Ένα παιδί μόνο του, στην άκρη του κόσμου. Χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από ό,τι γνώριζε ως δικό του.
Από την οικογένειά του, τους φίλους του, την καθημερινότητά του, τον τόπο του. Του είχε μείνει μόνο αυτό, μόνο το όνειρό του. Ό,τι ήταν και ό,τι είχε ήταν αυτό.
Α, και τα 20 ευρώ κάθε εβδομάδας. Τόσα πληρωνόταν, με αυτά έπρεπε να επιβιώνει για επτά μέρες. Τα μαθηματικά ήταν απλά, δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές, στα δάκτυλα των χεριών του έκανε τα λογιστικά του. Χρειαζόταν 5 ευρώ για να τηλεφωνεί στους δικούς του πίσω στη Βραζιλία, κάποια ψιλά για τα είδη υγιεινής του, σαπούνι, αποσμητικό, οδοντόκρεμα, κάποια ακόμα για να πηγαίνει σε ένα Internet Cafe τα Σαββατοκύριακα και να μιλά με τους φίλους του διαδικτυακά.
Του έμενε 1 ευρώ, το ευρώ της βόλτας του. Ήταν κάθε φορά η ίδια, κάθε Σάββατο απόγευμα στην κενή του ημέρα. Βουτούσε στο κέντρο της Βερόνας, πήγαινε στα McDonald’s και αγόραζε ένα milkshake. Ήταν το μόνο που μπορούσε να αγοράσει, αλλά του ήταν αρκετό. Καθόταν στα σκαλιά της Piazza delle Erbe, της κεντρικής πλατείας της πόλης, και απλώς… απλώς καθόταν βασικά. Δεν μιλούσε σε κανέναν, μόνο κοιτούσε, παρατηρούσε τους γύρω του, δίχως κανείς να τον παρατηρεί. Ήταν εκεί, μόνος ανάμεσα σε τόσον κόσμο, σχεδόν άυλος.
Ίσως έτσι να έμαθε να νιώθει οικεία, με το να είναι αόρατος, ίσως έτσι να έμαθε να δουλεύει και πάνω στο χορτάρι, σαν αθόρυβος μαέστρος, παρατηρώντας τα πάντα, γνωρίζοντας κάθε κίνηση γύρω του, χωρίς οι άλλοι να μπορούν να εντοπίσουν τη δική του αόρατη χάρη. Γνήσιος regista.
Ο Ζορζίνιο ήταν τέτοιος από τότε, από τα απογεύματα στην πλατεία με το milkshake στο χέρι. Ένα παιδί που απλώς άφηνε τις σκέψεις του να ταξιδέψουν, οπτικοποιούσε το όνειρό του, μόνο κι απαρατήρητο ανάμεσα στο πλήθος.
Ώσπου δεν άφησε επιλογή και κάποια χρόνια μετά ανάγκασε το πλήθος να στρέψει απότομα το βλέμμα πάνω του, να τον παρατηρήσει και να τον θαυμάσει. Γιατί πια ήταν ένας άριστος σπεσιαλίστας, ένας από τους καλύτερους στον πλανήτη.
«Δεν φεύγω, αυτή είναι η ευκαιρία μου»
Πριν καν το καταλάβει καλά-καλά, βρέθηκε σε έναν ποδοσφαιρικό στρατώνα. Έτσι ήταν, ήξερε τι θέλει και από νωρίς είχε καταλάβει πως δεν θα περάσει τόσο καλά στην προσπάθειά του να το πιάσει στα χέρια του. Εξήντα παιδιά κοιμόντουσαν σε τριάντα στριμωγμένες κουκέτες σε ένα δωμάτιο. Υπήρχαν αμέτρητα όνειρα, τόσο ταλέντο, τόσα πιτσιρίκια που δούλευαν σκληρά για να τα καταφέρουν. Άλλωστε, αυτό το ποδοσφαιρικό camp της Γκουαμπιρούμπα, λίγο μακριά από την πόλη που γεννήθηκε ο Ζορζίνιο, μπορούσε να δώσει ένα εισιτήριο, μια ευκαιρία για την Ιταλία. Αυτή ήταν η υπόσχεση. Ανάμεσα στα όνειρα υπήρχαν όμως και μόνο δύο τουαλέτες. Ντουζιέρες που έβγαζαν αποκλειστικά παγωμένο νερό, κακό ξαναζεσταμένο φαγητό, τόνοι σκόνης στο δωμάτιο. Μια μέρα οι καθαρίστριες και οι μαγείρισσες σταμάτησαν να πληρώνονται κι έτσι σταμάτησαν να πηγαίνουν, αφήνοντας τις εγκαταστάσεις στη μοίρα τους, παραδομένες στη βρόμα.
Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν τραγικές. Ο Ζορζίνιο είχε μάθει στη φτώχεια, αλλά όχι σε αυτή την έλλειψη αξιοπρέπειας και η μητέρα του δεν μπορούσε να το δεχθεί αυτό. Τον λάτρευε τον γιο της, λάτρευε το ποδόσφαιρο. Ήταν εκείνη που του έδωσε την πρώτη του μπάλα, εκείνη που του έμαθε πώς να την κλωτσά, εκείνη που σχεδόν τρελαινόταν, όταν το παιδί της έκανε λάθος πάσες. Μοιραζόταν το ίδιο όνειρο με εκείνον, ήθελε να τον δει ποδοσφαιριστή. Μα αυτό ήταν πάρα πολύ. Τον επισκέφτηκε και, με το που είδε πού και πώς ζούσε, του φώναξε να μαζέψει τα πράγματά του: «Ξέρω πόσο το θέλεις, αλλά ο γιος μου δεν μπορεί να ζει έτσι». «Όχι, μαμά, δεν φεύγω», της απάντησε.
Και όντως στύλωσε τα πόδια του σαν πεισματάρικο άλογο και δεν άλλαξε γνώμη, της είπε μέχρι και ότι, αν τον ανάγκαζε, αν του έκοβε το όνειρο του τώρα, δεν θα μπορούσε να τη συγχωρήσει ποτέ. Ήξερε ότι μάλλον αυτή ήταν η τελευταία του ευκαιρία, ήταν 13 χρόνων και τον είχαν ήδη απορρίψει τρεις ακαδημίες στο Σάο Πάολο.
Γεννήθηκε στη Βραζιλία, μα το ταλέντο του δεν ήταν βραζιλιάνικο. Τα πόδια του ανέκαθεν έμοιαζαν με οδοντογλυφίδες, λεπτά κι αδύναμα, ποτέ δεν ήταν ικανά να εκφράσουν τη μαγεία, την ποδοσφαιρική αλεγρία του στερεοτυπικού Βραζιλιάνου. Όχι, ο Ζορζίνιο ήταν διαφορετικός. Μα το γνώριζε και δεν άφηνε τίποτα να τον επηρεάζει. Ούτε αυτό ούτε την υπάνθρωπη κατάσταση του camp.
«Αυτή είναι η ευκαιρία μου. Δεν με νοιάζει αν πρέπει να υποφέρω. Μπορώ να τρώω το ίδιο χάλια φαγητό για δέκα μέρες, μπορώ να πηγαίνω στις πενταβρόμικες τουαλέτες. Δεν είναι τίποτα», φώναζε στη μαμά του. Εκείνη κατάλαβε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, πως ο γιος της, σε αντίθεση με όλα τα ταλαντούχα παιδιά εκεί μέσα που έφυγαν, δεν θα τα παρατούσε ποτέ. Και η επιμονή του θα τον έβγαζε ασπροπρόσωπο. Δύο χρόνια άντεξε στο camp, άντεξε για να έρθει η δικαίωση και στα 15 του να πάρει μεταγραφή στη Βερόνα. Τώρα όλα έδειχναν να αποκτούν νόημα, να γίνονται λίγο πιο εύκολα.
Βουτιά στο σημείο μηδέν
Έφυγε για την Ιταλία μόνος του, εγκαταστάθηκε, μέσω της ομάδας, σε ένα μοναστήρι, όπου έμενε στο ίδιο δωμάτιο με -μόλις- πέντε συμπαίκτες του. Του φαινόταν σχεδόν σαν παράδεισος. Και πράγματι οι πρώτοι του μήνες ήταν καταπληκτικοί. Σύντομα βέβαια η μοναξιά θα τον χτυπούσε, θα τον ωθούσε σε αυτές τις σκηνοθετημένες βόλτες στην Piazza delle Erbe, ακόμα και το να σταθεί για λίγο μέσα στο μπουλούκι ήταν κάτι, να δει τον κόσμο, να απορροφήσει λίγο τη στιγμή. Ακόμα κι αν η μελαγχολία ήταν αναπόφευκτη απόρροια κάθε οικογενειακής εικόνας που μπορεί να κέντριζε το γεμάτο περιέργεια βλέμμα του.
Όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν τόσο απλό τελικά ένα παιδί 15 ετών να βρίσκεται μόνο με τον εαυτό του στην άλλη άκρη του κόσμου. Βασικά, σε έναν νέο κόσμο, με νέα γλώσσα, νέα πραγματικότητα. Και 20 ευρώ. Τα χρήματα που τον πλήρωνε ο Ιταλός ατζέντης του κάθε εβδομάδα. Ήταν ο ίδιος που είχε επιμεληθεί εκείνης της άθλιας αυτοσχέδιας ακαδημίας στη Βραζιλία, ο ίδιος που του έδωσε την ευκαιρία να πάει στην Ιταλία, σε μια Βερόνα που ακόμη τότε δεν είχε καν ομάδα Νέων.
Ο Ζορζίνιο συνέχισε να αναπτύσσεται, ενάμιση χρόνο μετά προπονούνταν με τους επαγγελματίες της Βερόνας, αλλά έπαιζε σε μια ομάδα της τρίτης κατηγορίας, ονόματι Μπερέτι, κι εκεί γνώρισε τον Ραφαέλ, έναν ακόμα Βραζιλιάνο. Μοιράστηκαν τις ιστορίες τους, τα όνειρα τους, τις δυσκολίες προσαρμογής στην Ιταλία. Κι εκεί, ο Ραφαέλ, μετέπειτα αδερφικός του φίλος, του άνοιξε τα μάτια. «20 ευρώ; Δεν μπορεί, κάτι πάει λάθος», του είπε.
Και πράγματι πήγαινε. Ο πρώτος ατζέντης του Ζορζίνιο έτρωγε όλα τα χρήματα που τον πλήρωνε η Βερόνα, εκτός από αυτά τα ψίχουλα που του άφηνε. Δεκαοκτώ μήνες ζούσε έτσι, προσπαθούσε να αντέξει, να ισορροπήσει, να μην το βάλει κάτω. Ήταν βαρύ χτύπημα, για όλον τον αγώνα ετών που είχε στην πλάτη του. Ο Ζορζίνιο υπέκυψε, έφτασε στο σημείο μηδέν, το σημείο που σκέφτηκε να τα παρατήσει, πληγωμένος από το μοναδικό άτομο που εμπιστευόταν πλήρως. Του έδωσε τα κλειδιά του ονείρου του κι εκείνος τον εκμεταλλεύτηκε.
Πήρε τηλέφωνο τους γονείς του: «Είναι πάρα πολύ όλο αυτό. Μου λείπετε. Γυρίζω σπίτι». Μόνο που αυτή τη φορά ήταν η σειρά της μαμάς του να στυλώσει τα πόδια της, να τον κρατήσει στις ράγες του: «Αν έρθεις, δεν θα σου ανοίξω την πόρτα, στο λέω. Προπονείσαι με την πρώτη ομάδα και θες να τα παρατήσεις τώρα; Μετά από όλα όσα άντεξες; Δεν έχει λογική. Πίστεψε, προχώρα και θα κάνεις πραγματικότητα το όνειρό σου». Η μητέρα του του το είπε, παρότι δεν ήταν εύκολο ούτε για την ίδια. Το είχε ανάγκη εκείνος όμως. Και φυσικά την άκουσε, συνέχισε να δουλεύει, όπως έκανε πάντα.
Μετέτρεψε το ισχυρότερο χτύπημα της ζωής του σε ακόμα μια λακούβα του δρόμου του και δεν του επέτρεψε να βάλει τέλος σε αυτόν. Ο Ζορζίνιο καθιερώθηκε στη Βερόνα, τη βοήθησε να ανέβει κατηγορία, να επιστρέψει στα σαλόνια. Και στα 22 του πια πρόλαβε να παίξει μόλις μια σεζόν μαζί της στη Serie A. Πριν οι πάντες καταλάβουν πως το επίπεδό του στην πραγματικότητα ήταν πολύ πιο υψηλό.
Από το κλάμα της Νάπολης στη λύτρωση του Μπακού
Στην Ιταλία συνηθίζουν να λένε πως «κλαις πολύ, όταν φτάνεις στη Νάπολη, αλλά ακόμα περισσότερο, όταν φεύγεις από τη Νάπολη». Κι ο Ζορζίνιο το ένιωσε αυτό στο πετσί του. Πρόκειται άλλωστε για το πιο ιδιαίτερο μέρος στην Ιταλία, μια πόλη με τον δικό της “βρόμικο” χαρακτήρα. Και μια ομάδα με τους πιο ιδιαίτερους οπαδούς στην Ιταλία, οι οποίοι ζουν κάθε αποτέλεσμα με ασύγκριτη ένταση, ασύγκριτη έμφαση στο συναίσθημα, θετικό ή αρνητικό.
Κι εκείνος προσγειώθηκε σε αυτό το ανθρώπινο ηφαίστειο στους πρόποδες του Βεζούβιου, προερχόμενος από ένα ολότελα διαφορετικό περιβάλλον, η προσαρμογή του ήταν μια σημαντικότατη πρόκληση. Όμως κάθε αρχή της ποδοσφαιρικής ζωής του ήταν και μια πρόκληση, κάθε πρώτη σεζόν δύσκολη, γεμάτη αμφισβήτηση. Άλλωστε, το σουλούπι του δεν μπορούσε να προκαλέσει ενθουσιασμό στους οπαδούς, η ποιότητά του ήταν δυσανάγνωστη και ο ρόλος του απόλυτα αθόρυβος.
Τόσο αθόρυβος που αρχικά δεν μπορούσε να τον ακούσει ούτε ο Ράφα Μπενίτεθ. Ο Ισπανός είπε το «ναι» στη μεταγραφή του, μα δεν τον έβλεπε στην ιεραρχεία του κι έτσι ο Ζορζίνιο έμεινε εγκλωβισμένος στους πρώτους του μήνες στην ομάδα. Μέχρι το συναπάντημα που στην πραγματικότητα θα άλλαζε για πάντα την καριέρα του, μέχρι να συναντήσει τον Μαουρίτσιο Σάρι.
Ο ιδιαίτερος Ιταλός ανέλαβε τη Νάπολι το καλοκαίρι του 2015 και ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα το παιχνίδι του Ζορζίνιο. Όταν τον κοιτούσε, δεν έβλεπε απλώς έναν μέσο ανάμεσα στο πλήθος του ρόστερ του αλλά τον πυλώνα της ομάδας που ήθελε να χτίσει. Μια στιβαρή κολώνα ύψους 1.78 μέτρων. Και δημιούργησε εκείνη την υπέροχη Νάπολι βασισμένος πάνω του.
Αυτή η έκδοση των «Partenopei» δεν ήταν ακόμη μια ομάδα, ήταν γεμάτη φρεσκάδα, βουτηγμένη στις ιδέες και τη θαρραλέα φιλοσοφία του Σάρι. Ένα σύνολο που στα αλήθεια τάραξε τα νερά του ιταλικού ποδοσφαίρου και σφηνώθηκε ανάμεσα στις κραταιές του δυνάμεις με πείσμα και κυρίως πανέμορφη ταυτότητα. Και τίποτα δεν θα ήταν τον ίδιο, αν στην καρδιά του δεν βρισκόταν ο Ζορζίνιο να ορίζει τα πράγματα.
Οι τίτλοι δεν ήρθαν ποτέ, ακόμα κι αν η Νάπολι του Σάρι έφτασε πραγματικά κοντά σε αυτούς σε διαδοχικές περιπτώσεις. Ειδικά την τελευταία του σεζόν, τη σεζόν που είδε τον Ζορζίνιο να αποχαιρετά. Με δάκρυα στα μάτια φυσικά. Πήγε σχεδόν άγνωστος και έφευγε σαν βασιλιάς για τη Νάπολη, ακόμα κι αν δεν φόρεσε κανένα στέμμα. Έφευγε ως ένας από αυτούς, Ιταλός πια, λόγω της καταγωγής του παππού του και της αγάπης του για τη χώρα που τον μεγάλωσε και τον διαμόρφωσε ποδοσφαιρικά. «Η Νάπολη, φίλε… τρέλα. Λάτρεψα την πόλη, λάτρεψα τους Ναπολιτάνους. Μετά από τεσσεράμισι χρόνια ήταν πολύ δύσκολο για μένα να φύγω», έγραψε κάποτε.
Μα αντίστοιχα δύσκολο ήταν και το επόμενό του βήμα. Όπως πάντα, στην αρχή. Ο Σάρι έκανε το άλμα για την Premier League και την Τσέλσι και δεν θα μπορούσε να αφήσει πίσω του το αγαπημένο του παιδί. «Εξήντα εκατομμύρια ευρώ για τον “γιο” του Σάρι», έγραφαν στην Αγγλία. Κι εκείνος εξοργιζόταν. Ναι, τον είχε εκτοξεύσει, του είχε ανοίξει τον δρόμο για την Αγγλία, μα ο Ζορζίνιο είχε φτάσει εκεί χάρη στη δική του αξία, χάρη στα πράγματα που έκανε εκείνος. Και όχι επειδή ένας προπονητής απλώς τον πήρε από το χέρι.
Μόνο ο ίδιος γνώριζε τι είχε περάσει κι έτσι βάλθηκε να σιγήσει την προκαταβολική αμφισβήτηση. «Σκεφτόμουν πώς θα εξευτελίσω όσους έλεγαν αυτά τα πράγματα για εμένα», έχει πει.
Πάλεψε, τους πρώτους μήνες βαρέθηκε να ακούει πόσο «αδύναμος», πόσο «αργός», πόσο «ακατάλληλος για την Premier League» ήταν. Και σύντομα κανείς δεν μιλούσε. Γιατί και πάλι, και στην Τσέλσι, ο Ζορζίνιο ήταν ο απόλυτος εκφραστής του «Sarri-ball», του παιχνιδιού που οδήγησε την ομάδα στην κατάκτηση του Europa League.
Εκείνο το βράδυ στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν ο Ιταλός ήταν ο πύργος ελέγχου των «Μπλε» κι εκείνο το μετάλλιο που φόρεσε στον λαιμό του, ο πρώτος τέτοιος τίτλος, ήταν πολλά περισσότερα από ένα κομμάτι χρυσού. Ήταν η λύτρωση η ίδια εκεί, στην αντίπερα όχθη του πλανήτη, τόσο μακριά από το σπίτι του, για εκείνο το παιδί που άφησε τα πάντα για να τα καταφέρει. Και πλέον είχε αρχίσει να τα καταφέρνει για τα καλά.
Πίσω στην πλατεία
Μόνο που ο δρόμος του δεν ήταν ποτέ επίπεδος, η άσφαλτός του ποτέ λεία. Ανηφόρες, κατηφόρες, συναρπαστικές ευθείες, λακούβες. Τα είχε όλα και ο Ζορζίνιο είχε μάθει να τα αντιμετωπίζει. Όταν έφυγε από την Τσέλσι ο Σάρι, εκείνος έχασε τον ποδοσφαιρικό του μέντορα από το πλευρό του. Όμως η οπτική του ήταν ξεκάθαρη, είχε έρθει η ώρα να αποδείξει πως δεν ήταν ο ποδοσφαιριστής του “μπαμπά” του αλλά κάτι παραπάνω.
Μόνο που ο Φρανκ Λάμπαρντ δεν τον βοήθησε καθόλου σε αυτό. Ο Ζορζίνιο δεν έδειχνε να ταιριάζει με τις επιθυμίες του Άγγλου και, παρότι συνέχισε να έχει τον ρόλο του, αυτός σταδιακά έδειχνε όλο και πιο αδιάφορος, λιγότερο σημαντικός. Έχανε τη θέση του, παραγκωνίστηκε, μέχρι και η αποχώρησή του έδειχνε σε ένα σημείο κάτι παραπάνω από πιθανή. Ο στόχος του δεν πήγαινε και τόσο καλά.
Κι όμως η σεζόν που ξεκίνησε με τον ίδιο παροπλισμένο θα κατέληγε να γίνει η πιο ονειρική της καριέρας του. Ο Λάμπαρντ αποχαιρέτησε, ο Τόμας Τούχελ ήρθε. Και όλα άλλαξαν για την Τσέλσι και τον Ζορζίνιο. Πλέον έπαιζε σταθερά και οι «Μπλε» έπαιζαν σταθερά όλο και καλύτερα. Καθόλου τυχαία. Ο Τούχελ τον χαρακτήρισε έναν από τους καλύτερους μέσους του κόσμου και στήριξε την απόλυτη αναγέννηση της Τσέλσι και στα δικά του λεπτά πόδια. Αυτά που έμοιαζαν με οδοντογλυφίδες, μα χόρευαν σαν δείκτες του ρολογιού της ομάδας.
Ο Ζορζίνιο έδινε τον ρυθμό, δεν είχε την ταχύτητα ή τη δύναμη των σύγχρονων αμυντικών μέσων, μα είχε αυτή την τέλεια αίσθηση του τέμπο. Ήταν ηγέτης, μια προέκταση του προπονητή του στο χορτάρι, ο απόλυτος διευθυντής των πραγμάτων στο γήπεδο. Ένας γνήσιος regista, κολλημένος στο “6”. Μόνος ανάμεσα στο πλήθος, να κάνει τα πράγματα να συμβαίνουν. Αθόρυβα, αόρατα, απαρατήρητα. Όπως τότε, σε εκείνη την πλατεία στη Βερόνα. Αλλά όχι κι ακριβώς, γιατί στα αλήθεια πια κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει αυτό το αγόρι.
Ποιος να αγνοήσει τον εγκέφαλο της ομάδας που κατέκτησε το Champions League, τον εγκέφαλο της ομάδας που κατέκτησε το Euro; Μέσα σε λίγες εβδομάδες, το καλοκαίρι του 2021, ο Ζορζίνιο οδήγησε δύο ομάδες στην κορυφή της Ευρώπης.
Ήταν νευραλγικός για την Τσέλσι, ήταν νευραλγικός για την Εθνική Ιταλίας και δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία. Ο Τούχελ είχε δίκιο, ήταν ένας από τους καλύτερους μέσους στον κόσμο. Με ξεκάθαρη ταυτότητα, ξεκάθαρο ρόλο, τον οποίον επιτελούσε στην εντέλεια. Και αυτή η εντέλεια δεν γινόταν πια να παραμείνει απαρατήρητη. Κόντρα σε όλες τις πιθανότητες, πλέον όλοι μιλούσαν για εκείνον όπως του άξιζε, ως έναν από τους κορυφαίους. Και όχι ως κάποιον ανάμεσα στο πλήθος.
Διπλός Πρωταθλητής Ευρώπης πια, ήξερε τι ήθελε να κάνει για λίγο στις διακοπές του. «Πήγα στη Βερόνα, επισκέφτηκα το μοναστήρι όπου έμενα. Δεν ήταν κανείς εκεί, αλλά ήταν συγκινητικό να βλέπω το σπίτι μου 14 χρόνια πριν. Μετά πήγα στην κεντρική πλατεία της πόλης, μπήκα στα McDonald’s και αγόρασα ένα milkshake. Κάθισα στα σκαλιά, στη γωνία, εκεί όπου είχα περάσει τόσα εφηβικά απογεύματα, και απλώς… απλώς κοίταξα γύρω μου». Πιθανότατα ανήμπορος να πιστέψει πού έφτασε αυτό το παιδί που χανόταν στο πλήθος.
CHECK IT OUT: Euro 2020 | Face Control: Ζορζίνιο
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: