Στο βραβευμένο έργο, «Η Νύχτα της Ιγκουάνα», ο Σάνον είναι ένας αποσχηματισμένος παπάς, ο οποίος ξεπέφτει σε ξεναγό και καταλήγει να βρει τον Θεό σ’ ένα φτηνό μεξικανικό ξενοδοχείο.
Σε όλη αυτή την πορεία ο Τενεσί Ουίλιαμς παντρεύει την πνευματική ανύψωση με τον ηθικό ξεπεσμό και επιβεβαιώνει για ακόμα μία φορά γιατί θεωρείται ένας από τους τρεις (μαζί με τους Ευγένιο Ο’Νιλ και Άρθουρ Μίλερ) κορυφαίους θεατρικούς συγγραφείς της Αμερικής. Όταν κάποτε τον είχαν ρωτήσει για τον χαρακτήρα που είχε δώσει στον ήρωά του, είχε εξηγήσει πως «Σε κάθε ιστορία πρέπει να υπάρχει ένα πρόσωπο με κάποια σκοτεινή, διαφορετική πτυχή, του οποίου τα κίνητρα να μην είναι κατανοητά».
Κλωτσώντας οτιδήποτε έβρισκε μπροστά του στους λασπωμένους δρόμους του Ενούγκου στη νότια Νιγηρία, ο Αγκουστίν Αζούκα Οκότσα δεν είχε καν ακουστά την αμερικανική λογοτεχνία αλλά ούτε και μπορούσε να φανταστεί ότι θα μετέφερνε τον Σάνον σε μία ποδοσφαιρική διασκευή του, για να την παρουσιάσει με μία ακαταλαβίστικη μεγαλοπρέπεια στα γήπεδα του κόσμου. Μία μαγική ερμηνεία που όμως ίσως τελικά και να μην είχε κανέναν προορισμό. Που σημασία της είχε απλώς η ομορφιά που παρουσιαζόταν στο πάλκο ή το χορτάρι.
Τζέι x 2
Ο αστικός μύθος που αιωρείται γύρω από το όνομά του εξιστορεί ότι ο μεγάλος αδερφός του, Τζέιμς, όταν έπαιξε ποδόσφαιρο, ήταν πολύ καλός και τον αποκάλεσαν με το πρώτο γράμμα «J». Λίγο αργότερα ακολούθησε και ο μεσαίος, Έμα, τον οποίον επίσης είπαν «J».
Καθώς όμως ο κοντούλης Αγκουστίν άρχισε να παίζει μαζί τους στα πρώτα γήπεδα της περιοχής, ήταν ό,τι καλύτερο είχαν δει ποτέ τους. Και έτσι τον ονόμασαν τιμητικά δύο φορές, «Τζέι Τζέι».
Ως τέτοιος λοιπόν βρέθηκε στα 13 του (1986) στους Ενούγκου Ρέιντζερς και στα 16 του να πρωταγωνιστεί στη μεγάλη κατηγορία της χώρας. Πλέον έβγαζε κάποια καλά χρήματα, για τη Νιγηρία και την ηλικία του, και μπορούσε να ταξιδέψει ακόμα και στο εξωτερικό.
Το καλοκαίρι του 1990 επισκέφτηκε τον κολλητό του στο Νοϊκίρχεν της Γερμανίας. Ο Μπινεμπί Νούμα έπαιζε με την τοπική Μπορούσια στη Γ’ κατηγορία και του πρότεινε να πάει μαζί του για προπόνηση, ώστε να μην μένει ανενεργός. «Στις πέντε πρώτες επαφές που είχε κάνει με την μπάλα, τρελάθηκαν όλοι. Εγώ το ήξερα βέβαια ότι θα τους μάγευε. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου κάτι καλύτερο», θα αφηγηθεί ο Νούμα, με τους ανθρώπους της ομάδας να του ζητούν να ξαναπάει την επόμενη μέρα. Και εκεί ήταν που τον περίμεναν με το συμβόλαιο έτοιμο.
11 δευτερόλεπτα με τον Καν
Η μίαμιση σεζόν στη Νοϊκίρχεν ήταν σούπερ ανοδική και τον έβαλε στο στόχαστρο ομάδων της Bundesliga. Πλειοδότησε η Άιντραχτ. Θα ακολουθούσε μία αντιφατική τετραετία στη Φρανκφούρτη, η οποία όμως θα τον έβαζε για τα καλά στον κόσμο του θεάματος.
Δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά έπειτα από τον πιο μαγευτικό τρόπο που επέλεξε να συστηθεί στους Γερμανούς. Στην αναμέτρηση με την Καρλσρούη θα μπει αλλαγή. Αρχικά θα δώσει ασίστ και έπειτα θα κάνει κάτι σχεδόν μυθικό. θα γίνει ο πρώτος και μοναδικός που θα ταπεινώσει με τέτοιον τρόπο τον Όλιβερ Καν.
Σε μία αντεπίθεση θα βρεθεί απέναντί του. Μπορεί απλώς να πλασάρει. Επιλέγει όμως την… αιωνιότητα. Με μία προσποίηση τον ξαπλώνει στο χορτάρι σαν πρωτάρη. Ο Σλάβεν Μπίλιτς και οι αντίπαλοι αμυντικοί τον προλαβαίνουν. Φαίνεται ότι η στιγμή έχει χαθεί για τον Νιγηριανό. Για εκείνος όμως μόλις αρχίζει η γιορτή. Τους αδειάζει όλους και αφήνει μία μικρή παύση για το σασπένς. Επιτρέπει στον Καν να επιστρέψει στη θέση. Έτσι θέλει να τον νικήσει. Έτσι θα σκοράρει το γκολ της χρονιάς. «Για εμένα είναι το καλύτερο γκολ στην ιστορία της Bundesliga», θα αποθεώσει κάποτε ο Γιούργκεν Κλοπ για εκείνα τα 11 υπέροχα δευτερόλεπτα.
Όσο για το ηττημένο θηρίο, η αξία του οποίου προσδίδει αμετροεπή δόξα, δεν θα δείξει οίκτο στον εαυτό του και το 2016 θα παραδεχθεί: «Έχουν περάσει 23 χρόνια και είμαι ακόμη ζαλισμένος». Σεβασμός που ο Καν σπάνια έχει επιδείξει.
Στην Άιντραχτ ο Οκότσα θα βρει τους Τόνι Γιεμπόα, Ούβε Ραν, Μάρτιν Ντολ και Μαουρίτσιο Γκαουντίνο. Ο Ντράγκοσλαβ Στεπάνοβιτς, ο οποίος πέντε χρόνια αργότερα θα κάνει ένα σύντομο πέρασμα από την ΑΕΚ, θα δέσει τέλεια όλο αυτό το υλικό και θα οδηγήσει την ομάδα του στην τρίτη θέση.
Ο Νιγηριανός μέσος πλέον έχει κερδίσει τους πάντες. Κορμί ακλόνητο σαν ταύρου, φαντασία και τεχνική που ξεπερνάει οτιδήποτε άλλο κινείται εκείνη την εποχή στη Γερμανία. Ο Ότο Ρεχάγκελ, ο οποίος μόλις έχει κατακτήσει τον τίτλο με τη Βέρντερ Βρέμης, θα τον κατονομάσει τον πιο game changer παίκτη του Πρωταθλήματος.
Ωστόσο, η Άιντραχτ δεν θα συνεχίσει στα ψηλά. Το 1994 θα την αναλάβει ο Γιουπ Χάινκες και τα πράγματα θα στραβώσουν. Γκαουντίνο, Γιεμπόα και Οκότσα θα συνασπίσουν μέτωπο ενάντια στον αυστηρό τρόπο του. Οι δύο πρώτοι θα απομακρυνθούν άμεσα. Ο τρίτος θα φύγει το επόμενο καλοκαίρι, καθώς, παρά το ότι είναι ο κορυφαίος του club, δεν θα μπορέσει να το σώσει από τον υποβιβασμό.
Παραδόξως, κανείς μεγάλος δεν θα ασχοληθεί μαζί του και ίσως να υπάρχει λόγος γι’ αυτό. Ίσως να φταίει η τόση μαγεία που δεν αφήνει χώρο για την ουσία, για έναν απώτερο σκοπό που θα αγιάσει τα μέσα.
Το «Kicker» τον παρομοιάζει με τον ταχυδακτυλουργό του τσίρκου, ο οποίος όμως, αφού δίνει χαρά στο κοινό, το βράδυ κοιμάται χωρίς κέρδη, εννοώντας προφανώς κάποιον τίτλο.
Στην Πόλη…
Κόντρα σε κάθε πρόβλεψη για την ανοδική πορεία της καριέρας του, σε ηλικία 23 ετών θα μετακομίσει στην Κωνσταντινούπολη. Η Φενερμπαχτσέ θα πληρώσει μόλις ένα εκατ. ευρώ για κάτι τόσο πολύτιμο και θα το αξιοποιήσει στο έπακρο. Η διετία που θα περάσει στο Sukru Saracoglu θα είναι αρκετή για να δημιουργήσει μία ανάμνηση που δεν σβήνει.
Πριν όμως παρουσιαστεί στους οπαδούς της «Φενέρ», θα βιώσει τη σημαντικότερη στιγμή της ζωής του στα γήπεδα. Έχουν προηγηθεί οι εξαιρετικές εμφανίσεις του με την Εθνική Νιγηρίας στο Μουντιάλ των ΗΠΑ (1994) και την ίδια χρονιά στον χαμένο Τελικό του Κυπέλλου Εθνών Αφρικής.
Κάτι μεγάλο φαίνεται ότι έρχεται για εκείνη την πιο ταλαντούχα φουρνιά στην ιστορία των Νιγηριανών.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα (1996) η τρελή παρέα των Ταρίμπο Γουέστ, Σελεστίν Μπαμπαγιάρο, Νουάνκο Κανού, Βίκτορ Ικπέμπα, Σάντει Ολίσε, Ντανιέλ Αμοκάτσι, Εμανουέλ Αμουνίκε, Ουκετσούκβου Ούτσε και Τιγιάνι Μπαμπανγκίντα θα ονομαστεί «Dream Team» και θα καθαρίσει με συγκλονιστικό τρόπο στα ημιτελικά τη Βραζιλία των Μπεμπέτο, Ρονάλντο, Ριβάλντο, Κονσεϊσάο (4-3) και στον Τελικό (3-2) την Αργεντινή των Κρέσπο, Κλαούδιο Λόπες, Ζανέτι, Αλμέιδα, Σιμεόνε.
Είναι μία ομάδα που τρέχει με το γκάζι τέρμα πατημένο. Οι μοναδικοί κάπως αργοί είναι ο ίδιος και ο Ολίσε. Τα απαραίτητα μυαλά που κατευθύνουν μαεστρικά τους υπόλοιπους.
Στην Πόλη τον περιμένουν με λαχτάρα. Έχουν μία ωραία στημένη ομάδα και εκείνος γίνεται από την πρώτη στιγμή ο αγαπημένος όλων. Σκοράρει σχεδόν αποκλειστικά με απευθείας φάουλ. Βάζει δύο τέτοια στην αιώνια μισητή, Γαλατάσαραϊ, κόντρα στην οποία βρίσκει δίχτυα κάθε φορά που την πετυχαίνει.
Και έπειτα, τον Οκτώβρη του 1996, θα ταξιδέψουν στο Μάντσεστερ. Η Γιουνάιτεντ είναι Νταμπλούχος και θα φτάσει μέχρι τα ημιτελικά του Champions League.
Η «Φενέρ» όμως πουλάει τρέλα. Ο Οκότσα κάνει αδιανόητη εμφάνιση, ο Έλβιρ Μπόλιτς βάζει το γκολ της ζωής του με ένα απροσδιόριστο ψηλοκρεμαστό εκτός περιοχής και πάυουν (0-1) το ευρωπαϊκό αήττητο του Old Trafford έπειτα από 40 χρόνια.
Και πάλι όμως η μαγεία του Νιγηριανού με τα κυανοκίτρινα δεν θα επιφέρει κάποιον τίτλο. Η φαντασία θα στερηθεί ξανά την πολύτιμη πραγματικότητα. Ετοιμάζεται να φύγει. Στοχεύει κάπου πιο ψηλά.
Οι Τούρκοι τον αγαπούν και τον μισούν εκείνη τη στιγμή. Του στέλνουν απειλητικά μηνύματα. Είναι θυμωμένοι, καθώς στην απέναντι πλευρά του Βοσπόρου, η «Γαλατά» παίρνει τον θρυλικό Γκεόργκι Χάτζι.
… του Φωτός
Στη Γαλλία η Παρί έχει αρχίσει μία προσπάθεια να χτίσει κάτι που θα την ανεβάσει από τα μεσαία στρώματα της βαθμολογίας. Θα πληρώσει για χάρη του 14 εκατ. ευρώ, δείγμα του ότι η χρηματιστηριακή αξία του έχει αυξηθεί σημαντικά.
Οι Παριζιάνοι θα ξετρελαθούν μαζί του. Κοντρόλ με πλάτη, ώμους, γόνατα, αυχένα αλλά και τακουνάκια, ρεγκάτες, ποδιές κάθε είδους και με κάθε τρόπο βρίσκονται στην ημερήσια αγωνιστική διάταξη. Είναι στην ίσως καλύτερη περίοδό του.
Θα το επιβεβαιώσει το ίδιο καλοκαίρι μπροστά στους καινούργιους οπαδούς του. Στο Μουντιάλ της Γαλλίας (1998) η Νιγηρία δεν θα δικαιώσει τις τεράστιες προσδοκίες που τη συνοδεύουν. Ο Οκότσα όμως έχει ένα highlight σε κάθε επαφή του με την μπάλα και θα καταφέρει μέσα από μία αποτυχημένη ομάδα να μπει στην All Star επιλογή του τουρνουά.
Και η Παρί βέβαια δεν έχει δυνατό ρόστερ. Ξεχωρίζουν οι Μπερνάρ Λαμά, Μάρκο Σιμόνε, Κρίστιαν Βερνς, Πατρίς Λοκό και Αλιού Σισέ, αλλά δεν είναι παγκόσμιας κλάσης όπως εκείνος. Θα πάρουν το Ligue Cup (1998) και τρία χρόνια αργότερα το Intertoto, τον έναν και μοναδικό διεθνή συλλογικό τίτλο της καριέρας του.
Είναι η χρονιά της μεγάλης συνάντησης. Ο 21χρονος Ροναλντίνιο καταφθάνει στην «Πόλη του Φωτός» και τρελαίνεται μαζί του. «Καθόμουν και τον χάζευα. Νόμιζα ότι ήμουν από τους καλύτερους ζογκλέρ. Μέχρι που είδα όσα έκανε ο Τζέι Τζέι με την μπάλα και αναθεώρησα. Δεν θυμάμαι κανέναν Βραζιλιάνο να τη χειρίζεται με τόση άνεση και αποτελεσματικότητα». Θα παίξουν μαζί μία σεζόν και ο «Ρόνι» θα τον μνημονεύσει στο φινάλε της καριέρας του ως «μέντορα».
Ωστόσο, η άφιξη του Ροναλντίνιο και των Αλί Μπεναρμπιά, Λοράν Ρομπέρ θα τον οδηγήσει στην πόρτα της εξόδου. Είναι ο πιο ακριβοπληρωμένος και ο σύλλογος θέλει να ρίξει το χρήμα αλλού.
Ρόδο και αγκάθι
Τσέλσι, Τότεναμ και Νιούκαστλ παλεύουν να τον κάνουν δικό τους. Είναι στα ντουζένια του (29 ετών) και κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει με ποιο κριτήριο τελικά θα τις απορρίψει και θα υπογράψει σε μία ομάδα που από τα προηγούμενα 20 χρόνια έχει περάσει στη μεγάλη κατηγορία μόλις τα δύο και παλεύει για την παραμονή της. Ο Σαμ Αλαρντάις ταξιδεύει προσωπικά στη νότια Γαλλία όπου παραθερίζει ο Τζέι Τζέι και με κάποιον μαγικό τρόπο τον πείθει να πάει για τέσσερα χρόνια στην Μπόλτον.
«Η Μπόλτον έχει πάρει έναν ζογκλέρ που δεν μπορεί να τη βοηθήσει για τους στόχους που θέτει. Θα υποβιβαστεί. Εάν δεν συμβεί αυτό, θα ξυρίσω το μουστάκι μου», δηλώνει με έπαρση ο κορυφαίος παρουσιαστής, Μαρκ Λόρενσον, στην εκπομπή του «Match of the day». Το τέλος της σεζόν θα τον βρει ταπεινωμένο και φρεσκοξυρισμένο.
Κόντρα σε κάθε πρόβλεψη, ο ζόρικος «Big Sam» θα καταλάβει ότι το διαμάντι που έχει στα χέρια του χρειάζεται διαφορετική φροντίδα για να λάμψει. Θα τον αφήσει ελεύθερο να αλωνίσει και εκείνος θα σχηματίσει με τον Πρωταθλητή Κόσμου, Γιούρι Τζοργκαέφ, μία σούπερ δυάδα. Την επόμενη χρονιά θα προστεθεί στην παρεά ο Στέλιος Γιαννακόπουλος και η Μπόλτον θα έχει παίκτες από 15 διαφορετικές χώρες. Οι Φερνάντο Ιέρο, Ιβάν Κάμπο θα προσθέσουν την εμπειρία που κουβαλούν από τη Ρεάλ Μαδρίτης και οι «Trotters» θα φτάσουν στον χαμένο από την Μπλάκμπερν Τελικό του League Cup.
Στο τρελό 5-2 του ημιτελικού με την Άστον Βίλα ο Οκότσα θα βάλει τρεις γκολάρες, με τις δύο εξ αυτών να είναι εκπληκτικά φάουλ. Ο αγγλικός Τύπος βρίσκεται σε παραλήρημα μαζί του και η εμφάνισή του κόντρα στην Τότεναμ το 2003 θα βρεθεί στις 30 κορυφαίες ατομικές όλων των εποχών. Λίγο αργότερα θα τους οδηγήσει στην πέμπτη θέση και κατ’ επέκταση στην Ευρώπη.
«Το παιχνίδι του μοιάζει με ένα ρόδο. Το ρόδο είναι τόσο πλούσιο σε νοήματα που δεν του έχει μείνει πια σχεδόν κανένα νόημα». Με αυτόν τον επικολυρικό τρόπο θα επιλέξει να τον παρουσιάσει στην αρθρογραφία του o «Guardian». Και έχει βάση όλο αυτό το πόνημα.
Ο Οκότσα μπορεί να κάνει τα πάντα στο γήπεδο και τελικά να μην κάνει τίποτα. Τη στιγμή που βρίσκεται για καθυστερήσεις στο κόρνερ, επιλέγει να περάσει την μπάλα πάνω από το Ρέι Πάρλουρ της Άρσεναλ. Του το κάνει δύο φορές σε ένα τετραγωνικό. Κάνει ποδιές στον Ρόι Κιν, τον Πατρίκ Βιεϊρά, τον Κλοντ Μακελελέ.
Είναι τόσο απρόβλεπτος στις κινήσεις του που δημιουργεί το χάος. Το θέμα όμως είναι ότι μερικές φορές αυτό το χάος προκαλείται και στην δική του ομάδα. Κρατάει την μπάλα, καθυστερεί, ασχολείται με τη χαρά και όχι με την ουσία. Είναι η λύση και το πρόβλημα μαζί.
Είναι η περίοδος που φεύγει χωρίς άδεια και εμφανίζεται σε μπαρ της πατρίδας του. Που σπάει την κάμερα δημοσιογράφου. Που παίζει μπουνιές στα αποδυτήρια με συμπάικτη του. Ταυτόχρονα βέβαια η Μπόλτον βιώνει τις καλύτερες μέρες της σύγχρονης ιστορίας της και δεν θέλει να τον αφήσει. Την αφήνει τελικά εκείνος το 2006 για να βγάλει χρήματα στο Κατάρ.
Γρίφος, μυστήριο, αίνιγμα
Εκεί θα μείνει μόνο για μία σεζόν και θα επιστρέψει στο Νησί για λογαριασμό της Χαλ που παίζει στην Championship. «Ήταν μία απόφαση που μου υπέδειξε ο Θεός», θα πει σε μία μεταφυσική απόπειρα να εξηγήσει μία ακόμα περίεργη επαγγελματική απόφαση.
Έχει τραυματισμούς, δεν μπορεί να τρέξει σχεδόν καθόλου, αλλά και πάλι θα τη βοηθήσει να ανέβει για πρώτη φορά στα 104 χρόνια της ιστορίας της στα σαλόνια. Κάπου εκεί όμως θα αποδεχθεί το πλήρωμα του χρόνου και θα αποχωρήσει από τα γήπεδα.
Το 2017 οι οπαδοί της Μπόλτον θα τον ψηφίσουν για κορυφαίο παίκτη τους ever στην Premier League. Ο ίδιος όμως θα εμφανιστεί μετανιωμένος για εκείνη την επιλογή. «Ήταν χάσιμο χρόνου τα χρόνια που πέρασα εκεί. Θα μπορύσα να παίξω όπου είχα θελήσει».
Παρά τις εξωφρενικές ικανότητές του με την μπάλα, δεν κατάφερε ποτέ να ενσωματωθεί σε μία πιο άμεση μορφή ποδοσφαίρου. Το σύγχρονο παιχνίδι τον άφηνε σταδιακά σε μία ταχύτητα πιο κάτω.
Σε κάποια άλλη εποχή θα είχε θεωρηθεί κορυφαίος. Στη δική μας όμως, κάθε φορά που τον έβλεπες στο γήπεδο, θύμιζε ένα ανεκτίμητο έργο τέχνης που βρίσκεται σε λάθος χώρο και χρόνο.
Σαν ένα ποδοσφαιρικό ισοδύναμο της Μόνα Λίζα που, αντί να το χαζεύεις στο Λούβρο, το βλέπεις σε ένα σκοτεινό υπόγειο.
Ο Τζέι Τζέι Οκότσα έπαιξε με την ψυχή του και εντελώς για την δική του τέρψη, όπως έμαθε να κάνει στους λασπωμένους δρόμους των παιδικών του χρόνων. Και με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να αγαπηθεί. Ως ένας γρίφος, με περιτύλιγμα μυστηρίου, μέσα σε ένα αίνιγμα…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: