Στη Νοτιοδυτική Γερμανία, στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, βρίσκεται μια από τις πιο μυθικές περιοχές σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο Μέλας Δρυμός.
Το σκοτεινό δάσος, όπως θα αποκαλείτο σήμερα, εκτείνεται βόρεια για 160 χιλιόμετρα και τελειώνει νοητά στο ύψος της Στουτγκάρδης. Αγκαλιάζει το Δούναβη χαμηλά και το Ρήνο κατά μήκος και ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση, τις αειθαλείς ερυθρελάτες, τα ποτάμια, τους καταρράκτες και τη φυσική ομορφιά, δημιουργεί ένα ανεπανάληπτο, σχεδόν παραμυθένιο σκηνικό, ιδανικό για παρασκευή μύθων.
Στο «Σκοτεινό Δάσος» έδρασαν οι Νιμπελούνγκεν, η τρομερή φυλή των νάνων του ομώνυμου μεσαιωνικού πρωσικού έπους, από την οποία εμπνεύστηκε ο Ρίχαρντ Βάγκνερ μια από τις σημαντικότερες δημιουργίες στην ιστορία της μουσικής.
Η επική τετραλογία «Der Ring des Nibelungen» είναι ένα έργο με απίστευτη πλοκή, μια απίθανη μείξη μύθων και παραδοσιακών εξιστορήσεων, χωρισμένο σε τέσσερεις επί μέρους όπερες, συνολικής διάρκειας άνω των 15 ωρών: «Ο Χρυσός του Ρήνου», «Η Βαλκυρία», «Ο Ζίγκφριντ» και «Το Λυκόφως των Θεών».
Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από ένα μαγικό δαχτυλίδι, το οποίο δίνει απόλυτη εξουσία στον κάτοχό του και το ποθούν Θεοί, Μοίρες, θνητοί, γίγαντες, νάνοι, κόρες του Ρήνου και Βαλκυρίες.
Το παραμύθι το αφηγούνται στα παιδιά από το 1200, είναι μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς ολόκληρης της Ευρώπης, αποτελεί σημείο αναφοράς και διαμόρφωσε, ακούσια και μη, ολόκληρη την τοπική κουλτούρα. Και είναι το πρώτο παραμύθι που άκουσαν τα αυτιά του γεννημένου στο Γκέπινγκεν της Στουτγκάρδης, Γιούργκεν Κλίνσμαν.
Ο Ζίγκφριντ
Το αρτοποιείο των Κλίνσμαν, η περίφημη Bäckerei Klinsmann, έστεκε στο Μπότνανγκ για περισσότερα από 42 χρόνια. Ο Ζίγκφριντ Κλίνσμαν σηκωνόταν από τις 03:00 για να σταθεί μπροστά στο φούρνο, να ανοίξει το μαγαζί στις 06:30 και να δουλέψει μέχρι και δεκαέξι ώρες μέσα στην ημέρα. Δεν είναι για όλους αυτή η ζωή, έχει καταστροφικές ώρες, ορθοστασία, ειδικές συνθήκες. Δεν σηκώνουν όλοι οι χαρακτήρες το τίμημα.
Ο Ζίγκφριντ Κλίνσμαν ήταν αθλητικός τύπος, ενθουσιώδης ποδηλάτης αλλά τετράγωνος και αγωνιστής. Το τέταρτο παιδί του, τον Γιούργκεν, το αγαπούσε πολύ, ουδέποτε όμως το άφησε να πιστέψει ότι στη ζωή θα τα βρει όλα στρωμένα και εύκολα. Όταν ο μικρός το 1974 άφησε τη συνοικιακή ομάδα της TB Gingen και εντάχθηκε στην ακαδημία νέων της SC Geislinger, ήταν 10 χρόνων και στο μυαλό του είχε ακόμη μονάχα τα παραμύθια και το ποδόσφαιρο.
Ήταν καλός. Και η σωματοδομή και το ταλέντο παρέπεμπαν σε έναν πιτσιρικά στον οποίο πραγματικά άξιζε να επενδύσει μια ποδοσφαιρική ακαδημία. Σκόραρε με χαρακτηριστική ευκολία, η ανάπτυξή του ήταν φίλια στα σπορ, τα μακριά του πόδια ιδανικά για στίβο και ποδόσφαιρο.
Όταν στα 14 του η οικογένεια μετακόμισε από το Τέπινγκεν στη Στουτγκάρδη και ο Ζίγκφριντ άνοιξε το φούρνο, ο Γιούργκεν περνούσε το κατώφλι των φημισμένων Κίκερς. Είχε ενθουσιαστεί πάρα πολύ, αδημονούσε να ξεκινήσει προπονήσεις, να γίνει ποδοσφαιριστής. Αυτό έλεγε στα οικογενειακά τραπέζια, ότι θέλει να γίνει μεγάλος ποδοσφαιριστής.
Ο Ζίγκφριντ τον πήρε παράμερα, του χάιδεψε τα μαλλιά και, απόλυτα ήρεμος και πράος καθώς ήταν, του μήνυσε ότι το καλοκαίρι θέλει να δουλέψει μαζί του, να είναι έτοιμος να πάρει ένα δίπλωμα αρτοποιΐας, να έχει κάπου να βασιστεί, αν κάτι πάει στραβά με το ποδόσφαιρο. Ο μικρός όλο το καλοκαίρι δούλευε στο φούρνο και τα απογεύματα πήγαινε για προπόνηση.
Ο πατέρας τακτικά τηλεφωνούσε και μιλούσε με τους γυμναστές και τους προπονητές του γιου του. Άκουγε μόνο καλά λόγια, μερικές φορές υπέρ το δέον κολακευτικά, σε βαθμό να αναρωτιέται εάν όντως το στερνοπούλι του είναι τόσο ταλαντούχο. Μέχρι που ένα απόγευμα πήγε και τον είδε κρυφά σε ένα παιχνίδι. Ο Γιούργκεν “κέντησε” στο χορτάρι, σκόραρε με ανάποδο ψαλίδι, περνούσε τα άλλα παιδιά σαν αέρας.
Ο Ζίγκφριντ πήγε στο βιβλιοπωλείο, αγόρασε ένα σημειωματάριο με ανάγλυφη μια ερυθρελάτη από το Μέλανα Δρυμό στο εξώφυλλο και στην πρώτη λευκή σελίδα έγραψε μια αφιέρωση στο γιο του: «Το να είσαι αθλητής Ολυμπιακού επιπέδου σημαίνει να είσαι συνεπής στην πρόκληση, ταπεινός στη νίκη, ειλικρινής με τον εαυτό σου στην ήττα και, πάνω απ’ όλα, ξεκάθαρος στις πεποιθήσεις σου».
Η χειρονομία άγγιξε αφάνταστα την ψυχή του Γιούργκεν. Το έχει ακόμη εκείνο το σημειωματάριο, για καιρό έγραφε σε αυτό τα επιτεύγματά του, ήταν ένα είδος άτυπου “ημερολογίου καταστρώματος”. Κάθε φορά που έβαζε γκολ, δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει σπίτι και να σημειώσει την πρόοδό του και μετά να τα διαβάσει στον πατέρα του. Το Σάββατο ήταν η πιο παραγωγική ημέρα για το φούρνο, παραδοσιακά ο Ζίγκφριντ έκανε τις περισσότερες εισπράξεις κι όμως τα απογεύματα έβγαζε την ποδιά, πετούσε το καπέλο και πήγαινε να δει τον Γιούργκεν στο γήπεδο.
«Από τον πατέρα μου κληρονόμησα το πάθος για τον αθλητισμό. Εκείνος μού απέδειξε τη σημασία της θέλησης, του μόχθου. Δούλευε όλη τη νύχτα κι όμως πάλευε με την κούραση κι ερχόταν να με δει. Ήταν αδιανόητο για εμένα να μην δώσω το 100%, να μην προσπαθήσω να είμαι ο καλύτερος».
Ήταν. Από αυτόν ξεκινούσε την ενδεκάδα στους Κίκερς ο θρυλικός Χορστ Μπουτζ, ο μύθος της μεγάλης Τορίνο της δεκαετίας του ’50. Ήταν τόσο εντυπωσιακός ο νεαρός Κλίνσμαν, τόσο πολύ “εκτός πλαισίου” που επιστρατεύτηκε ο Χορστ Άλμαν, προπονητής μεταξύ άλλων της Ολυμπιακής ομάδας Παίδων της Δυτικής Γερμανίας, προκειμένου να μετρηθεί το σπριντ του. Υπό την καθοδήγησή του, ο Γιούργκεν έριξε τους χρόνους εντυπωσιακά, έφτασε εν έτει 1984 να τρέχει τα 100 μέτρα σε 11 δευτερόλεπτα, χρόνος αδιανόητος για ποδοσφαιριστή της εποχής. Απίθανη εκρηκτικότητα, ο νεαρός Γερμανός ήταν ένα πραγματικό ξανθό βέλος.
Ήταν νομοτελειακό να ασχοληθεί μαζί του η μεγάλη ομάδα της πόλης, η Στουτγκάρδη. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση η απόκτησή του. Οι Κίκερς είχαν υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο μαζί του από τα 16, ήταν βέβαιοι ότι έχουν να κάνουν με φλέβα χρυσού, διότι ο μικρός ήταν η επιτομή του αγνού ταλέντου με εξωπραγματική επιτάχυνση και τρομερή ακρίβεια και ψυχρότητα μπροστά στην εστία. Μετά την τρίτη σεζόν στους Κίκερς στην Zweiteliga, με τα 19 γκολ σε 35 συμμετοχές, η Στουτγκάρδη κατάλαβε ότι δεν μπορεί να αποφύγει το κόστος της επένδυσης.
Ο Χρυσός του Ρήνου
Στα 20 του χρόνια, το καλοκαίρι του 1984, ο Γιούργκεν Κλίνσμαν έγινε παίκτης Bundesliga, υπογράφοντας το πρώτο αληθινά προσοδοφόρο συμβόλαιο της ζωής του. Όχι σε οποιαδήποτε ομάδα, στην Πρωταθλήτρια Γερμανίας, στους πολεμιστές του Χέλμουτ Μπέντχαουζ. Είναι φανταστική η περίοδος της παραμονής του στη Στουτγκάρδη, παρότι η ομάδα δεν ξανακέρδισε τίτλο και τα τεσσεράμισι χρόνια της παρουσίας του.
Χαμένοι Τελικοί, οδυνηροί αποκλεισμοί στα Κύπελλα Ευρώπης, αλλά ο Κλίνσμαν ξεχώριζε εκεί στην κορυφή της επίθεσης σαν το πιο φανταχτερό διαμάντι στην κορώνα του βασιλιά. Στη Στουτγκάρδη έγινε διεθνής, εκεί έχτισε το όνομά του σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και θήτευσε στο πλάι τεράστιων μορφών του γερμανικού ποδοσφαίρου. Άικε Ίμελ, Γκίντερ Σέφερ, Γκουίντο Μπούχβαλντ, Φριτς Βάλτερ, Καρλ Αλγκέβερ, Σρέτσκο Κάτανετς, Μαουρίτσιο Γκαουντίνο κι αυτός, ο Γιούργκεν Κλίνσμαν.
Πάνω κάτω η ομάδα με προπονητή τον Άρι Χάαν που έχασε τον Τελικό του UEFA το 1989 από τη Νάπολι του Μαραντόνα, έναν Τελικό που ο Κλίνσμαν δεν έπαιξε ποτέ στα ίσα, όπως ισχυρίζονται οι επικριτές του, γιατί από το χειμώνα είχε συμφωνήσει με την Ίντερ και «πρόσεχε τα πόδια του», όπως έλεγαν τότε. Καθυστέρησε πάρα πολύ εκείνη η μεγάλη μεταγραφή. Όχι επειδή δεν τον ήθελε λυσσασμένα ο Ερνέστο Πελεγκρίνι στο San Siro, αλλά επειδή τον Αύγουστο του 1988 είχε εκτοξευθεί η τιμή του, διότι ένας ευτραφής κροίσος από την Ελλάδα είχε καταθέσει μια αδιανόητη πρόταση στην ομάδα και τον ποδοσφαιριστή για να πραγματοποιήσει μια από τις πιο ηχηρές μεταγραφές στην ιστορία.
Ήταν 13 Αυγούστου του 1988, την αμέσως προηγούμενη ημέρα, η Στουτγκάρδη έχει αντιμετωπίσει τον Ολυμπιακό σε ένα φιλικό τουρνουά στο Καυταντζόγλειο Στάδιο της Θεσσαλονίκης. Ο Κλίνσμαν έχει κάνει (ξανά) απίθανα πράγματα στο γήπεδο. Ο μύθος λέει ότι ο Γιώργος Κοσκωτάς έχει προσφέρει 2.5 δισεκατ. στους Γερμανούς και περισσότερα από 800 εκατ. δραχμές στον Κλίνσμαν για κάθε χρόνο συμβολαίου.
Η Αθήνα βουίζει, στα ποδοσφαιρικά στέκια η είδηση κυκλοφορεί με ταχύτητα φωτός. Ένα σκούρο Mercedes 560 SEC κατεβαίνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα τη Λεωφόρο Συγγρού. Θρυλείται ότι στο πίσω κάθισμα είναι ο Γιούργκεν Κλίσμαν και το αυτοκίνητο τον μεταφέρει απευθείας από τη Θεσσαλονίκη στα γραφεία του Ολυμπιακού για να υπογράψει. Το τηλέφωνο στο αυτοκίνητο του Κοσκωτά χτυπάει ασταμάτητα, το μαντάτο σκάει σαν βόμβα στα αυτιά του: «Η υπόθεση του ελέγχου στην Τράπεζα Κρήτης θα καταλήξει με μαθηματική ακρίβεια σε κόλαφο. Ο τιτουλάριος Εισαγγελέας επιμένει ότι το πρόβλημα με το χρεωστικό υπόλοιπο των 18.65 δισεκατ. του δανείου από την Τράπεζα της Ελλάδος δεν ανατρέπεται ούτε με νομοθετική ρύθμιση».
Τότε επιβαίνων στο αυτοκίνητο πιστοποιεί ότι το Mercedes έκανε επί τόπου αναστροφή, ο Κοσκωτάς κατέβηκε στα γραφεία της Βουκουρεστίου για να καταστρώσει την αμυντική θωράκισή του και ο οδηγός του αυτοκινήτου απλώς μετέφερε τον εμβρόντητο Κλίνσμαν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού με σκοπό να επιστρέψει άμεσα στη Στουτγκάρδη.
Δεν έχει μιλήσει ποτέ γι’ αυτή την ιστορία ο Κλίνσμαν, δεν την επιβεβαίωσε, δεν τη διέψευσε ποτέ. Παραμένει ένας από τους αστικούς μύθους εκείνης της τρελής εποχής για τον Ολυμπιακό, το ποδόσφαιρο, την Ελλάδα ολόκληρη.
Γεγονός είναι ότι, περιέργως πώς, χρειάστηκε να έρθει ο χειμώνας για να πραγματοποιήσει ο Κλίνσμαν τη συμφωνία για τη μεγάλη μεταγραφή στο Μιλάνο και την Ίντερ. Είναι 25 χρόνων, τεχνικά ώριμος, τακτικά έτοιμος, ψυχολογικά συνειδητοποιημένος για το μεγάλο άλμα. Από τον Ιανουάριο είχε φροντίσει να τον κλείσει η οικογένεια Πελεγκρίνι, υπό το φόβο της εμπλοκής των Ανιέλι και του αντίπαλου δέους της «Γιούβε» στο στρατοσφαιρικό τότε Ιταλικό Πρωτάθλημα.
Νάπολι με Μαραντόνα, η μεγάλη Μίλαν του Σάκι των «Ιπτάμενων Ολλανδών», η Γιουβέντους του Ανιέλι και η Ίντερ των Γερμανών. Λόταρ Ματέους, Αντρέας Μπρέμε και η ξανθή παντεγάνα, ο Γιούργκεν Κλίνσμαν. Οι τρεις Τεύτονες που έκαναν την Ίντερ του Τραπατόνι ισότιμη διεκδικήτρια του τίτλου, οι τρεις ακρογωνιαίοι λίθοι της Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας Δυτικής Γερμανίας το καλοκαίρι του 1990 στο τουρνουά της Ιταλίας.
Η τριετία στην Ίντερ είναι από τις παραγωγικότερες στην καριέρα του Κλίνσμαν, πολλά γκολ, μια φανταστική κατάκτηση του Κυπέλλου UEFA, οι τρεις σεζόν που τον καθιέρωσαν στους μύθους του ευρωπαϊκού φουτμπόλ. Η πορεία στο ευρωπαϊκό παλκοσένικο μνημονεύεται ακόμη και στις μέρες μας από τους οπαδούς των «Nerazzurri», έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις.
Ο δύσκολος αποκλεισμός της Ραπίντ Βιέννης στον πρώτο γύρο, η επική ανατροπή με την Άστον Βίλα μετά την ήττα με 2-0 στο πρώτο παιχνίδι, ο αποκλεισμός της Παρτιζάν και της Αταλάντα, η δυσκολοκατάβλητη Σπόρτινγκ Λισαβόνας στον ημιτελικό, ο εμφύλιος με τη Ρόμα στους Τελικούς. Από το 1965 είχε να κατακτήσει ευρωπαϊκό τρόπαιο η Ίντερ, ήταν ο μεγάλος καημός για το σύλλογο. Η ομάδα ταξίδεψε στη Ρώμη για να υπερασπιστεί τα γκολ του Ματέους και του Μπέρτι. Με τσακισμένη ψυχολογία, γιατί έχει μόλις μείνει εκτός νυμφώνος για το Scudetto.
Στο κατάμεστο Olimpico λυγίζουν σίδερα, αλλά η Ίντερ αντέχει. Το γκολ του Ριτσιτέλι, ο οποίος αφήνει ό,τι έχει στον αγωνιστικό χώρο, κάνει τα τελευταία εννέα λεπτά έναν πραγματικό εφιάλτη για την Ίντερ. Οι «Nerazzurri» άντεξαν και το “μεγάλο Κύπελλο” έκανε τη βόλτα του στη Madonnina. Στους πανηγυρισμούς καθίσταται σαφές ότι τα αστέρια της ομάδας και ο Τραπατόνι δεν έχουν το παραμικρό σημείο επαφής, άλλωστε ο «Τραπ» έχει ήδη ανακοινώσει ότι αποχωρεί στο τέλος της σεζόν.
Ο Πελεγκρίνι παλεύει να διατηρήσει ισορροπίες πρώτα με τον Έρικσον και μετά καταλήγει στον Κοράντο Ορίκο. Εάν δεν είχε γίνει η συγκεκριμένη αλλαγή, ο Κλίνσμαν πιθανόν να είχε σταματήσει να παίζει ποδόσφαιρο, τόσο φθαρμένος αισθανόταν από τη συνύπαρξη με τον Τραπατόνι. Δεν άφηνε οξυγόνο ο «Τραπ», δεν έδινε χώρο, ελευθερία εκτός δουλειάς, αντιλήψεις παντελώς ξένες με την ιδιοσυγκρασία του Κλίνσμαν.
Η Βαλκυρία
Η σεζόν της Ίντερ όμως είναι καταστροφική, το ίδιο και το πρώτο μισό της παρουσίας του Κλίνσμαν. Γκολ με το σταγονόμετρο, κακό φεγγάρι με Ματέους και Μπρέμε, επικοινωνιακές και διοικητικές παλινωδίες. Ο Ορίκο δεν αντέχει και δεν βγάζει σεζόν, η αποτυχία επί της ουσίας βάζει ταφόπλακα στη λεγόμενη «γερμανική δεκαετία της Ίντερ», μια περίοδο που άνοιξε ο Χάνσι Μίλερ και έκλεισαν οι τρεις Παγκόσμιοι Πρωταθλητές.
Ο Μπρέμε κατέληξε στη Σαραγόσα, ο Ματέους επέστρεψε στη Μπάγερν, ο Κλίνσμαν επιλέγει την ασφάλεια του Πριγκιπάτου του Μονακό. Στον πάγκο της ομάδας ο άγουρος ακόμη Αρσέν Βενγκέρ, στο Πρωτάθλημα η παντοδύναμη Μαρσέιγ ανίκητη. Το αποκούμπι της Ευρώπης καταστρέφεται από τον Ολυμπιακό, μετά από μια απίθανη δυάδα αγώνων το φθινόπωρο του 1992. Το περίφημο γκολ του Βαΐτση στο Πριγκιπάτο, το ομιχλώδες 0-0 στο γήπεδο «Καραϊσκάκης» με την εμφάνιση της ζωής του Μύρτσου, ο οδυνηρός αποκλεισμός για μια ομάδα αστέρων δίχως λάμψη.
Ο ακριβοπληρωμένος Κλίνσμαν στήνεται στο απόσπασμα.
Κατά πολλούς η μετακόμιση στη Μονακό ήταν μια καταστροφική επιλογή καριέρας, για τον ίδιο μια επιλογή ζωής, διότι στους Μονεγάσκους άλλαξε η μοίρα του. Ενόσω βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα, ξεσπά το σκάνδαλο Ταπί με το Affaire VA-OM στη Γαλλία. Η ομάδα του Ταπί, η Πρωταθλήτρια Μαρσέιγ, υποβιβάζεται στη δεύτερη κατηγορία της Γαλλίας και τη θέση της στο Κύπελλο Πρωταθλητριών καταλαμβάνει η Μονακό του Κλίνσμαν. Από το πουθενά ο Κλίνσμαν αναγεννιέται και γίνεται μέρος μιας τρελής σεζόν της ομάδας, με εκπληκτική παρουσία στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση, όπου άγγιξε το θαύμα, λυγίζοντας μονάχα στα ημιτελικά κόντρα στη μεγάλη Μίλαν.
Στη Ligue 1 ωστόσο, η ένατη θέση μοιάζει ό,τι εγγύτερο σε καταστροφή. Ο Κλίνσμαν είναι ήδη 30 ετών, είναι ο πλέον ακριβοπληρωμένος στην ομάδα και μάλλον χορτασμένος από ποδόσφαιρο.
Εάν δεν συνέβαινε το αναπάντεχο κάλεσμα της Τότεναμ, πιθανότατα θα είχε ολοκληρώσει την καριέρα του νωρίτερα, με μια-δυο αδιάφορες σεζόν στη Μονακό, ίσα για να εξαντλήσει το συμβόλαιό του και να πίνει τα κοκτέιλ του στη μαρίνα του Πριγκιπάτου. Η Αγγλία ήταν ορόσημο, το κομμάτι που έλειπε από το παζλ για να ολοκληρωθεί η προσωπικότητά του.
Είχε κατακτήσει τίτλους, είχε βγάλει χρήματα, ήταν καταξιωμένος και Παγκόσμιος Πρωταθλητής με τη Δυτική Γερμανία. Πιθανότατα εδώ να εντοπίζεται και η αλλοπρόσαλλη στάση ζωής του, το ακατανόητο limbo μεταξύ μποέμ και φιλάργυρου, η μηδενιστική θεώρηση των πραγμάτων στην νιότη του. Όλοι οι Γερμανοί που έζησαν εξ αποστάσεως την ενοποίηση της χώρας, όλοι οι άνθρωποι που υποχρεώθηκαν στην “ολική επαναφορά” της πτώσης του Τείχους στο Βερολίνο, κουβαλάνε αυτό το κενό συναίσθημα μέσα τους.
Δεν είναι παράλογη η διττή προσωπικότητα, δεν είναι περίεργη η διαφοροποίηση και ο πολιτικός μανιχαϊσμός του Κλίνσμαν.
Η Αγγλία, το Λονδίνο συγκεκριμένα, υπήρξε το ιδανικότερο περιβάλλον για να μεταβολιστεί η ιστορική εθνική αλλαγή και να προκύψει ο “παγκοσμιοποιημένος” χαρακτήρας του Κλίνσμαν. Τότε έγινε ο «Κλίνσι», εκείνη την εποχή μπήκαν οι βάσεις για την απόλυτα χαλαρή προσέγγιση απέναντι στα πράγματα.
Ένιωσε εκείνο το ρίγος κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης, διασχίζοντας τη Μάγχη, δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί, αντιμετώπισε σκεπτικισμό, ακόμα και χλεύη από τους Βρετανούς. Ο «Guardian» δημοσιεύει άρθρο του Άντριου Άντονι με τίτλο «Why I Hate Jurgen Klinsmann», ο ξανθός άνδρας από τη Στουγκάρδη ξαναποκτά κίνητρο για να αποδείξει ποιος είναι. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα οι Άγγλοι άρχισαν να τον κατανοούν και τον εκτιμούν. Είναι πανέξυπνος, αντιπαθής και ειρωνικός στις συνεντεύξεις, ό,τι λέει είναι έξω από το κουτί. Η ειλικρίνεια όμως λειτουργεί εξαγνιστικά στο κοινό.
Επιτέλους ένας ποδοσφαιριστής που εκφράζεται έξω από τα κουτάκια των συναδέλφων του, επιτέλους ένας αθλητής που δεν ντρέπεται να πάρει θέση, να κρίνει, να επικρίνει και να κατακρίνει. Λίγο καιρό μετά από εκείνο το άρθρο, ο Άντριου Άντονι επιστρέφει στον «Guardian». Το κομμάτι τούτη τη φορά έχει τίτλο «Why I Love Jurgen Klinsmann».
Ο «Κλίνσι» έχει σκοράρει επτά φορές σε έξι παιχνίδια, είναι ένας τυφώνας που καταστρέφει σταθερές και ιεραρχίες δεκαετιών στο αγγλικό ποδόσφαιρο. Δεν είναι τυχαίο ότι εκείνη τη σεζόν τον τίτλο τον κατέκτησε η Μπλάκμπερν, δεν είναι τυχαίο ότι έκτοτε το αγγλικό ποδόσφαιρο χρειάστηκε δεκαετίες ολόκληρες για να αναδείξει ξανά μια ομάδα μεσαίου διαμετρήματος στην κορυφή του.
Ο Γερμανός ολοκλήρωσε τη σεζόν με 30 γκολ, τα 20 στην Premiership. Έχασε τη Χρυσή Μπάλα από τον Ζορζ Γουεά, ξαναβρήκε όρεξη για ποδόσφαιρο, απέκτησε κουράγια για μια δεύτερη καριέρα. Στην Αγγλία το καλοκαίρι του ’96 διεξάγεται και το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, η Γερμανία εγκαθιστά το δικό της νόμο στο τουρνουά, ούσα αουτσάιντερ, και «παίρνει ρεβάνς για το 1966» και το γκολ του Χαρστ. Η Γερμανία του «Κλίνσι» αποκλείει την Αγγλία στα πέναλτι στον ημιτελικό, ο Τελικός κρίνεται με το χρυσό γκολ του Μπίρχοφ και ο Γιούργκεν με το περιβραχιόνιο στο μπράτσο στέφεται (και) Πρωταθλητής Ευρώπης στο Wembley.
Ο “παλιός” Κλίνσμαν θα σταματούσε το ποδόσφαιρο, θα το θεωρούσε σημάδι. Ο “καινούριος” Κλίνσμαν διέκρινε την ευκαιρία αποκατάστασης του ονόματός του και στη Γερμανία. Η φανέλα της Μπάγερν είναι από τις πιο πολυπόθητες στην Ευρώπη, εκείνη με τον αριθμό «18» τον περιμένει. Του την δίνει ένας δικός μας άνθρωπος, ο Ότο Ρεχάγκελ, τότε προπονητής των Βαυαρών, και ο Κλίνσμαν αρχίζει να ξαναχτίζει το “γερμανικό” του προφίλ.
Η σεζόν δεν είναι καλή, ο Ότο απολύεται, γιατί στο Πρωτάθλημα η ομάδα παραπαίει, αναλαμβάνει ο Φραντς Μπεκενμπάουερ και ο Κλίνσμαν στέφεται για μια ακόμα φορά Κυπελλούχος UEFA, μετά από εκείνον το διπλό Τελικό με τη θαυματουργή Μπορντώ του Ζιντάν, του Ντιγκαρί και του Λιζαραζού. Η Μπάγερν μόλις έχει ξεκινήσει την αντεπίθεσή της, ο Κλίνσμαν αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης με 15 γκολ, γίνεται ο μπροστάρης της αναγέννησης.
Ήταν πραγματικά εξαιρετική η διετία του στην Μπάγερν, πανηγύρισε το Πρωτάθλημα του 1997 και πλήρως επιτυχημένος αποφάσισε να κάνει μια τελευταία βόλτα στο Campionato και την άλλοτε κραταιά Σαμπντόρια, η οποία έψαχνε εναγωνίως μια προσωπικότητα για να αντικαταστήσει το Ρομπέρτο Μαντσίνι. Άγνωστο πού θα κατέληγε η σεζόν του στη Γένοβα, αν δεν αποχωρούσε εσπευσμένα τον Ιανουάριο του 1998.
Το Λυκόφως των Θεών
Το τηλέφωνό του χτύπησε. Ο κωδικός είχε τα δυο ψηφία της Αγγλίας, «+44». Η Τότεναμ τον χρειαζόταν, η ομάδα βρισκόταν σε τραγική κατάσταση, έψαχνε απεγνωσμένα να σώσει την κατηγορία. Ο Κλίνσμαν ήταν ο μοναδικός που είδε από μακριά το SOS των ναυαγών, έλυσε το συμβόλαιο με τη «Σαμπ» και ταξίδεψε στο Λονδίνο για να περισώσει την υπερηφάνεια του White Hart Lane.
Σε έξι μήνες πέτυχε εννέα γκολ σε 16 παιχνίδια. Στα στερνά του άφησε την ψυχή του. Δεν το είχε ξανακάνει ποτέ, πάντοτε προέτασσε τον εαυτό του. Η Τότεναμ γλύτωσε τον υποβιβασμό, ο «Κλίνσι» έγινε κέρινο ομοίωμα στο Μουσείο της Madame Tussauds. Δεν είναι υπόθεση για όλους, δεν θα είναι ποτέ.
Τότε ένιωσε πλήρης, τότε ήταν έτοιμος να το κόψει. Αυτό θεώρησε απόγειο καριέρας ένας άνθρωπος με Παγκόσμιο Κύπελλο, Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, Πρωταθλήματα, Κύπελλα και ευρωπαϊκούς τίτλους σε συλλογικό επίπεδο. Η σωτηρία της Τότεναμ είναι το highlight της καριέρας του, γιατί ο ίδιος το αξιολογεί ως τέτοιο.
Ακολούθησε τη «Nationalmannschaft» στο Μουντιάλ της Γαλλίας και ανακοίνωσε επισήμως ότι σταματάει. Στην πραγματικότητα δεν το έκανε, μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες και κάπου στο 2003 έγινε αντιληπτό ότι παίζει ακόμη ποδόσφαιρο σε μια ομάδα ονόματι Μπλου Σταρ στο Orange County με το ψευδώνυμο «Τζέι Γκόπινγκεν».
«Δεν αισθάνομαι ότι κορόιδεψα κανέναν. Με ενδιέφερε μόνο να παραμείνω σε φόρμα, να διασκεδάσω και να είμαι μέλος μιας ομάδας που αγαπούσε το ποδόσφαιρο», ήταν η “απολογία” του για την παρασπονδία. Στην ουσία ακόμα και στις ΗΠΑ βοήθησε να αλλοιωθούν οι ψευδείς αντιλήψεις, να σπάσουν στερεότυπα, να διαμορφωθεί μια συγκεκριμένη κουλτούρα για το ποδόσφαιρο “εξωτερικού”. Ναι, πλέον υπάρχει και αυτή η σαφής κατηγορία των ανθρώπων εκείνων που παίζουν ποδόσφαιρο μακριά από την πατρίδα τους, μακριά από φίλους, οικογένειες, προσφιλή περιβάλλοντα.
Είναι πολύ δύσκολο να το αντιληφθεί πλήρως ο φίλαθλος, αδύνατον να το προσμετρήσει ο οπαδός που εμμένει μονάχα στα 90 λεπτά εντός γηπέδου και δεν συνυπολογίζει τον ανθρώπινο παράγοντα. Ο Κλίνσμαν της δεύτερης περιόδου αυτό έκανε στην καριέρα του, αυτό πρεσβεύει στην Αγγλία σήμερα. Θεωρείται ένας πιονιέρος της παγκοσμιοποίησης, ένας πυλώνας της εκτόξευσης της δημοφιλίας του Αγγλικού Πρωταθλήματος, γιατί ήταν ο πρώτος ξένος ποδοσφαιριστής που συνδύασε τον επαγγελματισμό με το συναίσθημα σε καιρούς που μιλά μόνο το χρήμα.
«Νοοτροπία». Πιθανόν αυτός ο όρος τα περικλείει όλα και με βάση αυτό αποφάσισε να κάνει καριέρα και ως προπονητής. Γι’ αυτό τον κάλεσαν πίσω οι Γερμανοί το 2004, γι’ αυτό τον έπεισαν να αφήσει τη διοικητική θέση στη Major League των ΗΠΑ, γι’ αυτό του ανατέθηκε το “πρότζεκτ” Εθνική Γερμανίας. Για τη νοοτροπία. Με ορίζοντα το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006 που επρόκειτο να διεξαχθεί εντός των τειχών, οι Γερμανοί αποφάσισαν να εκμοντερνίσουν την Εθνική τους ομάδα, να την απογαλακτίσουν από το παλαιολιθικό δόγμα των «Panzer», να την κάνουν σέξι.
Το κατάφερε και αυτό ο «Κλίνσι», παρόλο που ως προπονητής δεν θα γίνει ποτέ κάτι το ιδιαίτερο, ούτε θα μείνει στην ιστορία για τις ιδέες του. Είναι ο πρώτος ιστορικά motivator/manager στην ιστορία της Γερμανίας, ο πρώτος άνθρωπος που επιμελήθηκε τις δημόσιες σχέσεις μιας Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, την ίδια στιγμή που την προπονούσε και διατελούσε και εκλέκτορας. Για το τακτικό και αγωνιστικό κομμάτι άλλωστε ήταν υπέρ-αρκετός ο βοηθός του, ο Γιοακίμ Λεβ, ο προπονητής που οδήγησε την αναγεννημένη Γερμανία στις τεράστιες επιτυχίες που ήρθαν στη συνέχεια, με αποκορύφωμα την εμφαντική επικράτηση στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας.
Ο «Κλίνσι» καμάρωνε όντας Ομοσπονδιακός τεχνικός των Ηνωμένων Πολιτειών, πέντε χρόνια οδήγησε τους Αμερικανούς, πριν τον οδηγήσουν στην έξοδο τα άσχημα αποτελέσματα. Αυτή είναι η μοίρα όλων των προπονητών, ζουν και πεθαίνουν με το αποτέλεσμα. Είχε κάνει και ένα πέρασμα από τον πάγκο της Μπάγερν Μονάχου το 2008, αναλαμβάνοντας επί της ουσίας τη δημιουργία του κέντρου προώθησης και ανάπτυξης νέων ποδοσφαιριστών του συλλόγου, αλλά η μέτρια πορεία στη Bundesliga έφερε την απόλυση τέλη Απριλίου του 2009.
Ανάξια λόγου η παρουσία-εξπρές στον πάγκο της Χέρτα το 2020. Αντικατέστησε τον Άντε Κόβιτς εν μέσω της σεζόν, κάθισε εννέα ματς και παραιτήθηκε.
Μάλλον το έχει πάρει απόφαση ότι δεν είναι προπονητής, τουλάχιστον δεν είναι προπονητής με τους όρους του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Το δικό του ποδόσφαιρο είναι ρομαντικό στο χορτάρι, σκληρά επαγγελματικό και λομπίστικο έξω απ’ αυτό. Μια μείξη που είναι αδύνατον να αφομοιωθεί από τη βιομηχανία του σήμερα, πιθανόν να εφαρμοστεί σε κάποια χρόνια, ίσως και ποτέ.
Αυτή είναι η μαγεία. Η μείξη της διήγησης, του μύθου, των παραδοσιακών εξιστορήσεων, της λαϊκής θυμοσοφίας, η λεπτή γραμμή μεταξύ πραγματικότητας, προσδοκίας και ονειροβασίας. Αυτό είναι το ποδόσφαιρο, αυτός είναι ο Κλίνσμαν.
Ο Ζίγκφριντ τού δώρισε το δαχτυλίδι σαν σύμβολο της αγάπης του, η κίνηση αυτή έδωσε το έναυσμα για μια σειρά από γεγονότα που άλλαξαν για πάντα τον κόσμο του κι έπειτα ο ήρωας, προστατευμένος από την πανοπλία του, περιπλανήθηκε ανά τον κόσμο σαν βασιλιάς. Κέρδισε σεβασμό και φήμη για τους άθλους του, αν και τα πολυθρύλητα και περίτρανα κατορθώματά του καλύφθηκαν από το σκοτεινό πέπλο της μοίρας και της λήθης.
Το δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν λάμπει. Δίνει δύναμη, χαρίζει δόξα, εξουσία και χρήμα. Υποτάσσεται όμως κι αυτό στη δύναμη του μύθου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η λιτή τελειότητα του Λόταρ Ματέους
Μπερντ Σούστερ: Άκουσε, είδε και δεν σώπασε
Όλιβερ Καν, ο -τελευταίος- Ηγεμόνας
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro