Γεννήθηκα στην Αργεντινή, τον Ιανουάριο του 1987.
Η οικογένειά μου ήταν τετραμελής: ο πατέρας μου, ο Χόρχε, η μητέρα μου, η Κριστίνα, και ο αδελφός μου, ο Λισάντρο, δύο χρόνια μεγαλύτερος από μένα.
Ζούσαμε στα προάστια του Μπουένος Άιρες, περίπου 40 λεπτά από το κέντρο της πρωτεύουσας.
Ο πατέρας δούλευε σε διαφημιστική εταιρεία, έλειπε τις καθημερινές από το πρωί και γύριζε αργά το βράδυ, περίπου στις 8.
Εγώ και ο αδελφός μου μεγαλώσαμε με τη μητέρα μου, η οποία δεν εργαζόταν.
Έχω πολύ καλές αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, όμορφα και ανέμελα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έπαιζα ποδόσφαιρο με τον αδελφό μου και κάποια στιγμή, πρέπει να ήμουν περίπου 10 ετών, μπήκε στη ζωή μας και το Playstation!
Τα Σαββατοκύριακα τα περνούσαμε με τους γονείς μας και οικογενειακούς φίλους, σε ένα αθλητικό κέντρο στην περιοχή μας. Ήταν ένας χώρος, όπου τα παιδιά μπορούσαμε να παίξουμε ποδόσφαιρο, ράγκμπι και άλλα σπορ.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, το ράγκμπι είναι αρκετά δημοφιλές στην πατρίδα μου, ειδικά στα προάστια της πρωτεύουσας, όπου ζούσαμε κι εμείς.
Κοντά στο σπίτι μας, λοιπόν, υπήρχε μια καλή σχετικά ομάδα, η Πουκαρά, και οι γονείς μου αποφάσισαν να με γράψουν από πολύ μικρή ηλικία, από τα 4 μου χρόνια, ώστε να διοχετεύσω κάπου την ενέργειά μου, καθώς ήμουν παιδί που δεν στεκόταν πουθενά, δεν το χωρούσαν οι τοίχοι του σπιτιού!
Το λατρεύω αυτό το παιχνίδι, μου έδινε τη δυνατότητα να τρέχω ασταμάτητα, αυτό, δηλαδή, που μου άρεσε περισσότερο, όταν ήμουν μικρός. Το ράγκμπι έχει πάντα ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου και ακόμα και τώρα παρακολουθώ με κάθε ευκαιρία αγώνες από το Super Rugby, το πρωτάθλημα με ομάδες από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.
Έπαιξα ράγκμπι μέχρι να γίνω 11 ετών, οπότε και άρχισα να παίζω ποδόσφαιρο. Οι φίλοι μου και οι προπονητές μου υποστηρίζουν ακόμα και τώρα ότι ήμουν καλός για την ηλικία μου. Εγώ δεν μπορώ να το πω αυτό φυσικά για μένα, αλλά έτσι λένε όλοι γύρω μου! Όμως εμένα πάντα μου άρεσε λίγο περισσότερο το ποδόσφαιρο!
Το ποδόσφαιρο είναι η μεγάλη μου αγάπη. Έπαιζα συνέχεια στον ελεύθερό μου χρόνο με τον αδελφό μου και τους φίλους του. Όλοι τους ήταν μεγαλύτεροι, εγώ τα κατάφερνα μια χαρά μαζί τους και συνεχώς μου έλεγαν «Είσαι πολύ καλός και στο ποδόσφαιρο. Γιατί δεν πας να γραφτείς σε μια καλή ομάδα, να δοκιμάσεις; Αφού μπορείς, το έχεις».
Ο πρώτος που μίλησα ήταν η μητέρα μου. Της είπα ότι ναι μεν μου αρέσει το ράγκμπι και τα πάω καλά, αλλά θέλω να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου στο ποδόσφαιρο, γιατί όλοι οι φίλοι του Λισάντρο που είναι μεγαλύτεροι δύο και τρία χρόνια, μου λένε ότι είμαι πολύ καλός.
Με πήγε λοιπόν στη Μπάνφιλντ, ξεκίνησα από τις ακαδημίες και έφτασα τελικά το 2006, σε ηλικία 19 ετών, να κάνω ντεμπούτο στην ανδρική ομάδα. Το να τα καταφέρω να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ήταν ένα παιδικό όνειρο που έγινε πραγματικότητα.
Ξέρω, φυσικά, ότι δεν είμαι το μοναδικό παιδί στον πλανήτη που ονειρεύτηκε κάτι τέτοιο. Συνεπώς, είμαι τυχερός και παράλληλα ευγνώμων σε όσους με στήριξαν, επειδή τα κατάφερα.
Όσο πλησίαζα προς την ενηλικίωσή μου, στα 15-16 μου χρόνια, έβλεπα ότι, από τα μεγαλύτερα παιδιά, οι καλύτεροι στην ηλικία των 18 προβιβάζονταν στην ανδρική ομάδα. Ήταν η εποχή που άρχισα να λέω στον εαυτό μου «Ναι, μπορείς να τα καταφέρεις. Γιατί όχι»;
Μαραντόνα, Μπατιστούτα και Ανρί
Μεγαλώνοντας στο Μπουένος Άιρες, λάτρεψα τον θρύλο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.
Δεν πρόλαβα, φυσικά, το Μουντιάλ του 1986, γιατί ήμουν αγέννητος, το 1990 ήμουν πολύ μικρός ακόμη, αλλά εκείνο του 1994 ήταν η πρώτη διοργάνωση που είδα στην τηλεόραση και θυμάμαι ακόμα και τώρα πολύ καλά. Ήμουν μόλις 7 ετών τότε, αλλά θυμάμαι ακόμη τον εαυτό μου να βλέπει στην τηλεόραση το παιχνίδι με την Ελλάδα, τα γκολ του Μπατιστούτα και την αντίδραση του Μαραντόνα στην κάμερα, όταν σκόραρε. Τα προηγούμενα Παγκόσμια Κύπελλα στο Μεξικό και την Ιταλία, μπορεί να μην τα έζησα, ωστόσο τα είδα αργότερα στο βίντεο, για να μάθω για τον Μαραντόνα. Είδα όχι μόνο τα καλύτερα στιγμιότυπα, αλλά και ολόκληρα παιχνίδια.
Αυτό που έχω να πω είναι πως μπορούσε με τρομερή ευκολία να κάνει το απίστευτο πραγματικότητα. Η προσωπικότητα και το πνεύμα νικητή που έδειχνε στο γήπεδο, ήταν κάτι μοναδικό. Και αυτό που τον έκανε ξεχωριστό σε σχέση με τους επίδοξους διαδόχους του, για παράδειγμα με τον Λίο Μέσι. Ακόμα κι αν υποθέταμε πως ο Μέσι είναι μια πιο εξελιγμένη μορφή του Μαραντόνα, ότι ξέρει ένα “κλικ” παραπάνω ποδόσφαιρο από τον Ντιεγκίτο, αν με ρωτούσες «ποιον παίκτη απ’ τους δύο θα ήθελες να έχεις σε έναν Τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου, τον Μαραντόνα ή τον Μέσι;», θα απαντούσα, φυσικά, «τον Μαραντόνα». Γιατί θα ήξερα πως θα έδινε τα πάντα για να κατακτήσει τον στόχο του. Δεν είναι, λοιπόν, τα πάντα θέμα ποιότητας. είναι και ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα.
Πέρα από τον Μαραντόνα και την εξωπραγματική του υπόσταση, ο παίκτης, στον οποίον ήθελα να μοιάσω στα εφηβικά μου χρόνια, ήταν ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα.
Τον έβλεπα να παίζει και προσπαθούσα να αντιγράψω τις κινήσεις του, καθώς έπαιζα στην ίδια θέση με εκείνον. Ήταν εκπληκτικός ο τρόπος, με τον οποίο “μυριζόταν” το γκολ, η ωμή του δύναμή, το σουτ του. Ήταν πραγματικό “κτήνος”.
Το απόλυτο ποδοσφαιρικό μου είδωλο, ωστόσο, όσο μεγάλωνα, και μιλώντας για “γήινους” παίκτες και όχι για ιερά τέρατα, όπως ο Μαραντόνα, ήταν ο Τιερί Ανρί.
Ένας ποδοσφαιριστής με εκπληκτική ποιότητα. Ταχύτητα, κινήσεις, φοβερή εκτέλεση. Τον έβλεπες να παίζει και αισθανόσουν ότι δεν πατάει στο χορτάρι, αλλά ότι πετάει! Ταίριαζε απόλυτα σε εκείνη την Άρσεναλ του Αρσέν Βενγκέρ, με εξαιρετικούς συμπαίκτες, κατακτώντας τίτλους.
Ήταν τέτοια η επιρροή του Ανρί στο παιχνίδι μου, ώστε, όταν κλήθηκα να διαλέξω το πρώτο μου νούμερο, στη δεύτερη σεζόν μου στην ανδρική ομάδα της Μπάνφιλντ, όταν ήμουν 19 ετών, διάλεξα το «14», το νούμερο που φορούσε ο Ανρί.
Το όνειρο που έγινε πραγματικότητα
Αρχικά, το όνειρο να παίξω ποδόσφαιρο σε υψηλό επίπεδο έμοιαζε ακατόρθωτο, γιατί πραγματικά είναι πολύ πολύ δύσκολο να καταφέρεις να φτάσεις στην Α’ κατηγορία της Αργεντινής, όταν χιλιάδες ακόμα παιδιά θέλουν να κάνουν το ίδιο με σένα.
Θα έλεγα ότι περίπου ένα παιδί στα δέκα χιλιάδες, καταφέρνει να παίξει στο τοπ επίπεδο της χώρας.
Πρέπει να κάνεις πολλά πράγματα καλά και η πίεση που νιώθεις απ’ όλους (από την ομάδα και τον κόσμο) είναι τεράστια.
Νομίζω πως η Αργεντινή είναι μια από τις λίγες χώρες στον κόσμο που είναι τόσο πολύ δύσκολο να καταφέρεις να γίνεις επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στο κορυφαίο επίπεδο, για όλους αυτούς τους λόγους που ανέφερα.
Και, φυσικά, εκείνα τα χρόνια, ούτε που μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα παίξω και εκτός Αργεντινής, ότι θα ταξιδέψω σε τόσες χώρες, ότι θα παίξω στην Ευρώπη ή ότι θα βγω πρώτος σκόρερ σε ένα πρωτάθλημα, όπως κατάφερα το 2015 στη Super League. Όλα αυτά είναι πράγματα που ήρθαν στην πορεία. ούτε που τα είχα σκεφτεί ποτέ.
Από κάθε χώρα, στην οποία αγωνίστηκα, έχω να θυμάμαι κάτι χαρακτηριστικό. Στην Ισπανία, το ποδόσφαιρο είναι πολύ ανταγωνιστικό, υπάρχουν πάρα πολλοί καλοί και ποιοτικοί παίκτες. Στη Χιλή, μοιάζει με της Αργεντινής, είναι αυτό που λέμε λατινοαμερικάνικο στιλ, είναι σε ένα καλό επίπεδο, όμως φυσικά είναι λιγότερο ανταγωνιστικό από της πατρίδας μου. Στην Τουρκία, βασίζεται στη δύναμη, είχα να αντιμετωπίσω πολύ δυνατούς και γρήγορους αμυντικούς, στην πλειοψηφία τους από την Αφρική. Στη Μαλαισία, ήταν κάτι ξεχωριστό. μπορεί να ήταν πίσω σε γνώσεις και ενδεχομένως χαμηλότερο επίπεδο, ωστόσο μαθαίνουν πολύ γρήγορα.
Η Ελλάδα
Τέλη Ιουνίου-αρχές Ιουλίου του 2013, έχω παίξει για δεύτερη σερί σεζόν και πάλι στην πατρίδα μου, αυτή τη φορά με την Ουρακάν, όταν ένας άλλος ατζέντης, όχι αυτός, με τον οποίο συνεργαζόμουν, μου τηλεφώνησε, λέγοντας ότι έχει μια καλή πρόταση από μια ομάδα στην Ελλάδα, τον Αστέρα Τρίπολης. Ήταν μια περίοδος, ωστόσο, κατά την οποία είχα προσφορές και από ομάδες της Αργεντινής αλλά και από άλλες χώρες.
Δεν ξέρω γιατί. η πρόταση από την ελληνική ομάδα μού κίνησε το ενδιαφέρον και ζήτησα λίγο χρόνο, για να μάθω λίγο περισσότερα πράγματα. Άρχισα να ψάχνω πληροφορίες, από το διαδίκτυο κυρίως, και είδα, αφενός, πως πρόκειται για μια οργανωμένη ομάδα με ψηλούς στόχους, αλλά και ότι υπήρχε και μια μικρή αργεντίνικη κοινότητα ποδοσφαιριστών (Μπαρτολίνι, Ντε Μπλάσις, Περόνε και άλλοι) που θα έκανε ευκολότερη την προσαρμογή μου.
Ανέκαθεν μου άρεσε το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο κι έτσι, από τη στιγμή που συμφωνήσαμε και στο οικονομικό, η απόφασή μου ήταν εύκολη. Μέσα σε δύο μέρες είπα το «ναι», η ομάδα έστειλε τα εισιτήρια και μπήκα στο αεροπλάνο. Φτάσαμε στην Αθήνα και δεν πήγα στην Τρίπολη αλλά κατ’ ευθείαν στο Καρπενήσι, όπου η ομάδα του Αστέρα έκανε καλοκαιρινή προετοιμασία. Την άλλη μέρα, ήταν η πρώτη μου προπόνηση και, φυσικά, οι πρώτες εντυπώσεις ήταν πάρα πολύ καλές. Όλα τα πράγματα ήταν όπως τα περίμενα. Μια πολύ οργανωμένη ομάδα που παρείχε τα πάντα, ώστε να δουλεύουμε επαγγελματικά, και φυσικά ένα εξαιρετικό κλίμα ανάμεσα στα μέλη του συλλόγου. Στο τέλος αυτής της πρώτης μέρας, είπα στον εαυτό μου «Νομίζω ότι πήρες τη σωστή απόφαση».
Και, φυσικά, ακόμα κι αν έχουν περάσει σχεδόν οκτώ χρόνια από τότε, δεν το έχω μετανιώσει! Στη δεύτερη σεζόν μου στον Αστέρα, μάλιστα, ήμουν και πρώτος σκόρερ στη Super League.
Τη σεζόν 2018-19, έπαιξα στη Λαμία και, έπειτα, επέστρεψα στην Τρίπολη.
Αν θα ήθελα κάποια στιγμή να έχω δοκιμάσει στον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ; Σίγουρα πιστεύω ότι θα μπορούσα να παίξω σε κάποια από αυτές τις ομάδες, ότι έχω το επίπεδο να είμαι στο ρόστερ ενός από τους λεγόμενους «μεγάλους» συλλόγους της Ελλάδας.
Αλλά, κάποιες φορές, παίζουν ρόλο κι άλλα πράγματα. Για παράδειγμα, αν πιάνεις θέση ξένου παίκτη ή έχεις κοινοτικό διαβατήριο, κάτι που εγώ δεν διαθέτω, ο τρόπος, με τον οποίον θα το χειριστεί ο μάνατζέρ σου, τι θα ζητήσει, τι θα προσφέρει η ομάδα.
Τώρα πια είμαι και 34 ετών, αν και ποτέ δεν ξέρεις πώς τα φέρνει η ζωή!
Παρ’ όλα αυτά, νιώθω γεμάτος με την καριέρα που έχω κάνει ως τώρα, ευτυχής, πολύ χαρούμενος, γιατί είμαι μέλος της οικογένειας του Αστέρα, και θα προσπαθήσω, όσο αντέχω, να παραμένω σ’ αυτό το υψηλό επίπεδο. Και, φυσικά, πολύ ικανοποιημένος για τα όσα έχουμε πετύχει φέτος με την ομάδα μου.
Το πρωτάθλημα στην Ελλάδα είναι πολύ ανταγωνιστικό. Και όλα αυτά τα χρόνια, η δική μου δουλειά είναι να σκοράρω. Νομίζω πως τα έχω καταφέρει καλά, έχοντας αντιμετωπίσει πολλούς καλούς παίκτες.
Ο αμυντικός που ξεχώρισα όλα αυτά τα χρόνια είναι ο Κώστας Μανωλάς. Δυνατός, γρήγορος, πολύ καλός και στον αέρα και στο έδαφος. Ακόμα κι αν κάνεις την τέλεια προσποίηση ή την τέλεια κίνηση, μπορεί να μην τα καταφέρεις.
Η Ελλάδα είχε, έχει και θα έχει πάντα ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Ζω εδώ με την οικογένειά μου, τη γυναίκα μου, Ναταλί, και τα δύο μου παιδιά. Ο Μπενίσιο είναι 6 ετών και πάει σε ελληνικό σχολείο, όπως και η Φρανσίσκα, δύο χρόνια μικρότερη, 4 ετών. Με τη Ναταλί παντρευτήκαμε το 2013, είναι ο άνθρωπος που με στηρίζει σ’ αυτό που κάνω, είναι εκείνη που κρατάει το σπίτι μας, προσέχει τα παιδιά, όταν λείπω λόγω των υποχρεώσεων με την ομάδα, και της είμαι ευγνώμων. Προσπαθούμε να τα μεγαλώνουμε με τις αρχές και τις αξίες που πήραμε και εμείς, θέλω να τους προσφέρω τα ωραία παιδικά χρόνια που είχα κι εγώ. Δεν είναι εύκολο, αλλά προσπαθούμε!
Ο Χερόνιμο Μπαράλες είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Δημήτρης Κενές: Social Media στα Σπορ: Προνόμια και Υποχρεώσεις