Στην τέχνη δεν υπάρχει τίποτα καινούριο, εκτός από το ταλέντο.
Η γοητεία του καινούριου, του νέου, του φρέσκου, συναρπάζει το κοινό, το οποίο θέλει και επιζητά την πραγμάτωση του παραμυθιού.
Κάποια παιδιά γεννιούνται με άστρο, το ταλέντο τους είναι έμφυτο, «φωνάζει», ταξιδεύει από στόμα σε στόμα, το κοινό τα βλέπει με περίσσια συμπάθεια.
Ο Μάικλ Όουεν ξεκίνησε την καριέρα του και «έπρεπε» να πάρει στις πλάτες του μια ολόκληρη χώρα, ήταν προκατασκευασμένος για να σώσει την Αγγλία.
Την τιμή της, την παράδοσή της, την ανικανότητα και την κατάρα της να επιβληθεί στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
Από τα 21 του είχε κερδίσει τα πάντα, ήταν ο Μέσι πριν τον Μέσι, αλλά στα 25 του είδε το άστρο του να δύει.
Η ιστορία του είναι διδακτική και στενάχωρη συνάμα, ήταν ένας πολύ σπουδαίος επιθετικός, μια χώρα όμως τα περίμενε όλα απ’ αυτόν.
Για ένα παιδί γεννημένο στο Τσέστερ, μια αντιτουριστική πόλη στα σύνορα με την Ουαλία, πιθανότατα θα αρκούσε μια καριέρα στα χνάρια του πατέρα του. Ο Τέρι Όουεν ήταν ένας ημιεπαγγελματίας ποδοσφαιριστής που διέπρεψε σε τοπικό επίπεδο, ένας γκολτζής που οδήγησε την Τσέστερ Σίτι μέχρι και την τρίτη κατηγορία.
Ο Τέρι ενθάρρυνε τα παιδιά του να ασχοληθούν με τα σπορ, περνούσε ολόκληρα απογεύματα μαζί τους. Έπαιζε ποδόσφαιρο με τον Τέρι τζούνιορ και τον Άντριου, παρακολουθούσε τη Λέσλι να παίζει netball, δεν έχανε αγώνα της Κάρεν στο χόκεϊ.
Για τον Μάικλ είχε άλλα σχέδια, τον είχε εγγράψει από τα επτά του χρόνια στο Hawarden Boxing Club, θεωρούσε ιδανική την πυγμαχία για να δυναμώσει, το σώμα του μικρού ήταν λεπτεπίλεπτο, σχεδόν καχεκτικό. Μέχρι που συνειδητοποίησε ότι ο πιο εσωστρεφής και λιγότερο σωματώδης από τους γιους του, είναι ο καταλληλότερος διάδοχος.
Ο μικρός είχε μια έμφυτη ικανότητα να σκοράρει, ήξερε πώς να βάλει το πόδι του χωρίς να του το πει ο πατέρας του, χρησιμοποιούσε το κεφάλι του, δεν φοβόταν. Είναι χαρακτηριστικά που δεν διδάσκονται, δεν είναι αποτέλεσμα προπόνησης ή εξάσκησης. Ο μικρός το είχε μέσα του.
Όταν ο Μάικλ ξεκίνησε το ποδόσφαιρο, η μητέρα του η Τζάνετ, υποχρεούτο συνέχεια να υπογράφει υπεύθυνες δηλώσεις πιστοποιώντας την ηλικία του γιου της. Κανένας γυμναστής, κανένας προπονητής δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό το μικρό παιδάκι είναι 10 ετών.
Επί τρεις σεζόν, ο μικρός Μάικλ έμοιαζε σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα ανάμεσα στους άλλους 11χρονους από το δημοτικό σχολείο της Deeside Area. Στην αρχή εξ αιτίας της σωματικής του διάπλασης, αργότερα λόγω του τεράστιου τεχνικού χάσματος σε σχέση με τα άλλα παιδιά.
Το 1988 σημείωσε 92 γκολ στο σχολικό πρωτάθλημα της Βόρειας Ουαλίας, μια απίθανη επίδοση, που έσπασε το ακατάρριπτο επί χρόνια ρεκόρ του τεράστιου Ίαν Ρας. Ήταν αδύνατον με μια τέτοια επίδοση να μην τον προσέξουν.
Σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, από την ηλικία των 12 ετών, δίνεται η επιλογή υπογραφής του λεγόμενου «μαθητικού συμβολαίου». Ο σύλλογος αναλαμβάνει εκτός από την ποδοσφαιρική και τη σχολική εκπαίδευση του παιδιού, εντάσσοντάς το στην ακαδημία του.
Ο μικρός ήταν οπαδός της Έβερτον όπως και ο πατέρας του που μεγάλωσε στο Μέρσεϊσάιντ. Μεταξύ άλλων, η Έβερτον ήταν και η ομάδα που έπαιζε τότε το είδωλό του, ο Γκάρι Λίνεκερ.
Οι Toffees δεν ασχολήθηκαν σοβαρά ποτέ με το παιδί, ασχολήθηκε όμως ο Στιβ Χάιγουεϊ, υπεύθυνος ανάπτυξης των ακαδημιών της Λίβερπουλ και μεγάλη δόξα των Reds της εποχής του Μπομπ Πέισλι.
Ο Τέρι και η Τζάνετ Όουεν πείστηκαν από τη συγκινητική επιστολή του Χάιγουεϊ, ο οποίος έδειξε ότι είχε ασχοληθεί επισταμένως με το παιδί τους και δήλωνε ότι θα ήταν υπέροχο ο μικρός να γνωρίσει τον τόπο που γεννήθηκε ο πατέρας του και να παίξει ποδόσφαιρο στην ομάδα που διέπρεψε ο Ίαν Ρας.
Ο Μάικλ εντάχθηκε σε ένα αρκετά σκληρό σύστημα πειθαρχίας, έναν αυστηρό συνδυασμό ποδοσφαίρου και μελέτης για να μην μένει πίσω μαθησιακά. Φοίτησε στο οικοτροφείο του Shropshire και από την πρώτη στιγμή έδειξε ότι μπορούσε να ανταποκριθεί.
Στην εφηβεία ο δρόμος του έμοιαζε προκαθορισμένος, μιας και ήδη είχε φορέσει τη φανέλα της εθνικής παίδων και σκόραρε κατά ριπάς. Μεταξύ 15 και 16 ετών, σημείωσε 28 γκολ σε είκοσι εμφανίσεις με τη «μικρή» εθνική, την ίδια ώρα που στην ομάδα νέων της Λίβερπουλ έσπαγε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.
Το όνομά του έπαψε πια να είναι inside info στις όχθες του Μέρσεϊ, ήταν ο πιτσιρικάς που διέλυε τα ρεκόρ του Ρόμπι Φάουλερ, του σταρ της πρώτης ομάδας που λάτρευε το Kop.
Ο Μάικλ είχε δυναμώσει, με τη σωστή διατροφή και την κατάλληλη ενδυνάμωση είχε γίνει πλέον ένας κανονικός, σχεδόν γεροδεμένος έφηβος που δεν έσπερνε τρόμο στο πρωτάθλημα νέων.
Με 11 δικά του γκολ στα πέντε παιχνίδια της ομάδας, η Λίβερπουλ κατέκτησε το FA Youth Cup κι όταν ήρθε και το νικητήριο γκολ στον αξέχαστο τελικό με την αήττητη έως τότε Γουέστ Χαμ του Ρίο Φέρντιναντ και του Φρανκ Λάμπαρντ, όλοι ήταν βέβαιοι ότι ο Όουεν θα σαρώσει τα πάντα.
«Ο Μάικλ είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει οτιδήποτε βρεθεί στο διάβα του. Τίποτα δεν τον τρομάζει, τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει» δήλωσε ο Χάιγουεϊ όταν τον Δεκέμβριο του 1996 ο μικρός κλήθηκε να υπογράψει το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο.
Μέχρι τότε ο Όουεν ήταν ο «γιος του Τέρι», ένα ταλέντο που ενδεχομένως θα διέπρεπε με τη φανέλα της Λίβερπουλ και ίσως με αρκετή δόση τύχης θα γινόταν «ο νέος Φάουλερ». Μετά από εκείνον τον τελικό έγινε το κρυστάλλινο ταλέντο που περίμενε ολόκληρη η χώρα για δεκαετίες.
Η καλή φουρνιά ήταν εκεί και τον περίμενε να την πλαισιώσει και να την οδηγήσει στην κορυφή του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Η Αγγλία είχε χτυπηθεί βάναυσα μετά την αποτυχία του Euro του 1996, ο κόσμος είχε ανάγκη να πιστέψει, να βρει καινούριους ήρωες, να ελπίζει ότι η κατάρα του ’66 κάποτε θα σπάσει.
Αρχές Μαΐου του 1997, στο ντεμπούτο του στην Premiership σκόραρε στην ήττα από την Γουίμπλεντον, αλλά ο τίτλος κατέληξε στη Γιουνάιτεντ του Καντονά. Ο βρετανικός Τύπος δεν πτοήθηκε, ο Όουεν ήταν εκείνο που έρχεται, το νέο, το γοητευτικό, το άκρως ελκυστικό.
Οι τραυματισμοί του Spice Boy Ρόμπι του έδωσαν φανέλα βασικού την επόμενη σεζόν και η φρενίτιδα ξεκίνησε. Σημειολογικά, η άνοδος του ενός έφερε και τη μοιραία πτώση του άλλου. Ήταν άλλωστε δυο εκ διαμέτρου αντίθετοι ποδοσφαιριστές και χαρακτήρες. Ο Ρόμπι ενστικτώδης, αυθόρμητος, ανεξέλεγκτος. Ο Μάικλ διαυγής, άκαμπτος, ακριβής.
Ο Φάουλερ ήταν ο ήρωας της εργατικής τάξης, το παιδί που έδινε δικαίωμα στο όνειρο, το αγόρι που ήταν ένα με τους εργάτες στις αποβάθρες, το ταλέντο «από το δρόμο».
Ο Όουεν έμοιαζε απόμακρος, ευγενής, πολύ μακριά από κάθε πιθανότητα ταύτισης. Ήταν ο ιδανικός γιος, το καλό παιδί που ήταν επιμελές στο σχολείο, ποτέ αθυρόστομος, πάντοτε «γραμμικός».
Ορισμένες φορές αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό. Αποπνέει κάτι κρύο, ξένο και σίγουρα απόμακρο. Δεν είχε ωστόσο σημασία όσο ο Μάικλ σκόραρε.
Με το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας στο βάθος, το τελευταίο πράγμα που απασχολούσε άλλωστε ήταν, αν ο Όουεν ήταν απόμακρος.
Το μείζον για όλους ήταν να επιστρέψει το κύπελλο «σπίτι». Και ο Μάικλ ήταν ο ιδανικός για να πάρει το κύπελλο και να το φέρει σπίτι.
Είχε διαλύσει κάθε προγνωστικό, είχε ξεπεράσει όλα τα στάδια με χαρακτηριστική ευκολία σε όλα τα εθνικά κλιμάκια. Από το ντεμπούτο με την Κ15, μέχρι την Κ16 και την Κ18, σκόραρε συνεχώς και αδιαλείπτως.
Το Φεβρουάριο του 1998 ήταν ο νεαρότερος πρωταγωνιστής, ο νεαρότερος σκόρερ με τη φανέλα της «μεγάλης» εθνικής. Η κλήση για το Μουντιάλ της Γαλλίας ήταν κάτι περισσότερο από βέβαιη, ειδικά από τη στιγμή που κατέκτησε και τον τίτλο του πρώτου σκόρερ στο πρωτάθλημα.
Η ιεραρχία ήθελε να ξεκινάει πίσω από τον Σέρινγχαμ, στα δυο πρώτα παιχνίδια άλλαζε τον Τέντι στο δεύτερο ημίχρονο κι όταν σκόραρε στην ήττα από τη Ρουμανία του Χάτζι, η Βρετανία απαιτούσε να ξεκινήσει βασικός. Σχεδόν κατόπιν λαϊκής απαίτησης, ξεκίνησε στο νικηφόρο 2-0 με την Κολομβία και η Αγγλία προκρίθηκε ως δεύτερη. Ήταν το λιγότερο.
Μπροστά ήταν η μητέρα των μαχών, η ευκαιρία για «εκδίκηση» 12 ολόκληρα χρόνια μετά το δράμα του Αζτέκα και το «χέρι του Θεού».
Στις 30 Ιουνίου του 1998, στο Σεντ Ετιέν, έγινε ο αγώνας που έκανε τον Μάικλ Όουεν αθάνατο.
Αγγλία – Αργεντινή. Το ματς είναι ήδη στο 16ο λεπτό, έχει μπει ήδη στο πάνθεον των νοκ- άουτ σε Παγκόσμιο Κύπελλο αφού Μπατιστούτα και Σίρερ έχουν σκοράρει και έχουν στείλει το κοινό στην απόλυτη τρέλα. Ο Όουεν κυνηγάει την αντεπίθεση, «καίει» στο σπριντ Τσαμότ και Αγιάλα και με αλλεπάλληλες προσποιήσεις σκοράρει ένα από τα πιο όμορφα και εμβληματικά γκολ στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων.
Η ταχύτητα και το στυλ με τα οποία φτάνει στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, η αντίθετη φορά του σώματος, η τεχνική του είναι ό,τι καλύτερο είχαμε δει μέχρι τότε. Πίσω στην πατρίδα παροξυσμός.
Είναι ό,τι πλησιέστερο έχει γίνει σαν απάντηση σε «εκείνο» το γκολ του Μαραντόνα στο Αζτέκα το 1986 και θα είχε λάβει τη διάσταση που του έπρεπε εάν οι Άγγλοι κλασσικά δεν έχυναν την καρδάρα με το γάλα στα πέναλτι.
Η Αργεντινή ισοφάρισε με το γκολ του Ζανέτι, ο Μπέκαμ αποβλήθηκε, ο Μπάτι αστόχησε στο κρίσιμο πέναλτι και το κύπελλο δεν επέστρεψε στην Αγγλία. Τον Ντέιβιντ τον «σταύρωσαν», ο Μάικλ ήταν ο μόνος που απέμεινε σε μια ολόκληρη χώρα για να της φέρει πίσω τη χαμένη της υπερηφάνεια.
Ο Όουεν ήταν ο αδιαμφισβήτητος πια ηγέτης της ομάδας της νέας χιλιετίας, ο άνθρωπος στον οποίο μια ολόκληρη χώρα επρόκειτο να εναποθέσει την ελπίδα της για μια άτυπη ρεβάνς που κρατούσε σαράντα χρόνια. Ο Όουεν είναι το φόβητρο της Αργεντινής, της Βραζιλίας, της Γερμανίας. Ο Όουεν είναι ο σωτήρας της βρετανικής τιμής. Ο Όουεν είναι η Αγγλία.
Σίγουρα. Ίσως. Περίπου.
Παρόλο που εξακολούθησε να κινείται σε πολύ υψηλά στάνταρντς, παρά το γεγονός ότι ευτύχησε να βρεθεί στην ομάδα του Τζέραρντ και του Γκάραχερ (δυο επίσης επιφανέστατων προϊόντων των ακαδημιών της Λίβερπουλ), μετά από εκείνο το απόγευμα το άστρο του Μάικλ ξεκίνησε να δύει. Στην αρχή έλαμπε λιγότερο συχνά, στο τέλος κατέληξε να τρεμοσβήνει.
Όλα έγιναν βαθμηδόν, θαρρείς και δεν έπρεπε να το πάρει είδηση κανένας.
Τον επόμενο χρόνο σημείωσε 18 γκολ, αλλά ήδη από το 1999 ξεκίνησαν οι τραυματισμοί. Αρχικά δεν ανησύχησε κανείς επειδή επέστρεψε γρήγορα και ήταν βέβαιο ότι θα προλάβαινε το Euro στο Βέλγιο. Ακόμα μια καταστροφή για τους Άγγλους, ακόμα μια φορά που όχι απλώς το κύπελλο δεν γύρισε σπίτι, αλλά δεν ετέθη ποτέ ζήτημα διεκδίκησής του.
Η Αγγλία αποκλείστηκε από τον όμιλο κιόλας, παρέα με το άλλο φαβορί, τη Γερμανία. Προκρίθηκαν η Πορτογαλία και η Ρουμανία, δεν ήταν ένα απλό βραχυκύκλωμα, ήταν καταστροφή.
Η σεζόν με τον Ζεράρ Ουγιέ στον πάγκο της Λίβερπουλ ξεγέλασε πάλι τους περισσότερους. Δεν ήταν μικρό πράγμα τα πέντε τρόπαια, απεναντίας.
Ειδικά ο τελικός του κυπέλλου Αγγλίας έχει μείνει χαραγμένος στη μνήμη ως «ο τελικός του Όουεν», αφού ο Μάικλ ήταν ο πρωτομάστορας της ανατροπής που βύθισε την Άρσεναλ στην εσωστρέφεια. «Το παιδί είναι μια μεγαλοφυΐα», όπως είπε και ο εκφωνητής.
Όταν ήρθε και το ιστορικό 1-5 εναντίον της Γερμανίας με δικό του hat–trick στο Μόναχο, ο Όουεν έμοιαζε ο βασιλιάς του κόσμου.
Του έδωσαν τη «Χρυσή Μπάλα», ήταν αναπόφευκτο μιας και ήταν ακόμα η μεγάλη ελπίδα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ένας ποδοσφαιριστής που όπως είπε κι ο Πελέ «δεν έχει όμοιό του στην ηλικία του και μπορώ να τον συγκρίνω μόνο με τον Ρονάλντο».
Κοντολογίς, για ολόκληρο τον πλανήτη, η παράσταση μόλις είχε ξεκινήσει, παρακολουθούσαμε μονάχα την πρώτη πράξη και η προσμονή για τις επόμενες ήταν ανείπωτη.
Την επόμενη τριετία εξακολούθησε να κινείται σε υψηλά ατομικά επίπεδα, τα νούμερά του παρέμειναν αξιοζήλευτα, γράφτηκε και ειπώθηκε ακόμα-ακόμα και ότι η Λίβερπουλ ήταν πολύ μικρή για να τον χωρέσει.
Το Euro της Πορτογαλίας ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να δείξει και να αποδείξει ότι είναι ο κορυφαίος. Η Αγγλία διέθετε μια στρατοσφαιρική τετράδα μέσων πίσω του: Σκόουλς, Μπέκαμ, Λάμπαρντ, Τζέραρντ.
Ο Έρικσον είχε επιλέξει για παρτενέρ του στην επίθεση μια νέα μεγάλη ελπίδα, τον Γουέιν Ρούνεϊ, που ήταν και ο πρωταγωνιστής εκείνου του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος για τα λιοντάρια.
Η Πορτογαλία έσβησε το όνειρο, η Αγγλία και πάλι επέστρεψε μ’ άδεια χέρια στο νησί, αλλά στο πρόσωπο του Ρούνεϊ είχε βρεθεί η επόμενη μεγάλη ελπίδα. Θα περίμενε κανείς ότι με το βάρος να έχει φύγει από πάνω του, ο Όουεν θα κατόρθωνε επιτέλους να δουλέψει απρόσκοπτα και δίχως τη μόνιμη δαμόκλειο σπάθη να τον συνοδεύει.
Όταν η Ρεάλ Μαδρίτης αποφάσισε να προσφέρει 17 εκατομμύρια λίρες για να αποκτήσει τον «αριστοκράτη» της Λίβερπουλ, συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για μια πραγματική εκτόξευση. Ήταν 24 ετών, επρόκειτο να γίνει μέλος των galacticos και στην εθνική Αγγλίας το «χρυσό παιδί» είχε γίνει ο Γουέιν Ρούνεϊ.
Πήγε στη Μαδρίτη μαζί με τον Τζόναθαν Γούντγκεϊτ, ίσως μια από τις πιο αποτυχημένες μεταγραφές όλων των εποχών για τη Ρεάλ του Φλορεντίνο Πέρεθ. Ο Όουεν ήταν σχεδόν αδύνατον να συνυπάρξει με Ζιντάν, Φίγκο, Ραούλ, Ρονάλντο και Μπέκαμ. Ήταν μια μαθηματική εξίσωση χωρίς λύση, ένα εγχείρημα που ήταν ελκυστικό μονάχα για τους χορηγούς και τους διευθυντές μάρκετινγκ.
Τακτικά δεν υπήρχε περίπτωση να χωρέσουν όλοι αυτοί μαζί σε μια ενδεκάδα. Δεν υπάρχει στον κόσμο ομάδα μονάχα με επιθετικούς ή έστω επιθετικογενείς ποδοσφαιριστές. Η Ρεάλ άλλαξε τους προπονητές σαν τα πουκάμισα, όλοι σήκωναν τα χέρια ψηλά.
Ο τρίτος στη σειρά προπονητής της «βασίλισσας», ο Βραζιλιάνος Βαντερλέι Λουξεμπούργκο, ξεκαθάρισε στον Όουεν ότι «δεν είναι απαραίτητος» στο σχήμα. Την ίδια στιγμή που ο Μάικλ αναζητούσε τρόπους διαφυγής και διεξόδου από τη Μαδρίτη, η Λίβερπουλ στην Κωνσταντινούπολη έγραφε της δική της εποποιΐα χωρίς εκείνον.
Για ένα παιδί που είχε μάθει από τα 16 να είναι το κέντρο του κόσμου, ήταν μια εξέλιξη που δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Στην Εθνική έπαψε να είναι το επίκεντρο με την έλευση του Ρούνεϊ, στο Λίβερπουλ έπαψε να είναι ο ήρωας, αφού ο Στίβεν Τζέραρντ με την απίστευτη ανατροπή στον τελικό με τη Μίλαν, δεν άφηνε χώρο για κανέναν άλλον.
Ίσως αυτό τον «σκότωσε» περισσότερο κι από τους τραυματισμούς, ίσως τελικά να είχε πραγματική ανάγκη να πέφτει το βάρος επάνω του, προκειμένου να μην επαναπαύεται ποτέ. Ήταν 25 κι έμοιαζε βετεράνος, είχε κάνει τόσο γρήγορα τη διαδρομή που θα επιζούσε μόνο αν ξεκινούσε από την αρχή.
Η αλήθεια είναι ότι η Λίβερπουλ προσπάθησε να τον πάρει πίσω από τη Ρεάλ, αλλά η οικονομική προσφορά της Νιούκαστλ ήταν πιο συμφέρουσα για τους Μαδριλένους. Στην παρουσίασή του στο St. Jame’s Park πήγαν είκοσι χιλιάδες άνθρωποι που ονειρεύονταν μια καταπληκτική σεζόν στο πλάι του θρυλικού Άλαν Σίρερ.
Ο ίδιος ο Σίρερ, προκειμένου να τον γλυκάνει, έφτασε στο σημείο να του προσφέρει τη φανέλα με το «9», δήλωνε σε κάθε ευκαιρία ότι παραδίδει τη σκυτάλη, πως στα 34 δεν μπορούσε να φανταστεί ιδανικότερο διάδοχο.
Το τρικ δούλεψε. Ο Όουεν ξεκίνησε με 7 γκολ στα πρώτα δέκα παιχνίδια.
Στις 27 Δεκεμβρίου που επέστρεψε στο Άνφιλντ σαν αντίπαλος, το Kop δεν σταμάτησε να τραγουδάει «πού ήσουν στην Κωνσταντινούπολη;» – στο τέλος του ματς τραγουδούσαν στις νότες του “What a waste” «έπρεπε να υπογράψεις για μια μεγάλη ομάδα». Μαχαιριές στην εύθραυστη καρδιά του Όουεν, ο οποίος αν κάτι πλήρωσε στην καριέρα του, ήταν οι επιλογές του.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2005, στο boxing day εναντίον της Τότεναμ ήρθε το δεύτερο χτύπημα. Σοβαρός τραυματισμός στο μετατάρσιο που τον άφησε έξω μέχρι την άνοιξη. Πιέστηκε να επιστρέψει, είχε το Μουντιάλ της Γερμανίας μπροστά του και ήταν αδιανόητο να λείψει.
Έπαιξε λίγο στα παιχνίδια εναντίον της Παραγουάης και του Τρίνιντάντ και Τομπάγκο, αλλά στο καθοριστικό παιχνίδι με τη Σουηδία, ξεκίνησε βασικός.
Στο τέταρτο λεπτό το αριστερό του γόνατο λυγίζει και σωριάζεται στο έδαφος. Ο τραυματισμός είναι σοκαριστικός, τον αφήνει έναν χρόνο εκτός γηπέδων.
Κάθε καριέρα έχει τα σημεία αναφοράς της. Η καριέρα του Όουεν έχει εκείνο το «κρακ» του αγώνα με τη Σουηδία.
Η FIFA αποζημιώνει τη Νιούκαστλ, ξεκινά εξ αιτίας του ένα απίστευτο γαϊτανάκι σχετικά με το κατά πόσο νομιμοποιούνται οι εθνικές ομάδες να χρησιμοποιούν περιουσιακά στοιχεία συλλόγων που δαπανούν εκατοντάδες εκατομμύρια για να τα βελτιώσουν και να τα διαμορφώσουν.
Δεν μπήκε καν στη διαδικασία αντιπαράθεσης. Έπρεπε με κάθε τρόπο να αποθεραπευθεί, να επιστρέψει το ίδιο δυνατός στο χορτάρι. Επέστρεψε Μάρτιο του 2007, στο γόνατό του ένα μόσχευμα αθλητή που έφυγε πρόωρα και δώρισε τα όργανά του.
Ξεκίνησε μια μάχη με τον εαυτό του μέχρι να ξαναβρεί το δρόμο προς τα δίχτυα. Περίμενε στωικά μέχρι 29 Αυγούστου, πέρασαν 18 ολόκληροι μήνες από το τελευταίο του γκολ. Το Σεπτέμβριο ταλαιπωρείται από μια κήλη, το Νοέμβριο έρχεται μια θλάση στο μηρό.
Ξεκινούν οι πρώτοι ψίθυροι ότι είναι «καταραμένος». Κανένας δεν τολμούσε να τον πει «τελειωμένο». Όλοι όσοι θυμούνταν τον ποδοσφαιριστή της νιότης του, έκαναν παραβολές και παραλληλισμούς με τις «Μεγάλες Προσδοκίες», το μυθιστόρημα του Ντίκενς.
Έκλεισε τη σεζόν 2007/08 με 13 γκολ, αλλά οι προσδοκίες ήταν εξευτελιστικά χαμηλές. Η κακή φυσική του κατάσταση ήταν ένα πρόβλημα που δεν μπορούσε να κρυφτεί, ήταν 29 κι έμοιαζε παλαίμαχος.
Κάθε που έβαζε στόχους, κάθε που προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του να ξεκινήσει από την αρχή, τον χτυπούσε κι ένας νέος τραυματισμός. Έπαθε μέχρι και παρωτίτιδα, ενόσω οι θλάσεις διαδέχονταν η μία την άλλη.
Σποραδικές εμφανίσεις, ελάχιστα γκολ, μια Νιούκαστλ στο βυθό της βαθμολογίας.
Δεν ανανέωσε το συμβόλαιό του, βγήκε στην ελεύθερη αγορά να μετρήσει τις δυνάμεις του, να διαπιστώσει αν το όνομά του μετράει ακόμα.
Ήταν ο πρώτος μεγάλος ποδοσφαιριστής που επέλεξε μια άτυπη μέθοδο αυτοπροώθησης του εαυτού του.
Από ένα σημείο κι έπειτα, η τακτική του έγινε μέχρι και ενοχλητική. Ο ατζέντης του τον πρότεινε σε όποια ομάδα μπορούσε να ικανοποιήσει τις οικονομικές του απαιτήσεις. Και δεν ήταν λίγες. Ο Όουεν ήταν διάβολε, δεν ήταν κάποιος βετεράνος της σειράς.
Ο μοναδικός από «το ποδόσφαιρο που μετράει» ο οποίος στοιχημάτισε επάνω του ήταν ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον. Ο μετρ της ψυχολογίας Σκώτος, του εξήγησε το βοηθητικό ρόλο του, εμμένοντας σε κάποια τρικ όπως η φανέλα με το 7. «Την φορούσε ο Καντονά, την φορούσε ο Κριστιάνο, τώρα είναι η σειρά σου».
Έμεινε τρία χρόνια στο Μάντσεστερ, έγινε χρήσιμος, λειτούργησε κάπως στο θερμοκήπιο του Φέργκιουσον. Η συμβολή του όμως σε ό,τι κι αν έκανε η Γιουνάιτεντ ήταν ανεπαίσθητη, σχεδόν μηδαμινή.
Το 2012 που αποχώρησε από το Ολντ Τράφορντ ήταν 32 χρονών και πολύ εύθραυστος για να κάνει το κοινό να ερωτευτεί.
Είχε «στεγνώσει» πια, δεν διέθετε χυμούς να σπαταλήσει, προσπαθούσε να περισώσει την εικόνα και το μύθο της νιότης του. Η εικόνα του ήταν ενός δοκιμασμένου ανθρώπου με ευδιάκριτες ρυτίδες απ’ όσα πέρασε. Χρόνο είχε μόνο για μια τελευταία πράξη στη Στόουκ, ίσα για να προλάβει να σκοράρει ένα τελευταίο γκολ, να χαιρετίσει όπως ήθελε τον κόσμο.
Στο τελευταίο του παιχνίδι, 29 Μαΐου του 2013, οι οπαδοί της Στόουκ και της Σαουθάμπτον, μαζί τραγούδησαν “There’s only one Michael Owen”, χαρίζοντάς του ένα standing ovation για εκείνα που χάρισε στο αγγλικό ποδόσφαιρο, κυρίως για όσα του έκανε να πιστέψουν ότι μπορεί να χαρίσει.
Εκείνο το αχαλίνωτο τρέξιμο και το σλάλομ του 18άρη Μάικλ στο Σεντ Ετιέν με την Αργεντινή, ήταν σαν ένα συγκλονιστικό πρώτο φιλί που υπόσχεται τα πάντα για αργότερα, που αφήνει την εφηβική φαντασία να ταξιδέψει σε μέρη που οι ενήλικες δεν θα δουν ποτέ.
Το μεγαλύτερο, το πιο επιτυχημένο ημιτελές ταλέντο στην ιστορία, η πιο σίγουρη υπόσχεση που δεν βγήκε ποτέ.
Ο Μάικλ Όουεν.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro