Ο Κόνδορας των Άνδεων, αυτό το αρχοντικό αρπακτικό πτηνό των ουρανών της Νότιας Αμερικής, είναι ένας από τους επτά γύπες του Νέου Κόσμου.
Αποτελεί εθνικό σύμβολο της μεγάλης κορδιλιέρας, ίνδαλμα για τους λαούς της Λατινικής Αμερικής και διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στη μυθολογία και τη λαογραφία των περιοχών των Άνδεων. Είναι μέρος της θρησκείας, σχετίζεται με τη θεότητα του Ήλιου, λογίζεται από τους Ινδιάνους ως «ο άρχοντας του ανώτερου κόσμου».
Διαθέτει το μεγαλύτερο άνοιγμα φτερών από οποιοδήποτε αρπακτικό και τη μεγαλύτερη επιφάνεια πτερύγων από οποιοδήποτε άλλο πτηνό στον κόσμο. Ίπταται με τα φτερά σε οριζόντια θέση και μοιάζει να μην φτερουγίζει σχεδόν ποτέ. Αποπνέει μια μυστικιστική ανωτερότητα, μια μεγαλοπρέπεια σχεδόν εκφοβιστική, απειλητική, αιμοβόρα.
Μονάχα ένας ποδοσφαιριστής θύμιζε κόνδορα, μόνον ένας, κάθε που σκόραρε, πανηγύριζε με τα χέρια εκτεταμένα και η μορφή του ήταν πτηνοειδής, σαν έτοιμος να πετάξει.
Αρχοντικός και ταπεινός ταυτόχρονα, παγιδευμένος στη διάσταση, στην οποία τον ταξίδευε η αδρεναλίνη του. Κινήσεις ενστικτώδεις, διδακτικές, λιγοστές αλλά χειρουργικές, σαν κόνδορας που πετά κατά μήκος της οροσειράς των Άνδεων.
Το εναέριο παιχνίδι του ήταν μια ακραία και φιλόδοξη απόπειρα να έρθει λίγο πιο κοντά στον ουρανό, να δει τη Χιλή του από ψηλά και να παρέμβει, όπου εκείνος κρίνει σκόπιμο.
Η πτήση εν γένει είναι μια ανεπιτήδευτη δράση, σε κάνει διαφορετικό και ανεξάρτητο, σε μπερδεύει. Αλλάζει το βλέμμα και την προοπτική για τον κόσμο, μετατρέπει τα ελαττώματά του σε προφανή και, ως εκ τούτου, μεταδίδει σοφία.
Γι’ αυτό είναι γοητευτική η πτήση, γι’ αυτό την κυνήγησε ο άνθρωπος από την αρχαιότητα. Εμπεριέχει μια τρέλα, μια ποιητική λαχτάρα κατάλληλη μόνο για τους τολμηρούς κι εκείνους, οι οποίοι είναι γεμάτοι άγνοια κινδύνου
Ο Ζαμοράνο στον αέρα σφυρηλάτησε το όραμά του για τον κόσμο. εν πτήσει αμφισβήτησε τα όρια του θάρρους.
Σαν άλλος Πατρίκ ντε Γκαγιαρντόν, είχε αυτή την ατρόμητη, σχεδόν ποιητική, άγνοια να αντιμετωπίζει το κενό. Με τη διαφορά ότι οι πτήσεις του Ζαμοράνο δεν ήταν πινδαρικές, αλλά κοσμικές.
Υπάρχει ένας μύθος στους Ινδιάνους της Χιλής, ο οποίος κάνει λόγο για έναν νυκτόβιο κόνδορα, μια μυθολογική οντότητα που διέσχιζε τις ακτές με κινηματογραφική ταχύτητα και τρεφόταν με χρυσό και ασήμι. Οι Ινδιάνοι Μαπούτσε τον είχαν ονομάσει «Αλικάντο».
Σύμφωνα με τον μύθο, γεννούσε τακτικά δύο αυγά, ένα από χρυσό και ένα από ασήμι. Εάν οι ιθαγενείς ακολουθούσαν τον «Αλικάντο», δίχως να γίνουν αντιληπτοί, εκείνος τους οδηγούσε σε νέες, κρυμμένες φλέβες χρυσού. τους έκανε πλούσιους.
Γενιές ολόκληρες στη Χιλή μεγάλωσαν με τον μύθο του «Αλικάντο», να συντροφεύει τους προγόνους που δούλευαν στα ορυχεία και κάποτε θα ερχόταν η σειρά τους. Οι Χιλιανοί ήξεραν. Και περίμεναν καρτερικά, στωικά, αδιαμαρτύρητα. Γιατί ο «Αλικάντο» θα έρθει από εκεί που δεν τον περιμένεις.
Στην προκειμένη περίπτωση, εκείνος που τον ακολούθησε, δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός, η σωματική του διάπλαση κινείτο στο μέσο όρο. Διέθετε, όμως, μια αδιανόητη δύναμη στα πόδια, η οποία του επέτρεπε να σηκωθεί και να παραμείνει στον αέρα ένα έστω δευτερόλεπτο περισσότερο από τον αντίπαλό του.
Ήταν εκείνο το κλάσμα του χρόνου που επιτρέπει στην ιστορία να εξελιχθεί σε μύθο. Αυτή η αιθέρια και υπερφυσική ικανότητα ήταν η φλέβα χρυσού, την οποία εμφάνισε ο «Αλικάντο» στον Ιβάν Ζαμοράνο.
Η φυσική του κατάσταση για ποδοσφαιριστή εκείνων των δεκαετιών ήταν εξωπραγματική, σχεδόν μυθική.
Κάποτε στη Σεβίλλη, ανάγκασε τους προπονητές να ελέγξουν τα μηχανήματα, διότι είχε σπάσει τα κοντέρ στα περίφημα τότε τεστ Κούπερ και αμέσως μετά είχε διανύσει τα εξήντα μέτρα σε 7,4 δευτερόλεπτα.
Όταν μέτρησαν και το επιτόπιο άλμα του, φώναξαν ειδικούς και εργοφυσιολόγους για να διαπιστώσουν περί τίνος επρόκειτο. Είχε σηκωθεί από το έδαφος 61 εκατοστά και είχε μείνει στον αέρα εκείνο το κλάσμα περισσότερο, το οποίο σ’ έκανε να αναρωτιέσαι έως πού φτάνει η ανθρώπινη δύναμη.
Προσοχή δεν ήταν ένα άκαμπτο, “νεκρό” άλμα, όπως εκείνα των αθλητών του στίβου. Εμπεριείχε ελαστικότητα, ευελιξία. Η έκτασή του υπολείπετο μόνο των δύο τερματοφυλάκων, οι οποίοι φύσει και θέσει έχουν τα μεγαλύτερα ανοίγματα.
Σε εκείνη τη δοκιμή πια είχαν μαζευτεί δεκάδες άνθρωποι και χάζευαν αυτόν τον περίεργο Ινδιάνο που είχε έρθει από την Ελβετία. Ακόμα ήταν το 1990, ο κόσμος του ποδοσφαίρου δεν είχε βρεθεί ενώπιον των κατακόρυφων, “στεγνών” αλμάτων του Κριστιάνο Ρονάλντο ή του Σέρχιο Ράμος. Άλλωστε, ο Ζαμοράνο δεν ήταν ποτέ απλώς υπερφυσικός ή προβλέψιμος.
Ο Ζαμοράνο είχε έκρηξη, έμοιαζε σαν καταπέλτης, όπως εκείνοι οι παλιοί ακροβάτες στο τσίρκο που εκτοξεύονταν από ένα κανόνι και κατέληγαν με απίστευτη ταχύτητα στον στόχο. Έτσι εισέβαλε στο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι ο Ιβάν. Σαν καταπέλτης. Εν καιρώ έγινε γνωστό ότι όλες οι υπεράνθρωπες μετρήσεις ήταν προϊόν πολύ σκληρής δουλειάς, δεκάδων στερήσεων και βιωματικού χαρακτήρα.
Προερχόμενος από την εργατική τάξη, δεν διέθετε τα μέσα για να προπονηθεί κατάλληλα. Ο πατέρας του, όμως, διέκρινε το ιδιαίτερο ταλέντο του και φρόντισε να το εξελίξει. Με αφοσίωση, με σιδηρά πειθαρχία, με διάφορα τρικ και προκλήσεις που γοητεύουν τα παιδιά.
Από πολύ μικρός είχε μάθει να δουλεύει στα δυνατά του σημεία, είχε καταλάβει ότι είναι καλύτερο να τελειοποιήσει τα πλεονεκτήματά του, παρά να αμβλύνει τις αδυναμίες του.
Στο σπίτι του υπήρχε ένας πολυέλαιος, τον οποίον ο πατέρας του τού είχε θέσει ως απόλυτο στόχο. Κάθε μέρα, όταν ο Ιβάν επέστρεφε στο σπίτι, προσπαθούσε να αγγίξει με το κεφάλι εκείνον τον πολυέλαιο.
Όταν το κατάφερε, ήταν τρισευτυχισμένος, τόσο χαρούμενος, σα να είχε κατακτήσει το σπουδαιότερο τρόπαιο του κόσμου.
Την επόμενη μέρα, όταν γύρισε από το σχολείο, ο πολυέλαιος ήταν κρεμασμένος ακόμα πιο κοντά στο ταβάνι. Έπρεπε να ξαναπροσπαθήσει, να πηδήξει ακόμα ψηλότερα.
Στο σχολείο τον φώναζαν «Bam Bam, επειδή θύμιζε στους φίλους του τον Barney Rumble από τους Flintstones,. Ήταν μικρός το δέμας και ολίγον τρομακτικός με το σχιστό βλέμμα, αλλά έκρυβε μια ανυποψίαστη δύναμη και θέληση. Σε εκείνο το προσωνύμιο κρυβόταν και η αλήθεια που ξεγυμνώνει η παιδικότητα, η πρωτόγονη αίσθηση αυτοπροστασίας και αυτοσυντήρησης.
Γίνε πιο δυνατός, πιο γρήγορος, πιο αλτικός, πιο ξεχωριστός από τους άλλους και στόχευε στο ακατόρθωτο, ακόμα κι αν είναι ουτοπικό.
Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο με την Κομπρεσάλ, την ομάδα των ανθρακωρύχων του Ελ Σαλβαδόρ, η οποία έπαιζε σε ένα γήπεδο είκοσι χιλιάδων θέσεων, σε μια πόλη δέκα χιλιάδων κατοίκων. Εκεί, κέρδισε το πρώτο Κύπελλο στην καριέρα του που ήταν και το πρώτο στην ιστορία της ομάδας. Τον είχαν φέρει πίσω από έναν συμβολικό δανεισμό στην Τρανσαντίνο των Άνδεων, η οποία συμμετείχε στα τοπικά.
Είχε σκοράρει 27 γκολ σε 29 εμφανίσεις. Είχε τρελάνει τον κόσμο και ήταν 18 χρονών. Αλλά βρισκόταν στο φυσικό περιβάλλον του, ψηλά στις Άνδεις.
Ο μύθος λέει ότι σε έναν αγώνα Κυπέλλου ενάντια στο θωρηκτό της Ουνιβερσιδάδ είχε σηκωθεί και είχε σκοράρει, πηδώντας τουλάχιστον μισό μέτρο πιο ψηλά από τον αμυντικό. Ο αντίπαλος έψαξε να τον βρει μετά το τέλος του αγώνα, του έσφιξε το χέρι και του εκμυστηρεύθηκε ότι είναι ο λόγος, για τον οποίο αντιλήφθηκε ότι πρέπει να σταματήσει το ποδόσφαιρο! Το όνομά του ήταν Μανουέλ Πελεγκρίνι και ο Ζαμοράνο είναι η αιτία, για την οποία ο Χιλιανός δάσκαλος εγκατέλειψε πρόωρα την ενεργό δράση και αποφάσισε να αφιερωθεί στις σπουδές του στο Πολυτεχνείο.
Κάποτε θύμισαν στον «Mecanico» αυτή την ιστορία, χαμογέλασε και απάντησε ότι αν ήξερε από τότε ποιο ήταν εκείνο το αγόρι και πού επρόκειτο να φτάσει, θα έπαιζε τουλάχιστον δυο χρόνια ακόμα, ίσα-ίσα για να έχει την τιμή να ξαναπαίξει μερικές φορές ακόμα εναντίον του.
Ήταν άπιαστος, απέπνεε θάμβος και κρατούσε συμπαίκτες κι αντιπάλους σε διαρκή επαγρύπνηση. Λένε ότι ο «Αλικάντο», ακόμα και όταν κοιμάται, δεν κλείνει τα φτερά του και, για να τον κυνηγήσεις, πρέπει να πέσει σε λήθαργο, κάτι που συμβαίνει πολύ σπάνια. Ο Ζαμοράνο ειδικά στο ξεκίνημα της καριέρας του, δεν κοιμόταν ποτέ.
Όλα τα στοιχεία της τεχνικής του, η αντοχή του, η δύναμή του εσωκλείονταν στο επάνω μέρος του σώματός του. Κάτι εντελώς ασυνήθιστο για ποδοσφαιριστή, μιας και είναι οξύμωρο να προτάσσεται οτιδήποτε άλλο εκτός από τα πόδια. Ίσως γι’ αυτό δίσταζαν όλες οι ευρωπαϊκές ομάδες, στις οποίες δοκιμάστηκε στην αρχή.
Έφτασε κοντά στν Μπολόνια, αλλά οι ιθύνοντες δίστασαν. Δεν ήταν καλός με τα πόδια, δεν ήταν δυνατόν να εμπιστευθούν ένα παιδί μόνο και μόνο για το ταλέντο του στο ψηλό παιχνίδι, όσο ξεχωριστό κι αν ήταν.
Κατέληξε στην Ελβετία, στη Σεντ Γκάλεν. Ήταν 21 χρονών, αλλά η μορφή του παρέπεμπε στον σοφό Ινδιάνο της φυλής.
Ταπεινό πρωτάθλημα θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, ωστόσο τα 34 γκολ σε 56 παιχνίδια δεν περνούν πουθενά απαρατήρητα. Πρόλαβε η Σεβίλλη, μια ομάδα γεμάτη τεχνίτες, η οποία τον βοήθησε να αποδείξει ότι μπορεί και στο ποδόσφαιρο που “μετράει”.
Η πραγματική έκρηξη επήλθε ωστόσο στη Ρεάλ, μια ομάδα καλλιτεχνών, όπως ο Λάουντρουπ και ο Μάρτιν Βάσκεθ. Αυτό το δίδυμο είναι και υπεύθυνο για την εξέλιξη και η κύρια αιτία, για την οποία το ταλέντο του Ζαμοράνο βρήκε πρόσφορο έδαφος για να ανθίσει.
Τέσσερα υπέροχα χρόνια, 101 γκολ, το ένα πιο όμορφο από το άλλο, όπως θυμάται ο ίδιος υπερβάλλοντας. Ήταν τα καλύτερά του χρόνια, η πιο ώριμη περίοδος της καριέρας του. Τότε έγινε και το σύμβολο της Selección, όπου γνώρισε και τον προσωπικό του κινησιολόγο, τον Αλεχάντρο Κοχ.
Στην Εθνική τον έβαζαν να κάνει άλματα για να χαζεύουν οι πιτσιρικάδες και οι προπονητές.
Κατά μέσο όρο έφτανε τα 75-76 εκατοστά. Κάποτε, θυμάται ο Κοχ, είχε ξεπεράσει τα 80.
Βαθμηδόν είχε “σπουδάσει” τους μηχανισμούς της κεφαλιάς, προετοιμαζόταν αναλόγως για τον προσωπικό αντίπαλο, φρόντιζε να βρίσκει τρόπους να αντιμετωπίσει αμυντικούς κατά πολύ ψηλότερους.
Το αποκορύφωμα της καριέρας του ήταν η προτελευταία σεζόν με τους Merengues. Πρώτος σκόρερ στη Liga με 27 γκολ («Pichichi» το λένε οι Ισπανοί), το ιστορικό χατ-τρικ στο εξευτελιστικό 5-0 κόντρα στη Μπαρσελόνα, το γκολ-τίτλος με την Ντεπορτίβο Λα Κορούνια, όταν πήδηξε “στον Θεό”, για να στοπάρει με το στήθος τη σέντρα του Αμαβίσκα:
Ο πανηγυρισμός είναι εξαγνιστικός, στα κόκκινα, εκτός παντός πλαισίου. Βγάζει τη φανέλα, όλοι οι μύες τεντωμένοι, η αδρεναλίνη ξεχειλίζει. Όλο το γήπεδο σε τρανς, ένα Μπερναμπέου να μεταφέρεται νοητά στη Λατινική Αμερική με πάθος που όμοιό του έκανε πολλά χρόνια να ξαναζήσει – αν το ξαναέζησε ποτέ. Αυτό έκανε ο Ινδιάνος, όπως κραυγάζει κι ο σχολιαστής. Η πτήση του κόνδορα.
Με επίσημο ύψος 1 μ. και 79 εκατ., όλοι οι αντίπαλοι έμοιαζαν, όπως εκείνος ο πολυέλαιος στο σπίτι. Συνεπώς, έπρεπε συνεχώς να δουλεύει και να παλεύει με τον εαυτό του. Και τα κατάφερνε.
Στην Ίντερ στα 29 του, κεφαλαιοποίησε την ονειρώδη παρουσία στη Ρεάλ. Ουσιαστικά, στους Nerazzurri ανακάλυψε τον εαυτό του, σταμάτησε να επιζητά το γκολ με κάθε τρόπο, όπως έκανε στην Ισπανία, και αφιερώθηκε στην τακτική ανάγνωση του παιχνιδιού. Στην Ιταλία ολοκληρώθηκε ως επιθετικός, στην Ίντερ έθεσε για πρώτη φορά εαυτόν στην υπηρεσία της ομάδας και έμαθε τη σημασία του χώρου και της δημιουργίας διαδρόμων.
Χάρη σ’ εκείνον έβρισκαν τον απαραίτητο χώρο για τις μαγείες τους ο Μπάτζο και ο Ρεκόμπα, εξ αιτίας του κατόρθωσε ο Ρονάλντο να προσαρμοστεί αμέσως και να ξεχύνεται στο χώρο στο πιο τακτικό και αμυντικογενές Πρωτάθλημα της Ευρώπης.
Όταν, όμως, οι συμπαίκτες αποφάσιζαν να σηκώσουν τη μπάλα στον αέρα, εκεί πια ήταν το βασίλειό του, τότε τα Απένινα μεταμορφώνονταν σε Άνδεις και ο κόνδορας ξαναγινόταν «Αλικάντο», εμφανιζόταν εκείνη η παγανιστική θεότητα που με μια κίνηση άλλαζε τις μοίρες των ανθρώπων.
Στον αέρα ήταν τόσο άπιαστος, τόσο εξαιρετικός και άπαντες λησμονούσαν πόσο πολύτιμος ήταν και με τα πόδια κολλημένα στο έδαφος. Ήξερε να προστατεύει τη μπάλα άψογα με το σώμα, είχε μάθει να διαβάζει τον ρυθμό, αναγνώριζε τη σωστή στιγμή, για να βρεθεί στο σωστό σημείο και να “δολοφονήσει” την αντίπαλη άμυνα. Σαν αρπακτικό.
Κι έπειτα, ήταν εκείνο το 1+8 στη φανέλα, αυτή η υπέροχη λεπτομέρεια που μένει στο διηνεκές. Ζούσε για το 9, ανέπνεε για το 9, ήταν τέτοιας κοψιάς, τέτοιας φτιαξιάς ποδοσφαιριστής. Ο φορ φοράει το 9. Κι όταν το 9 δεν είναι διαθέσιμο, παίρνει ειδική άδεια και το φτιάχνει μόνος του.
«Νομίζω ότι βελτιώθηκα πολύ ως ποδοσφαιριστής, παρατηρώντας τον Ζαμοράνο. Τον παρακολουθούσα σε προπονήσεις και αγώνες. κάθε φορά μου προκαλούσε έκπληξη η ικανότητά του να δημιουργεί χώρους μόνος του και να πυροβολεί σε δέκατα του δευτερολέπτου. Ο Ζαμοράνο μού έμαθε τη σημασία τού γκολ με τη μία, την εκτέλεση σε πρώτο χρόνο. Κι έπειτα, ήταν η κεφαλιά του. Αχ και να είχα την κεφαλιά του…».
Λόγια του κατόχου της φανέλας με το 9. Όχι οποιουδήποτε κατόχου. Του Ρονάλντο. Του “κανονικού” Ρονάλντο. Του «Φαινομένου». Τα είπε δημοσίως, στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι του «Ιβάν, του Τρομερού», όπως τον αποκαλούσαν στην Ιταλία, μην αποφεύγοντας το κλισέ. Με εκείνη την αφοπλιστική του ειλικρίνεια, με μια παιδική, νοσταλγική κολακεία, την οποία μόνο ο Ρονάλντο ήξερε να εξωτερικεύει.
Ο Ζαμοράνο ευχαρίστησε το Σαν Σίρο και απογειώθηκε για το Μεξικό, όπου προσγειώθηκε στην Αμέρικα. Στη δύση της καριέρας του, σκόραρε 33 γκολ σε 63 ματς.
Στα 36 επέστρεψε σπίτι του. Ήταν αδύνατον να μην σταματήσει στη Χιλή, κάτω από τις Άνδεις.
Απογειώθηκε για τελευταία φορά στην ιστορική Κόλο-Κόλο, απελευθέρωσε ξανά και ξανά εκείνη τη σπίθα πυράκτωσης, όπως έκανε στα μικράτα του στην Κομπρεσάλ.
Δυο χρόνια νωρίτερα είχε σταματήσει από την Εθνική, ήθελε να δώσει χώρο στα νέα παιδιά, γιατί η Χιλή έπρεπε να μάθει να ζει χωρίς αυτόν και χωρίς τον Σάλας στην επίθεση. Ήταν αδύνατον, ήταν συνομωσία ολκής η συνύπαρξή τους στην Εθνική ομάδα. το πλήρωσαν ουκ ολίγες αντίπαλες ομάδες.
Η λάμψη του κόνδορα ξαναχάθηκε στις κορυφές της κορδιλιέρας, εκεί όπου κανείς δεν κινδυνεύει να τυφλωθεί. Μετά αναλαμβάνει ο κόσμος, ο οποίος -είτε τον είχε δει είτε όχι- κρατά τον μύθο ζωντανό και τον διηγείται στα παιδιά του, στα εγγόνια του, σε όποιον αγαπάει τις ιστορίες και τις υπερβολές.
Μερικές φορές, αρκεί να παρατηρούμε από μακριά, να ξεχνάμε για λίγο, ούτως ώστε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να εκπλαγεί ξανά, όταν θυμηθεί.
Το πέταγμα του κόνδορα είναι εκεί, ο «Αλικάντο» στέκει αγέρωχος και, όταν πετάξει, οδηγεί ξανά τον φτωχό ταξιδιώτη στη φλέβα χρυσού.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αλέξις Σάντσες, στου Διαβόλου το Κιτάπι
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro