Μια φορά και έναν καιρό…
Δεν υπήρχαν free agents στο ποδόσφαιρο (και όχι μόνο δηλαδή, αλλά ας μην ξεκινήσει τούτο εδώ το σημείωμα με γενικεύσεις). ‘Η όπως τους μάθαμε να τους λέμε στον τόπο μας, “ελεύθεροι” ποδοσφαιριστές.
Μια φορά και έναν καιρό…
Δεν υπήρχε η δυνατότητα σε οποιονδήποτε ποδοσφαιριστή να διαπραγματευτεί μόνος του, χωρίς τη μεσολάβηση της ομάδας στην οποία αγωνιζόταν, τον επόμενο σταθμό της επαγγελματικής καριέρας του, από την στιγμή που θα έμπαινε στο τελευταίο εξάμηνο του (οποιουδήποτε) συμβολαίου του.
Μια φορά και έναν καιρό…
Δεν μπορούσε καν ένας ποδοσφαιριστής να θεωρηθεί “ελεύθερος” και να αποχωρήσει από την ομάδα του, ακόμα και όταν το συμβόλαιό του ολοκληρωνόταν. Για να γίνει, έπρεπε η ομάδα του είτε να αποζημιωθεί, να εισπράξει χρήματα, είτε αυτή, με δική της πρωτοβουλία, να τερματίσει το συμβόλαιό του.
Και αυτό συνήθως -αν όχι πάντα- δεν ήταν για καλό. Και αυτό συνήθως -αν όχι πάντα- περισσότερο ως στίγμα λειτουργούσε στην κοινωνία του ποδοσφαίρου παρά ως ευκαιρία αποκατάστασης.
Μια φορά και έναν καιρό…
Υπήρχε περιορισμός στον αριθμό των μη γηγενών ποδοσφαιριστών που κάθε ομάδα μπορούσε να χρησιμοποιήσει στην ενδεκάδα της στο Πρωτάθλημα που συμμετείχε. Και όχι μόνο αυτό αλλά ακόμα και η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, η UEFA, στις δικές τις διοργανώσεις είχε συγκεκριμένο σχετικό όριο, εμμένοντας ακόμη στον εθνικό (και εθνολογικό) διαχωρισμό των μελών των Ομοσπονδιών που την απάρτιζαν.
Μια φορά και έναν καιρό…
Δεν υπήρχε η ανάγκη για ατζέντηδες. Και όσοι δήλωναν, όσοι επαγγελματίες στρέφονταν σε δαύτους για την εκπροσώπησή τους, ήταν η απόλυτη μειοψηφία. Τόσο που σε επίπεδο ποσοστού ζήτημα είναι -αν κατέβαιναν για παράδειγμα στις εθνικές εκλογές- αυτό να έφτανε για να τους βάλει στη Βουλή.
Μια φορά και έναν καιρό…
Οι ποδοσφαιριστές (εργαζόμενοι) δεν είχαν την παραμικρή δύναμη ως προς τη διεκδίκηση ισότιμων εργασιακών ευκαιριών με όλους τους υπόλοιπους εργαζομένους. Συζητήσιμο αν η δύναμη που, στον καιρό μας πλέον, έχουν αποκτήσει είναι καθολική, αντιπροσωπεύει τους πάντες και παράλληλα δεν συνέβαλε (ή δεν εξυπηρέτησε) στη διόγκωση των ανισοτήτων μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων (ομάδων), σε κάθε περίπτωση όμως είναι και λογίζεται αυτονόητο κεκτημένο.
Και άλλαξε την τοπογραφία του αθλήματος, του επαγγέλματος, της οικονομίας, όχι μόνο του σπορ, αλλά συνολικά την κοινωνία -κι όμως…- ολάκερη. Ο Ζαν Μαρκ Μποσμάν είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που άλλαξε το τοπίο.
Ποδοσφαιριστής. Δεν πέρασε όμως στα κιτάπια ανεξίτηλα για κάτι, για ένα γκολ του, για μια ενέργεια του, για οτιδήποτε που έκανε στον αγωνιστικό χώρο.
Αλλά για όσα άλλαξε ρηξικέλευθα, κοσμογονικά, φέρνοντας συνολικά τη football business (ή, καλύτερα, δημιουργώντας την από λίθου…), παίρνοντας την απόφαση να κινηθεί νομικά για μια μεταγραφή, για ένα καλύτερο συμβόλαιο, για να ξέφευγε από τα δεσμά του παλαιοτέρου.
Και τελικά, να γίνει η Ιφιγένεια της εξέλιξης και της διαμόρφωσης της σύγχρονης ποδοσφαιρικής κοινωνίας. Ένας τίτλος απλώς που σιγά-σιγά ξεφτίζει και αυτός, μια ορολογία τόσο πλέον αυτονόητη, κοντά τρεις δεκαετίες από τότε που θεσμοθετήθηκε, παίρνοντας -φυσικά- το όνομά του, που περνάει έτσι, απλώς ως μία ακόμα ανάμεσα στις εκατοντάδες-χιλιάδες που γεμίζουν την (αθλητική) ζωή.
Τόσο που η ιστορία του να μοιάζει, να ακούγεται, να λέγεται πια ως ένα παραμύθι, αφού κανείς δεν διανοείται, δεν θυμάται, πως υπήρξε κάτι διαφορετικό από ό,τι κυριαρχεί στις μέρες μας, απ’ ό,τι θαρρείς κυριαρχούσε από πάντα, παρότι κι όμως απέχει μόνο μια -και κάτι- γενιά μακριά.
Μια φορά και έναν καιρό…
Τέσσερεις φορές καλύτερος, τέσσερεις φορές χειρότερος
“Δεκαράκι”. Παλαιάς κοπής. Ράθυμος στα τρεξίματα, μόνο με το κεφάλι του στραμμένο στο τέρμα του αντιπάλου και ποτέ στης ομάδας του, με μπάλα μπόλικη στα πόδια του και συμπεριφορά ανάλογη ενός τέτοιου “δεκαριού”. Είχε δηλώσει κάποτε πως το παιχνίδι του ήταν, πάνω κάτω, ανάλογο του (πιθανώς καλύτερου Βέλγου ποδοσφαιριστή όλων των εποχών) Έντσο Σίφο.
Ούτε κατά διάνοια… πάνω και πολύ, μα πολύ, κάτω. Το μόνο κοντινό του(ς) ότι διατέλεσε συνεπέστατο στέλεχος της Ελπίδων των «Κόκκινων Διαβόλων» στις αρχές των ‘80s. Ως εκεί. Φάνηκε άλλωστε και άμεσα από την εξέλιξη που είχε. Δύο χρόνια στην Σταντάρ Λιέγης, άλλα δύο χρόνια στη συμπολίτισσα RFC Λιέγη και με πορεία, εικόνα συνεχώς καθοδική.
Τόσο που καλοκαίρι του ’90, με τον ίδιο στα 26 του πλέον, η μόνη ομάδα που ενδιαφερόταν για πάρτη του ήταν η γαλλική Ντουνκέρκ, ομάδα της Ligue 2.
Σκάρτες τρεις ώρες η απόσταση που χωρίζει τις δύο πόλεις, Δουνκέρκη και Λιέγη, αποδείχτηκε η απόσταση του χτες από το σήμερα στο ποδόσφαιρο.
Το συμβόλαιό του με την RFC είχε ολοκληρωθεί. Τότε όμως δεν μπορούσε απλώς να πάρει το αυτοκίνητό του, να κάνει τα 250 χιλιόμετρα και να πάει να υπογράψει στην ακτή του Ατλαντικού. Η RFC είχε λόγο. Μπορούσε να αξιώσει χρήματα. Και αυτονόητα το έκανε.
Τον είχε αγοράσει με 75.000 ευρώ. Και ζητούσε τέσσερεις φορές αυτά τα χρήματα για να συναινέσει στην αποδέσμευσή του. υπενθυμίζεται και υπογραμμίζεται για να γίνει σαφές: το συμβόλαιό του είχε ολοκληρωθεί. Και όμως μπορούσε να έχει λόγο και απαιτήσεις.
Η εναλλακτική που η ομάδα της γενέτειράς του πρόσφερε στον Μποσμάν ήταν να υπογράψει νέο συμβόλαιο, με απολαβές όμως μειωμένες κατά 75% σε σχέση με ό,τι προβλεπόταν στο προηγούμενο συμβόλαιό του, την ώρα που η Ντουνκέρκ του πρόσφερε σημαντικότατη αύξηση.
«Ήμουν τέσσερεις φορές καλύτερος για να με πουλήσουν και τέσσερεις φορές χειρότερος για να με υπογράψουν με νέο συμβόλαιο».
Η γαλλική ομάδα δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της βελγικής, η μεταγραφή χάλασε και ο 26χρονος τότε μέσος, εξοργισμένος από την εξέλιξη και την έλλειψη εναλλακτικών, αποφάσισε να καταφύγει στα πολιτικά δικαστήρια, βάλλοντας κατά της ομάδας του, της Βελγικής Ομοσπονδίας και της UEFA.
Το νομικό υπόβαθρο της αγωγής που κατέθεσε -και η οποία από τα τοπικά, βελγικά, δικαστήρια που τον δικαίωσαν μεταφέρθηκε αυτοδικαίως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο- αφορούσε στην παραβίαση της Συνθήκης της Ρώμης του 1957, κατά την οποία επιτρεπόταν η ελεύθερη μετακίνηση εργαζομένων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Σε δύο εβδομάδες θα έχουμε τελειώσει», η απόκριση των δικηγόρων που τον ανέλαβαν.
Χρειάστηκαν πεντέμισι χρόνια.
Ο ποδοσφαιριστής που έγινε «Νόμος»
Η UEFA αμέσως αντιλήφθηκε την ιστορικότητα της κίνησης και προσπάθησε να σβήσει τη φωτιά, πριν καν επεκταθεί. Πρόσφερε στους δικηγόρους του Μποσμάν 2 εκατ. ελβετικά φράγκα για να αποσύρει την αγωγή, κάτι που ο Μποσμάν πληροφορήθηκε πολύ αργότερα και… εμμέσως, καθώς το νομικό επιτελείο τού ξεκαθάρισε πως δεν θα έμπαινε σε διαδικασία συμβιβασμού για λιγότερα από… 2.5 εκατ.
Φυσικά, η (μία από τις μηνυμένες) RFC τον αποδέσμευσε. Κάθε άλλο παρά ιδανική εξέλιξη. Εν μέσω μιας δικαστικής διαμάχης, η οποία θα άλλαζε το status quo του ποδοσφαίρου (και όπως τότε θεωρούνταν όχι υπέρ των συλλόγων), ήταν δακτυλοδεικτούμενος. Και αυτονόητα ανεπιθύμητος, χαρακτηρισμένος ως… δημόσιος κίνδυνος.
Ναι, δεν ήταν κάποιος ξεχωριστός ποδοσφαιρικά, αλλά, διάολε, ήταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Περισσότερο ως publicity trick τον δέχτηκε η Σεν Κουεντέν (2η κατηγορία Γαλλίας), μπας και επωφεληθεί της δημοσιότητας που είχε τότε ο Μποσμάν και αποκομίσει κάποια οφέλη. Μάταια. Στο εξάμηνο πάνω χρεοκόπησε και έτσι ο Βέλγος βγήκε ξανά στη γύρα, με ακόμα χειρότερα αποτελέσματα.
Δεν βρήκε πουθενά ομάδα παρά μόνο στον… Ινδικό Ωκεανό, στο νησί της Réunion και στην τοπική Σεν Ντενί. Αναμενόμενα δεν γινόταν να μακροημερεύσει, ειδικά με μια εν εξελίξει δίκη χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Στα χρόνια που αυτή κράτησε, ουσιαστικά σταμάτησε το ποδόσφαιρο, παίζοντας περισσότερο, γιατί δεν είχε μάθει να κάνει κάτι άλλο, σε ομάδες τρίτης και τέταρτης κατηγορίας στο Βέλγιο και τη Γαλλία.
«Ήμουν παρείσακτος. Το μαύρο πρόβατο. Κανείς δεν με ήθελε, κανείς δεν με δεχόταν. Και εκεί πόνταραν και οι αντίδικοί μου, στην αδυναμία μου να αντεπεξέλθω οικονομικά στις απαιτήσεις μιας μακρόχρονης και απαιτητικής νομικής διαδικασίας, ζητώντας και κερδίζοντας συνεχώς αναβολές».
Άντεξε. Και στις 15 Δεκεμβρίου 1995 δικαιώθηκε, με απόφαση που πήρε το όνομά του και έγινε γνωστή -εις τον αιώνα τον άπαντα- ως «Νόμος Μποσμάν». Σύμφωνα με αυτήν, κάθε ποδοσφαιριστής θα ήταν ελεύθερος να μετακινηθεί όπου επιθυμούσε, χωρίς μεσολάβηση τρίτων, όταν το συμβόλαιό του ολοκληρωνόταν.
Κάθε ποδοσφαιριστής θα ήταν ελεύθερος να διαπραγματευτεί έξι μήνες πριν την εκπνοή του συμβολαίου και, τέλος, οι Ομοσπονδίες, τόσο οι Εθνικές όσο και (πρωτίστως) η Ευρωπαϊκή, υποχρεούνταν να αφαιρέσουν από το κανονιστικό τους πλαίσιο τον περιορισμό στην πρόσληψη και κυρίως στην χρησιμοποίηση μη γηγενών ποδοσφαιριστών.
Χρήμα, φήμη και γυναίκες
Είχε φτάσει στα 31 πια. Ουσιαστικά ανενεργός μια πενταετία. Δεν θα μπορούσε να επιστρέψει επαγγελματικά στο ποδόσφαιρο, παρότι αυτό αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία της δικαστικής διαφυγής του. Το προσπάθησε, είναι η αλήθεια, αλλά πλέον ήταν και πολύ αργά και κυρίως, νικητής πια, δεν τον ενδιέφερε και τόσο.
Είχε φήμη, είχε αλλάξει μια και καλή, κοσμοϊστορικά, το τοπίο, είχε και χρήματα. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Του επιδικάστηκε αποζημίωση 1 εκατ. ευρώ (σημερινή ισοτιμία). Από αυτά, στην τσέπη του έμειναν -μετά τη φορολόγηση και την αμοιβή των δικηγόρων του- περίπου το 1/3.
Για κάποιον που είχε ως τότε συνηθίσει να ζει με τον… επιούσιο, ήταν πάρα πολλά. Και του έδωσε και κατάλαβε. Αγόρασε σπίτι δίπλα σε αυτό των γονιών του στη Λιέγη. Αγόρασε και δεύτερο στα περίχωρά της. Δύο πανάκριβα τετράτροχα -μια Porsche και μια BMW– κοσμούσαν το γκαράζ του.
Γενικά, το life style του πλέον έμοιαζε -ή προσπαθούσε να το κάνει να μοιάζει- ταιριαστό με αυτό μιας διασημότητας.
Συγχρηματοδότησε ένα ντοκιμαντέρ το οποίο πρόβαλε όλη την περιπέτειά του στο φημισμένο «Canal+», η οικονομική άνεση και η φήμη του τόνισαν την -έτσι κι αλλιώς θελκτική στο γυναικείο φύλλο- εμφάνισή του, με αποτέλεσμα τα ειδύλλια και οι κατακτήσεις του να μετατραπούν σε θρύλο.
Κάποτε, όταν όλα ξεχάστηκαν, ισχυρίστηκε πως είχε συνευρεθεί ερωτικά με 748 γυναίκες. Και αυτό το 2011.
Δύο χρόνια μετά την τελεσίδικη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στο προσκήνιο ήρθε και η FIFA, η οποία -για να αποφύγει ανάλογες εξελίξεις- του πρόσφερε συμβιβασμό, ένα ποσό πάνω κάτω στο επίπεδο εκείνου που του είχε απομείνει από την πρώτη δικαστική διαμάχη (300.000 ευρώ).
Κάτι που δεν άντεχε να ξαναμπεί σε έναν νέο νομικό μαραθώνιο, κάτι το μεθύσι από την όποια ευμάρεια θεωρούσε πως είχε αποκτήσει, κάτι οι συμβουλές των δικηγόρων του, οι οποίοι έπιασαν την καλή για τα… καλά, ειδικά ο Ζαν Λουί Ντιπόν (ο δεύτερος ήταν ο διαβόητος στις νομικές ιστορίες του Βελγίου, Λικ Μισόν), ο οποίος πλέον θεωρείται ειδήμονας στο Ευρωπαϊκό Εργατικό Δίκαιο με ειδίκευση στον αθλητισμό, έχοντας εκπροσωπήσει κορυφαίους ποδοσφαιριστές, συλλόγους και οργανισμούς ανά τον κόσμο, με γραφεία σε 32 (!) διαφορετικές πόλεις της υφηλίου, όλα απόρροια εκείνης της νίκης του Δεκεμβρίου του ’95, τα δέχτηκε, τελειώνοντας εκεί το δικαστικό σεργιάνι του.
Όλοι οι υπόλοιποι βέβαια το συνέχισαν. FIFA, UEFA, σύλλογοι, Ενώσεις ποδοσφαιριστών, στις διαπραγματεύσεις, στο power play, στο μοίρασμα της πίτας που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, θέσπισαν τις αρχές του μεταγραφικού πλαισίου, το οποίο -με ελάχιστες προσθαφαιρέσεις και ανάλογους… Μποσμάν- διατηρείται και υιοθετείται σε όλη την υφήλιο ως και σήμερα, στήνοντας έτσι σταδιακά και την ποδοσφαιρική mega βιομηχανία που ακολούθησε τον «Νόμο Μποσμάν» και είναι απολύτως κυρίαρχη στο κάθε τι (με μερίδες έστω και όχι αναλογικά μοιρασμένες σε όλους) που αφορά στο άθλημα.
Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα
Μέσα σε αυτή την παραζάλη, πρακτικά το τόπι το κλωτσούσε απολύτως ερασιτεχνικά. Τελευταία του ομάδα ήταν μια… Βίζε, στην πατρίδα του. Είχε συμφωνήσει με τον Πρόεδρό της πως θα πληρωνόταν μετά το τέλος του κάθε εντός έδρας παιχνιδιού της, ανάλογα το τι προσέλευση θα υπήρχε στο γήπεδο.
Με το κεφάλι κοινώς. Μόνο και μόνο για να δουν τον Ζαν Μαρκ Μποσμάν. Όχι τον ποδοσφαιριστή, κανέναν δεν ενδιέφερε αυτός, αλλά αυτόν που άλλαξε το ποδόσφαιρο.
Έτσι, χωρίς δουλειά, χωρίς σταθερό εισόδημα, με τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής που είχε υιοθετήσει και με πεπερασμένα δικαστικά κέρδη, πολύ δεν χρειάστηκε για να σκορπιστούν τα πάντα. Πούλησε τα αυτοκίνητά του, πούλησε το ένα του σπίτι, έβαλε υποθήκη το άλλο. Έφτασε να ζει στο γκαράζ του πατρικού του.
Πάλεψε με την κατάθλιψη, την οποία και δαμάζει πια φαρμακευτικά. Έπεσε στο αλκοόλ. Συνελήφθη μάλιστα, επειδή χτύπησε την τότε (2011) σύντροφό του, επειδή εκείνη αντέδρασε, όταν τον άκουσε να διατάζει την κόρη της (14 χρόνων) να πάει να του πάρει ουίσκι με το χαρτζιλίκι της.
Πλέον ισχυρίζεται πως έχει καθαρίσει. Ακόμα και αν ισχύει, δεν τον βοήθησε. Ούτε δουλειές του ποδαριού -πωλητής στα ΙΚΕΑ, υπάλληλος σε βενζινάδικο, κάποιες περιστασιακές εξ αυτών- δεν μπόρεσε να κρατήσει. Στράφηκε στη FIFPro, την Ένωση των ποδοσφαιριστών. Συχνά πυκνά, ως και σήμερα, επισκέπτεται -και είναι καλοδεχούμενος- τα κεντρικά της γραφεία στο Άμστερνταμ.
Παρά την ανέχεια στην οποία είχε υποπέσει, ζητούσε για χρόνια κάτι καλύτερο, κάτι περισσότερο από τα 2.000 ευρώ που η Ένωση -πλέον- του παρέχει μηνιαία.
«Γιατί 2.000 και όχι 5; Όχι 10; Ποιος το ορίζει; Πώς ορίζεται; Αν μετά την απόφαση είχα μεριμνήσει να συμπεριλάμβανα ποσοστό, απειροελάχιστο, κάτω της μονάδας, σε κάθε συμφωνία που έκανε ελεύθερος ποδοσφαιριστής, τότε αυτή την στιγμή θα είχα αγοράσει την Σταντάρ, την Άντερλεχτ, την Μπριζ και το μισό Βέλγιο».
Μέχρι το 2015 έφτασε να ζει με 570 ευρώ τον μήνα, το ποσό που αντιστοιχούσε στο κοινωνικό επίδομα του βελγικού κράτους. Διέκοψαν τη χορήγησή του, γιατί θεωρήθηκε πως δεν έκανε τίποτα για να βρει μόνιμη εργασία, εγκαταλείποντας ακόμα και όσες δουλειές μέσω των κρατικών κοινωνικών υπηρεσιών τού είχαν προσφερθεί.
Έπαιξε ρέστα, πριν τη χρεοκοπία του, με μια εταιρεία παραγωγής T-shirts. Το πρόσωπό του φάτσα κάρτα, με το (κάθε άλλο παρά ευφάνταστο) σλόγκαν «Who’s The Bos». Έφτιαξε δεκάδες χιλιάδων, πείθοντας τον εαυτό του πως έναντι ενός (1) ευρώ εκάστης θα μπορούσε να τις πουλήσει σε άλλους, βετεράνους ή ενεργούς ακόμη, ποδοσφαιριστές.
Μία πούλησε. Στον γιο ενός εκ των δικηγόρων του. Τις υπόλοιπες τις χάρισε.
Πέραν του συνδικαλιστικού τους οργάνου, της FIFPro, το οποίο αύξησε στην πρώτη εικοσαετία μετά τη δικαστική απόφαση κατά 85% τα κέρδη του, μεμονωμένα οι συνάδελφοι του, με γεωμετρική επίσης σε αυτά τα χρόνια αύξηση των απολαβών τους (και κυρίως των δυνατοτήτων για να τις εξασφαλίσουν), σπάνια τον θυμόντουσαν.
Ένα παιχνίδι όλο και όλο συμφωνήθηκε να γίνει προς τιμήν του, στη Λιλ, μερικά μόνο χρόνια μετά την απόφαση και εξελίχτηκε σε φιάσκο. Μόλις 2.000 βρέθηκαν στις εξέδρες, προσέλευση που τελικά δεν έβγαλε ούτε τα έξοδα των διοργανωτών.
Σε μια άλλη περίσταση, διεθνείς Ολλανδοί τού χάρισαν το πριμ μιας νίκης τους κόντρα στο Βέλγιο. Κάποτε ο Μαρκ Βαν Μπόμελ, μετά τη μεταγραφή του στην Μπάγερν, του έδωσε 6.000 ευρώ για να πάει διακοπές με την οικογένειά του.
«Το λιγότερο που μπορώ να κάνω, αφού χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσα να έχω ό,τι τώρα το ποδόσφαιρο μού εξασφαλίζει».
Η οικογένειά του. Παντρεύτηκε και χώρισε δύο φορές. Οι δυο του γιοι, ο Μάρτιν και ο Σάμουελ, η ζωή του όλη. Δεν τον νοιάζει να τους δει ποδοσφαιριστές και μάλλον ούτε που το θέλει, δηλώνοντας απογοητευμένος από το πλαίσιο που αυτός με τη δικαστική του νίκη δημιούργησε.
Μέχρι πριν κάποια χρόνια ούτε στην τηλεόραση δεν έβλεπε μπαλίτσα. Η ειρωνεία; Γιατί δεν είχε να πληρώσει τη συνδρομή που πλέον απαιτείται, απανταχού, για να τη χαζέψεις. Απότοκο και δαύτο, κομμάτι μόνο της οικονομικής γιγάντωσης της μπίζνας δισεκατομμυρίων που είναι στις μέρες μας το ποδόσφαιρο.
Δικό του κατόρθωμα.
«Είχα τους αριθμούς του λόττο, τους έπαιξα, αλλά εισέπραξαν όλοι οι άλλοι κι όχι εγώ. Δεν μετανιώνω. Αυτή ήταν η μάχη της ζωής μου. Και θα έχω να λέω πως την κέρδισα. Πόσοι το πετυχαίνουν στις δικές τους ζωές»;
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη