισίματος, τακτικής και πνευματικής προσέγγισης εκ μέρους τόσο των προπονητών όσο και των παικτών της, πριν και μετά την απομάκρυνση του Ζοσέ Μουρίνιο.
Δεδομένα, επίσης, η περίπτωση του Όλε Γκούναρ Σόλσκιερ θα κριθεί από τη διάρκειά της. Ως τότε, όμως, κανείς δεν μπορεί να στερήσει από εκείνον το όνειρό του. Ούτε όσα έχει ήδη πετύχει.
Το «πεπρωμένο» του, άλλωστε, ήταν πάντα ο πάγκος.
Ο πάγκος της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.