Τα ηχεία σπάνε από τα ογκώδη μπάσα, τα μοντέρνα συνθεσάιζερ και τα ηλεκτρονικά κρουστά, τις πυκνές μπότες και τα samples.
Ήχος νέος, μοντέρνος, για πολλούς ξένος. Οι λέξεις ξεδιπλώνονται ταχύτατα στο χαλί του πολυσχιδούς μπιτ. Σαρκώδη χείλη που τις “φτύνουν” χωρίς κόπο, με χαρακτηριστική βρετανική προφορά μεταναστών, γεμάτη από γλωσσικούς νεωτερισμούς, εκφράσεις που οριακά μόνο οι έφηβοι καταλαβαίνουν και χρησιμοποιούν. Καλλιτέχνες σχεδόν κατά κανόνα μαύροι. Θέματα πόλης, εγκληματικότητας, δυσκολιών, ζωής στον δρόμο. Η “καγκούρικη” επιθυμία της επίδειξης των ακριβών υλικών αγαθών αναμειγνύεται με την ανάγκη μιας φωνής που λέει «δες με, βγαίνω από εδώ, ξεπερνώ τις αντιξοότητες».
Αυτό το νέο genre, UK drill το αποκαλούν, με τις εθιστικές αλυσίδες στίχων, τις κολλητικές μελωδίες και τη συμπαγή ρυθμική βάση που δύσκολα κρατά το κεφάλι του ακροατή σταθερό, κατακτά τον κόσμο, είναι το νέο κύμα στον ωκεανό της ραπ μουσικής.
Ταξιδεύει πλέον σε όλες τις γωνιές του κόσμου, μα μιλά για πολύ συγκεκριμένες γωνιές ενός πολύ συγκεκριμένου κόσμου. Για τα σκοτεινά σοκάκια του Νότιου Λονδίνου, εκεί όπου ο νόμος χάνει κάθε ισχύ, εκεί όπου η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Μα ακόμα και ανάμεσα στα καρέ των επιτηδευμένα εντυπωσιακών βίντεο που συνοδεύουν τα εκάστοτε χιτάκια παγιδεύεται με τρόπο αληθινό. Πολύ απλά γιατί εκεί αυτή είναι η πραγματικότητα. Μπρίξτον, Πέκαμ, Κένινγκτον. Γειτονιές φτωχές, καταφύγια καταπιεσμένων οικογενειών μεταναστών, ανήλικοι βυθισμένοι στο έγκλημα, εθισμένοι σε κάθε λογής ουσιών, στη βία, στο να αποδείξουν πως είναι πιο δυνατοί από την απέναντι “συμμορία” του απέναντι σύγχρονου γκέτο.
Αμέτρητα εγκλωβισμένα σε αυτή τη λούπα παιδιά, μα μόνο δύο πιθανά ενδεχόμενα όσον αφορά στην κατάληξή τους. Θάνατος ή φυλάκιση. Μαχαίρι, σφαίρα ή σίδερα. Είναι λίγες οι εξαιρέσεις, λίγοι αυτοί που καταφέρνουν να αποδράσουν, όχι να πετύχουν, απλώς να ζήσουν μακριά από τον κίνδυνο. Οι Τζέιντον Σάντσο είναι ελάχιστοι. Μια από τις πρώτες, τις πιο γνωστές κολλεκτίβες UK drillers, οι Harlem Spartans, πριν μερικά χρόνια είδε το κομμάτι της «Kennington where it started» να κάνει τρελά νούμερα, αλλά λίγο καιρό μετά βασικά της μέλη να βρίσκονται πίσω από μπάρες ή έξι μέτρα κάτω από το έδαφος.
Πολλά από τα ποδοσφαιρικά παπούτσια του Σάντσο, ο οποίος είδε τους φίλους του, παιδιά που μεγάλωσε μαζί τους, να βυθίζονται σε αυτή τη δίνη, να χάνονται, γράφουν την ίδια φράση: «Kennington where it started».
Πράγματι, από την ίδια αφετηρία, από το Κένινγκτον, ξεκίνησε κι αυτός. Μα, ευτυχώς, το ποδόσφαιρο τού εξασφάλισε πως η δική του κατάληξη θα είναι διαφορετική.
Μικρός ταξιδιώτης του χρόνου
Το βλέμμα καρφωμένο στο ρολόι, το αφτί να περιμένει καρτερικά τη γλυκιά λύτρωση του χτυπήματος του κουδουνιού. Περιοδικά κρυμμένα κάτω από το θρανίο, χωμένα ανάμεσα στα βιβλία και τα τετράδια. Παρά τις συνεχείς παρατηρήσεις της δασκάλας, οι σελίδες δεν σταματούν να ξεφυλλίζουν. Στιγμιότυπα από την καριέρα του Ροναλντίνιο, φαντεζί ντρίμπλες που απλώνονται στο χορτάρι, ζαλίζοντας τους αντίπαλους αμυντικούς. Κι αυτός ο μικρός με το σγουρό μαλλί να κοιτά με θαυμασμό, εθισμένος σε αυτή τη συνήθεια. Σαν τελετουργικό μα και σα μάθημα θεωρίας, λίγη ώρα πριν τα επιδέξια πόδια του επιχειρήσουν να μιμηθούν όλες τις εικόνες που ο νους του είχε απορροφήσει σα σφουγγάρι.
Τελικά, το κουδούνι χτυπά, ακόμα μια τυπική μέρα στο σχολείο τελειώνει κι εκείνος αρπάζει τη τσάντα του και ξεχύνεται βιαστικά προς τα έξω. Ένας είναι ο προορισμός, σίγουρα όχι το σπίτι, εκεί έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα, στο γηπεδάκι της γειτονιάς. Δεν έχει γρασίδι, έχει τσιμέντο, δεν έχει κανονικές εστίες με δίχτυα, έχει κάτι σιδερένια τέρματα με τετραγωνισμένα δοκάρια. Ένα μικρό κλουβί χωμένο ανάμεσα στα τουβλόχτιστα κτήρια, στην καρδιά της παιδική χαράς της γειτονιάς, στην οποία χαρίζουν λίγη ζωή οι φωνές του παιχνιδιού.
Ο ψηλός σιδερένιος φράχτης που οριοθετεί αυτή την αστική εκδοχή ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χωρέσει το ποδοσφαιρικό ταλέντο του Τζέιντον. Μόλις στα οκτώ του χρόνια η Γουότφορντ μυρίζεται την ευκαιρία και τον εντάσσει στις ακαδημίες της. Το σκαρφάλωμα αρχίζει, κάθε άλμα από το εκάστοτε ηλικιακό γκρουπ στο μεγαλύτερο είναι και μια κορυφή.
«Δύο πράγματα ξεχώριζαν από την πρώτη στιγμή. Πρώτον, ο τρόπος που κινούταν ανάμεσα στους αντιπάλους, το πώς χρησιμοποιούσε το σώμα του, πώς επιτάχυνε. Δεύτερον, η ψυχραιμία του. Ήταν σαν ταξιδιώτης του χρόνου. Το δικό του δευτερόλεπτο ήταν λεπτό για τους άλλους. Ακόμα και όταν έπαιζε με ταχύτητα, πάντα είχε χρόνο με την μπάλα. Πάγωνε τον χρόνο», θα πει χρόνια μετά ο άλλοτε προπονητής του στα τσικό των «Σφηκών», Λουίς Λάνκαστερ. Λέξεις που δύσκολα θαρρείς μπορούν να μιλούν για ένα μικρό παιδάκι. Βέβαια εκείνο το παιδάκι ήταν ανέκαθεν ξεχωριστό.
Στα 11 του οι αποστάσεις τον έχουν κουράσει. Αφήνει το σπίτι του, την οικογένειά του και μετακομίζει εντός της ακαδημίας της Γουότφορντ. Τα πράγματα στους δρόμους του Κένινγκτον έχουν αρχίσει να κλιμακώνονται. Ο ίδιος λέει πως οι κακές επιρροές των φίλων του τον ανάγκασαν να αποδράσει. «Έπρεπε να φύγω από εκεί και να επικεντρωθώ σε αυτό που αγαπώ, το ποδόσφαιρο».
Η εξέλιξη συνεχίζεται, είναι ραγδαία και γίνεται η τελευταία αφορμή που “αναγκάζει” τον Σάντσο να αλλάξει σπίτι για τρίτη φορά, πριν καλά-καλά κλείσει τα 15 του χρόνια. Η Μάντσεστερ Σίτι τού χτυπά την πόρτα και τον παγιδεύει σαν σειρήνα με το τραγούδι των υποσχέσεών της. Η Γουότφορντ για εκείνον έχει τελειώσει, το επόμενο βήμα, όπως πάντα, είναι το μόνο που τον απασχολεί.
Ανικανοποίητη φλόγα
Κανείς δεν θα μάθει. Ίσως είναι οι τεράστιες, σχεδόν λανθασμένες για την ηλικία του, φιλοδοξίες αυτές που τον έκαναν να μην επαναπαύεται ποτέ, να ψάχνει το νέο βήμα, το επόμενο σκαλοπάτι στην καριέρα του, τον σταθμό στον οποίον θα νιώσει ακόμα πιο σημαντικός. Ίσως πάλι να έφταιξε η ανάγκη του να ξεφύγει από τα γκέτο του Κένινγκτον σε τόσο μικρή ηλικία, να τον τοποθέτησε σε μια λούπα, αναγκασμένο να αναζητεί συνεχώς τον τρόπο να βγει στην επιφάνεια. Βέβαια, πάντα μέσα του ήξερε ότι είναι ξεχωριστός, το έβλεπε στο γήπεδο, στην ευκολία με την οποία στεκόταν ανάμεσα και απέναντι και σε μεγαλύτερους αντιπάλους.
Και την ίδια άποψη είχε και η Σίτι, η οποία είδε στα δικά του πόδια έναν υποψήφιο μελλοντικό ηγέτη. Το σύντομο πέρασμά του από τους «Πολίτες» είναι εκρηκτικό μέσα και έξω από τις τέσσερεις γραμμές και ξεκινά στην Ελλάδα, σε ένα καλοκαιρινό φιλικό τουρνουά. Οι Άγγλοι το κατακτούν με άνεση κι εκείνος στις πρώτες τους συμμετοχές με τη γαλάζια φανέλα “λάμπει” στο αριστερό φτερό. Γρήγορα η διοίκηση της ομάδας τον τοποθετεί σε ένα κλειστό γκρουπ τριών παικτών. Στον Σάντσο, τον Φιλ Φόντεν κα τον Μπραΐμ Ντίαθ υπόσχεται πως υπάρχει μια εθνική οδός, μια γρήγορη άνοδος, προς την πρώτη ομάδα, μα ζητά την υπομονή τους.
Όταν φτάνει στο Μάντσεστερ, ο Γκουαρδιόλα τον καλεί μαζί με τον Φόντεν σε αρκετές προπονήσεις των Αντρών. Οι δυο τους διαλύουν τους πάντες στις θεωρητικά δικές τους ηλικιακά κατηγορίες, μα οι λαμπεροί διεκδικητές της Premier League βρίσκονται πιο κοντά στο επίπεδό τους. Συνεργάζονται άψογα, έχουν τρομερή σχέση, όμως υπάρχει κάτι που τους χωρίζει.
Εκείνη η φλόγα στο στήθος του Σάντσο, αυτή που τον καίει, τον αφήνει ανικανοποίητο, του ψιθυρίζει πως το μέλλον του δεν είναι σε εκείνο το αεροπλάνο.
Η Μάντσεστερ Σίτι είναι έτοιμη να πετάξει στη Νέα Υόρκη για να ξεκινήσει την προετοιμασία της. Του έχει μόλις προσφέρει το πρώτο του επαγγελματικό του συμβόλαιο. Οι 120.000 λίρες τον μήνα δεν λένε τίποτα μπροστά στην ασύγκριτη επιθυμία εκείνου του 17χρονου να πρωταγωνιστεί στο χορτάρι. Δεν ακολουθά τους «Πολίτες», απέχει από τις προπονήσεις της ομάδας Νέων, ψάχνει επίμονα το επόμενο σκαλί.
Την τελευταία μέρα των μεταγραφών το 2017, η Ντόρτμουντ σχεδόν από το πουθενά προσφέρει στη Σίτι 8 εκατ. λίρες και τον φέρνει στη Βεστφαλία. Πριν καν ενηλικιωθεί, είναι έτοιμος να αλλάξει για τρίτη φορά ποδοσφαιρική στέγη, παίρνοντας τη γενναία απόφαση να αφήσει την Αγγλία, πράγμα ασυνήθιστο για Άγγλο παίκτη, να πει όχι στην υπομονή, τις σκόρπιες συμμετοχές σε αδιάφορα παιχνίδια του League Cup. Πριν πετάξει για Γερμανία, δηλώνει: «Είναι η σωστή στιγμή για μια νέα πρόκληση, ένα μέρος στο οποίο θα αρχίσω να δείχνω τις δυνατότητές μου, να γίνω αυτός που μπορώ να γίνω». Και θα επιβεβαιωθεί.
Αστέρι στη Βεστφαλία, μοιραίος στο Γουέμπλεϊ
Η αρχή φυσικά και είναι δύσκολη, τα πράγματα όχι ιδανικά. Αλλά το μοντέλο της Μπορούσια τον πείθει. Πριν από αυτόν πιτσιρικάδες όπως ο Ντεμπελέ ή ο Πούλισικ έχουν βρει τη δική τους δίοδο για την πρώτη ομάδα κι εκείνος στρώνεται στη δουλειά, αποφασισμένος να δικαιωθεί για μια ακόμα σκληρή απόφαση που έχει πάρει. Ο καιρός περνάει, σταδιακά βρίσκει τα πατήματά του, μια θέση στην ομάδα και κάπου εκεί τελειώνει η υπόθεση.
Κάθε μα κάθε επαφή, από την πρώτη μέχρι και την τελευταία, είναι ακόμα ένα πυροτέχνημα στον ουρανό λατρείας του Κίτρινου Τείχους. Δεν μπορεί παρά να καθιερωθεί. Παίζει δεξιά, αριστερά, πίσω από τον σέντερ φορ, δεν έχει σημασία. Εκείνος διαπρέπει, μαζεύει όλη τη λάμψη που από την πρώτη στιγμή έψαχνε. Βασανίζει τους αστραγάλους των αντίπαλων αμυντικών χωρίς έλεος, με ίδια απόλαυση. Του δίνουν χώρο και με ένα σπριντ χάνεται στις πλάτες τους. Τον πιέζουν και ένα ασύλληπτο τρικ, βγαλμένο από το ποδόσφαιρο του δρόμου με το οποίο μεγάλωσε, είναι αρκετό για να τους μετατρέψει σε αγάλματα, με τον τρόπο που εκείνος ξέρει, παγώνοντας τον χρόνο. Αμέτρητα εντυπωσιακά στιγμιότυπα, ταπεινωτικές ντρίμπλες που ξεσηκώνουν το μάτι του θεατή όσο τίποτα.
Μα πάνω και πιο σημαντικά από όλα, ουσία. Ο Τζέιντον είναι εκεί, στη δημιουργία, την εκτέλεση, τις ασίστ, τα γκολ, τα πρωτοσέλιδα και τα social media.
Την ώρα που οι συνομήλικοί του στην Αγγλία πασχίζουν να βρουν μερικά λεπτά συμμετοχής. Δικαίωση, ευχαρίστηση, ικανοποίηση.
Γίνεται η τρανότερη εξαίρεση του φόβου των Άγγλων ότι θα ξεχαστούν αν φύγουν από το ποδόσφαιρο της χώρας τους και φτάνει μια ανάσα από το να εκπροσωπήσει τα «Τρία Λιοντάρια» στο Μουντιάλ της Ρωσίας, με τον Σάουθγκεϊτ την τελευταία στιγμή να αποφασίζει πως είναι νωρίς, αλλά τον δρόμο της Εθνικής να είναι ορθάνοιχτος.
Ο Σάντσο γίνεται ακόμα καλύτερος, ακόμα πιο κομβικός για την Ντόρτμουντ, μα η ίδια, οικεία επιθυμία για το επόμενο, το καλύτερο αρχίζει να τον καίει ξανά. Στην κορύφωση αυτής, το καλοκαίρι του 2021 φορά για πρώτη φορά σε μεγάλη διοργάνωση τη φανέλα της Εθνικής του. Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Ντόρτμουντ διαπραγματεύονται σκληρά και η αναμονή της μετακόμισης στους «Κόκκινους Διαβόλους» τρώει τον Τζέιντον, του χαλάει κατά κάποιο τρόπο το μυαλό, στερώντας του την ευκαιρία να γίνει πιο σημαντικός για την ομάδα του Σάουθγκεϊτ.
Και είναι μια η εικόνα που μένει από εκείνον σε αυτή τη διοργάνωση. Το πρόσωπό του κρυμμένο στην ολόλευκη φανέλα, τα δάκρυά του, το χαμένο πέναλτι. Πέρασαν αλλαγή μαζί με τον Ράσφορντ στο τελευταίο λεπτό της παράτασης του Τελικού απέναντι στην Ιταλία, με μοναδική αποστολή να σκοράρουν στη ρώσικη ρουλέτα. Οι δυο τους και ο Σάκα δεν τα κατάφεραν, σήκωσαν το βάρος της αποτυχίας στους ώμους τους, μαζί με τόνους ρατσιστικών επιθέσεων.
Ο ίδιος λίγο μετά από αυτή τη δύσκολη στιγμή και λίγο πριν το νέο του βήμα, την περιπετειώδη ολοκλήρωση της μεταγραφής του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, θα πει: «Το μίσος δεν θα νικήσει. Προς όλους τους νέους που έχουν βιώσει κάτι αντίστοιχο, κρατήστε το κεφάλι σας ψηλά, συνεχίστε να ονειρεύεστε».
Κένινγκτον
Άλλωστε, και ο ίδιος πάντα αυτό έκανε. Συνέχιζε να ονειρεύεται. Με αυτοπεποίθηση που ακροβατούσε στα όρια της αλαζονείας, μα πάντα τον δικαίωνε. Με φιλοδοξίες πιο μεγάλες ακόμα και από το ασύλληπτο ταλέντο του. Και με τρόπο διαφορετικό. Διαφορετικό από ό,τι θα όριζε η δική του αφετηρία, τα σκοτεινά σοκάκια του Κένινγκτον.
Το περίφημο «Kennington where it started», το τραγούδι που πιθανότατα έχει παίξει αμέτρητες φορές στα ακουστικά του, που χάρισε τον τίτλο του στη διακόσμηση των παπουτσιών του Σάντσο, είναι μια συνεργασία τεσσάρων drillers. Τέσσερα παιδιά το ντύνουν με τις φωνές τους. Τέσσερα παιδιά με τα οποία ο Τζέιντον μεγάλωσε παρέα, τέσσερεις φίλοι του. Οι τρεις ανάμεσα στις ρίμες και τα κουπλέ τους μπαινοβγαίνουν στη φυλακή για διακίνηση ναρκωτικών, για ληστείες, για κατοχή όπλων και βίαιες συμπλοκές. Ο άλλος είναι νεκρός, στα 20 του μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου, η σορός του βρέθηκε σε ένα στενό της βυθισμένης στο έγκλημα γειτονιάς.
Λίγο πιο πέρα από το αγαπημένο μέρος του μικρού Τζέιντον εκείνο το τσιμεντένιο γηπεδάκι. Τα σιδερένια τετράγωνα γκολπόστ του, το σκληρό δάπεδό του που του μάτωνε τα γόνατα, το κοφτερό συρματόπλεγμα που έπαιζε τον ρόλο των γραμμών ήταν πάντα εκεί για τον Τζέιντον. Ευτυχώς ήταν πάντα εκεί.
Ο Σάντσο άρχισε από το Κένινγκτον, μα με την μπάλα για σωσίβιο κατέληξε στο κορυφαίο επίπεδο.
Και για αυτό επέστρεψε ξανά στη γειτονιά του, έχτισε ένα νέο πιο όμορφο ποδοσφαιρικό γηπεδάκι μέσα στην καρδιά της. Για να εξασφαλίσει πως για όλους τους υπόλοιπους επιδέξιους μπόμπιρες το Κένινγκτον, και όλα όσα συμβαίνουν σε αυτό, θα είναι η αφετηρία, όχι ο τελικός προορισμός.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μέισον Μάουντ: Ακροβατώντας ανάμεσα στο παραμύθι και την πραγματικότητα