Έχουν πάντα το δικό τους ξεχωριστό ενδιαφέρον τα ετυμολογικά ταξίδια.
Ο τρόπος με τον οποίον μια λέξη φεύγει από την αφετηρία της σημασίας της και καταλήγει να σημαίνει κάτι άλλο, κάτι αρκετά διαφορετικό.
Ό,τι συνέβη δηλαδή και με αυτό που στην Ισπανία αποκαλούν «querencia». Γεννημένη από το ρήμα «querer», δηλαδή «επιθυμώ», αυτή η μεταφυσική έννοια ήρθε στη ζωή εκατοντάδες χρόνια πριν σε κάποια αρένα ταυρομαχιών. Όριζε εκείνο το σημείο της όπου ο μαχόμενος ταύρος αισθανόταν δυνατός και ασφαλής, το σημείο της αρένας στο οποίο ήθελε συνεχώς να επιστρέφει.
Στο πέρας των αιώνων βέβαια η σύνδεσή της με τις ταυρομαχίες ουσιαστικά χάθηκε και το ταξίδι της την οδήγησε σε ένα άλλο άυλο νόημα, αυτό του «σπιτιού». Μη φανταστείτε τούβλα, τσιμέντα και σοβάδες.
Σκεφτείτε ασφάλεια, άνεση, στοργική ζεστασιά. Αγάπη που λαμβάνεις κι αγάπη που προσφέρεις. Ό,τι δηλαδή σκέφτεται και ο Ιβάν Ράκιτιτς για τη δική του «querencia», τη Σεβίλλη.
Το μέρος -κυριολεκτικά και μεταφορικά- που τον άλλαξε. Ως άνθρωπο και ως ποδοσφαιριστή. Το μέρος που για πρώτη φορά αισθάνθηκε ως σπίτι, το μέρος όπου για πρώτη φορά ξετύλιξε και ανέδειξε τον καλύτερο ποδοσφαιρικό του εαυτό, αυτό που, ακόμα κι όταν το σώμα του έφυγε, η ψυχή του δεν μπόρεσε να αφήσει πίσω. Το μέρος που χαράχθηκε ανεξίτηλα μέσα του, το μέρος στο οποίο πάντα ήξερε πως θα επιστρέψει… σαν ταύρος στην «querencia».
Τι σύνδεση κι αυτή, τι απρόσμενος ποδοσφαιρικός έρωτας. Ένας Κροάτης στην Ανδαλουσία. Και ποιος να το έλεγε, ποιος να το φανταζόταν πως τα πάντα θα άρχιζαν από έναν άλλον έρωτα. Από ένα -το πρώτο- βλέμμα.

Ιβάν Ράκιτιτς και Ρακέλ Μάουρι / Photo by: Eurokinissi.
Την είδε εκεί ξαφνικά. Εμφανίστηκε από το πουθενά, πίσω από το μπαρ, ανάμεσα στα γυάλινα ποτήρια, με έναν δίσκο στο χέρι. Αυτός βέβαια δεν θα έπρεπε να είναι εκεί, στο μπαρ του ξενοδοχείου του τόσο αργά το βράδυ, αλλά η υπερένταση, η αγωνία και η αδρεναλίνη δεν του επέτρεψαν να κοιμηθεί. «Άλλο ένα ποτό», είπε στον αδερφό του κι εκείνος δεν αρνήθηκε. Άλλωστε, είχαν στην πλάτη τους μια μεγάλη, αγχωτική ημέρα, γεμάτη διαπραγματεύσεις και συζητήσεις για την πιο κρίσιμη απόφαση της ζωής του.
Βρισκόταν κάπου στην Ανδαλουσία για πρώτη φορά, έτοιμος να κάνει το επόμενο βήμα. Τα είχε βρει σε όλα με τη Σεβίλλη τέλη Γενάρη και οι Ανδαλουσιανοί ετοιμάζονταν να κάνουν δικό τους έναν από τους πιο υποσχόμενους μέσους στην Ευρώπη. Τον ήθελαν πολλοί. Πολλοί προσπάθησαν να τον κλέψουν μέχρι και την τελευταία στιγμή, μα ήταν ήδη αργά.
Την είχε ήδη δει μπροστά του. «Ουάου… Αν η ζωή μου ήταν ταινία, τη στιγμή που την είδα, η σκηνή θα ξετυλιγόταν σε slow motion. Ξέρετε τι εννοώ, ε; Ήταν πανέμορφη», έχει γράψει ο ίδιος.
Το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω της, ανήμπορο να την αφήσει από την πορεία του, απόλυτα παραδομένο στις χημικές αντιδράσεις του εγκεφάλου του που γούρλωναν τα μάτια του και γαργαλούσαν το στομάχι του.
«Ντριιιιιν». Το κινητό του τηλέφωνο χτύπησε και διέκοψε άγαρμπα τη στιγμή. «Ντέγιαν, μου είπαν ότι, αν θέλω, στέλνουν τώρα ένα ιδιωτικό τζετ στο αεροδρόμιο και υπογράφω αύριο το πρωί», είπε στον αδερφό του. Ήταν μια άλλη -άγνωστη- ομάδα που τον διεκδικούσε σκληρά, αφού ακόμη δεν είχε υπογράψει ούτε χαρτοπετσέτα με τη Σεβίλλη. Πιο εύκολη αλλαγή από τη μετακόμισή του στην Ανδαλουσία, πιο εύκολη χώρα για εκείνον, περισσότεροι γνωστοί. Στην Ισπανία θα ξεκινούσε από το απόλυτο μηδέν.
«Ωραία. Τι θες να κάνουμε;», τον ρώτησε ο Ντέγιαν, για να πάρει την πιο αποστομωτική απάντηση: «Τίποτα. Έχω δώσει τον λόγο μου στον Πρόεδρο. Και πρέπει να παντρευτώ αυτήν την κοπέλα».
Ο αδερφός του γέλασε, νόμιζε πως έκανε πλάκα. Λένε πως ο “έρωτας με την πρώτη ματιά” παύει να ακούγεται κλισέ, μόνο όταν τον νιώσεις. Και ο Ράκιτιτς τον ένιωσε εκείνο το βράδυ, στο «άλλο ένα ποτό», ανεπανάληπτα δυνατά. Ήξερε πως έπρεπε να παντρευτεί τη Ρακέλ, έτσι την έλεγαν παρεμπιπτόντως, αλλά τα πράγματα στην πράξη ήταν πιο περίπλοκα.

Ιούνιος 2008: Ο Ιβάν Ράκιτιτς με τη φανέλα της Εθνικής Κροατίας κόντρα στον Μάριουζ Λεβαντόφσκι της Πολωνίας σε αναμέτρηση για το EURO που διεξήθχη στα γήπεδα της Αυστρίας και της Ελβετίας / Photo by: INTIME (GEPA).
Για αρχή, δεν ήξερε ισπανικά. Μιλούσε γερμανικά, αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά, σερβοκροατικά, μα στα ισπανικά μπορούσε να πει μόνο… «Hola». Κι η Ρακέλ δεν ήξερε λέξη στα αγγλικά. Πώς να της μιλήσει; Πώς να την προσεγγίσει; Κάθε μέρα γινόταν το ίδιο, η ίδια φράση βγαλμένη από το Google Translate: «Buenos dias, Raquel. Un cafe y un Fanta naranja», («Καλημέρα, Ρακέλ. Έναν καφέ και μια πορτοκαλί Fanta»).
Ο Ράκιτιτς υπέγραψε στη Σεβίλλη και πέρασε τους τρεις πρώτους του μήνες εκεί, στο ίδιο ξενοδοχείο. Σιγά μην το άλλαζε. Κάθε πρωί η ίδια παραγγελία, κάθε πρωί η ίδια κωμική σχεδόν απόπειρα επικοινωνίας.
«Προσπαθούσα να μάθω ισπανικά, έλεγα κάποιες σπαστές φράσεις και κουνούσα τα χέρια μου σαν παντομίμα. Εκείνη γελούσε. Κάπως έτσι έφτασα να πίνω αστείες ποσότητες καφέ», θα γράψει χρόνια μετά.
Πέθαινε με το γέλιο και το χαμόγελό της. Πέθαινε ακόμα πιο πολύ όμως, επειδή δεν μπορούσε να την έχει.
Έκανε τα πάντα, ό,τι μπορούσε. Πέρα από το ότι έπινε αστεία πολύ καφέ. Άκουγε συνεχώς ισπανικό ραδιόφωνο για να μάθει τη γλώσσα, την επισκεπτόταν κάθε μέρα, προσπαθούσε να της μιλήσει. Η Ρακέλ όμως δεν ενέδιδε, παρά την επιμονή του Ιβάν. Της ζήτησε να βγουν δεκάδες φορές. Δεν άκουσε ποτέ το «όχι» αυτολεξεί, αλλά άκουσε δεκάδες δικαιολογίες. Τη μια φορά είχε να κάνει “εκείνο”, την άλλη το “άλλο”. Κάποια στιγμή τού είπε ακριβώς αυτό που σκεφτόταν: «Είσαι ποδοσφαιριστής. Σήμερα είσαι εδώ, του χρόνου μπορεί να είσαι αλλού. Συγγνώμη, αλλά “όχι”».
«Λες να νομίζει πως είμαι τόσο κακός που θα με διώξουν»; Ο Ράκιτιτς αμφέβαλε μέχρι και για το ποδόσφαιρό του, στην προσπάθειά του να πείσει την κοπέλα που είχε ερωτευτεί να βγει μαζί του μια ρημάδα φορά.
Κι έτσι σε κάθε του προπόνηση έδινε ακόμα περισσότερα. Δεν μπορούσε να μην καθιερωθεί, δεν μπορούσε να μην πετύχει στη Σεβίλλη. Σεβίλλη σήμαινε Ρακέλ και Ρακέλ σήμαινε έρωτας. Δεν γινόταν να φύγει από εκεί, χωρίς να την έχει κάνει δική του.
Ακόμα κι όταν μετακόμισε επιτέλους στο σπίτι του, κάθε μέρα σχεδόν περνούσε από το ξενοδοχείο. Αν ήταν η Ρακέλ εκεί, έμενε για έναν καφέ. Αν όχι, δεν έκανε ούτε βήμα παραπάνω κι έφευγε. Οι μήνες περνούσαν, αλλά το φρούριο δεν έπεφτε. Απτόητος ο Ράκιτιτς συνέχιζε να προσπαθεί. Με την επιμονή του καψούρη, την -ίσως- ισχυρότερη δύναμη του σύμπαντος.

Photo by: Eurokinissi.
Επτά μήνες μετά, πολλοί γνώριζαν το βάσανό του, δεν το έκρυβε κιόλας, κι ένας από τους “κατασκόπους” του του έστειλε το κομβικό μήνυμα. «Έλα τώρα στο ξενοδοχείο! Η Ρακέλ είναι εδώ, αλλά δεν δουλεύει». Σηκώθηκε άρον-άρον κι έτρεξε να τη βρει. «Λοιπόν, δεν δουλεύεις. Οπότε τώρα πρέπει να βγεις μαζί μου», της είπε σχεδόν αλαφιασμένος. «Ξέρω ότι είσαι με την αδερφή σου, αλλά θα πάμε όλοι μαζί». Πίεσε, όπως δεν είχε πιέσει ποτέ του αντίπαλο και το πρέσινγκ του δεν άφησε άλλη επιλογή παρά ένα διστακτικό μα στα αλήθεια γοητευμένο «άντε, πάμε».
Βγήκαν για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ. Επτά μήνες από το πρώτο βλέμμα, αμέτρητες δικαιολογίες, αμέτρητους καφέδες, αμέτρητες χαζοχαρούμενες “συζητήσεις” με σπαστά ισπανικά και χειρονομίες μετά. Βγήκαν και την επόμενη ημέρα. Και έκτοτε δεν πέρασαν ούτε μια μέρα χώρια.
«Είναι ό,τι πιο δύσκολο έκανα ποτέ», θα γράψει. Έχει καταφέρει όσα το 99% των ποδοσφαιριστών δυσκολεύονται να ονειρευτούν, μα μέχρι σήμερα τίποτα δεν ζόρισε τον Ράκιτιτς όσο η -δική του πια- Ρακέλ.
Επειδή τίποτα όμως δεν πάει στράφι για το σύμπαν, ο μόχθος του για την αγάπη της ζωής του του άνοιξε έναν άλλον δρόμο για μια ακόμα διαφορετική αγάπη. Όπως η οικογένεια της Ρακέλ τού άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της. Για καλή του τύχη, όλοι τους ήταν οπαδοί της Σεβίλλης και όχι της Μπέτις. Είχε μόλις μάθει ισπανικά και η χαρακτηριστική ανδαλουσιανική προφορά έβαζε ακόμα πιο ψηλά τον πήχη.

Ιούνιος 2012: Ο Ιβάν Ράκιτιτς με τη φανέλα της Εθνικής Κροατίας στο EURO που διεξήθχη στα γήπεδα της Πολωνίας και της Ουκρανίας / Photo by: INTIME.
Τουλάχιστον ήξερε να προσποιείται καλά πως γελάει όμως, κι αυτό έσπασε τον πάγο της αμηχανίας ανάμεσα σε αυτόν και τον μπαμπά της Ρακέλ. «Δώσε μου λίγο καιρό και σε λίγο θα καταλαβαίνεις κάθε λέξη που λέω», του είπε αυτός. Όμως δίπλα του, στις αλέγρες, έντονες και μεγάλες οικογενειακές συναντήσεις ο Ράκιτιτς κατέληξε να καταλάβει πολλά περισσότερα.
Ήταν περίεργο, πρώτη φορά ένιωθε τόσο πολύ αυτή τη ζεστή έννοια του σπιτιού, πρώτη φορά ένιωθε τόσο μέρος μιας μεγαλύτερης οικογένειας. Για τον Ιβάν αυτά τα συναισθήματα ήταν ανέκαθεν περίπλοκα.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελβετία, εκεί όπου οι γονείς του είχαν βρει καταφύγιο από τον πόλεμο που μαινόταν στην Κροατία. Πέρασε όλη του την παιδική και εφηβική ηλικία μόνο με εκείνους, τον αδερφό και την αδερφή του, σε μια πατρίδα που δεν ήταν ακριβώς πατρίδα. Δεν ανήκε κάπου ακριβώς. Και γρήγορα έμαθε να ζει με τη μοναξιά του.
Ήταν το τίμημα του ονείρου του. Ξεπετάχθηκε γρήγορα από τις ακαδημίες της Βασιλείας και ακόμα πιο γρήγορα βρέθηκε ολομόναχος στο Γκεζελκίρχεν, 19 ετών υπέγραψε στη Σάλκε.
Πόσα βράδια πέρασε μόνος, κυνηγώντας όσα ήθελε να πετύχει; Πόση αγωνία έφαγε με το κουτάλι σε κάποιο άψυχο, άδειο δωμάτιο;
Οπότε αυτά τα γεμάτα από κόσμο και ζωή δωμάτια στη Σεβίλλη δεν τα είχε ζήσει ποτέ του. Τότε τα γνώρισε. Μαζί με όσα σήμαινε η Σεβίλλη για τη “blanquirroja” πλευρά της πόλης. Άκουσε αμέτρητες ιστορίες από τον μπαμπά της Ρακέλ, είδε το πάθος και τη φλόγα στο βλέμμα του τόσες φορές, μα τίποτα δεν χαράχθηκε στο μυαλό του πιο χαρακτηριστικά από όσα έμαθε για τον παππού της αγαπημένης του.

Σεπτέμβριος 2008: Ο Ιβάν Ράκιτιτς με τη φανέλα της Σάλκε κόντρα στον Σάββα Πουρσαϊτίδη του ΑΠΟΕΛ σε αναμέτρηση για το Europa League / Photo by: INTIME.
Τον έτρεχαν, λέει, στο νοσοκομείο στα τελευταία του, προσπαθώντας με απελπισία να του χαρίσουν λίγη ακόμα ζωή. Οι γιατροί τον έγδυσαν για τις τελευταίες του εξετάσεις και προσπάθησαν να του βγάλουν το ρολόι του. Εκείνος μάζεψε όση δύναμη τού είχε απομείνει και τράβηξε απότομα το χέρι του. «Αυτό δεν βγαίνει από το χέρι μου. Θα πεθάνω μαζί του», είπε. Ήταν το αγαπημένο του ρολόι, με το σήμα της Σεβίλλης. Τόσο τη λάτρευε. Όντως πέθανε με αυτόν στον καρπό του, αρκετά νωρίτερα από όσο θα έπρεπε για να συναντήσει τον Ράκιτιτς. Μα αν το έκανε, αν όντως ζούσε τον γαμπρό του, δεν υπήρχε αμφιβολία πως θα πετούσε από χαρά, θα φούσκωνε από περηφάνια.
Κανείς δεν ξέρει αν όντως έφταιγε το επιπλέον πείσμα που τον κατέκλυε, όσο κυνηγούσε τη Ρακέλ, η ανάγκη του να καθιερωθεί στην ομάδα για χάρη της. Ο Ιβάν, όπως και να είχε, ταίριαξε στη Σεβίλλη, όπως ταίριαξε και με την αγαπημένη του.
Τέλεια. Ξέρετε, όλα έβγαζαν νόημα. Πολύ γρήγορα. Μεγάλωσε με είδωλο τον Ρόμπερτ Προσινέτσκι κι εκεί, στην ίδια ομάδα από την οποία κι αυτός πέρασε, άρχισε να βαδίζει στα βήματα του ήρωά του και ίσως να τον ξεπερνά. Μανθάνο, Μαρθελίνο, Μίτσελ, Έμερι. Δεν υπήρξε προπονητής στη Σεβίλλη που να μην είδε σε εκείνον τον πυλώνα της μεσαίας του γραμμής.
Άλλωστε, ο Ράκιτιτς μπορούσε κάνει τα πάντα, να τρέξει επίμονα σαν “εξάρι”, να χτίσει αρχιτεκτονικά επιθέσεις σαν “οκτάρι” και να δημιουργήσει με μαεστρία σαν “δεκάρι”. Και ταυτόχρονα να ηγηθεί. Δεν άργησε να φορέσει το περιβραχιόνιο της Σεβίλλης, να γίνει ο πρώτος ξένος αρχηγός του συλλόγου, μετά τον Ντιέγκο Μαραντόνα περίπου 20 χρόνια αργότερα.
Ξένος; Ξέρετε τώρα, τυπικότητες. Κροάτης ήταν αλλά πλέον κι Ανδαλουσιανός μαζί. Έστω ένα κομμάτι του. Σαν τέτοιος έπαιζε, σαν η Σεβίλλη να σήμαινε τα πάντα για αυτόν. Ίσως επειδή σήμαινε τα πάντα για τη δεύτερη οικογένειά του.

Μάιος 2014: Ο Ιβάν Ράκιτιτς με τη φανέλα της Σεβίλλης πανηγυρίζει την κατάκτηση του Europa League / Photo by: INTIME.
Και με όσα έκανε σύντομα σήμαινε το ίδιο πολλά και για εκείνους. Όχι μόνο για τα πεθερικά του αλλά και για κάθε οπαδό της ομάδας. Άλλωστε, αυτή, η ομάδα, έφτασε να είναι ο Ράκιτιτς. Αυτός ήταν το αδιαμφισβήτητο πρόσωπό της, ο πρωταγωνιστής, ο ήρωας που την ανέβασε ξανά στην κορυφή. Με εκείνον αρχηγό, ηγέτη, σημείο αναφοράς, η Σεβίλλη επέστρεψε στον θρόνο του αγαπημένου της Europa League το 2014. Εκείνος ήταν ο MVP, εκείνος σήκωσε και το τρόπαιο.
Πλέον δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία, βρισκόταν στην ελίτ. Και το ολόζεστο ενδιαφέρον της Μπαρτσελόνα για εκείνον ήταν μόνο η επιβεβαίωση. Τρία μόλις χρόνια μετά τη μεταγραφή του, ο -τότε- μεγαλύτερος σύλλογος του πλανήτη τον ήθελε δικό του. Τρία συμπυκνωμένα χρόνια απόλυτης εκτόξευσης και επιτυχίας.
Κάθε άλλος δεν θα το σκεφτόταν στιγμή. Μα ο Ιβάν, όσο κι αν ήθελε να πάει στην «Μπάρτσα», δυσκολευόταν να αφήσει τη Σεβίλλη. Την ομάδα, την πόλη, την οικογένεια. «Ξέρω ότι πρέπει να πας. Πήγαινε. Αλλά μην περιμένεις να σε υποστηρίζουμε, όταν παίζουμε αντίπαλοι», του είπε με γλυκιά αυστηρότητα ο πεθερός του, ξεπροβοδίζοντάς τον ουσιαστικά.
Ο Ράκιτιτς δεν πίεσε στο ελάχιστο για αυτή τη μετακίνηση, περίμενε υπομονετικά η Σεβίλλη να ικανοποιηθεί οικονομικά, σκεπτόμενος πώς θα αποχαιρετήσει τους οπαδούς. Το έκανε δύσκολα, άφησε το σπίτι του. Μα την πρώτη φορά που επέστρεψε ως αντίπαλος εκεί, οι πιστοί του φρόντισαν να του υπενθυμίσουν πως τέτοιο θα είναι πάντα. Σπίτι.

Μάρτιος 2015: Ο Ιβάν Ράκιτιτς με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα / Photo by: INTIME.
«Αρχηγέ, το σπίτι σου θα είναι για πάντα εδώ», έγραφε το τεράστιο πανό που σήκωσε το Ramón Sánchez-Pizjuán για χάρη του, όταν τον είδε στα «blaugrana». Μέσα σε αυτά, τα «κόκκινα και μπλε», ο Ιβάν έζησε όσα κάθε παιδί ονειρεύεται να ζήσει. Έγινε θεμέλιος λίθος σε μια απίστευτη, ασταμάτητη ομάδα που στην πρώτη του κιόλας σεζόν κατέκτησε κάθε πιθανό τίτλο κι έγραψε ιστορία. Σκόραρε στον Τελικό του Champions League και δημιούργησε αμέτρητες μαγικές συνεργασίες με παίκτες όπως ο Μέσι, ο Λουίς Σουάρες, ο Νεϊμάρ. Χαλύβδωσε τον εαυτό του στην κορυφή, θεωρούταν και ήταν ένας από τους σπουδαιότερους μέσους της εποχής, πάντα με τη χαρακτηριστική του ικανότητα και άνεση να κάνει τα πάντα στο χορτάρι.
Διοχέτευσε όλη την αστερόσκονη που η κλάση του πια απέπνεε και στην Εθνική Κροατίας. Έζησε και με αυτή το όνειρο, την οδήγησαν απρόσμενα μαζί με τον Μόντριτς στον Τελικό του Μουντιάλ το 2018.
Δεν άγγιξε απλώς την κορυφή, έμεινε σε αυτή. Έξι ολόκληρα χρόνια. Ίσως λίγο, ένα τσακ, περισσότερο από ό,τι έπρεπε. Άλλωστε και ο ίδιος προς το τέλος έχασε τον εαυτό, όσο η Μπαρτσελόνα έχανε την εμπιστοσύνη της σε αυτόν. Του έδωσε τόσα πολλά. Δόξα, αίγλη, τίτλους, λάμψη.
Μα, όσα ωραία κι αν ένιωσε, δεν ένιωσε αυτό το ξεχωριστό. Δεν ένιωσε ξεχωριστός. «Καταλαβαίνω την κατάσταση, αλλά δεν είμαι ένα σακί με πατάτες για να με κάνουν ό,τι θέλουν», είπε λίγο πριν το τέλος. Το τέλος στο οποίο η ίδια η «Μπάρτσα» τον έσπρωξε, δίνοντάς του ένα αντίο δυσάναλογο της προσφοράς και της αξίας του.

Νοέμβριος 2017: Ο Ιβάν Ράκιτιτς με τη φανέλα της Εθνικής Κροατίας / Photo by: Eurokinissi.
Δεν ήταν αυτό που τον βοήθησε να καταλάβει, να εκτιμήσει. Γιατί δεν το χρειαζόταν. Ήταν μαγικά στην «Μπάρτσα» για τον Ράκιτιτς, μα στη Σεβίλλη ήταν αλλιώς. Και το ήξερε από πάντα. Από την πρώτη στιγμή. Όπως εκείνο το πρώτο βλέμμα στο μπαρ του ξενοδοχείου του. Ο καθένας μπορεί να μιλήσει για νούμερα, για διατάξεις, συμπαίκτες, προπονητές, ομάδες, τίτλους. Ο Ιβάν πάντα επέλεγε να μιλά για ανθρώπους.
«Νομίζω ότι ο κόσμος δεν καταλαβαίνει πόσο μεγάλο ρόλο παίζουν στην καριέρα ενός ποδοσφαιριστή οι άνθρωποι που έχει στη ζωή του. Όλοι ρωτάνε για τα πάντα εκτός από αυτά που συμβαίνουν μακριά από το γήπεδο. Κι αυτά στην πραγματικότητα έχουν σημασία. Ήμουν καλός παίκτης στη Βασιλεία και τη Σάλκε, αλλά, όταν γνώρισα τη γυναίκα μου, ένιωσα πως είχα έναν λόγο για να παίζω και εκτοξεύτηκα», έχει γράψει.
Είπαμε, Σεβίλλη σήμαινε Ρακέλ και Ρακέλ σήμαινε έρωτας. Κι έτσι με κάποιον τρόπο, για όλα όσα ένιωσε εκεί, έρωτας άρχισε να σημαίνει και η Σεβίλλη. Πού αλλού θα μπορούσε να πάει; Ένας ταύρος πάντα θέλει να επιστρέφει στην «querencia». Γύρισε, φόρεσε ξανά το περιβραχιόνιο, έκανε ξανά περήφανο τον αγαπημένο του πεθερό, οδήγησε ξανά τη Σεβίλλη στην κορυφή και σε ένα ακόμα Europa League.
Μα κυρίως αισθάνθηκε ξανά αυτή τη ζεστασιά, την ασφάλεια, την αγάπη. Στα οικογενειακά τραπέζια, στα συνθήματα του γηπέδου, στα πειράγματα του μπαμπά της Ρακέλ, στην ανάγκη του να ξεπερνά τον εαυτό του για να ανταποδώσει σε αυτόν τον -κυριολεκτικό και μεταφορικό- τόπο όσα του έδωσε.
Και, όταν τέσσερα χρόνια μετά αναγκάστηκε να φύγει και πάλι, φρόντισε να το κάνει βάζοντας σε απόλυτη προτεραιότητα το καλό του συλλόγου. Αυτή τη φορά τον άφησε με ακόμα περισσότερα δάκρυα στα μάτια. Μα με την ίδια υπόσχεση: «Κάπως, κάποτε, θα επιστρέψω ξανά». Ένας ταύρος πάντα επιστρέφει στην «querencia».
Τι σύνδεση κι αυτή, τι αγάπη. Ένας Κροάτης στην Ανδαλουσία. Τόσο μαγικό που η ιστορία ενός εκ των πιο δυνατών ποδοσφαιρικών ρομάντζων βασίστηκε σε ένα αληθινό ρομάντζο. Ποιος ξέρει; Αν το βλέμμα του δεν έπεφτε ποτέ πάνω της, αν ο Ιβάν δεν ερωτευόταν κεραυνοβόλα τη Ρακέλ, ίσως να μην υπέγραφε ποτέ στη Σεβίλλη, ίσως να μη γινόταν ποτέ αυτός που έγινε. Ίσως να μη γράφαμε για αυτόν.

Ιβάν Ράκιτιτς και Ρακέλ Μάουρι / Photo by: Eurokinissi.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ρόμπερτ Προσινέτσκι: Στο άδειο μου πακέτο
Ντάριο Σρνα: Ξοπίσω του η φωτιά
Μάριο Μάντζουκιτς: Ατενίζοντας το «Μπλε Πεδίο»
Λούκα Μόντριτς: Η ζωή είναι ωραία… / EURO 2020 Face Control / MUNDIAL 2022 | Faces