Για πολλά διακρίνονται οι Ολλανδοί. Για την θρησκευτικότητά τους -οποιουδήποτε είδους- όχι.
Δεν είναι μέρος της κουλτούρας τους να αποδίδουν οτιδήποτε οπουδήποτε πέραν του γνωστικού τους πεδίου, των όσων μπορούν να αντιληφθούν, να εξηγήσουν και να ερμηνεύσουν.
«Το χέρι του Θεού» είναι όρος που ούτε κυριολεκτικά ούτε καν μεταφορικά θα χρησιμοποιούσαν ποτέ. Ακόμα και αν το έβλεπαν μπροστά στα μάτια τους, από έναν (οποιονδήποτε) δικό τους, γνωστό, οικείο. Όχι γιατί θα αρνούνταν την ύπαρξη του γεγονότος, αλλά γιατί και θα αμφισβητούσαν και δεν θα χρειάζονταν τη θεία υπόστασή του.
Ειδικά σε ποδοσφαιρική αφετηρία. Εκεί δεν ένιωσαν ποτέ την ανάγκη να αποδώσουν στη μεταφυσική ό,τι και αν συνέβαινε. Ακόμα και αν για πάνω από μισό αιώνα ό,τι όντως (τους) συνέβη, ό,τι όντως έζησαν συνδέθηκε άρρηκτα, εμφανώς με έναν και μόνο άνθρωπο, η επιρροή του οποίου ήταν τέτοια και τόση ολούθε, όχι μόνο στο “δικό” τους ποδόσφαιρο αλλά στην εξέλιξη του αθλήματος σε όλο αυτό το διάστημα όλων αυτών των ετών.
Τον Μάρτιο του 2016 ο Γιόχαν Κρόιφ έφυγε. Η παρουσία του όμως, η επίδρασή του όχι μόνο είναι διαρκής και αέναη, στα όρια όντως του μεταφυσικού, αλλά μοιάζει σε κάθε τι που απαντάται και εξελίσσεται στο ποδόσφαιρο, απανταχού, να ενισχύεται συνεχώς.
Κάτι που οι συμπατριώτες του φρόντισαν, όπου το βλέπουν, όπου το αντιλαμβάνονται, όπου το διαισθάνονται, να το ξεχωρίζουν, αφήνοντας στην άκρη το χέρι οποιουδήποτε Θεού και ονοματίζοντας απλώς και μόνο το δικό του.
«De hand van Johan».
«Το χέρι του Γιόχαν». Έτσι το λένε. Σαφές, διακριτό, πλήρες.
Ακόμα και χωρίς να “φαίνεται”, να υπάρχει ορατή σύνδεση, μόνο και μόνο η αναφορά δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης και παρερμηνείας. Δεν χρειάζεται λοιπόν -και μην την περιμένετε- συνέχεια, σειρά, συνδετικούς κρίκους, σχέση, στις ιστορίες που ακολουθούν.
Ατάκτως ειρημένες, αυτοτελείς, ανεξάρτητες.
Ή, πάλι, όχι και τόσο. Για τον Γιόχαν Κρόιφ μιλάμε. Όσο και όπου υπάρχει μια μπάλα, όλα γύρω του (θα) συνδέονται.
Το μανάβικο του Μάνους
Επιστρέφοντας από το σχολείο κάθε απόγευμα, είχε δύο επιλογές στην πρώτη-πρώτη διάβαση που θα έβρισκε μπροστά του. Δεξιά θα πήγαινε σπίτι. Αριστερά στο De Meer. Δεν υπήρχε δίλημμα.
Κυριολεκτικά στο γήπεδο του Άγιαξ μεγάλωσε. Από έξι-επτά χρόνων με τον αδερφικό φίλο του για μια ζωή, τον Ρολφ Γκρούτενμπερ, εκεί γύρω γύριζαν. Παίζοντας έξω από το γήπεδο και ψάχνοντας χάρες από τον επιστάτη, τον «θείο Χενκ» (έτσι τον έλεγε, αργότερα έγινε πατριός του), για να μπουν μέσα είτε -κυριολεκτικά- τρύπες για να τρυπώσουν. Στα αποδυτήρια, στον αγωνιστικό χώρο, στις εξέδρες, παντού.
Τον ήξεραν όλοι. Όλοι όμως. O «Jopie» από το Betondorp (η γειτονιά του). Είχε γίνει -κάτι σαν- μασκότ. Ως εκεί όμως. Η πολιτική του Άγιαξ δεν πρόβλεπε (τότε) τμήματα για παιδιά μικρότερα των 10 χρόνων. Έτσι έπρεπε να περιμένει. Ο «θείος Χενκ» με τον καιρό τον άφηνε να βοηθάει σε μικροδουλειές. Να διπλώνει φανέλες, να γυαλίζει μπότες, να καθαρίζει τις ντουζιέρες.
Ανήμερα των δεκάτων γενεθλίων του δέχτηκε την επιστολή αποδοχής. Μέχρι τα ύστερά του τη θεωρούσε ως την ευτυχέστερη μέρα της ζωής του. Και τότε ήταν που οριστικά ξεπέρασε και τον φόβο μήπως και ο πατέρας του, ο Μάνους, θα υλοποιούσε την απειλή του, κάθε φορά που τον έπιανε -καθημερινά δηλαδή σχεδόν- να κάνει σκανταλιές, και αντί για τον Άγιαξ θα τον έγραφε στις ακαδημίες της Blauw-Wit.
Έτσι κι αλλιώς δεν θα το έκανε ποτέ ο Μάνους. “Άρρωστος” -και αυτός- με τον Άγιαξ. Κάτι όμως έπρεπε να σκαρφιστεί για να μαζέψει τον ατίθασο κανακάρη του και μόνο αυτό, ως ένα σημείο, είχε μια κάποια επίδραση.
Καμιά πεντακοσαριά μέτρα από το De Meer, στη γωνία της Tuinbouwstraat και της Akkerstraat, ήταν το μανάβικό του Μάνους. Εκεί ένα πρωινό, πριν πάει σχολείο, ο 12χρονος πια Γιόχαν είδε τον πατέρα του να καταρρέει και να πεθαίνει από ανακοπή μπροστά στα μάτια του.
Εικόνα, τραύμα που δεν ξεπέρασε ποτέ.
Γυρίστε το χαρτί ανάποδα
Η μητέρα του, η Νελ, για κάποιο διάστημα προσπάθησε να αναλάβει το μανάβικο. Αδύνατον. Τότε ήταν που ο Άγιαξ της πρόσφερε δουλειά ως καθαρίστρια. Έτσι συνδέθηκε με τον «θείο Χενκ» και κάποια χρόνια αργότερα τον παντρεύτηκε.
Για κάποια χρόνια δούλευε και αυτός. Πρώτα στον φούρνο της γειτονιάς, παραδίδοντας ψωμί με ένα ξύλινο κάρο, δεμένο πίσω από το ποδήλατό του. Μετά, μερικά τετράγωνα μακρύτερα σε ένα κατάστημα αθλητικών ειδών. Και, έχοντας πια μάθει τη δουλειά, στο τέλος της εφηβείας του πωλητής υφασμάτων πολυτελείας.
Ποτέ στο μανάβικο. Καλά-καλά δεν μπορούσε ούτε απ’ έξω να περάσει. Δεκαετίες αργότερα, όταν ο Δήμος του Άμστερνταμ ζήτησε να το κάνει μουσείο, αρνήθηκε. Πλέον είναι φοιτητικός ξενώνας. Το προτιμούσε.
Σταμάτησε να δουλεύει (και σταμάτησε και τη μητέρα του επίσης), όταν υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο στον Άγιαξ, πριν συμπληρώσει τα 16 του. Συμβόλαιο προβλεπόμενο για κάθε νεαρό της συγκεκριμένης ηλικίας. Πενήντα φιορίνια βδομαδιάτικο. Το πρόβλημα εμφανίστηκε, όταν προβιβάστηκε, σχεδόν αμέσως, στη δεύτερη ομάδα.
Στο συμβόλαιό του δεν προβλέπονταν μπόνους. Όλοι οι υπόλοιποι συμπαίκτες του, λόγω “επαγγελματικού” (τα εισαγωγικά μπαίνουν, καθώς μιλάμε για αρχές δεκαετίας ’60), έπαιρναν κανονικά. Παρότι ο μικρότερος αντέδρασε.
Το θέμα έφτασε ως τη διοίκηση. Κάποιος θεώρησε πως θα το έληγε με έναν παραλληλισμό στον ταλαντούχο μεν πλην όμως αυθάδη πιτσιρικά: «Ένας κάλφας δεν μπορεί να πληρώνεται όπως ο μάστορας. Πρέπει πρώτα να μάθει την τέχνη και να αποκτήσει εμπειρία. Ως τότε δεν ωφελεί να παραπονιέται». Η απάντηση πληρωμένη: «Δηλαδή ένας ηλίθιος ενήλικος μάστορας πρέπει να αμείβεται παραπάνω από έναν έξυπνο κάλφα»;
Τα πήρε τα μπόνους.
Στην τελευταία επιστροφή του σε διοικητικό πόστο στον Άγιαξ βρέθηκε σε μια σύσκεψη μεταξύ όλων των επιτελών και αξιωματούχων του οργανογράμματος.
Κάποια στιγμή μοιράστηκε στους παρισταμένους ένα δενδρόγραμμα, το οποίο έδειχνε την κατανομή της ισχύος εντός του συλλόγου. Στην κορυφή της πυραμίδας ήταν το εποπτικό συμβούλιο και η διοίκηση. Ακολουθούσαν το οικονομικό επιτελείο και το μάρκετινγκ. Στο προτελευταίο σκαλί βρισκόταν η πρώτη ομάδα και από κάτω οι ακαδημίες.
Ρωτάει τον υπεύθυνο του μάρκετινγκ: «Αν η πρώτη ομάδα δεν κερδίζει, τι θα πουλήσεις»;
«Τίποτα», η απάντηση.
Συνεχίζει με τον υπεύθυνο οικονομικών: «Αν η ομάδα χάνει, έχουμε κέρδη ή ζημιές»;
«Ζημιές», η απάντηση.
Καταλήγει στους εκπροσώπους του εποπτικού συμβουλίου: «Τι μπορείτε να πετύχετε, αν η ομάδα χάνει»;
«Τίποτα», η απάντηση.
Άλλο που δεν ήθελε.
«Τότε μάλλον θα πρέπει να γυρίσετε το χαρτί που μοιράσατε ανάποδα».
Η κλεψιά στο τρέξιμο και η διασκέδαση παίζοντας
«Ο 17χρονος Κρόιφ, με πόδια σαν κλαριά και χέρια σαν χάρακες, ξεχώρισε ως έμπειρος στρατηγός».
Αρκετά λυρικό για αποτίμηση απόδοσης ενός ποδοσφαιριστή σε οποιοδήποτε ολλανδικό μέσο μαζικής ενημέρωσης, πόσο μάλλον για αυτήν που έγινε τον Νοέμβριο του ’64 από την εφημερίδα «Volkskrant», την επομένη του ντεμπούτου του στο Γκρόνινγκεν κόντρα στην GVAV.
Ακριβώς γι’ αυτά τα κλαριά και τους χάρακες, η Νελ δεν ήθελε με τίποτα ο γιος της να υποβληθεί σε αυτή τη δοκιμασία. Ο τότε τεχνικός του Άγιαξ, ο Άγγλος Βικ Μπάκινχαμ, ανέλαβε να την καθησυχάσει, όπως και τα παλιοσείρια (σε σχέση με τον έφηβο Κρόιφ) της ομάδας, Κάιζερ, Σβαρτς, Νουνίνγκα, οι οποίοι της ξεκαθάρισαν πως, σε κάθε κλωτσιά ή αγκωνιά που θα δεχόταν ο μικρός, θα απαντούσαν με δύο.
Το έκαναν όντως. Ο Άγιαξ έχασε, ο μικρός συστήθηκε με γκολ.
Και έκτοτε η ενδυνάμωσή του έγινε το απαιτητό προπονητικό ζητούμενο. Απλά πράγματα, τίποτα το σοφιστικέ. Του έφερναν έναν πιτσιρικό, ο οποίος με το ζόρι ζύγισε 30 κιλά. Τον φορτωνόταν στην πλάτη και έκανε πάνω κάτω το γήπεδο.
Φαινόταν πως το κατάφερνε; Την επόμενη φορά ο επόμενος πιτσιρίκος θα ζύγιζε 40 κιλά. Έφτασε να το κάνει σηκώνοντας ενηλίκους βάρους 70 κιλών. «Απλό, επίπονο αλλά απαραίτητο».
Όχι πως ήταν φανατικός της προπόνησης. Ούτε κατά διάνοια. Μισούσε -κυριολεκτικά- το τρέξιμο. Και αυτό ήταν βασικό κομμάτι της προπόνησης του Ρίνους Μίχελς, όταν ανέλαβε τον Άγιαξ.
Είχε απαντήσεις όμως. Ο Μίχελς χώριζε τους ποδοσφαιριστές σε δύο γκρουπ. Κάθε ένα φορούσε διαφορετικό χρώμα τζάκετ. Και τους αμολούσε για τρέξιμο στα περίχωρα του De Meer. Ο Κρόιφ τα κατατόπια τα ήξερε καλύτερα και από το σπίτι του. Φορούσε και τα δύο τζάκετς.
Βλέποντας ποιο γκρουπ προπορευόταν, έκλεβε δρόμο, κρατούσε το τζάκετ του γκρουπ που ήταν πιο μπροστά, ενσωματωνόταν σε αυτό, βρέχοντας πρώτα το πρόσωπό του, ώστε να δείχνει ιδρωμένος, και τερμάτιζε, έχοντας γλυτώσει το μισό (και βάλε) της διαδρομής.
Τόσο άνετος που τον έπαιρνε να κάνει και τσιγάρο. Κυριολεκτικά.
Ο Μίχελς τον κατάλαβε. Σε ρεπό της ομάδας, χωρίς να το ξέρει, του ζήτησε να βρεθεί 06:30 το πρωί έξω από το γήπεδο για “έξτρα προπόνηση”. Καταχείμωνο τότε (χειμερινή προετοιμασία γαρ), συνεπής στο ραντεβού του, είδε τον προπονητή να έρχεται στο αυτοκίνητό του.
Σταμάτησε μπροστά του. Οδηγούσε, φορώντας τις πιτζάμες του. Άνοιξε το παράθυρο, κοίταξε το ρολόι του, χασμουρήθηκε και απευθύνθηκε στον σύξυλο Κρόιφ: «Κάνει κρύο. Θα γυρίσω στο κρεβάτι μου. Εσύ όχι».
Όταν ανέλαβε την Μπαρτσελόνα, το δεξί του χέρι, ο Τόνι Μπράουνς Σλοτ, ήταν αυτός που ετοίμαζε τα πάντα στην προπονητική ρουτίνα των Καταλανών. Το συνηθέστερο ήταν πως ο Κρόιφ διάλεγε οκτώ (συγκεκριμένα τόσους) για να εξασκηθούν μαζί του. Παίζοντας. Με μπάλα. Όχι για πολύ, για ένα τέταρτο. Οι υπόλοιποι ξεκινούσαν το πρόγραμμα με τον assistant.
Το τέταρτο ποτέ δεν έμενε τέταρτο. Έφτανε μισάωρο και παραπάνω. Και παραπάνω. Τόσο που οι ασκήσεις του Σλοτ συχνά εξαντλούνταν και κατέληγε να τελειώσει την προπόνηση. Ο Κρόιφ και οι οκτώ, και την επόμενη μέρα άλλοι οκτώ κοκ, συνέχιζαν.
«Διασκέδαζαν τόσο πολύ».
Όχι όλοι. Όχι πάντα. Το τελετουργικό του καλωσορίσματος των νιόφερτων ήταν πολύ συγκεκριμένο. Παιχνίδι έξι εναντίον τεσσάρων. Από το κόρνερ ως την γραμμή της περιοχής. Οι καινούργιοι, είτε μεταγραφές είτε προερχόμενοι από τις ακαδημίες, μαζί, στην ίδια ομάδα συνήθως των έξι.
Αντίπαλοί τους οι καλύτεροι τέσσερεις παλιοί. Η εξάδα δεν ακουμπούσε μπάλα. Για όσο κρατούσε το παιχνίδι, την έβλεπαν απλώς να αλλάζει πόδια και κατόχους, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα. Και το φινάλε γινόταν ακόμα χειρότερο, με τον Κρόιφ και τον (άλλο βοηθό του) Τσάρλι Ρέσακ να αποκαθιστούν την αριθμητική ισορροπία, μπαίνοντας στο παιχνίδι και μεγεθύνοντας τον χώρο που παιζόταν.
Έτσι το ξεκαθάριζε από την πρώτη στιγμή. Αυτή είναι η Μπαρτσελόνα. Η Μπαρτσελόνα του Κρόιφ.
Έτσι παίζει. Όποιοι και ό,τι και αν είστε ή όποιοι και ό,τι και αν νομίζετε πως είστε, έτσι θα παίζετε και εσείς.
Οι γενιές των Κούμαν
Ο Μάρτιν Κούμαν ήταν σε εκείνο το ντεμπούτο του έφηβου. Αντίπαλος. Ένας από τους δύο γιους του, ο Ρόναλντ, παίζοντας στην Γκρόνινγκεν, αντιμετώπισε και αυτός τον Κρόιφ, όταν πια είχε επιστρέψει στην Ολλανδία για να κρεμάσει τα εξάταπα.
Όταν το έκανε, ο Άγιαξ τού πρόσφερε αμέσως τη θέση του προπονητή. Μικρή σημασία έχει πως δεν είχε καν το απαραίτητο δίπλωμα. Το «total voetbal» είχε προσωποποιήσει ως ποδοσφαιριστής, αυτό θα υπηρετούσε και ως προπονητικό δόγμα.
Και μάλιστα ακραία. Χωρίς ενδιάμεσες καταστάσεις, χωρίς συμβιβασμούς. Στην πρώτη του σεζόν στον πάγκο (1985-1986) ο Άγιαξ πέτυχε 120 γκολ στην Eredivisie, επίδοση ακατάρριπτη ως και σήμερα. Τερμάτισε στη δεύτερη θέση, οκτώ βαθμούς πίσω από την PSV.
Παράταιρος ο Ρόναλντ Κούμαν. Όπου και αν τον χρησιμοποίησε ο Κρόιφ, δεν απέδωσε, δεν λειτούργησε και έτσι στο τέλος εκείνης της σεζόν -και στην τρίτη του στον «Αίαντα»– ζήτησε να φύγει. Δεν του το αρνήθηκε, ούτε όταν έμαθε πως θα πήγαινε στην PSV. Όποιος θέλει, όποιος μπορεί.
Και τότε ο Κούμαν ούτε ήθελε ούτε μπορούσε.
Την επόμενη χρονιά (1986-1987) ο Άγιαξ πανηγύρισε το Κύπελλο Κυπελλούχων, τον πρώτο διεθνή τίτλο που πήγε στο Άμστερνταμ ύστερα από 14 χρόνια. Κόστος, παράπλευρη απώλεια ο Φρανκ Ράικαρντ. Ο Μολούκος δεν άντεξε τα αλλεπάλληλα mind games. Δεν ζήτησε απλώς να φύγει, το προκάλεσε, βρίζοντάς τον κατάμουτρα –«στο διάολο εσύ και τα κλαψουρίσματά σου»– και φροντίζοντας μάλιστα να διαρρεύσει στα media πως δεν θα έπαιζε ποτέ ξανά με τον Κρόιφ προπονητή.
Έφυγε.
Ο Κρόιφ επέστρεψε στη Βαρκελώνη, ως προπονητής, την άνοιξη του ’88. Καμία σχέση με την Μπαρτσελόνα που άφησε ως ποδοσφαιριστής. Μαθημένος όμως ήταν, καθώς συνάντησε μια ανάλογα προβληματική κατάσταση με την Μπαρτσελόνα που τον είχε υποδεχτεί για πρώτη φορά, το καλοκαίρι του ’73.
Πριν καν συμπληρώσει μισή σεζόν στον πάγκο των «Blaugrana», παραμονές Πρωτοχρονιάς του ’89, πήρε τον Κούμαν τηλέφωνο. Στο Αϊντχόβεν -όπως άπαντες περίμεναν να κάνει στο Άμστερνταμ και ειδικά με τον Κρόιφ να τον κατευθύνει από τον πάγκο- είχε ανθίσει, οδηγώντας την PSV σε συνεχόμενα Πρωταθλήματα και στην κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.
Ο Κρόιφ δεν του ευχήθηκε καλή χρονιά. Τον ρώτησε αν θέλει να δουλέψει ξανά μαζί του. Η απάντηση ήταν θετική. Εκεί, σε εκείνο το τηλέφωνο, η (καλοκαιρινή) μετακόμιση του Κούμαν στην Καταλονία είχε ολοκληρωθεί, με τον Ολλανδό αμυντικό επί τόπου να ενημερώνει τη διοίκηση της PSV (η οποία συζητούσε με τη Ρεάλ…) πως θα αποχωρούσε στο τέλος της σεζόν.
Τα υπόλοιπα τυπικότητες για να διευθετηθούν. Μία ακόμα ότι με γκολ του Κούμαν η «Dream Team» της Μπαρτσελόνα του Κρόιφ έσπασε την κατάρα και στέφθηκε το 1992 στο Wembley, για πρώτη φορά στην ιστορία της, Πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Πέραν της επαγγελματικής σχέσης τους, ήταν και γείτονες. Σε διπλανά σπίτια έμεναν. Οι γυναίκες τους, παρά τη διαφορά ηλικίας, κολλητές. Δύσκολη η διάκριση, με κάποιον τρόπο όμως, την πέτυχαν.
Παραμονές της γέννησης του δεύτερου παιδιού των Κούμαν, του Τιμ, η Μπαρτσελόνα αγωνιζόταν στο Σαν Σεμπαστιάν με τη Σοσιεδάδ. Δέκα το βράδυ Σαββάτου. Καλά μεσάνυχτα θα τελείωνε το παιχνίδι, σε ώρα δηλαδή που δεν υπήρχε πτήση, ενώ τότε δεν υπήρχαν ούτε ιδιωτικά αεροσκάφη για να διευκολύνουν καταστάσεις.
Το πρόγραμμα έλεγε πως θα έπαιρνε την πρώτη πτήση το πρωί της Κυριακής (περίπου στις 09:00), αλλά ήταν εξαιρετικά αμφίβολο αν θα προλάβαινε, ακόμα και έτσι, να βρισκόταν στο πλευρό της Μπερτίνα, όταν αναμενόταν πως θα γεννούσε.
Όταν τελείωσε το παιχνίδι, πριν καν μπει στα αποδυτήρια, ο Κρόιφ τον ενημέρωσε να μην κάνει ντους, ούτε καν -που λέει ο λόγος- να αλλάξει.
«Φεύγουμε τώρα».
Είχε μεριμνήσει να στείλει το αυτοκίνητό του, ένα Mercedes station, στη Χώρα των Βάσκων τις προηγούμενες μέρες. Τους περίμενε παρκαρισμένο έξω από το γήπεδο. Και με τον Κρόιφ να οδηγεί -“λες και δεν υπήρχε αύριο”- διένυσαν οδικώς την απόσταση των περίπου 800χλμ. σε περίπου επτά ώρες, φτάνοντας εγκαίρως στο μαιευτήριο.
Ο Φρανκ και ο Πεπ
Τρία χρόνια μετά το σιχτίρισμα, ο Ράικαρντ μαζί με τους άλλους δύο της ολλανδικής τριπλέτας της Μίλαν (Βαν Μπάστεν, Γκούλιτ) πρωτοστάτησαν στην -παραδοσιακή…- ίντριγκα κάθε Εθνικής ομάδας των «Oranje» παραμονές (ή και κατά τη διάρκεια) μεγάλης διοργάνωσης, ζητώντας πριν τα τελικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1990 την αποπομπή του Τάις Λίμπρεχτς.
Το πέτυχαν.
Ο Ράικαρντ δεν φοβήθηκε την κωλοτούμπα, ζητώντας και πάλι δημοσίως να αναλάβει ο Κρόιφ εκλέκτορας.
«Με ιντριγκάρει, όσο κανείς άλλος».
Δεν έφτανε. Η απαρχή της «Dream Team» δεν έμεινε χωρίς τον δημιουργό της, η μιλανέζικη τριάδα αρκέστηκε τελικά στον Λίο Μπενάκερ στο τιμόνι στα γήπεδα της Ιταλίας και ο Ράικαρντ όντως τελικά, όπως είχε υποσχεθεί φεύγοντας από το Άμστερνταμ, δεν έπαιξε ποτέ ξανά για τον Κρόιφ.
Καλοκαίρι 2003. Ένας άσημος Καταλανός δικηγόρος, ο Ζοάν Λαπόρτα, κερδίζει τις προεδρικές εκλογές της Μπαρτσελόνα. Μιας Μπαρτσελόνα ξανά σε κρίση. Το κάνει, μεταξύ άλλων, έχοντας και την στήριξη, την ευλογία, το χρίσμα του ίδιου του Κρόιφ, ο οποίος είχε πια -για χρόνια- αποσυρθεί από τους πάγκους.
Όχι όμως ανιδιοτελώς. Το τίμημα της υποστήριξής του ήταν πως θα αναλάμβανε προπονητής των «Blaugrana» ο Ράικαρντ. Ο Ράικαρντ, ο οποίος, με το που σταμάτησε την καριέρα του, αμέσως ουσιαστικά χρίστηκε εκλέκτορας της Ολλανδίας. Πολύ νωρίς. Η αδυναμία των «Oranje» να κατακτήσουν το Euro 2000 -το οποίο φιλοξένησαν- του χρεώθηκε, αποχώρησε μετά ομαδικής βοής και “πετροβολητού” και έκτοτε κατέβαινε ταχύτατα τα σκαλοπάτια της προπονητικής, πριν καλά-καλά την αρχίσει.
Συνδέθηκε με τον παρθενικό υποβιβασμό της ιστορίας της Σπάρτα Ρότερνταμ και, πριν προκύψει η κροϊφική έμπνευση, συζητούσε -μαζί με τον Χενκ Τεν Κάτε– να αναλάβει την τεχνική ηγεσία των… Ολλανδικών Αντίλων.
Λεπτομέρειες ασήμαντες σε ό,τι διέβλεπε ο Κρόιφ. Σε ό,τι ακολούθησε της επιλογής του και της πρόσληψης του Ράικαρντ.
Όταν ο Κούμαν πήγε στη Βαρκελώνη περπατούσε στα 27. Την επόμενη της δικής του άφιξης, ο Κρόιφ πήρε την απόφαση να προβιβάσει από τη δεύτερη ομάδα τον Πεπ Γκουαρντιόλα. Στα 22 του αυτός.
Ο Ολλανδός δεν μιλούσε ούτε σε επίπεδο… συνεννόησης ισπανικά (καταλανικά), ο Καταλανός ούτε καν τα βασικά αγγλικά δεν ήξερε (τότε). Ηλικιακά, πολιτισμικά, σε επίπεδο κουλτούρας, σε οποιοδήποτε επίπεδο, τους χώριζαν τα πάντα. Ο Κρόιφ τούς ένωσε, βάζοντάς τους δωμάτιο σε κάθε αποστολή των «Blaugrana». Ο ένας αρχηγός προετοίμαζε τον επόμενο. Αυτό αρκούσε.
Πρωταπριλιά του ’96. Η Μπαρτσελόνα -στην τελευταία σεζόν του Κρόιφ στα ηνία- αντιμετώπιζε την Μπάγερν στα ημιτελικά του Κυπέλλου UEFA στο Μόναχο. O Κρόιφ παρέταξε ενδεκάδα με έναν (1) αμυντικό και οκτώ (8) προερχόμενους από τη Μασία, με τον Πεπ στο κέντρο (κυριολεκτικά και ουσιαστικά).
Ρητορική η ερώτηση για συσχετισμούς, αναφορές και κοινά σημεία με αυτά των (προπονητικών) καιρών μας.
Εκείνο το παιχνίδι, εκείνη η ενδεκάδα, τόσο σε επίπεδο καταβολών όσο και σε επίπεδο προπονητικής αντίληψης και ζητουμένων στο γήπεδο («τρέχουμε περισσότερο, έχουμε πάντα την μπάλα, δεν σταματάμε να κινούμαστε στον χώρο», η περιγραφή που ο ίδιος ο Πεπ έχει δώσει) αποτέλεσε την… ομολογία -προπονητικής- πίστεως του Γκουαρντιόλα, πριν καν αποφασίσει να περάσει ο ίδιος στους πάγκους.
«Τι θες να κάνεις στη ζωή σου»;
Αυτό το ρώτησε ο Κρόιφ το καλοκαίρι του 2006. Δεν του είπε κάτι παραπάνω. Πήγε στην σχολή, πήρε το πρώτο προπονητικό δίπλωμα και την επόμενη χρονιά ανέλαβε τη δεύτερη ομάδα της Μπαρτσελόνα στην Tercera Division (Δ’ κατηγορία), έχοντας βοηθό του τον Τίτο Βιλανόβα.
Ο Λαπόρτα παρέμενε Πρόεδρος. Ήταν επιφυλακτικός στη συγκεκριμένη πρόσληψη, γιατί στις εκλογές του 2003, τότε που εκλέχτηκε έχοντας τη συνδρομή και υποστήριξη του Κρόιφ, ο Πεπ είχε υποστηρίξει τον αντίπαλό του.
«Θα τον χρειαστείς γρήγορα», η καταλυτική για την πειθώ του Προέδρου απόκριση του Κρόιφ.
Στην πρώτη σεζόν του ο Πεπ κέρδισε την άνοδο στη Segunda B. Το… γρήγορα όμως είχε έρθει ακόμα γρηγορότερα. Τόσο που ίσως -Θου, Κύριε- ούτε ο Κρόιφ να περίμενε. Και έτσι η δεύτερη σεζόν του ως προπονητή τον βρήκε κουμανταδόρο της πρώτης ομάδας, διαδεχόμενος τον Ράικαρντ.
Παρέα των Beatles, των Stones, του Ντέιβις και του Ντίλαν
Δεκαπέντε χρόνων ήταν, όταν στο Ολυμπιακό στάδιο του Άμστερνταμ φιλοξενήθηκε ο Τελικός του Κυπέλλου Πρωταθλητριών μεταξύ της Μπενφίκα και της Ρεάλ. Ήταν ball boy. Κανόνισε να βρίσκεται στην πλευρά που έπαιζε ο Πάκο Χέντο, μόνο και μόνο για να τον βλέπει από κοντά (αλλάζοντας πόστο και πηγαίνοντας στην άλλη άκρη στο δεύτερο ημίχρονο).
Οι Λουζιτανοί κέρδισαν, στα αποδυτήρια της Ρεάλ όμως -μπόρεσε και (παλιά του τέχνη κόσκινο)- βρέθηκε μετά το τέλος του παιχνιδιού για να χαιρετήσει όλους τους θρυλικούς στα μάτια του Μαδριλένους. Με ύφος και στιλ μάλιστα, όπως λένε όσοι έζησαν την στιγμή, ισότιμών τους.
Στη Μαδρίτη, στην φρανκική Μαδρίτη, επτά χρόνια αργότερα, την χρονιά που στιγμάτισε όσο λίγες την πορεία και την εξέλιξη της μουσικής, με τους μακρυμάλληδες του πενταγράμμου να συνθέτουν και να κυκλοφορούν άλμπουμ που είτε άλλαξαν είτε έγραψαν ιστορία («Abbey Road» οι Beatles, «Let It Bleed» οι Stones, «Nashville Skylines» ο Ντίλαν, «In a silent way» ο Μάιλς Ντέιβις), ο μακρυμάλλης Κρόιφ συστήθηκε στο διεθνές ποδοσφαιρικό στερέωμα, φτάνοντας στον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών κόντρα στη Μίλαν.
Από το πουθενά, κυριολεκτικά. Ως τότε ο «Αίαντας» πέντε φορές είχε συμμετάσχει όλες κι όλες στις διεθνείς διοργανώσεις, κερδίζοντας μόλις τρεις προκρίσεις και φτάνοντας στη μακροβιότερη πορεία του ως τα προημιτελικά του Πρωταθλητριών τη σεζόν 1966-1967.
Ακόμη όμως ήταν νωρίς. Οι «Rossoneri» κέρδισαν άνετα με 4-1, η αύρα όμως, η φρεσκάδα, η μυρωδιά της ανεξίτηλης ως και σήμερα επανάστασης στο ποδόσφαιρο που έφερναν οι Πρωταθλητές Ολλανδίας και ακόμα περισσότερο αυτός ο αέρινος τύπος με το «14» στην πλάτη ήταν ανάλογα της ιστορικότητας των μουσικών καλλιτεχνημάτων εκείνης της χρονιάς.
Απλώς αποτυπώθηκε πια δύο χρόνια αργότερα, με την παρθενική ευρωπαϊκή στέψη του Άγιαξ στο Wembley κόντρα στον Παναθηναϊκό. «Η διαφορά στο παιχνίδι ήταν ο Κρόιφ. Από μόνος του ήταν το 50% της ομάδας του. Αν φορούσε πράσινα, τότε θα κερδίζαμε. Και άνετα», είπε χρόνια αργότερα ο Φέρεντς Πούσκας.
Μετά από εκείνον τον Τελικό, ο Κρόιφ ανανέωσε για επτά χρόνια με τον Άγιαξ, εξασφαλίζοντας ένα μυθικό συμβόλαιο, χωρίς ποτέ, μα ποτέ να διαρρεύσει το παραμικρό όσον αφορά στις απολαβές του. Έκανε απόσβεση, οδηγώντας τον «Αίαντα» σε άλλες δύο διαδοχικές κατακτήσεις του Πρωταθλητριών και μετά, καλοκαίρι πια του ’73, αποφάσισε να ακολουθήσει τον δικό του μέντορα και γεννήτορα του «Ολοκληρωτικού Ποδοσφαίρου», τον Ρίνους Μίχελς, στη Βαρκελώνη.
Προβληματική κατάσταση. Στην -σταθερά- φρανκική Ισπανία η Μπαρτσελόνα είχε μείνει 14 χρόνια χωρίς τίτλο, αδυνατώντας να αντιπαλέψει τα όσα το καθεστώς επέβαλλε. Ακόμα και τη μετακόμισή του έκανε τα πάντα για να αποτρέψει. Στις 03:55 τα ξημερώματα της 13ης Αυγούστου, στο δωμάτιο 1043 του ξενοδοχείου Alpha του Άμστερνταμ, οι απεσταλμένοι των Καταλανών φάνηκε να ξεπερνούν τα εμπόδια, συμφωνώντας με τον Άγιαξ για τη μεταγραφή του Κρόιφ.
Δεν ήταν όμως τα μόνα. Ενδεικτικό της γραφειοκρατίας και του πότε δόθηκε η άδεια από την Ισπανική Ομοσπονδία το ότι το ντεμπούτο του πραγματοποιήθηκε στις 28 Οκτωβρίου, στη φιλοξενία της Γρανάδα, στην έβδομη αγωνιστική της La Liga, με την Μπαρτσελόνα προτελευταία, μόλις δύο βαθμούς ψηλότερα από την ουραγό Χιχόν.
Χαρακτηριστικό επίσης το αίτημα του Μίχελς πριν τη σέντρα στον ομόλογό του, τον Χοσελίτο: «Δεν ζητάμε να τον αφήσετε να περάσει. Σας παρακαλώ όμως, μη τον τραυματίσετε από το πρώτο του παιχνίδι». Ευσεβείς πόθοι. Σε μια από τις πρώτες κιόλας επαφές του με την μπάλα, ο Κρόιφ σηκώθηκε στον αέρα από τον λίμπερο των Ανδαλουσιάνων, τον Φερνάντεθ.
Ο Ολλανδός σήκωσε στο πόδι το Camp Nou, διαμορφώνοντας το τελικό 3-0. Από τότε η Μπαρτσελόνα δεν έχασε ξανά ως τις 7 Απριλίου, οπότε και στο Molinon, κόντρα στη Χιχόν, στέφθηκε και μαθηματικά Πρωταθλήτρια, έχοντας αποκορύφωμα αυτής της πορείας τη θρυλική «manita» («πεντάρα», 5-0) στο Bernabéu επί της Ρεάλ.
Έτσι προέκυψε το «El Salvador». «Ο λυτρωτής».
«Ο κόσμος δεν πανηγύριζε, δεν μου έδινε συγχαρητήρια. Με ευχαριστούσε, κλαίγοντας».
Το μίνι της Ντάνι, η «Γιοχάνα» και τα άφιλτρα
Γειτονάκια ήταν με την Ντάνι. Γνωρίστηκαν στον γάμο του Πιτ Κάιζερ, στα 18 τους. Αμοιβαία η έλξη, διαφορετικές οι καταβολές. Αυτός αλητάκι, αθυρόστομος, με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του αλλά πολύ πιο σφιχτός ως προς τις πεποιθήσεις του. Αυτή κόρη επιχειρηματία, ευκατάστατη, με προχωρημένες -και σίγουρα περισσότερο από τις δικές του τότε- απόψεις και ανατροφή.
Δοκιμάστηκαν στο πρώτο κιόλας ραντεβού. Η Ντάνι φόρεσε ένα μίνι. Στον Κρόιφ δεν άρεσε και θεώρησε σωστό να της υποδείξει, να της προτείνει στο επόμενο να φορούσε κάτι πιο μακρύ.
«Αν ξεκινάς έτσι, τότε δεν χρειάζεται να ανησυχείς για το τι θα φορέσω, γιατί πολύ απλά δεν θα υπάρξει τίποτα επόμενο».
Από εκείνο το σημείο κιόλας ήταν ξεκάθαρο ποιος ήταν το αφεντικό. Και ποιος παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου τους. Ο Κρόιφ, για παράδειγμα, απεχθανόταν τα κινητά. Δεν τα χρησιμοποιούσε. Όποιος λοιπόν ήθελε να τον βρει έπρεπε να στείλει… e-mail στην Ντάνι, η οποία και στη συνέχεια τον ενημέρωνε για να επικοινωνήσει με αυτόν που τον έψαχνε.
Παντρεύτηκαν το ’68, ζώντας μαζί κοντά μισό αιώνα. Ο πεθερός του, ο Κορ Κόστερ, λειτούργησε ως ατζέντης του γαμπρού του, ενισχύοντας την έτσι κι αλλιώς άκρως υλιστική -ως επαγγελματίας πάντα- προσέγγιση που είχε σε κάθε μία συνεργασία του.
«Γιοχάνα» τον αποκαλούσε η Ντάνι, παραπέμποντας με αυτό σε… δασκάλα, κάθε φορά που ο Γιόχαν ανέλυε στην εκλεκτή και εκλεγμένη ομήγυρη των συνδαιτημόνων του κάθε τι με το οποίο καταπιανόταν ή για το οποίο είχε άποψη. Από τις τιμές των προϊόντων που ψώνιζε (ποτέ από σούπερ μάρκετ και πολυκαταστήματα, πάντα από συγκεκριμένα μαγαζάκια της γειτονιάς, όπου μπορούσε να κρίνει την ποιότητα των όσων κατανάλωνε) ως τα μανιτάρια, το γκολφ, το κόκκινο κρασί, τον Μαυρίκιο (τόπο που οι Κρόιφ πήγαιναν κάθε χρόνο για διακοπές), μερικά δηλαδή μόνο από όσα αγαπούσε.
Και το τσιγάρο. Τα άφιλτρα Caballero κάπνιζε. Ήταν το μόνο στο οποίο η επιθυμία της Ντάνι δεν εισακούστηκε. Άμεσα τουλάχιστον. «Ναι» της έλεγε, κάθε φορά που ζητούσε να το κόψει, σε κάθε εκτός έδρας παιχνίδι της Μπαρτσελόνα όμως έκανε από ένα πακέτο στον πάγκο.
Μέχρι το καρδιακό επεισόδιο. Τον βρήκε, επιθεωρώντας το νέο σπίτι που μόλις είχαν αγοράσει στη Βαρκελώνη. Ευτυχώς ήταν μαζί του ο έτερος συνοδοιπόρος της ζωής του, ο Γκρούτενμπερ, ο οποίος και ευθύνεται για το πρώτο κομμάτι της σωτηρίας του, ειδοποιώντας έγκαιρα ασθενοφόρο.
Το δεύτερο ήταν η επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε. Διπλό μπάι πας. Δύσκολη, κρίσιμη. Η Ντάνι θυμάται ακόμη τον Χρίστο Στόιτσκοβ να λυγίζει, βλέποντάς τον στο κρεβάτι του νοσοκομείου, να αρπάζει τη ρόμπα του για να κρατηθεί και με λυγμούς, μισά βουλγαρικά και μισά καταλανικά, να τον παρακαλεί να μην τον αφήσει μόνο του.
Εν τέλει δεν γινόταν να μην αφήσει ούτε τους πάγκους ούτε -εννοείται- και το τσιγάρο. Άλλαξε τελείως την καθημερινότητά του, τη ρουτίνα του, προσαρμόζοντας και την από άλλα πόστα πια ποδοσφαιρική δραστηριότητά του.
Ακόμα και έτσι, λίγους μήνες πριν το φευγιό του, άρχισε να κουράζεται ευκολότερα. Πίστεψε αρχικά πως ήταν αρρυθμίες. Δεν ήταν. Η διάγνωση ήταν χειρότερη. Καρκίνος στους πνεύμονες. Έπαιρνε θεραπεία. Αναθάρρησε. Έκανε τις ακτινοβολίες, φάνηκε να βελτιώνεται. Όχι για πολύ όμως.
Φοβεροί πονοκέφαλοι ήρθαν ξαφνικά και φανέρωσαν μεταστάσεις. Τόσες και εκεί που ούτε θεραπεία ούτε και επέμβαση αποτελούσαν επιλογές. Από εκεί και πέρα, η κατάστασή του υποτροπίασε ραγδαία. Άντεξε λιγότερο ακόμα και από το ελάχιστο προσδόκιμο που του είχε δοθεί.
Στο τέλος οι κόρες του, Σαντάλ και Σουσίλα, έμεναν μαζί του. Ο γιος του, ο Ζόρντι, ταξίδευε για Καναδά, όντας τότε στέλεχος της Μακάμπι Τελ Αβίβ. Ενημερώθηκε, με το που προσγειώθηκε στο Μόντρεαλ, πως ο πατέρας του έσβηνε. Επέστρεψε αμέσως. Ο Γιόχαν τον περίμενε για να κλείσει τα μάτια του, έχοντας όλη την οικογένειά του στο πλευρό του.
Δεν έχει σημασία πόσων ετών θα ήταν σήμερα. Ένας αριθμός είναι και αυτός. Ένας γαμημένος αριθμός. Εξορθολογίζει, ναι, αλλά περιορίζει, ποσοτικοποιεί κάτι που δεν μετριέται. Κάτι που μπορεί να είχε αρχή, αλλά σίγουρα -με το φυσικό του φευγιό και δεδομένα με την παρακαταθήκη του, την κληρονομιά του, το αποτύπωμά του- δεν θα έχει τέλος.
Γιατί για το ποδόσφαιρο ο Γιόχαν Κρόιφ είναι -και θα είναι, για όσο παίζεται με μπάλα…- αυτό ακριβώς που ο πατριώτης του, ο Τουν Χέρμανς, έγραψε σε ένα τετράστιχο:
«En Vincent zat het koren.
En Einstein zag het getal.
En Zeppelin de zeppelin.
En Johan zag de bal».
«Και ο Βίνσεντ (σ.σ. Βαν Γκονγκ) ήταν το σιτάρι.
Και ο Αϊνστάιν είδε τον αριθμό.
Και ο Ζεπέλιν το ζέπελιν.
Και ο Γιόχαν είδε την μπάλα».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιόχαν Κρόιφ: Πέναλτι στα τρία. Μια ακόμα στιγμή διάνοιας
Ο Γιόχαν Κρόιφ μας βοήθησε να καταλάβουμε
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη