Με λίγες λέξεις κατάφερε να το τερματίσει. Απάντηση φανερά προετοιμασμένη, έκδηλα κλισέ. Όσο πιο κλισέ γίνεται, για την ακρίβεια.
«Κοιτάξτε, προς το παρόν είμαι πλήρως αφοσιωμένος στη Μάντσεστερ Σίτι και επικεντρώνομαι στο να έχω μια καλή σεζόν εδώ. Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον», είπε με σοβαρό ύφος. Λίγο πριν το δικό του μεγάλο ραντεβού, ο Χεσούς Νάβας θέλησε να κρατήσει ίσες αποστάσεις, να μην απογοητεύσει τους φίλους των «Πολιτών», ίσως και να μη φανερωθεί.
Μετά από τόσα χρόνια όμως, η ερώτηση που του έγινε πριν το παιχνίδι των Άγγλων κόντρα στη δική του αγαπημένη για το Champions League φαντάζει αστεία: «Χεσούς, θα ήθελες μια μέρα να επιστρέψεις στη Σεβίλλη;». Ο Ισπανός κράτησε τα προσχήματα και δεν άφησε ελεύθερο τον εαυτό του. Γιατί, αν το έκανε, η απάντησή του δεν θα μύριζε τυπικότητα, μα θα ξεχείλιζε από πάθος. Θα είχε για παρέα ένα μικρό χαζοχαρούμενο γελάκι, αυτό το αυθόρμητα ερωτευμένο, ξέρετε, και θα αποτελούταν από τρεις λέξεις: «Ναι, όσο τίποτα».
Μα αλήθεια, πώς να μη θέλει; Ο άνθρωπος που πάσχισε παθολογικά κι όσο κανένας άλλος να αφήσει το σπίτι του κι αυτός που επέστρεψε, γιατί η πένα του ποδοσφαίρου δεν θα μπορούσε να γράψει την ιστορία κάπως αλλιώς. Κι έμεινε εκεί, ακούνητος, όταν τα πάντα γύρω του είχαν αλλάξει. Από παιδί άντρας και από άντρας ζωντανός θρύλος, ο Νάβας όχι απλώς ήθελε να γυρίσει στη λατρεμένη του ομάδα αλλά δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί πως δεν θα το κάνει.
«Κανείς δεν ξέρει», είπε, μα εκείνος ήξερε. Το ίδιο και όλοι οι Σεβιγιάνοι. Γιατί στην περίπτωση του Χεσούς Νάβας και της Σεβίλλης ισχύει αυτό που κανείς θα ακούσει σε μερικές γωνιές της Ισπανίας, όταν οι άνθρωποι μιλούν για κάποιο απαράμιλλο πάθος, για έναν ατελείωτο ή απέθαντο έρωτα: «El amor es como el agua que no seca», ή αλλιώς «Η αγάπη είναι σα νερό που δεν εξατμίζεται».
Βουτιά στο όνειρο από νωρίς
Τα σχεδόν απόκοσμα γαλαζοπράσινα χαρακτηριστικά του μάτια παρέα με τα ελαφρώς μυτερά αφτιά του “παντρεύτηκαν” με τον τόπο γέννησής του για να δημιουργήσουν το παρατσούκλι του. O «duende de los Palacios», «το ξωτικό» δηλαδή «από τα Παλάσιος», ήρθε στη ζωή στην ηλιόλουστη Ανδαλουσία, λίγο έξω από τη Σεβίλλη.
Αν κάτι όμως έδειχνε να κουβαλά μαζί του από έναν άλλον κόσμο, αυτό δεν ήταν τα ζαλιστικά του μάτια αλλά τα πόδια του. Όποια ανώτερη, πανίσχυρη παρουσία αποφάσισε να τον πλάσει φρόντισε να τον ευλογήσει με ταχύτητα διαβόλου. Εντάξει, του έκοψε λίγο από το ύψος, μα εκείνος ο μικροκαμωμένος πιτσιρικάς επιτάχυνε σαν σίφουνας και στροβιλιζόταν απότομα σε αλλαγές κατευθύνσεων, σαν να μην το προσπαθεί καν.
Η μπάλα δεν έπεσε από νωρίς στα αστραπιαία του πόδια, ίσως και για αυτό να μην απέκτησε ποτέ την κορυφαία τεχνική. Ήταν 13, όταν αποφάσισε να γραφτεί στην ομάδα της κωμόπολής του, στην οποία έμελλε να κάτσει μόλις για δύο χρόνια. Η Σεβίλλη δεν θα μπορούσε να τον αφήσει κι εκείνος σκαρφάλωνε τις ηλικιακές κατηγορίες για πλάκα, παρότι φανερά βραχύσωμος, με όπλα την ταχύτητα και τη μαχητικότητά του.
Από την ακαδημία στη δεύτερη ομάδα κι από εκεί στο ντεμπούτο του μόλις στα 18. Ο Χεσούς και οι κολλητοί του, Σέρχιο Ράμος και Αντόνιο Πουέρτα, έδειχναν έτοιμοι να καθορίσουν όχι μόνο το μέλλον αλλά και το παρόν των Σεβιγιάνων. Ο δεύτερος μπορεί να αποχώρησε νωρίς, όμως ο Νάβας, έπειτα από τα πρώτα κατά κανόνα δύσκολα βήματα, βρέθηκε γύρω στα 20 του ήδη να είναι κομβικό μέλος της ομάδας του τόπου του, της ομάδας που ανέκαθεν υποστήριζε και αγαπούσε.
Ζούσε το όνειρο από νωρίς, στο δεξί φτερό της επίθεσης να προκαλεί τις κατάρες των αντίπαλων μπακ, οι οποίοι τον έβλεπαν να περνά από δίπλα τους και λίγες στιγμές μετά να χάνεται στον ορίζοντα του πράσινου χαλιού.
Και το όνειρό του θα λάμβανε ακόμα πιο σπουδαίες διαστάσεις μια ανοιξιάτικη νύχτα στο Αϊντχόφεν. Ο Χεσούς θα ταλαιπωρούσε με τον δικό του μοναδικό τρόπο τα βαριά και ασήκωτα κορμιά της αμυντικής γραμμής της Μίντλεσμπρο και η Σεβίλλη θα διέλυε τους Άγγλους με την τεσσάρα που της χάρισε το πρώτο UEFA της ιστορίας της.
Το άστρο του είχε ήδη αρχίσει να λάμπει. Με τη μυτερή του χαίτη και την ασύλληπτη ταχύτητά του, ο Χεσούς ξεκίνησε να κάνει τα κεφάλια να γυρίζουν προς το μέρος του, μαγνητίζοντας τα λαμπερά βλέμματα. Όσο όμως το όνομά του έμπαινε στην κουβέντα του ενδιαφέροντος των μεγαλύτερων συλλόγων, εκείνος αλήθεια ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά. Ήταν εκεί, στην ομάδα του, ευτυχισμένος και εκρηκτικά εντυπωσιακός. Ήταν στο σπίτι του, ήταν καλά.
«La morriña»
Μια κραυγή που με την ξαφνική της δύναμη σπάει κάθε άλλον ήχο γύρω της, σιγεί τις σφυρίχτρες και τις υπόλοιπες φωνές. Κι ένα άρρωστο σπριντ που σοκάρει τους πάντες. Εκείνη η προπόνηση με τη Σεβίλλη τελειώνει νωρίς για το παιδί που αφήνει το γήπεδο τρέχοντας και ουρλιάζοντας, ηττημένος σε μια ακόμα μικρή μάχη κόντρα σε όσα κουβαλά και κρύβει στο κεφάλι του. Παραδομένος σαν βορά στις άγριες διαθέσεις μιας ακόμα κρίσης πανικού.
Τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους, πριν καλά-καλά ο Χεσούς γίνει πραγματικό μέλος της Σεβίλλης. Και το καλοκαίρι του 2005 αυτά τον ανάγκασαν να αρνηθεί κάτι που κάθε πιτσιρικάς θα ονειρευόταν. Το Μουντιάλ Νέων της Ολλανδίας πλησίαζε και ο Νάβας είχε πάρει από νωρίς το χρίσμα του ηγέτη, της μεγαλύτερης ελπίδας εκείνης της φουρνιάς της Εθνικής Ισπανίας. Μόνο που, όσο οι υπόλοιποι τοποθετούσαν προσδοκίες στους ώμους του, το μέσα του σιγοέκαιγε, ζεματίζοντάς τες.
Στη διάρκεια της προετοιμασίας της «Roja» στην Καρτάγια, δεν αισθανόταν καλά, πήγε στον γιατρό της ομάδας. Εξετάσεις πεντακάθαρες, δεν είχε τίποτα. Τα πάντα έδειχναν πως μπορούσε να παίξει και να επιστρέψει στις προπονήσεις του. Τα πάντα εκτός από το κεφάλι του. Αυτή η αίσθηση δεν έκανε πίσω, σαν βαρίδι τον βύθιζε όλο και πιο βαθιά στη δική του άβυσσο, μέχρι -αναπόφευκτα- να απομακρυνθεί από την ομάδα, να χάσει το Παγκόσμιο Κύπελλο και να επιστρέψει στην πόλη του.
Οι περισσότεροι θεώρησαν πως λύγισε μπροστά στο ύψος των υποσχέσεων που είχε αφήσει, μα ο ίδιος και η ομάδα του ήξεραν πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο Χεσούς πέρασε από μια σειρά εξετάσεων και ψυχολογικών τεστ κι έμεινε για λίγο εκτός γηπέδων, μέχρι οι γιατροί και οι ειδικοί της ομάδας να ανιχνεύσουν τι είναι αυτό τον ταλαιπωρεί.
«La morriña», το αίσθημα λύπης, η καταθλιπτική μελαγχολία που νιώθει κανείς, όταν βρίσκεται μακριά από τον τόπο ή το σπίτι του.
Για μερικούς ιδιότροπο και για άλλους άρρωστο. Ό,τι κι αν ήταν, το μόνο σίγουρο ήταν πως το δέσιμο του Νάβας με την Ανδαλουσία ήταν τέτοιο που ο μικρός δεν μπορούσε να αντέξει μακριά της. Για μια-δυο μέρες, εντάξει. Αλλά όχι για περισσότερο. Δεν μπορούσε να βρίσκεται κάπου αλλού, ακόμα και στην ίδια του τη χώρα, κι αυτό έβγαινε στην επιφάνεια με τη μορφή κρίσεων πανικού και ακατάπαυστου άγχους.
«Η πίεση και το άγχος τον κυριαρχούν, όταν είναι μακριά από το σπίτι του. Οι σκέψεις του, όταν βρίσκεται σε κάποιο καινούργιο περιβάλλον για καιρό, τον πνίγουν, νιώθει πως ασφυκτιά και το κορμί του ζητά να ξεφύγει», έγραφαν τότε τα Μέσα της Ισπανίας για τον θαυματουργό πιτσιρικά που δεν μπορούσε να αφήσει την Ανδαλουσία.
Ενώ ο ψυχολόγος της Σεβίλλης, Μιγκέλ Άνχελ Γκόμεθ, έλεγε πως «η μόνη του θεραπεία είναι το ποδόσφαιρο». Έτσι ήταν.
Ο Χεσούς συνέχισε να κάνει αυτό που πάντα ήθελε να κάνει. Συνέχισε να παίζει για τη Σεβίλλη, προσπαθώντας σταδιακά να παλέψει με τους δαίμονές του. Μπάλα και πάλη, πάλη και μπάλα. Τα “άκυρα” σε όλους τους μνηστήρες προέκυπταν χωρίς συζήτηση. Τσέλσι, Λίβερπουλ, Ρεάλ Μαδρίτης. Όλες μαγεύτηκαν από αυτόν και όλες τον είδαν να τους κλείνει την πόρτα.
Ο Νάβας δούλευε μόνος του στο προπονητικό κέντρο, όσο οι συμπαίκτες του έκαναν προετοιμασία στο εξωτερικό. Και, όταν η Σεβίλλη έφευγε για προετοιμασία κάπου εντός των συνόρων, εκείνος φρόντιζε να πηγαινοέρχεται από τη βάση της στο σπίτι του για να κοιμάται εκεί κάθε βράδυ. Όσα χιλιόμετρα κι αν έπρεπε να κάνει, το να είναι με την οικογένειά του ήταν πιο σημαντικό.
Η μάχη δεν ήταν απλή ούτε εύκολη. Τα διαβόλια που τον τραβούσαν στον δικό του βυθό δεν έλεγαν να τον αφήσουν. Έχασε το Μουντιάλ της Γερμανίας το 2006, δεν έπαιξε ούτε στο Euro του 2008 και είδε έναν σωρό ευκαιρίες να περνούν σαν τρένα από μπροστά του, νιώθοντας ανήμπορος να τα κυνηγήσει. Πνιγόταν στη «morriña» του.
Γιοχάνεσμπουργκ, Κίεβο, Μάντσεστερ
Δεν συνέβη ξαφνικά ούτε αναίμακτα. Χρειάστηκε χρόνο και επιμονή. Σαν τα βράχια που σμιλεύονται με βραδείς ρυθμούς από τα νερά της θάλασσας, ο Νάβας έφτασε εν τέλει ενώπιον του δικού του γκρεμού. Μπροστά στο κενό που τον καλούσε να κάνει το άλμα της πίστης, βάζοντας για λίγο στην άκρη την καταραμένη του φοβία. Ήταν το 2010. Η σοκαριστική απώλεια του Αντόνιο Πουέρτα τρία χρόνια δεν βοήθησε. Ο Χεσούς ήταν εκεί, στο ίδιο χορτάρι που ο φίλος του υπέστη την καταδικαστική καρδιακή προσβολή. Είχαν μεγαλώσει μαζί, είχαν μοιραστεί τα ίδια όνειρα και τον έχασε μπροστά στα μάτια του. Μα το ξεπέρασε κι αυτό.
Και ίσως και για χάρη του να μην μπορούσε, μετά από όσα πέρασε, να αφήσει ακόμα μια σπουδαία ευκαιρία να περάσει από μπροστά του. Ο Βιθέντε Ντελ Μπόσκε τον ήθελε, μα ήξερε πως είναι ιδιάζουσα περίπτωση. Ο Νάβας τον διαβεβαίωσε: «Είμαι ήρεμος και καλά. Το να έρθω στο Μουντιάλ θα είναι ό,τι πιο σπουδαίο θα μπορούσε να μου συμβεί». Μια τομή στην ιστορία του.
Τα πράγματα όντως πήγαιναν όλο και καλύτερα για τον ίδιο κι αυτό φαινόταν και στο χορτάρι. Όμως άλλο το ένα κι άλλο το άλλο. Το «ξωτικό των Παλάσιος» μάζεψε όλο το θάρρος του κόσμου, συγκέντρωσε όση δύναμη μπορούσε να χωρέσει στο μικροκαμωμένο κορμί του και μπήκε στο αεροπλάνο για τη Νότια Αφρική, γνωρίζοντας πως αυτή η Ισπανία δεν έχει σκοπό να επιστρέψει σύντομα στο σπίτι.
Τι σπουδαία δικαίωση, τι απόλυτη κορυφή. Το παιδί που δεν μπορούσε να αφήσει το σπίτι του για περισσότερες από δυο μέρες βρέθηκε για έναν μήνα στην άλλη άκρη του κόσμου και ανέβηκε στην κορυφή του, εκπροσωπώντας τη χώρα του. Η εκρηκτικότητα, τα αστραπιαία του λιγνά ποδαράκια έγιναν όπλα στα χέρια του Ντελ Μπόσκε που τού φόρεσε την κάπα του “super sub” και τον έκανε κομβικό στην κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Ίσως για πρώτη φορά ο Νάβας να έδειχνε να βρίσκεται εκεί όπου πραγματικά άξιζε να είναι, απελευθερωμένος από τα δεσμά του.
Και μετά τι να του πει η Ουκρανία και η Πολωνία μπροστά στο Γιοχάνεσμπουργκ; Ήταν εκεί και στο επόμενο Euro. Ακόμα καλύτερος, ακόμα πιο σημαντικός και ξανά Πρωταθλητής με τη «Roja». Θριαμβευτής, πρώτα και κύρια, του ίδιου του εαυτού.
Κι όταν ο Νάβας άφησε ολοκληρωτικά πίσω του τα πνευματικά του προβλήματα, ένιωσε πως είχε έρθει ο καιρός να ακολουθήσει ένα απωθημένο του. Να το κυνηγήσει, πριν πετάξει κι αυτό. Όλα τα προηγούμενα χρόνια του ήταν γλυκά με τη Σεβίλλη, την ομάδα-λατρεία του, τη μοναδική σταθερά της καριέρας του, με την οποία κάθε τίτλος σήμαινε και κάτι παραπάνω. Πάντα ξεχώριζε, για αυτά που έκανε στο γήπεδο και για τον τρόπο με τον οποίον τον αγαπούσαν οι δικοί του άνθρωποι, οι Σεβιγιάνοι οπαδοί.
Η παθιασμένη σχέση τους όμως θα έπρεπε να δει την πλάτη του απωθημένου του. Το 2013 ο Νάβας ανακοινώνεται αντί σχεδόν 20 εκατ. ευρώ από τη Μάντσεστερ Σίτι και ξεκινά το μοναδικό κεφάλαιο της καριέρας του μακριά από το σπίτι του.
Ένα κεφάλαιο που δεν θα ξετυλιχθεί ποτέ με τον τρόπο που ο ίδιος ή οι «Πολίτες» θα ευελπιστούσαν. Ο μικροκαμωμένος Χεσούς, ειδικά μετά την άφιξη του Γκουαρδιόλα στο Etihad, δεν θα κάνει ποτέ τη διαφορά στον σκληρό κόσμο της Premier League. Θα τιμήσει τη φανέλα, θα γράψει συμμετοχές και θα προσθέσει κι άλλα μετάλλια στον τοίχο του. Μα ως εκεί. Δεν θα ζήσει το ίδιο πάθος, δεν θα φτάσει σε ανέγγιχτες κορυφές. Και τέσσερα χρόνια μετά, στα 32 του πλέον, θα πει «αντίο» και θα κινήσει προς τον μοναδικό προορισμό που θα μπορούσε να επιθυμεί.
Ακόμη εκεί
Άσπρα και κόκκινα κομφετί στον ουρανό της Κολωνίας. Μες στην καρδιά της πανδημίας, σε ένα άδειο στάδιο, ένας μικροκαμωμένος γίγαντας ετοιμάζεται να υψώσει το λυτρωτικό τρόπαιο.
Είναι ήδη θρύλος. Έχει επιστρέψει σπίτι του κι έχει πάρει το χρίσμα του αρχηγού. Έχει γίνει ο παίκτης με τις περισσότερες συμμετοχές στον σύλλογο της καρδιάς του κι έχει δει το όνομά του να βαφτίζει ένα από τα προπονητικά γήπεδα της ομάδας του.
Στέκεται εκεί, σε ακόμα μια απονομή. Με τη λατρεμένη του λευκή φανέλα, με το «16» του Πουέρτα στην πλάτη, εις μνήμη του κολλητού του. Με το όνομα του επίσης αδερφού του και προσφάτως τραγικά εκλιπόντα, Αντόνιο Ρέγιες, γραμμένο στο περιβραχιόνιο στο μπράτσο του. Και με το τρόπαιο αγκαλιά.
Μα για μια στιγμή, όλα παγώνουν. Δεν έχει μείνει τίποτα ίδιο. Τα πάντα έχουν αλλάξει. Ο Χεσούς έχει μεγαλώσει, σχεδόν ασπρίσει. Έχει ζήσει τα όνειρά του κι έχει χάσει δυο αδερφικούς του φίλους. Έχει υποφέρει ασύλληπτα μέσα στο ίδιο του το κεφάλι και έχει ξεπεράσει τη μεγαλύτερη φοβία της ζωής του. Έχει φύγει κι έχει επιστρέψει. Πλέον δεν είναι καν εξτρέμ, παίζει μπακ. Ξεκίνησε ως υποσχόμενο πιτσιρίκι και τώρα έχει γίνει ζωντανό, υπερσπουδαίο σύμβολο του «Sevillismo». Μα στέκεται εκεί, στην ίδια λευκή φανέλα, αυτή που λάτρεψε, πριν καλά-καλά αγαπήσει την μπάλα.
Διόρθωση. Τελικά δεν άλλαξαν τα πάντα. Γιατί ο Χεσούς είναι ακόμη εκεί, χωμένος στην αγαπημένη του φανέλα. Στο τσουνάμι της πάντα μεταλλασσόμενης πραγματικότητας, αυτή η σχέση έμεινε ίδια και απαράλλαχτη. Παθιασμένη κι αληθινή.
Το 2020 ο Νάβας πανηγύρισε, κόντρα στην Ίντερ, το Europa League, τον έβδομο τίτλο του στο σπίτι του, τον πρώτο μετά την επιστροφή του. Και τρία χρόνια μετά, ως μεταλλαγμένος 37άρης, ακόμα ένα ευρωπαϊκό. Δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια αφού φόρεσε το πρώτο μετάλλιο πάνω από τη λευκή φανέλα, ήταν ακόμη εκεί.
Σαν την τελευταία σταγόνα νερού που ακόμη δεν έχει εξατμιστεί. Αλλά πασχίζει να συνεχίσει να κυλά ακατάπαυστα και όπου βρει. Δίχως να επιτρέπει τον χρόνο να την καταδικάσει στην ξηρασία. Γιατί, όποιος κι αν το ψέλλισε, στην περίπτωση του αέναου έρωτα του Χεσούς Νάβας με τη Σεβίλλη της καρδιάς του, είχε απόλυτο δίκιο. «Η αγάπη είναι σα νερό που δεν εξατμίζεται».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ο Τσάβι οδήγησε το ποδόσφαιρο στο μέλλον
Σεσκ Φάμπρεγκας: Τα αστέρια δεν ευθυγραμμίστηκαν ποτέ