Μια σειρά από χάλκινα αγάλματα σε μαύρους βράχους δίπλα στα νερά του Ατλαντικού Ωκεανού.
Θηριώδεις μορφές σε υπερήφανες στάσεις. Καλλίγραμμα σώματα και γεμάτα φλόγα βλέμματα. Κανείς δεν μπορεί να πατήσει το πόδι του στην Πλάσα Ντε Λα Πατρόνα της Τενερίφης χωρίς να ρίξει τη ματιά του στα εννιά γκριζοπράσινα ομοιώματα που βρίσκονται σε αυτή. Είναι πολλά στα Κανάρια Νησιά αυτά που θυμίζουν και τιμούν τους Γκουάντσες. Από τη χαρακτηριστική σφυριχτή λαλιά, η οποία έμεινε από δαύτους μέχρι σήμερα, ως τα διάφορα μνημεία που κοσμούν τους δρόμους, φροντίζοντας να τους κρατούν ζωντανούς.
Οι Γκουάντσες, οι πρώτοι κάτοικοι, οι ιθαγενείς του νησιωτικού συμπλέγματος στα ανοιχτά του Μαρόκου, δεν κατάφεραν να αντέξουν στον χρόνο, έγιναν ακόμα μια από τις αμέτρητες φυλές που αποχαιρέτησαν τον πλανήτη, θάφτηκαν στην ιστορία, λυγίζοντας από τη βία των Ισπανών κατακτητών τους τον 15ο αιώνα.
Ποιος ξέρει πόσο πάλεψαν, πόσο προσπάθησαν να προσαρμοστούν σε έναν κόσμο που άλλαζε, να ανταγωνιστούν την ισχύ των “ανεπτυγμένων” κονκισταδόρες που τους έσβησαν από τον χάρτη; Ο κίνδυνος της εξαφάνισης τελικά τους κατάπιε και οι πρώτοι Κανάριοι είδαν τους εαυτούς τους να χάνονται από προσώπου Γης.
Τον ίδιο ακριβώς κίνδυνο, όσον αφορά στον ποδοσφαιρικό του εαυτό, αντιμετώπισε έξι αιώνες μετά ακόμα ένας Κανάριος, ένας Γκουάντσε του σύγχρονου παιχνιδιού. Μα εκείνος, ακόμα και όταν τα πάντα σταδιακά του φώναζαν πως δεν έχει θέση στο ποδόσφαιρο της εποχής του, δεν άλλαξε.
Ένας μεσοεπιθετικός υπό εξαφάνιση. Ψηλός, αδύνατος και αργός. Με μια μικρή καμπούρα και ένα μαγικό πόδι. Ο Χουάν Κάρλος Βαλερόν υπήρξε ίσως το τελευταίο παλαιάς σχολής “10άρι” που άγγιξε το τόπι σε τόσο υψηλό επίπεδο. Ακόμα κι όταν ένιωσε πως όλο του το ποδοσφαιρικό “είναι” κοντεύει να εξαφανιστεί, εκείνος δεν χρειάστηκε να αλλάξει.
Έμεινε ο εαυτός του, πανέμορφος και σπουδαίος. Ένας Γκουάντσε, ένας “εξαφανισμένος”, ο οποίος έκλεισε την καριέρα του χωρίς πολλούς τίτλους μα γεμάτος αγάπη, με μια καρδιά μοιρασμένη στα δύο. Ένας Γκουάντσε που έπεισε τον κόσμο σχετικά με τη μαγεία.
Από νησί σε νησί κι από εκεί στην «Ντέπορ»
Μπάλα βρεγμένη που κολλάει στην άμμο κάτω από τον δυνατό ήλιο. Σε ένα τέτοιο σκηνικό ήρθαν οι πρώτες επαφές του Χουάν Κάρλος με το ποδόσφαιρο. Γεννήθηκε στο Αργκινεγκίν, ένα παραθαλάσσιο χωριό των Καναρίων, απομακρυσμένο από την τουριστική παράνοια της Τενερίφης ή της Γκραν Κανάρια, στο οποίο, ειδικά τότε, έμεναν σχεδόν αποκλειστικά μόνιμοι κάτοικοι. Σε εκείνες τις παραλίες, σε εκείνους τους δρόμους που απλώνονται δίπλα από τη θάλασσα ξεκίνησε να παίζει το ομορφότερο των παιχνιδιών, όμως το Αργκινεγκίν δεν θα μπορούσε να τον κρατήσει στα στενά του όρια για πολύ.
Η τοπική Λας Πάλμας, το καμάρι των Κανάριων ποδοσφαιρόφιλων, σύντομα εντόπισε το ψηλόλιγνο παιδί με την απίθανη τεχνική και το ενέταξε στην ακαδημία της. Έκανε το ντεμπούτο του με τους Άνδρες, όταν εκείνος ήταν ακόμα 20 ετών και η ομάδα του τόπου του εγκλωβισμένη στον βούρκο της Segunda Division. Μα ακόμη και τότε τα νησιά στα οποία έζησε τα πρώτα του βήματα ήταν μικρά για το ταλέντο του.
Και κάπως έτσι, στην πρώτη του μεταγραφή, άφησε τον Ατλαντικό και μετακόμισε στις Βαλεαρίδες Νήσους, στην καρδιά της Μεσογείου, για λογαριασμό της Μαγιόρκα. Ακόμα κι ως πιτσιρίκι ήταν κομβικός, σε μια ομάδα που πραγματοποίησε εξαιρετική πορεία. Έπαιξε σε όλα τα κρίσιμα παιχνίδια των Νησιωτών και συνέβαλε τα μέγιστα στο πλασάρισμά τους στην πέμπτη θέση της La Liga και την πορεία τους ως τον Τελικό του Copa Del Rey, όπου ηττήθηκαν από την Μπαρτσελόνα στα πέναλτι.
Ο ρόλος του σε εκείνη τη Μαγιόρκα αλλά και στιγμές σαν το γκολ του απέναντι στην Αθλέτικ Μπιλμπάο, στο οποίο με τρεις σχεδόν κοροϊδευτικές προσποιήσεις πέρασε δύο αμυντικούς και τον τερματοφύλακα, πριν στείλει την μπάλα στα δίχτυα σε κενή εστία, άρχισαν να κάνουν το όνομά του να ακούγεται όλο και πιο πολύ στην Ισπανία.
Εκείνη που έσπευσε να τον κάνει δικό της, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ωστόσο ήταν η Ατλέτικο Μαδρίτης. Οι «Rojiblancos» τον αγόρασαν το επόμενο καλοκαίρι, όμως τα πράγματα για εκείνους αλλά και για τον Βαλερόν δεν πήγαν όσο καλά θα ήλπιζαν. Η μέτρια χρονιά τους επηρέασε τον τότε 22χρονο, ο οποίος σε ρόλο αλλαγής δεν έκανε τη διαφορά. Στη δεύτερη σεζόν του στην ισπανική πρωτεύουσα η κατηφόρα συνεχίστηκε και η Ατλέτικο έπεσε στη δεύτερη κατηγορία, σημάνοντας την πρώτη εμπειρία υποβιβασμού του Χουάν Κάρλος. Η μοίρα του ωστόσο σε εκείνο το σημείο δεν τον ήθελε στη Segunda Division αλλά στην καλύτερη ομάδα της Ισπανίας. Πολύ απλά γιατί εκεί ανήκε.
Ο «Flaco» που έγινε «Mago»
Το παρθενικό καλοκαίρι της νέας χιλιετίας είδε τον Βαλερόν να φορά για πρώτη φορά τις χαρακτηριστικές μπλε και λευκές της καλύτερης ομάδας της χώρας εκείνη την περίοδο. Ο λόγος όχι για τη Ρεάλ Μαδρίτης, όχι για την Μπαρτσελόνα αλλά για εκείνη την Ντεπορτίβο Λα Κορούνια, τη «Súper Dépor».
Η ομάδα του Λοντέιρο και του Ιρουρέτα είχε γίνει η ομαδάρα της Ισπανίας, ο σύλλογος που κάθε ουδέτερος απολάμβανε να παρακολουθεί αλλά κι ο οποίος μόλις είχε τρυπήσει το ταβάνι του, κατακτώντας το Πρωτάθλημα της σεζόν 1999-2000.
Ο Βαλερόν είχε την αίσθηση… κερασιού για την τούρτα της «Ντέπορ», την αίσθηση ενός παίκτη που θα μπορούσε να απογειώσει ακόμα περισσότερο εκείνη την ομάδα και να απογειωθεί μαζί της και ο ίδιος, ακόμα κι αν μαζί με τον Ισπανό για την ίδια θέση είχε φτάσει στη Γαλικία και ο Τζαλμίνια.
Η Ντεπορτίβο στην πρώτη του σεζόν δεν κατάφερε να διατηρήσει τα σκήπτρα της και, συνεπαρμένη από την προηγούμενη επιτυχία της, αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τη δεύτερη θέση της La Liga, με τον ίδιον να μη ξεδιπλώνει ολόκληρο το ρεπερτόριο των δυνατοτήτων του, αν και συνέδεσε το όνομά του με ορισμένες λαμπρές στιγμές στο Champions League.
Μετά την απόλυτη προσαρμογή του ωστόσο, έμελλε μαζί με τη Λα Κορούνια να αγγίξουν μοναδικές κορυφές. Πιο μαγικός από ποτέ μεταξύ 2001 και 2002 ο Βαλερόν αρχίζει να παίζει σαν να είναι ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο. Πιθανότατα επειδή σε εκείνο το χρονικό διάστημα ήταν ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο.
O «El Flaco» («ο αδύνατος») σταδιακά είχε μετατραπεί στον «El Mago» του Riazor, τον παίκτη που όλη η κερκίδα αδημονεί να δει στο χορτάρι.
Και σε μια από τις λίγες στιγμές της καριέρας του όπου τα άστρα θα ευθυγραμμιστούν πλήρως, η απόλυτη ακμή του θα συνδυαστεί με την τελευταία μεγάλη επιτυχία της Ντεπορτίβο Λα Κορούνια κι ένα ανείπωτο κάζο για τη Ρεάλ Μαδρίτης.
To Bernabéu την άνοιξη του 2002 φορά τα γιορτινά του και γεμίζει από δεκάδες χιλιάδες ενθουσιασμένους φίλους των «Merengues». Οι Μαδριλένοι γιορτάζουν τα 100ά γενέθλιά τους εκείνη τη μέρα, στις 6 του Μάρτη, και, λίγους μήνες πριν πάρουν το Champions League κόντρα στη Μπάγερ Λεβερκούζεν, ελπίζουν πως θα συνδυάσουν τη συμπλήρωση ενός αιώνα ζωής με γιορτή στο σπίτι τους και κατάκτηση του Κυπέλλου.
Μόνο που απέναντί τους θα βρουν την «Ντέπορ» του Βαλερόν. Ενώ οι πάντες μετρούσαν αντίστροφα για το πάρτι των «Blancos», η «Βασίλισσα» των «Galácticos» θα γονατίσει στους «Blanquiazules», θα υποταχθεί σε εκείνους που με τη νίκη τους 2-1 θα υπογράψουν μια από τις πιο ντροπιαστικές νύχτες της Ρεάλ. Το δικό της «Maracanazo» που έμεινε στην ιστορία ως «Centenariazo», λόγω των 100 χρόνων των «Merengues».
Ο Βαλερόν θα λάμψει ξανά και κατά κάποιον τρόπο θα δικαιώσει τον Τύπο της χώρας του που εκείνη την εποχή θα κάνει εντύπωση με την αφιερωμένη σε εκείνον ατάκα «Σαν τον Ζιντάν της Ισπανίας, απλώς καλύτερος».
Η προφητεία του Γκαλεάνο
«Σε ένα παγωμένο ποδόσφαιρο που απαιτεί νίκες και απαγορεύει την απόλαυση, αυτός ο άνθρωπος είναι ένας από τους λίγους που δείχνουν ότι η φαντασία μπορεί επίσης να είναι αποτελεσματική». Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο είχε αφιερώσει αυτές τις λίγες λέξεις στον Ντιέγκο Μαραντόνα, μα το σχόλιό του φαντάζει προφητικά εύστοχο, σαν από δεκαετίες πριν, ορισμένο να αναφέρεται στον Βαλερόν.
Γιατί η δική του φαντασία ήταν αυτή που κατηύθυνε ολόκληρη τη σπουδαιότητα της καριέρας του. Ψηλόλιγνος, χωρίς μυς. Αργός, φιγούρα άχαρη, γεμάτη με ποδοσφαιρική χάρη. Ο σβέρκος δεν λυγίζει, το κεφάλι καρφωμένο ψηλά. Πάντα. Όπως και η μπάλα πάντα κολλημένη στα πόδια. Ένας μαέστρος του κέντρου, ικανός να δημιουργήσει τους χώρους εκεί που δεν υπάρχουν, να τους φανταστεί και να τους ζωγραφίσει με μια τέλεια υπολογισμένη μεταβίβαση, σαν γεωμετρικά σχεδιασμένη πάνω στο πράσινο χαλί.
Ήταν οι δικές του κινήσεις, οι δικές του ιδέες αυτές που έπαιζαν τον ρόλο της βενζίνης στο όχημα εκείνης της «Ντέπορ», αυτές που έδιναν τον ρυθμό και τη μελωδία μαζί στη δική της ορχήστρα.
Τα φαινομενικά αδύναμά του πόδια γίνονταν τα μέσα της τέλειας έκφρασης όσων το ιδιοφυές μυαλό του ήθελε να εφεύρει. Ένα σωρό μοναδικές προσποιήσεις, κλειστές ντρίμπλες που, ακόμα κι αν κάποιος προέβλεπε, απλώς δεν μπορούσε να τις σταματήσει χωρίς να τον γκρεμίσει. Γλυκιές επαφές με τηλεκατευθυνόμενο φάλτσο, απαλά, ντελικάτα χάδια σε μια μπάλα που έδειχνε να του επιστρέφει την αγάπη, να τον υπακούει πιστά, σαν αφέντη.
Ήταν τα χρόνια των κορυφών του τα πρώτα του στη Λα Κορούνια, η περίοδος που όλοι υποκλίνονταν στο ταλέντο του, στο παιχνίδι του, η περίοδος που ο Τριστάν και ο Μακάι ταΐζονταν σαν υπερτροφικά παιδιά από εκείνον για να κερδίσουν τα βραβεία των πρώτων σκόρερ.
Με κάποιον τρόπο ο Βαλερόν φρόντιζε να γίνεται η καλύτερη έκδοση του εαυτού, όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν, στα σπουδαιότερα ραντεβού. Και κάπως έτσι μπόρεσε να αφήσει την υπογραφή του στις πιο χρυσές ευρωπαϊκές σελίδες της «Ντέπορ».
Η παρουσία του στις παραστάσεις των «Blanquiazules» κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ή την Άρσεναλ, η συμβολή του στο επικό τελευταίο show της Λα Κορούνια στα αστέρια του Champions League χαλύβδωσαν τον μύθο του στην ομάδα. Το δικό του γκολ στο παιχνίδι του Riazor κόντρα στη Μίλαν το 2004 ισοφάρισε το 3-0 του πρώτου αγώνα και έδωσε το απόλυτο έναυσμα για την απίθανη ανατροπή, το 4-0 που σόκαρε τους «Rossoneri» και την ποδοσφαιρική Ευρώπη, μα ταυτόχρονα αποτέλεσε το κύκνειο άσμα εκείνης της ομάδας.
Η Ντεπορτίβο σταδιακά έσβησε, επηρεασμένη και από τους τραυματισμούς του μαέστρου της, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να την αφήσει.
Μια καρδιά μοιρασμένη στα δύο
Χείλη που τραυλίζουν, λέξεις που δυσκολεύονται, αλλά τελικά βγαίνουν σφυριχτά ανάμεσα στους σιωπηλούς λυγμούς. «Πήρα την απόφαση να αποσυρθώ από το ποδόσφαιρο στο τέλος της σεζόν», ψελλίζει ο 41χρονος Βαλερόν. Και ένα ολόκληρο δωμάτιο τού χαρίζει το πιο γεμάτο, το πιο ειλικρινές χειροκρότημα. Δεν υπάρχει ούτε ένας στην αίθουσα, δημοσιογράφος, μέλος του προσωπικού της Λας Πάλμας, ούτε ο ίδιος ο Χουάν Κάρλος που θα πίστευε πως θα έφτανε να παίξει ως αυτή την ηλικία. Τα γόνατά του τον είχαν προδώσει προ πολλού, είχαν διαλυθεί επανειλημμένα, αναγκάζοντάς τον για τρία χρόνια, από το 2006 ως το 2009, να παίξει ελάχιστα και μην ξεκινήσει ούτε ένα παιχνίδι βασικός.
Μα από κάποιο σημείο και μετά δεν μιλούσαν εκείνα, δεν όριζαν αυτά το ποιος ήταν ο Βαλερόν. Η καρδιά είχε πάρει τον απόλυτο έλεγχο των ηνίων της καριέρας του. Αυτή η καρδιά που χτυπούσε δυνατά, μοιρασμένη στα δύο. Μια μεριά αφιερωμένη στο ποδοσφαιρικό του σπίτι, στην Ντεπορτίβο Λα Κορούνια, και μια άλλη στο αληθινό του σπίτι, την Λας Πάλμας, και οι δύο μαζί αφιερωμένες στο ποδόσφαιρο.
Ο καταταλαιπωρημένος από τραυματισμούς Βαλερόν έχασε το τρένο της καλύτερης «Furia Roja» όλων των εποχών, είδε την αγαπημένη του «Ντέπορ» να σβήνει και να κατρακυλά στη Segunda Division, τη χρονιά που υποτίθεται θα σταματούσε την μπάλα. Τα πόδια του τον παρακαλούσαν να το κάνει, αλλά δεν μπορούσε να την αφήσει εκεί.
Έσφιξε τα δόντια, παρέμεινε ο εαυτός του, ακόμα και σε εποχές που και ο ίδιος παραδεχόταν πως «το παιχνίδι γίνεται πολύ πιο γρήγορο και δυνατό, είναι δύσκολο κάποιος σαν εμένα να επιβιώσει σε αυτό», και τα κατάφερε. Την οδήγησε ξανά στα σαλόνια της La Liga ως απόλυτος πρωταγωνιστής. Και, όταν εκείνη τα αποχαιρέτησε ξανά, ο 38χρονος δέχθηκε μια πρόταση την οποία δεν μπορούσε να αρνηθεί.
Η Λας Πάλμας καλούσε το μεγάλο μικρό παιδί Αργκινεγκίν στον τόπο του. Και της χάρισε κι εκείνης την άνοδο στην πρώτη κατηγορία, έπαιξε για πρώτη φορά σε αυτή μαζί της. Λες και αυτός ο ψηλός κι αδύναμος τύπος με τα διαλυμένα πόδια ζούσε μια άλλη νιότη, έλαμπε με τον δικό του ρυθμό και στυλ, με τη δική ασύγκριτη ποδοσφαιρική ευφυΐα.
Την τελευταία του χρονιά, όταν όλοι ήξεραν πως θα αποσυρθεί, δεν υπήρξε γήπεδο στο οποίο να πάτησε και να μην το σήκωσε ολόκληρο στο πόδι για χειροκρότημα. Οι πάντες τον αποθέωναν, του έδειχναν την αγάπη τους κι εκείνος συχνά δεν μπορούσε να τη συνειδητοποιήσει ή να την απορροφήσει. Ήταν πάντα πιο ταπεινός. «Απλώς παίζω μπάλα, δεν είμαι κάτι περισσότερο από έναν εργάτη οικοδομής», είχε πει.
Μα δεν ίσχυε, γιατί ήταν τόσα πολλά περισσότερα. Ένας απίστευτος παικταράς για αρχή. Στην πλάτη φορούσε το «21» και όχι το «10», αλλά υπήρξε ένα από τα τελευταία αληθινά “10άρια” ενός ποδοσφαίρου που τα εξαφάνισε, όπως οι κονκισταδόρες τους Γκουάντσες.
Κι εκείνος ένας τέτοιος ήταν τελικά. Ένας Γκουάντσε, ένας “εξαφανισμένος” του σύγχρονου παιχνιδιού, μα το δικό του παιχνίδι ήταν τόσο όμορφο που δεν θα μπορούσε να τον αφήσει να χαθεί στην ιστορία.
Όταν αποχαιρέτησε το Riazor, οι οπαδοί της Ντεπορτίβο λύγισαν χωρίς προηγούμενο και σε ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του ποδοσφαιρικού κόσμου κατέθεσαν τις δικές τους σκέψεις, λες και μιλούσαν όμως για κάθε ποδοσφαιρόφιλο που είδε και μαγεύτηκε από τον Χουάν Κάρλος Βαλερόν:
«Η μαγεία υπάρχει, την είδαμε στην Κορούνια. Τον φωνάζουν “El Flaco”, τον λένε Βαλερόν».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τζαλμίνια: Ο δαίμονάς μου, ο άγγελός μου