Ο Μπόμπαν κατέρρευσε σαν τσακισμένο δεντρί και το παρκέ γέμισε με το αίμα του. Ο Αγγέλου έτρεξε μηχανικά να τον σηκώσει, ώσπου κάποιος πρόσταξε: «Άσ’ τον!».
Δεν τραντάζεις τον τραυματία, όταν υπάρχει πιθανότητα βλάβης στη σπονδυλική στήλη. Ο Κατσιφαράκης είχε μείνει στήλη άλατος στον πάγκο για μερικά δευτερόλεπτα, ώσπου κάποιος τον παρότρυνε να ξεπεράσει το αρχικό σοκ και να σπεύσει στην πηγή του αίματος.
Ο Γιάνκοβιτς ήταν ζαλισμένος, αλλά είχε τον έλεγχο των χεριών του και τα ανέβαζε συνεχώς στο ματωμένο κεφάλι του. Το γήπεδο είχε παγώσει. «Κάντε του χώρο να αναπνεύσει», παρακαλούσαν οι διαιτητές. Αλλά η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει.
«Δεν αισθάνομαι τα πόδια μου», είπε ο Μπόμπαν στους γιατρούς των δύο ομάδων. Αντιλαμβανόταν τον πόνο που τον χτυπούσε στα κάτω άκρα, αλλά μόνο χαμηλότερα από το γόνατο.
Ο Κατσιφαράκης κατάλαβε αμέσως ότι η βλάβη ήταν κεντρική και πάγωσε ξανά. «Το φορείο, το φορείο», φώναξε.
Ο τραυματίας μεταφέρθηκε στα αποδυτήρια, όπου του φόρεσαν κολάρο ώστε να σταθεροποιηθεί ο λαιμός του. Του έκαναν ράμματα για να σταματήσει η αιμορραγία.
Μερικά μέτρα παραπέρα, ο αγώνας ξεκίνησε εκ νέου. Ο Παναθηναϊκός νίκησε με 65-57. «Ματσάρα έγινε τελικά, να κατέβουμε για δηλώσεις», είπαμε μέσα στη άγνοιά μας. Ήταν Τετάρτη, 28 Απριλίου 1993.
Στο Γενικό Κρατικό, προλάβαμε ακόμη και τις κάμερες. Δεν είχε ακόμη μαθευτεί στα αρχηγεία των ιδιωτικών καναλιών, πόσο κρίσιμη ήταν η κατάσταση του κουτσουρεμένου αθλητή.
Μέσα σε λίγα λεπτά, μαζεύτηκε στον προθάλαμο σύσσωμη η κοινότητα του μπάσκετ, καθώς και η σέρβικη παροικία της Αθήνας.
Ο Θανάσης Γιαννακόπουλος εντόπισε τον καθηγητή Καρβούνη και τον έφερε με το αυτοκίνητό του στο νοσοκομείο. Ο Γιάννης Ιωαννίδης τηλεφώνησε στον Παναγιώτη Σπύρου και εκείνος με τη σειρά του ξεσήκωσε τον νευροχειρούργο Παπαδάκη από την Πάτρα.
Γιατροί όλων των ειδικοτήτων συστρατεύτηκαν και λεφτάδες όλων των ιδιοτήτων έστησαν κοινό κουμπαρά.
«Δεν θα σταματήσουμε την προσπάθεια, μέχρι να ξαναγίνει το παιδί καλά», έλεγαν οι Γιαννακόπουλοι. «Η Πολιτεία αναλαμβάνει τα έξοδα», υποσχόταν ο υφυπουργός Κυριάκος Βιρβιδάκης. «Θα μείνουμε δίπλα του για μια ζωή», δεσμευόταν ο πρόεδρος του Πανιωνίου Γεράσιμος Βεντούρης. Ο ΠΣΑΚ και ο ΕΣΑΚ άνοιξαν λογαριασμούς, όπως και άλλοι φορείς.
Αρκετοί από τους συγκλονισμένους τήρησαν τις υποσχέσεις που έδωσαν μέσα στον συγκλονισμό, κάμποσοι τρίτοι (όπως ο Ντράγκαν Τάρλατς) βοήθησαν διακριτικά δίχως να επιζητούν δημοσιότητα, άλλοι όμως εξαφανίστηκαν. Κάποια λεφτά που δόθηκαν από την Πολιτεία έκαναν φτερά προς άγνωστη κατεύθυνση.
«Δύο χρόνια μετά τον τραυματισμό μου, κατάλαβα ότι είχα μείνει ολομόναχος στον δύσκολο δρόμο μου», ομολόγησε με ιώβειο χαμόγελο ο παθών, από το αναπηρικό καροτσάκι όπου καθηλώθηκε διά βίου πληρώνοντας πανάκριβα μια στιγμή τρέλας. «Δεν παραπονιέμαι όμως, ξέρω ότι έτσι είναι η ζωή».
Ε, όχι, βρε Μπόμπαν, δεν είναι έτσι η ζωή…
Η διάγνωση των γιατρών ήταν σοκαριστική, ακόμα και για τα αυτιά του αδαούς.
Συντριπτικό κάταγμα στον 6ο αυχενικό σπόνδυλο, από τα χειρότερα που είχαν δει οι γιατροί. Ατελής τετραπληγία, από απροσδιόριστης έκτασης βλάβη στον νωτιαίο μυελό.
Ο Μπόμπαν ζητούσε συνεχώς νερό. Και τη γυναίκα του. Και τον τρίχρονο γιο του.
Μία πρώτη επέμβαση αποσυμπίεσης του έσωσε τη ζωή. «Απαιτείται να χειρουργηθεί άμεσα», αποφάσισε το ιατρικό συμβούλιο των ειδικών, δίχως ωστόσο να επιτευχθεί ομοφωνία.
Ο Μπόμπαν μεταφέρθηκε στο ΚΑΤ, όπου υποδέχονταν το φορείο του γιατροί, φίλοι, γνωστοί, απλοί φίλαθλοι, πολλοί περίεργοι και ορδές από κοράκια.
«Να μοιραστείτε σε 24ωρες βάρδιες, θα βρισκόμαστε επί ποδός ώστε να βγάλουμε έκτακτα δελτία εάν πεθάνει», ήρθε η διαταγή από τα κεντρικά του μεγάλου καναλιού. Παρόμοιες άναρθρες κραυγές ακούγονταν και από τους ανταγωνιστές.
Εμείς οι αθλητικοί συντάκτες που εκλιπαρούσαμε για πιο ψύχραιμη και διακριτική κάλυψη απειληθήκαμε με απόλυση. Κάποιος αηδιασμένος αποφάσισε να το ρισκάρει και έφυγε για το σπίτι του, συμβιβασμένος τουλάχιστον με τη συνείδησή του.
Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε να δοκιμαστούν οι αντοχές του μαγαζιού σε θέματα νεκροφιλίας.
Ο Μπόμπαν άντεξε.
«Μη μου κάνετε άλλες εξετάσεις, θέλω να κοιμηθώ, είμαι πολύ κουρασμένος», ικέτευε από το κρεβάτι του πόνου. Τον καθησύχασαν και του ζήτησαν να ηρεμήσει, διότι «όλα θα πάνε καλά».
Καρδιογράφημα, νάρκωση, ξύρισμα, χειρουργείο. Τη δεύτερη, δραματική νύχτα μετά τον αυτοτραυματισμό του. Τα ευρήματα ήταν ενθαρρυντικά. Κατορθώθηκε σταθεροποίηση του κατάγματος, πλήρης αποσυμπίεση του μυελού και των μηνίγγων, αναστολή της επίμονης αιμορραγίας.
«Οι επόμενες έξι ημέρες θα είναι κρίσιμες, αλλά θέλουμε να πιστεύουμε ότι η πρώτη μάχη κερδήθηκε», ανακοίνωσαν οι γιατροί, κατάκοποι αλλά ανακουφισμένοι και με την ψυχή ζεστή, στις 3.30 τα ξημερώματα της 30ής Απριλίου.
Όλοι αγαλλίασαν, εκτός από τα κανάλια. «Ο Μπόμπαν θα μείνει στην εντατική τουλάχιστον ένα μήνα, για τον φόβο των επιπλοκών και των λοιμώξεων», υπογράμμιζε το ανακοινωθέν.
«Να μη φύγει κανείς, μέρα και νύχτα», διέταξαν τα όρνεα, με τις μετρήσεις τηλεθέασης ανά χείρας. «Δημοσιογράφος και κάμερα θα βρίσκονται επί τόπου ανά πάσα στιγμή».
«Ο μπαμπάς θα φύγει με την ομάδα για προετοιμασία», είπε η Ντράγκανα στον Βλάντο, για να τον καθησυχάσει.
Ο μικρούλης έβλεπε κόσμο να πηγαινοέρχεται, αντιλαμβανόταν ότι κάτι πήγαινε πάρα πολύ λάθος, αλλά δεν μπορούσε και να καταλάβει. Αργότερα οι γονείς του χώρισαν και ο ίδιος έγινε φορέας της κληρονομιάς, ένας νέος Μπόμπαν με ψυχή τραυματισμένη αλλά και με ταλέντο ισάξιο του πατρός.
Στον περίβολο του ΚΑΤ, μία δίμετρη αμαζόνα σε καροτσάκι μιλούσε για τη δική της περιπέτεια, με δάκρυα στα μάτια. «Ελπίζω να μη τραβήξει ο Μπόμπαν τα ίδια που περνάω εγώ τόσα χρόνια».
Η Μαρία Λαρεντζάκη ήταν η κολώνα του ελληνικού γυναικείου μπάσκετ, μέχρι που έμεινε παραπληγική από ένα αδέσποτο αυτοκίνητο.
Οι επισκέψεις επιτρέπονταν με το σταγονόμετρο. Όταν ο Μπόμπαν αντίκρισε τον Παναγιώτη Γιαννάκη, επιχείρησε να σηκωθεί για να τον αγκαλιάσει.
Ο Βλάντο Τζούροβιτς έμπαινε ήρεμος και έβγαινε κλαμμένος. Ο μπασκετμπολίστας Χρήστος Τσέκος εμφανίστηκε με σημάδια στο πρόσωπο, από το παρ’ ολίγον μοιραίο δικό του τροχαίο: «Βρε Μπόμπαν, νόμιζα ότι είχες χτυπήσει σοβαρά με αυτά που άκουγα. Άιντε, σήκω πάνω να πάμε για μπασκετάκι»!
Ο Μπόμπαν προσπαθούσε να τραβήξει τα σωληνάκια της τραχειοστομίας για να συντομεύσει το μαρτύριο. Αλλά οι αδύναμοι πνεύμονές του δεν επέτρεπαν τέτοιους ηρωισμούς.
Ούτε ο ίδιος γνώριζε εξαρχής όλες τις δυσοίωνες λεπτομέρειες ούτε η σύζυγός του. Πρώτη τις πληροφορήθηκε η μάνα του, που ταξίδεψε από το Σαράγεβο με την καρδιά ολόμαυρη.
«Αν είναι να μείνει για πάντα παράλυτος, καλύτερα να πεθάνει», είπε σε μία στιγμή άκρατης απαισιοδοξίας ο Γιώργος Κατσιφαράκης. Αργότερα, ανακάλεσε. Τέτοιες κουβέντες αρμόζουν σε φίλο, αλλά όχι σε γιατρό.
Ο Κατσιφαράκης ήταν πρωτίστως φίλος του Γιάνκοβιτς και σε δεύτερο πλάνο γιατρός. «Μόνο ψυχολόγοι και ψυχίατροι μπορούν να εξηγήσουν, τι τον κυρίευσε τη μοιραία στιγμή», σχολίασε.
«Παρέλυσε το μπάσκετ», έγραψαν οι εφημερίδες της επόμενης ημέρας.
Οι νύχτες στο ΚΑΤ περνούσαν με συζήτηση, καφέδες και ενέσεις ηθικού. Φεύγαμε μόνο για να αλλάξουμε ρούχα και για να βάλουμε δυό μπουκιές στο στόμα, σαν να ήταν ο Μπόμπαν δικός μας άνθρωπος. Που ήταν.
Θυμάμαι να συγκεντρώνονται γύρω μου πολυάνθρωπα πηγαδάκια, σε μία απεγνωσμένη αναζήτηση ψηγμάτων ελπίδας. Εκείνα τα βράδια του 1993 δεν ήμουν ένας ξενυχτισμένος δημοσιογράφος σαν όλους τους άλλους, αλλά ένας άνθρωπος που ζούσε για δεύτερη φορά στο πετσί του την ίδια περιπέτεια.
Δύο χρόνια νωρίτερα, την άνοιξη του 1991, ο πατέρας μου χειρουργήθηκε στη Βοστώνη στο ίδιο σημείο, με παρόμοια μέθοδο, για να αντιμετωπιστεί αντίστοιχο πρόβλημα που ωστόσο είχε διαφορετική αιτία.
Το κάταγμα που υπέστη ο Σλόμπονταν Γιάνκοβιτς στον 6ο αυχενικό σπόνδυλο προέκυψε από τη σφοδρή σύγκρουση της κεφαλής του στη αναθεματισμένη μπασκέτα. Η εκτεταμένη φθορά στον 5ο και 6ο αυχενικό σπόνδυλο του Θανάση Παπαδογιάννη προήλθε από κακοήθη όγκο, ονόματι χόρδωμα.
Τον πατέρα μου τον πρόλαβαν προτού ο καρκίνος του καταστρέψει ανεπανόρθωτα τον νωτιαίο μυελό και του σταθεροποίησαν το χειρουργημένο σημείο με μία αποτρόπαιη σιδεριά που άκουγε στην ευφημιστική ονομασία «halo», φωτοστέφανο.
Ο Μπόμπαν φόρεσε το φριχτό «φωτοστέφανο» μετά την επέμβαση ώσπου να πήξει το μόσχευμα, αλλά δεν ήταν το ίδιο τυχερός. Η ανεπανόρθωτη ζημιά είχε γίνει από τη στιγμή της πρόσκρουσης κιόλας.
Ήταν πια το κισμέτ του, να περάσει τα τελευταία 13 χρόνια της τραγικής ζωής του καθηλωμένος σε αμαξίδιο. Μετρώντας τους ολοένα λιγότερους φίλους του, με κάθε μέρα που περνούσε.
Μοίραζα πληροφορίες σε όποιον μου τις ζητούσε, ποτισμένες ωστόσο με μετριοπάθεια και αισιοδοξία. Είχα, και εγώ, τα αυτιά μου τεντωμένα προς το γραφείο των ιατρών.
«Σπάνια έχω συναντήσει τέτοια πρόοδο σε ασθενή μέσα σε μερικά 24ωρα, ιδίως στις κινήσεις των χεριών», είπε ο Νίκος Παπαδάκης, πρώην μπασκετμπολίστας και ο ίδιος πριν τον κερδίσει η επιστήμη. «Εάν σε λίγες εβδομάδες καταφέρει να κουνήσει τα δάχτυλα των ποδιών του, θα πιστέψω ότι θα μπορέσει να ξαναπερπατήσει». Δυστυχώς, αυτό δεν συνέβη ποτέ.
Όταν ο Γιάνκοβιτς βγήκε επιτέλους από την Εντατική, μεταφέρθηκε για 10 εβδομάδες σε ειδικό κέντρο αποκατάστασης στο Έιλσμπερι της Αγγλίας.
Το θυμάμαι καθαρά το πέτρινο κτίριο, διότι λίγο καιρό αργότερα πέρασα τις πύλες του μαζί με τρεις συναδέλφους, επισκέπτες στο προσκέφαλο του σοβαρά τραυματισμένου στη σπονδυλική στήλη συναδέλφου και φίλου Σπύρου Τσάμη.
Οι μήνες της κινησιοθεραπείας δεν ήταν αρκετοί για να ξαναστήσουν κανέναν από τους δύο στα πόδια του. Την αξιοπρέπειά τους, την κράτησαν αμφότεροι άτρωτη.
Ο Νίκος Παπαδογιάννης είναι δημοσιογράφος.
Το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου «Τα Ματς Της Ζωής Μας» του Νίκου Παπαδογιάννη, εκδόσεις Key Books.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Νίκος Παπαδογιάννης: «Πίσσα και πούπουλα στη Γάνδη»