Στην Τσέλσι ήταν Βασιλιάς Μίδας, στη Ρεάλ αρνήθηκε να υποτάξει το εγώ του στο μεγαλείο του συλλόγου, στην Ίντερ πάντοτε συμπεριφερόταν σαν να κάνει χάρη στον Μοράτι που προπονεί την ομάδα, δεν συζητάμε καν για τον καιρό της Πόρτο, όταν όλοι μιλούσαμε για τον θαυματοποιό και τον «νέο Μίχελς».
Στη Γιουνάιτεντ τον “κατάπιε” η βαριά σκιά του Σερ Άλεξ, τον κονιορτοποίησε και τον έκανε κομμάτια. Μετρήθηκε και αποδείχθηκε λίγος. Είναι πιθανόν πολύ βαριά διαπίστωση, αλλά δεν απέχει από την πραγματικότητα. Στην Τότεναμ το ποτήρι έμεινε μάλλον μισοάδειο, διότι ανέλαβε μετά την εξαιρετική παρουσία του “μπιελσογενούς” Ποτσετίνο.
Πάνω απ’ όλα ο Ζοσέ Μουρίνιο τα τελευταία χρόνια έπαψε να κινείται στη σφαίρα του απυρόβλητου και η ποδοσφαιρική βιομηχανία δεν τον κατατάσσει πλέον στις πρώτες γραμμές. Δεν είναι πλέον η διάνοια των ’90s, ο νεωτεριστής, ο θαυματοποιός, ο αναμορφωτής αλλά ένας νορμάλ, ένας αναλώσιμος προπονητής με “όνομα”. Κι αυτό είναι ίσως το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί στον Μουρίνιο, ειδικά αν το συνδυάσουμε με την εν γένει αίσθηση πως το ποδόσφαιρο που πρεσβεύει είναι πια ξεπερασμένο, εντελώς εκτός εποχής.
Μισό λεπτό όμως.
Ο πολυμήχανος Μουρίνιο έχει κατακτήσει 26 τρόπαια, έχει πάρει το Πρωτάθλημα σε τέσσερεις διαφορετικές χώρες, έχει σηκώσει δυο φορές τη μεγάλη κούπα του Champions League και μάλιστα με ομάδες που στην αρχή της σεζόν βρίσκονταν πολύ μακριά ακόμα κι από τον προσδιορισμό του στόχου.
Η εικόνα που έχει πια ο κόσμος και το κοινό είναι πως πρόκειται για έναν πολύ κλειστό και ιδιαίτερο άνθρωπο, χαμένο στην αυτοαναφορικότητα και τις εμμονές του, στην αέναη και ματαιόδοξη αγωνία του να αποδείξει σε ολόκληρον τον κόσμο ότι ο τρόπος για να κερδίζεις στο ποδόσφαιρο είναι μόνο ο δικός του. Επιμένει εδώ και χρόνια ότι, για να κατακτήσουν οι μεγάλες ομάδες τρόπαια, πρέπει υποχρεωτικά να μην παίζουν καλά, να είναι αποκρουστικές. Προσοχή, όχι επειδή περνούν ένα παροδικό ντεφορμάρισμα ή δεν υπάρχουν τα κατάλληλα συστατικά της επιτυχίας, αλλά γιατί μόνον έτσι γίνεται.
Βασιλικότερος του Βασιλέως, πολύ πιο φονταμενταλιστής από τους εξ ορισμού απρόθυμους Κλοπ και Πεπ (που είναι της μόδας), ο Μουρίνιο μοιάζει να στύλωσε τα πόδια στη γη, όταν όλος ο υπόλοιπος κόσμος προχωρούσε μπροστά. Ένας αντιδραστικός τύπος σε καιρό επανάστασης και “μοντέρνας” θεώρησης του ποδοσφαίρου, ο οποίος επιμένει ότι αυτό το πρόσκαιρο εναλλακτικό κύμα ποδοσφαιρικής φιλοσοφίας είναι προσπελάσιμο.
Στο μυαλό του Μουρίνιο ποδοσφαιρικά δίκαιο είναι μόνο εκείνο που στοχάζεται, συντάσσει και εφαρμόζει ο ίδιος και εκπορεύεται από την αναγκαιότητα επιστροφής στους θεμελιώδεις αξιακούς ποδοσφαιρικούς άξονες της φιλοσοφίας του.
Κυνισμός, αμυντική προσήλωση και σταθερότητα, στοχευμένες αντεπιθέσεις, ανταγωνισμός στα όρια του αντιαθλητικού, προκλήσεις και mind games εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου. Σε αυτές τις αρχές εδράζονται οι άξονες της κοσμοθεωρίας του για το ποδόσφαιρο, σε συνδυασμό με την ανακάλυψη εχθρών για δημιουργία κινήτρων και υψηλά επίπεδα συσπείρωσης.
Είναι πάρα πολύ λεπτές οι γραμμές σε αυτού του τύπου την προσέγγιση ακόμα και σε πιο σοβαρούς τομείς της ζωής μας και όχι τόσο στο ανέξοδο ποδόσφαιρο.
Το πιο δύσκολο που κλήθηκε να αποδείξει ο Ζοσέ σε μια πιάτσα όπως η Ρώμη, είναι ότι δεν έχει χάσει το μύθο του.
Προέταξε να ξυπνήσει την πεποίθηση ότι έχουμε να κάνουμε με έναν guru του σπορ, ο οποίος έχει το χάρισμα να μετατρέψει μια μεσαίας ταχύτητας ομάδα στο ευρωπαϊκό στερέωμα, όπως ήταν η Πόρτο, σε απόλυτη πρωταγωνίστρια ή να πείσει έναν αστέρα να υποτάξει το εγώ του και να αγωνιστεί ακραίος μπακ για τις ανάγκες της ομάδας.
Κάποτε όλα αυτά ήταν φυσιολογικά στον κόσμο του Ζοσέ, κάποτε ό,τι έλεγε ήταν νόμος χωρίς πολλά-πολλά. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στη Ρόμα, στην πραγματικότητα έπρεπε να αποδείξει σε όλους μας ότι διαθέτει ακόμη την ικανότητα να συμπαρασύρει μια ομάδα, ένα γκρουπ μαζί του, πείθοντάς το να υπηρετήσει κάτι που πιθανόν βρίσκεται εκτός του γνωστικού πεδίου του.
Δύο είναι οι στιγμές που μπορούν να συνοψίσουν τους πρώτους μήνες του στο τιμόνι της Ρόμα, αμφότερες στο Olimpico.
Η πρώτη, μια νίκη επί της Σασουόλο στις αρχές Σεπτεμβρίου, μια κορύφωση του πνεύματος (η τρίτη στις τρεις πρώτες ημέρες) είναι η κορύφωση της ρωμανικής μαγικής σκέψης που συνοδεύει το πνεύμα Μουρίνιο στη «Magica». Τραυματισμοί, προβλήματα, όλος ο κόσμος εναντίον και ο “από μηχανής θεός” Ελ Σααρουί δίνει τη νίκη στις καθυστερήσεις. «Νίκη Μουρίνιο», κανένας άλλος εκτός απ’ αυτόν δεν είναι ο καταλληλότερος για νίκες που εκπορεύονται από ψυχικές δυνάμεις, ιστορικές ανατροπές και «δικαίωση».
Το δεύτερο παιχνίδι είναι η ήττα από τη Γιουβέντους με την απίστευτη ανατροπή του 3-4 από τη «Γιούβε». Η Ρόμα διαλύθηκε, δεχόμενη τρία γκολ σε διάστημα επτά λεπτών, με τρόπο άκομψο, τραχύ, εξευτελιστικό. Ήταν κάτι που δεν συμβαίνει ποτέ στις ομάδες του Μουρίνιο, γι’ αυτό τον έφεραν οι Αμερικανοί στη Ρώμη, γι’ αυτό έγινε «Special One». Τούτη τη φορά όμως δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε ο ίδιος τι συνέβη. Αυτός που έχει πάντα έτοιμη μια απάντηση, που ξέρει να αντιστρέφει την προσοχή και να χειραγωγεί media και αντιπάλους, στάθηκε άλαλος μπροστά στις κάμερες και δεν βρήκε να πει έστω μια σοφιστεία. Γιατί ό,τι και να έλεγε θα επέστρεφε εναντίον του.
Η Ρόμα έχει λιγότερους βαθμούς από πέρυσι στον πρώτο γύρο, αλλά το χειρότερο δεν είναι αυτό. Στην πραγματικότητα δεν έχει εισφέρει μια καινούργια πρόταση ποδοσφαίρου, δεν έχει καν εξελίξει την επιθετική φιλοσοφία που είχε προσδώσει ο Πάουλο Φονσέκα, ένας όχι και τόσο επιτυχημένος προπονητής στην Trigoria. Αληθινό έργο, μια πρόταση βασισμένη στη φιλοσοφία και το dna του κλαμπ, προσπάθησε να εφαρμόσει μονάχα ο Εουσέμπιο Ντι Φραντσέσκο, ένας άνθρωπος που από Ρόμα ξέρει καλά. Ο Μουρίνιο δεν έχει προτείνει απολύτως τίποτα. Κάποτε θα τον βοηθούσαν τα αποτελέσματα, «ο σκοπός που αγιάζει τα μέσα». Τώρα τα αποτελέσματα έχουν επισκιάσει κάθε προοπτική ανάπτυξης και όλα όσα δοκιμάζει μοιάζουν εντελώς ασύμβατα με τη φιλοσοφία της Ρόμα.
Κι όμως, αυτή η ομάδα είχε και έχει πολύ ταλέντο για να τυραννιέται χαμένη στην απογοήτευση. Ο Γκονζάλο Βιλάρ, μια από τις αποκαλύψεις της περασμένης σεζόν, δόθηκε δανεικός, γιατί δεν έβλεπε ποτέ το γήπεδο. Ο Ιμπάνιεζ υποπίπτει στο ένα λάθος μετά το άλλο, έχοντας κοστίσει ακριβά στα πιο σημαντικά παιχνίδια. Ο Νικολό Τζανιόλο έχει μόνο ένα γκολ σε 17 παιχνίδια και φαίνεται να έχει απορροφήσει μόνο τα ελαττώματα της τακτικής προσέγγισης του Μουρίνιο. Οι επτά κίτρινες και η μία κόκκινη κάρτα της μεγάλης ελπίδας της Ρόμα και του ιταλικού ποδοσφαίρου μαρτυρούν εκνευρισμό, δυσκολία, πρόβλημα.
Όλα αυτά δεν προκαλούν έκπληξη, αντιθέτως είναι η πιο προβλέψιμη εξέλιξη της ρωμαϊκής περιπέτειας του Πορτογάλου τεχνικού. Έχει ήδη 20 χρόνια καριέρας στην πλάτη, το ξέρουμε όλοι ότι ο Μουρίνιο χρειάζεται έναν μεγάλο εχθρό για να είναι αληθινός Μουρίνιο.
Υποτίθεται γι’ αυτό θα ταίριαζε και με τη Ρόμα, επειδή η μέση στάση του οπαδού προσομοιάζει στη δική του. Βαθιά πεποίθηση ότι είμαστε μόνοι εναντίον όλων, περήφανοι για την ομάδα που αντιτίθεται στο κατεστημένο, υπερβολικοί και δραματικοί.
Οποιαδήποτε κατάσταση στη Ρώμη βιώνεται με έναν εντελώς ασυνήθιστο ρυθμό δραματουργίας, το αναμφισβήτητο πάθος των οπαδών συχνά μετατρέπεται σε τοξική νοσηρότητα και μεγάλο μέρος της ευθύνης για αυτό το συνεχές και αδιάλειπτο δράμα οφείλεται στα ραδιόφωνα και τα τοπικά κανάλια, τα οποία ζουν και τρέφονται από τη δυστυχία. Μόνο όποιος το βιώσει αντιλαμβάνεται το μέγεθος του δράματος, τις κορώνες, την υπερβολή, τα απίθανα σενάρια συνωμοσίας. Μια βραδιά ακρόασης σε ραδιόφωνο της πόλης αρκεί για να γραφτεί σενάριο τηλεοπτικής σειράς.
Το καλοκαίρι, όταν ανακοινώθηκε ο «Special One», ο ενθουσιασμός ήταν μεγαλύτερος και από εκείνον που βίωσε η πόλη μετά την ιστορική ανατροπή με την Μπαρσελόνα στα προημιτελικά του Champions League. Ο Μουρίνιο ήταν η ελπίδα, ένας “δικός μας άνθρωπος”, πριν καν αναλάβει. Ούτε άχρωμος και άοσμος όπως ο Φονσέκα, ούτε μονοθεματικός, ούτε τακτικά ελλιπής όπως κατηγορείτο ο Ντι Φραντσέσκο.
Πολλά μέσα ενημέρωσης αράδιασαν Αυτοκράτορες και Εκατόνταρχους της Αρχαίας Ρώμης για να τονίσουν την άφιξη του Μουρίνιο, υπογραμμίζοντας πως η Ρώμη χρειαζόταν έναν «Καίσαρα» στην κορυφή.
Ο Ζοσέ ταίριαζε απόλυτα σε αυτό το προφίλ, είναι χαρισματικός και συγκεντρωτικός, κατά κάποιον τρόπο σχεδόν μυστικιστικός, μια απόκοσμη ποδοσφαιρική οντότητα που μας κάνει να αμφισβητούμε ακόμα και τα προφανή.
Το ξέραμε όλοι ότι οι ιδέες του πια είναι ανάδρομες και αναποτελεσματικές. Το είχαμε διαπιστώσει και στην Τότεναμ και στη Γιουνάιτεντ, παρά το γεγονός ότι μέσα στον ορυμαγδό κατόρθωσε να κατακτήσει δυο τρόπαια. Ειδικά στην Τότεναμ, μετά τη σοφή διαχείριση Ποτσετίνο, ο Μουρίνιο ρούφηξε όλην την ψυχή της ομάδας, συνέτριψε το περιβάλλον του οργανισμού, κατέστρεψε όλη τη δυναμική των «Spurs», χωρίς ποτέ να εξηγηθεί το γιατί.
Πιθανόν αυτά στην Αγγλία να συγχωρούνται, στη Ρώμη, όπου όλα κρέμονται σε μια κλωστή, δεν μεταβολίζονται με τίποτα. Το αισιόδοξο γκράφιτι με τον Ζοσέ στη vespa με το κασκόλ της Ρόμα να ανεμίζει, το τυφλό πάθος της πόλης για τον Προφήτη της έγιναν μέσα σε λίγους μήνες τελετή βαθιάς παραίτησης.
Κανένα ζήτημα δεν αντιμετωπίστηκε σωστά, ξεκινώντας από τη φύση της επιλογής του Διευθυντή Ποδοσφαίρου, Τιάγκο Πίντο, ενός ανθρώπου εκ διαμέτρου αντίθετης φιλοσοφίας με τον προπονητή. Έχει περάσει απαρατήρητο από πολλούς, αλλά η Ρόμα είναι ο σύλλογος που ξόδεψε τα περισσότερα το καλοκαίρι, προσπαθώντας να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του Μουρίνιο. Από την άλλη, δεν θα είχε νόημα να προσλάβει η ομάδα έναν τόσο υψηλού επιπέδου προπονητή χωρίς να αποδεχτεί τις απαιτήσεις του στο μεταγραφικό κομμάτι.
Αυτό δεν ήταν αρκετό για να αποτρέψει τον Πορτογάλο από το να χρησιμοποιήσει διάφορα άλλοθι και μειωτικούς χαρακτηρισμούς, ώστε να κρυφτεί πίσω από ταπεινωτικές ήττες, όπως εκείνη από τη Βενέτσια, όταν είπε ότι «θα χρειαζόταν ο Χουάν Ζεσούς και ο Μπρούνο Πέρες». Τα είπε αυτά, προφανώς ξεχνώντας ότι ξόδεψε 17.5 εκατ. ευρώ για τον Σομουρόντοφ, ο οποίος είναι η ρεζέρβα του Άμπραχαμ που κόστισε 40. Κάπως έτσι η άμυνα έμεινε γυμνή, ειδικά με δεδομένη την επιλογή να παίξει με τριάδα. Η Ρόμα από τη μέση και πίσω δεν έχει απλώς πρόβλημα, είναι στην εντατική.
Χρησιμοποιεί τα παλιά του κόλπα για να μεταφέρει τις ευθύνες στη διοίκηση, στέκεται αδίστακτος και θρασύς μπροστά στις κάμερες, αποφεύγει να μιλήσει για την απόδοση της ομάδας και τα ρίχνει στους διαιτητές, τους βοηθούς, το VAR. Παλιά του τέχνη κόσκινο, μόνο που αυτή τη φορά το παραμύθι δεν έχει δράκο.
Κανείς δεν ζήτησε το Scudetto από τον Μουρίνιο. Κανείς δεν τον ήθελε θαυματοποιό, κανείς δεν περίμενε ότι η “δική του” Ρόμα θα παίξει θεαματικό ποδόσφαιρο και θα κάνει επανάσταση στο ποδόσφαιρο του “γερμανικού μοντέλου”. Ο ξεκάθαρος στόχος ήταν ένα είδος πνευματικού άλματος, η αλλαγή νοοτροπίας σε μια ομάδα που πνιγόταν στις ιδιαιτερότητές της.
Δεν έχει καταφέρει τίποτα. Η Ρόμα εξακολουθεί να είναι μια συναισθηματικά εύθραυστη ομάδα, η οποία αδυνατεί να σταθεί όρθια ακόμα και υπό ευνοϊκές συγκυρίες. Δεν συζητάμε καν για αγχωτικές καταστάσεις και καθεστώτα πίεσης, εκεί καταρρέει χειρότερα κι από τις πιο σκοτεινές εποχές της.
Η καταστροφή των επτά λεπτών κόντρα στη Γιουβέντους ήταν το αποκορύφωμα της αποτυχίας του Μουρίνιο.
Δεν αρκούν το όνομά του, η αύρα του, το κασκόλ που ανεμίζει πάνω στη vespa. Δεν αρκεί καν να ξαναγίνει ο «Special One».
Η σεζόν σώζεται μόνο αν κάνει κάτι πραγματικά ξεχωριστό για τη Ρόμα. Ακόμα κι αν αυτό είναι να παραιτηθεί.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η τελευταία ευκαιρία του Ζοσέ Μουρίνιο
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro