Στην αρχή η μπάλα ξεκουράζεται στο χορτάρι, πόδι στη μύτη, έτοιμο, σε θέση βολής.
Στη συνέχεια τη χαϊδεύει το κουντεπιέ, γίνεται η δική της αγκαλιά, λίγο πριν αυτή “πέσει” στο εξωτερικό. Μάτια που φιλτράρουν τις συνθήκες, σκανάρουν τον κενό χώρο, ψάχνουν την τέλεια στιγμή.
Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά, δυο ξαφνικές, ταχύτατες κινήσεις, σχεδόν αόρατες στο μάτι, τη χτυπούν με τρόπο μοναδικό. Σαν επίθεση κάποιου αιμοβόρου αρπακτικού, αστραπιαία και δολοφονική. Η μπάλα κυλά χορευτικά από το εξωτερικό του ποδιού στο εσωτερικό, ο κορμός, επιφορτισμένος με την υποχρέωση του απαραίτητου αντιπερισπασμού, “σπάει”, όσο χρειάζεται, για να ξεγελάσει τον αντίπαλο αμυντικό και να τον στείλει στην αντίθετη κατεύθυνση.
Μέχρι να καταλάβει τι έχει συμβεί, εκείνος έχει ξεχυθεί σαν σίφουνας στον ελάχιστο ελεύθερο χώρο που δημιούργησε με αυτή τη στιγμή ιδιοφυΐας. Κανένας άλλος νους δεν θα μπορούσε να την επινοήσει και, αν το έκανε, στις πρώτες προσπάθειές του να τη φέρει στη ζωή, να την υλοποιήσει, γρήγορα θα υπέκυπτε στο παρακαλετό των άσχημα “γυρισμένων” γονάτων και αστραγάλων του κορμιού του.
Κανένας άλλος εκτός από εκείνον. Στην Ευρώπη οι περισσότεροι έμαθαν να την αποκαλούν «Elastica», εξαιτίας της ιδιαίτερης πορείας που αποκτά η μπάλα κατά την εκτέλεσή της. Στην Κεντρική και Λατινική Αμερική ωστόσο πριν από πολλά χρόνια αυτό το επιδέξιο ποδοσφαιρικό χορευτικό ευλόγησε τα μάτια των παθιασμένων ποδοσφαιρόφιλων χάρη στα εξωπραγματικά πόδια του Χόρχε «Μάχικο» Γκονζάλες από το Ελ Σαλβαδόρ. Και από τότε αποκαλείται «La Culebrita Macheteada».
Νόημα που δύσκολα μπορεί να αποδοθεί με ακρίβεια, μα σε μια αρκετά ελεύθερη μετάφραση σημαίνει κάτι κοντά στο «κόψιμο του φιδιού». Άλλωστε, το σπουδαιότερο δημιούργημα του «Μάχικο», αυτή η απίθανη ντρίμπλα, δεν θα μπορούσε ποτέ να μεταφραστεί εύκολα.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κάθε απόπειρα “μετάφρασης”, κατανόησης της περιπετειώδους ζωής του από τον εκάστοτε εξωτερικό παρατηρητή δεν έχει πολύ νόημα. Διότι αυτός ήταν από την αρχή ως το τέλος. Ξεχωριστός, ακατανόητος. «Μάχικο» από την πρώτη στιγμή μέχρι και την τελευταία.
Λάμποντας ανάμεσα στην ταπείνωση
Λένε ότι η μύτη και τα αφτιά των ανθρώπων, επειδή είναι από τους μαλακότερους ιστούς του σώματος, δεν σταματούν να γεννούν νέα κύτταρα και κάπως έτσι στην πραγματικότητα εξακολουθούν να μεγαλώνουν για πάντα. Η μεγάλη γαμψή μύτη εκείνου του παιδιού πάντως, το οποίο λίγο πριν τα 60s ήρθε στη ζωή σε μια γωνίτσα της Κεντρικής Αμερικής, ανέκαθεν αποτελούσε ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του.
Αυτή, τα σκούρα σγουρά μαλλιά και τα επιδέξια πόδια του ήταν όσα “κλείδωνε” μέσα του ο νους, βλέποντάς τον έστω και για πρώτη φορά. Άλλωστε, σχεδόν από πάντα όπου κι αν τον πετύχαινε κανείς θα τον έβλεπε με μια μπάλα ή ένα φρούτο ή οποιοδήποτε άλλο αυτοσχέδιο σφαιρικό αντικείμενο κολλημένο στο δεξί, να το… φροντίζει με τον δικό του μοναδικό τρόπο, να του δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στα ζογκλερικά που περισσότερο σε παράσταση παρά σε ποδόσφαιρο έφερναν. Και ήταν μερικά από αυτά τα ευφάνταστα κόλπα που τον συνέδεσαν για πρώτη φορά με τη λέξη «μαγεία».
Άγουρος ακόμα, ο νεαρός μεσοεπιθετικός φορούσε τη φανέλα της FAS, της ομάδας της Σάντα Άνα, στην πατρίδα του. Τα χείλη του Ροζάλιο Ερνάντες Κολοράντο, του σχολιαστή της αναμέτρησης απέναντι στην Άγκιλα, δεν άντεξαν, δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν με άλλον τρόπο αυτό που τα μάτια του αντίκριζαν. Μια σειρά από ανελέητες προσποιήσεις που βασάνισαν ασύλληπτα τον αντίπαλό του και μια συστημένη σέντρα που έγινε ασίστ από τον συμπαίκτη του, σε μια από τις πρώτες λαμπερές ενέργειές του στο υψηλότερο επίπεδο της χώρας του.
Ο νους του Κολοράντο αλλά και κάθε συμπατριώτη του δυσκολευόταν να βρει λογική εξήγηση στο αστείρευτο ταλέντο ενός παιδιού που γέννησε το ακόμη και σήμερα άσημο ποδοσφαιρικά Ελ Σαλβαδόρ. Έπρεπε να τα “ρίξει” σε κάποια υπερφυσική δύναμη, το «Τι βλέπω; Είναι μάγος» ήταν απλώς επόμενο.
Κι αν κάποιος ποδοσφαιρόφιλος του μικρού κρατιδίου είχε καταφέρει με κάποιον τρόπο να μη γνωρίζει την ύπαρξη του Γκονζάλες, τα προκριματικά του Μουντιάλ του 1982 δεν άφησαν κανένα περιθώριο. Άλλωστε, μια δική του σολιστική ενέργεια ήταν αυτή που “ξεκλείδωσε” την άμυνα του Μεξικού και εν τέλει οδήγησε το Ελ Σαλβαδόρ στο Παγκόσμιο Κύπελλο για δεύτερη φορά στην ιστορία του και τελευταία μέχρι σήμερα.
Στην Ισπανία βέβαια τα πράγματα δεν θα πάνε και πολύ καλά. Το Ελ Σαλβαδόρ θα γνωρίσει τρεις ήττες, (μια με 10-1 από την Ουγγαρία) και θα αποχωρήσει ταπεινωμένο, έχοντας ως μοναδικό στοιχείο υπερηφάνειας εκείνον τον ξεχωριστό τύπο με το «11» στην πλάτη, το όνομα του οποίου θα ταξίδευε στα ποδοσφαιρικά αφτιά της Ευρώπης, μαζί με τις φήμες βέβαια που συνόδευαν τα “άτακτα” κατορθώματά του εκτός γηπέδων.
Το αντίβαρο του ταλέντο και ο κιτρινομπλέ μανδύας
Κάπως έπρεπε να διορθωθεί το λάθος, να ισοσταθμιστεί η κατάσταση. Όποιος Θεός τον έπλασε, αυτός που τοποθέτησε τη γαμψή μύτη στο κέντρο του προσώπου του και τις μαύρες μπούκλες στην κορυφή της κεφαλής του, την ώρα που αποφάσιζε να τον χρίσει ποδοσφαιριστή, μάλλον μπερδεύτηκε. Και, αντί να τον πασπαλίσει απαλά με μια φυσιολογική ποσότητα ποδοσφαιρικής αστερόσκονης, απαιτούμενη εγγύηση του μοναδικού του ταλέντου, θαρρείς τον “έπνιξε” σε αυτή. σαν, αντί για τις τρυπούλες του αλατιού, να χρησιμοποίησε από λάθος το μεγάλο στόμιο, κάνοντας “λύσσα” το φαΐ.
Ε λοιπόν, “λύσσα” στο ταλέντο ήταν και ο Γκονζάλες. Σε βαθμό που θα ήταν άδικο να παραμείνει έτσι. Προς αποκατάσταση της συμπαντικής τάξης, έπρεπε μοιραία να κουβαλήσει τα βαρίδια, τα πάθη που δεν θα τον άφηναν να το εκμεταλλευτεί στο έπακρο. Λάτρης της νύχτας, της καλοπέρασης, του ποτού και της γυναικείας συντροφιάς, ο «Μάχικο» δεν άφηνε πάρτι στο οποίο δεν θα χόρευε, με τρόπο παρόμοιο με όσα έκανε στο γήπεδο, ή μπαρ που δεν θα “έκλεινε”, τραβώντας τη βραδιά του μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Το Παγκόσμιο Κύπελλο έκανε πολλές ομάδες από τη Γηραιά Ήπειρο να τον λιγουρευτούν, η έλλειψη πειθαρχίας και επαγγελματισμού όμως ηχούσαν σαν καμπανάκι στα αφτιά τους, με τον φέρελπι νέο από την πλευρά του να αρνείται να περιορίσει την άγρια πλευρά του εαυτού του και τελικά να καταλήγει στην Κάντιθ της δεύτερης κατηγορίας.
Στην Ανδαλουσία η κιτρινομπλέ φορεσιά μετατρέπεται στον μανδύα του, στο απαραίτητο ρούχο που φορά σε κάθε του φαντασμαγορική παράσταση. Μόνο που τα μανίκια του, το μέρος από το οποίο ξετρυπώνουν τα κάθε λογής μαγικά του κόλπα, δεν βρίσκονται στα χέρια του αλλά στα πόδια του.
Γιατί εκείνα έφερναν στη ζωή τα όσα απίστευτα μπορούσε να σκεφτεί, εκείνα χάιδευαν μοναδικά την μπάλα, διατάζοντάς την, κάνοντάς τη να φαίνεται μια πιστή ακόλουθός του, αιχμάλωτη στις διαθέσεις εκείνου και μόνο εκείνου, ορκισμένη να κινείται σχεδόν χωρίς λογική όπως αυτός διατάξει, μόνο και μόνο για να ξεγελάσει τους δύσμοιρους αμυνόμενους, και από εκείνον να βρεθεί στην αγκαλιά των διχτυών.
Στην πρώτη του χρονιά στην Κάντιθ θα λανσάρει στην Ευρώπη την αγαπημένη του «Culebrita», θα σκοράρει 15 γκολ και θα ανεβάσει την ομάδα κατηγορία. Και κάπως έτσι θα κερδίσει τον τίτλο που θα τον συνοδεύσει για πάντα.
Το «Mago» του Ελ Σαλβαδόρ στην Ισπανία θα γίνει «Magico» και το όνομά του δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδιο. Κι όλα αυτά θα τα καταφέρει ζώντας σαν ρόκσταρ, όντας σταθερός θαμώνας κάθε μπαρ της πόλης, αρνούμενος να προπονηθεί χωρίς την μπάλα και με ελάχιστες ώρες ύπνου πριν τους αγώνες.
Τα υψηλά σαλόνια της πρώτης κατηγορίας μάλιστα δεν δείχνουν ικανά να αλλάξουν τον τρόπο που σκέφτεται γύρω από το παιχνίδι του, μέσα και έξω από το γήπεδο. Ο «Μάχικο» ή που θα σαλεύει τον κόσμο στο γήπεδο, ή που θα πίνει σε κάποια γωνιά ενός πάρτι, ή που θα κοιμάται. Οι Ανδαλουσιανοί αποδεικνύονται πολύ αδύναμοι για να σώσουν τη χρονιά και υποβιβάζονται, μα αφήνουν πίσω τους την παρακαταθήκη όλων των ασύλληπτων στιγμιότυπων που χάρισε εκείνος ο τρελός τύπος.
Ακόμα κι έτσι ο Γκονζάλες βγήκε τρίτος σκόρερ στην κατηγορία, κάνοντας χιλιάδες άτομα να τον ερωτευτούν. Μεταξύ αυτών κι ένα “χρυσό” παιδί που πρόσφατα είχε μετακομίσει στη Βαρκελώνη από την Αργεντινή, ο Ντιέγκο.
Ντιέγκο και «Μάχικο»
Όταν ο Μαραντόνα έφτασε στη Νάπολι, ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε πώς του φαίνεται που οι οπαδοί της ομάδας τον αποθεώνουν σαν να είναι ο καλύτερος. «Είναι φανταστικοί, αλήθεια, αλλά μάλλον δεν ξέρουν πως υπάρχει ένας παίκτης που είναι καλύτερος και από εμένα και από τον Πελέ, ο “Μάχικο” Γκονζάλες», απάντησε ο «Ντιεγκίτο». Ποιες άλλες λέξεις και ποιο άλλο στόμα θα μπορούσαν να περιγράψουν καλύτερα το πόσο μοναδικός ήταν;
Ο θαυμασμός του Ντιέγκο για εκείνον υπήρχε από την πρώτη στιγμή που άκουσε για τα μαγικά του, μα γιγαντώθηκε ένα απόγευμα που η δική του Μπαρτσελόνα τέθηκε αντιμέτωπη με την Κάντιθ του «Μάχικο». Ο Γκονζάλες είχε μείνει στον πάγκο, έχοντας καθυστερήσει να φτάσει στο γήπεδο, επειδή τον είχε πάρει ο ύπνος. Με τους «Blaugrana» να προηγούνται στο ημίχρονο με 1-0, η μόνη ελπίδα των Ανδαλουσιανών δεν μπορούσε να μη βρίσκεται στο χορτάρι. Και με το που πάτησε το πόδι του σε αυτό, η μαγεία του απλώθηκε σε όλο το μήκος του, ο Χόρχε παρέδωσε μια από τις πιο χαρακτηριστικές παραστάσεις του, σκοράροντας το γκολ της ισοφάρισης για το τελικό 1-1.
Ο Μαραντόνα ζήλεψε τους παίκτες της Κάντιθ, ήθελε κι εκείνος να μπορέσει να παίξει μαζί με τον Γκονζάλες και πίεσε τον Μενότι να τον πάρει στην Μπαρτσελόνα.
Τα εξωγηπεδικά προβλήματα του «Μάχικο» προβλημάτιζαν τον Αργεντινό κόουτς κι έτσι συμφώνησαν να πάει μαζί τους για δοκιμαστικά σε ένα φιλικό τουρνουά στην Αμερική.
Ο Γκονζάλες, εξουθενωμένος από την τελευταία βραδινή του έξοδο, παρακοιμήθηκε κι έχασε το αεροπλάνο της ομάδας, φτάνοντας εν τέλει στις Ηνωμένες Πολιτείες τη μέρα του τελευταίου ματς των «Blaugrana». Το δίδυμο Ντιέγκο-«Μάχικο», βγαλμένο από τις πιο τρελές ποδοσφαιρικές φαντασιώσεις, θα μοιραστεί την επίθεση στο ματς απέναντι στη Φλουμινένσε, με τους δυο τους να συνεργάζονται και τον Γκονζάλες να πετυχαίνει το πρώτο και τελευταίο του τέρμα με την Μπαρτσελόνα.
Το ίδιο βράδυ, με τον Μαραντόνα να στάζει μέλι για τον μάγο από το Ελ Σαλβαδόρ στη συνέντευξη Τύπου, το ξενοδοχείο της ομάδας σηκώνεται στο πόδι. Συναγερμός για φωτιά, εκκένωση των δωματίων και καταμέτρηση με έναν και μοναδικό απόντα. Κάπου ανάμεσα στον πανικό, ο «Μάχικο» ροχαλίζει στην αγκαλιά μιας ιερόδουλης, βάζοντας τέλος στις όποιες ελπίδες του να τον δεχτεί στην ομάδα ο Μενότι.
Στη συνέχεια, ο Χόρχε θα περάσει μια μίζερη σεζόν στη Βαγιαδολίδ, όπου θα του απαγορεύσουν κάθε έξοδο, κάνοντάς τον εντελώς μη παραγωγικό στο χορτάρι, αλλά θα επιστρέψει ως βασιλιάς στο σπίτι του, την Κάντιθ. Στην Ανδαλουσία, στα σοκάκια της οποίας μέχρι σήμερα ταξιδεύουν οι ψίθυροι του θρύλου του «Μάχικο», θα περάσει πέντε χρόνια ακόμα, πριν γυρίσει στο ταπεινό Ελ Σαλβαδόρ και κλείσει την καριέρα του στη Σάντα Άνα, όντας 42 ετών.
Για πάντα «Μάχικο»
Η γαμψή μύτη έχει γίνει ακόμα μεγαλύτερη και οι κατάμαυρες μπούκλες έχουν κατακτηθεί από τις λευκές και γκρίζες τρίχες του πανδαμάτορα χρόνου. Τα μάτια πάντα κουρασμένα φαίνονταν, ελέω ξενυχτιών, μα το λαμπερό δέρμα του πλέον έχει ζαρώσει.
Σε ένα μικρό τουρνουά φίλων ή στον κήπο του ο Γκονζάλες βρίσκεται ξανά στο αριστερό φτερό της επίθεσης. Για ακόμα μια φορά έχει απέναντί του έναν αμυνόμενο και πιθανότατα στο ζαλισμένο του κεφάλι εξακολουθούν να βαρούν δυνατά η μουσική και τα flashbacks μιας ακόμα περιπετειώδους νύχτας.
Τόσα χρόνια πέρασαν μα στην πραγματικότητα δεν άλλαξαν και πολλά. Γιατί να αλλάξει η ντρίμπλα του; Δεν θα κάνει στην άκρη την αγαπημένη του «Culebrita Macheteada», προφανώς και αυτή θα επιλέξει ξανά. Τη δική του μοναδική επινόηση, τη μεγαλύτερη κληρονομιά που άφησε στο ποδόσφαιρο μια καριέρα που θα μπορούσε να μνημονεύεται διαφορετικά. Μα δεν το επιθύμησε, απλώς γιατί δεν θα ήταν δική του, πραγματικά δική του.
«Ποτέ δεν κατάφερα να δω το ποδόσφαιρο επαγγελματικά. Αν το έκανα, δεν θα ήμουν εγώ. Πάντα ήθελα να παίζω για μένα, για να περνάω καλά», θα πει χρόνια αργότερα.
Ε λοιπόν, τα κατάφερε. Πέρασε καλά, το απόλαυσε. Συνεχίζει να το απολαμβάνει μέχρι σήμερα, με όποιο τόπι ή σφαιρικό αντικείμενο πέσει μπροστά του.
Πάντα με τον κορμό του έτοιμο να παίξει το παιχνίδι της εξαπάτησης, πάντα με την «Culebrita» “οπλισμένη” στο δεξί του πόδι.
Πάντα αληθινός, πάντα ο εαυτός του.
Χόρχε -για πάντα- «Μάχικο» Γκονζάλες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η λάβα του Ντιέγκο καίει ακόμα
Ιβάν Ζαμοράνο: Το πέταγμα του κόνδορα / Μαρσέλο Σάλας: Matador