Είμαι ένας άνθρωπος που πιστεύω πως όλα γίνονται για κάποιον λόγο.
Ακόμα και τα εμπόδια που συναντάμε συχνά στον δρόμο μας, κάποια στιγμή στο μέλλον θα καταλάβουμε τον λόγο για τον οποίον βρέθηκαν μπροστά μας.
Ναι, θα ήθελα πολύ να μην είχα τραυματιστεί την περίοδο όπου θεωρούσα ότι ήμουν έτοιμη να πάω στο WNBA. Όμως δεν νιώθω ότι μου έμεινε απωθημένο.
Είχα την τύχη και την ευλογία να βρεθώ ως παίκτρια σε πολύ καλές ομάδες. Να κατακτήσω τίτλους. Να ταξιδέψω. Να δω τον κόσμο και να γνωρίσω κουλτούρες που, αν είχα επιλέξει κάποιο άλλο επάγγελμα, ίσως ποτέ να μην είχα τη δυνατότητα να δω. Να δημιουργήσω σχέσεις ζωής με ανθρώπους από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Να ζήσω μια ζωή ευλογημένη! Χωρίς απωθημένα. Με λάθη, αλλά όχι λανθασμένες επιλογές. Αυτές ήταν συνειδητές.
Εκ των υστέρων σκεπτόμενη, σίγουρα υπάρχουν πράγματα που ίσως θα μπορούσα να είχα κάνει διαφορετικά. Αλλά κι αυτά είναι τελικά ο τρόπος μέσα απ’ τον οποίον μαθαίνεις και εξελίσσεσαι.
Το μοναδικό που ίσως θα άλλαζα θα ήταν η χρονική στιγμή όπου αποφάσισα να φύγω από την Ελλάδα. Δεν θα έφευγα στα 25 όπου πήγα στη Γαλλία. Θα έφευγα νωρίτερα. Δεν το έκανα, γιατί δεν ήμουν έτοιμη. Ούτε πνευματικά ούτε σωματικά.
Όλα αυτά, μέχρι το 2007. Μετά ήρθαν στην Εθνική ομάδα Γυναικών ο Κώστας Μίσσας με τον Τζώρτζη Δικαιουλάκο.
Οι άνθρωποι οι οποίοι με βοήθησαν ουσιαστικά να δω το άθλημα διαφορετικά. Να καταλάβω ότι μπορούσα να ασχοληθώ μ’ αυτό 100% επαγγελματικά. Να με “ταρακουνήσουν” τόσο, ώστε στο τέλος να δω την “παίκτρια Στέλλα”, διαφορετικά.
Τις δυνατότητες που είχα ως αθλήτρια και τι μπορούσα να πετύχω.
Μου ανέλυσαν κάθε λεπτομέρεια, τονίζοντας παράλληλα πόσο πολύ έπρεπε να δουλέψω. Είχαν τις απαντήσεις, πριν κάνω τις ερωτήσεις. Δεν άφησαν κανένα κενό. Κανένα περιθώριο για να αναζητήσω δικαιολογίες. Nα πω «ναι, αλλά πώς θα το κάνω αυτό;».
Περάσαμε ώρες συζητήσεων. Και, όταν πια τελείωσε η κουβέντα μας, ήταν στο χέρι μου να αποφασίσω για το μέλλον μου.
Θα είμαι πάντα ευγνώμων σ’ αυτούς τους δύο ανθρώπους, γιατί τελικά με βοήθησαν να ξεκινήσω μια πορεία και να κάνω πράγματα τα οποία μέχρι εκείνη την στιγμή δεν έβλεπα.
Εκείνοι ευτυχώς τα είχαν δει. Τα έκαναν εικόνα και σε μένα, ώσπου στο τέλος σκέφτηκα πως, για να λένε αυτοί οι “τύποι” με την τεράστια εμπειρία και τη μεγάλη πορεία ότι μπορώ να αγωνιστώ στο εξωτερικό, αξίζει τον κόπο να δοκιμάσω!
Να τολμήσω! Να κάνω το επόμενο βήμα!
Θα ήθελα βέβαια να είχα πιο νωρίς το μυαλό που “απέκτησα” το 2007.
Όχι για κάποιον ιδιαίτερο λόγο. Απλώς γιατί ίσως θα κέρδιζα λίγο παραπάνω χρόνο παίζοντας μπάσκετ στο υψηλότερο επίπεδο.
Δεν μετανιώνω όμως που τελικά δεν έφυγα νωρίτερα, γιατί από το 2007 μέχρι το 2009, οπότε πήγα στη Γαλλία, μπήκα στη διαδικασία να δω το μπάσκετ πιο ουσιαστικά. Να δουλέψω περισσότερο το μυαλό μου και το σώμα. Ειδικά το σώμα.
Ο στόχος που είχα θέσει δεν ήταν να πάω στο εξωτερικό απλώς για να ζήσω την εμπειρία και να γυρίσω πίσω. Ήθελα να πάω και να καθιερωθώ στην Ευρωλίγκα! Κι αυτό απαιτούσε σκληρή δουλειά!
Η τύχη τα έφερε έτσι ώστε, από την στιγμή που αποφάσισα να παίξω εκτός Ελλάδας, η πρώτη πρόταση που είχα ήταν από την Μπουρζ. Ομάδα η οποία στο παρελθόν έχει κατακτήσει τον τίτλο της Πρωταθλήτριας Γαλλίας.
Όταν με ενημέρωσε ο μάνατζέρ μου πως ήμουν η πρώτη επιλογή του προπονητή της ομάδας, Πιερ Βενσάν, δεν το πίστευα. Είχα “κολλήσει” με το τηλέφωνο στο αφτί. «Ποιο Μπουρζ; Το γνωστό;»,τον ρώτησα, «Μήπως εννοείς την Μπουργκ»; Αδυνατούσα να πιστέψω ότι ήμουν στις πρώτες επιλογές του συλλόγου. Ήταν όμως αλήθεια.
Ανεξάρτητα από την έκπληξη που ένιωσα, δεν πανικοβλήθηκα. Ούτε έκανα κάποια δεύτερη σκέψη. Σε καμία στιγμή. Ήμουν έτοιμη να παίξω μπάσκετ σε πολύ υψηλό επίπεδο!
Αποφασισμένη όχι απλώς να αγωνιστώ στο γαλλικό πρωτάθλημα αλλά να γίνω μία από τις καλύτερες παίκτριές του! Ένα από τα καλύτερα «τριάρια». Της ομάδας αλλά και ολόκληρης της Λίγκα! Αυτός ήταν ο στόχος μου.
Όσο και να με άγχωνε το γεγονός ότι θα πήγαινα να ζήσω μόνη μου σε μια άλλη χώρα, δεν φοβόμουν.
Άλλωστε είμαι ένας άνθρωπος που προσαρμόζεται εύκολα. Δεν δυσκολεύομαι να ενταχθώ σ’ ένα κοινωνικό σύνολο. Και οι άνθρωποι στο Μπουρζ ήταν τόσο καλοί, ώστε έκαναν την ένταξη και την προσαρμογή μου ακόμα πιο εύκολη.
Το μόνο που έπρεπε να κάνω από την πλευρά μου ήταν να καταφέρω να προσαρμοστώ μπασκετικά στην ομάδα και στη φιλοσοφία του γαλλικού πρωταθλήματος όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Το πέτυχα μετά από μία σεζόν.
Ώσπου τρία χρόνια αργότερα ήρθε ο πρώτος σοβαρός τραυματισμός μου. Με σόκαρε! Όχι μόνο η σοβαρότητά του αλλά και το άγνωστο που υπήρχε μπροστά μου.
«Και τώρα, τι γίνεται;», αναρωτιόμουν. «Θα παίξω ξανά; Αν ναι, σε ποια αγωνιστική κατάσταση θα είμαι; Θα επανέλθω»; Περνούσαν διάφορες σκέψεις και ερωτήσεις από το μυαλό μου.
Το καλό -αν μπορεί να υπάρχει κάτι καλό σ’ έναν σοβαρό τραυματισμό- ήταν ότι ήμουν τυχερή μέσα στην ατυχία μου, γιατί τραυματίστηκα στη Γαλλία. Τόσο την πρώτη φορά όσο και τη δεύτερη που χτύπησα μερικούς μήνες μετά την επιστροφή μου στους αγώνες.
Κάποια στιγμή σκέφτηκα να επιστρέψω στην Ελλάδα για την επέμβαση και την αποκατάσταση, όμως αποφάσισα να παραμείνω στη Γαλλία, γιατί -εκτός των άλλων- με κάλυπτε σε όλα το σύστημα υγείας και η κοινωνική ασφάλιση της χώρας.
Ένας ακόμα λόγος για να να παραμείνω, ήταν η επιθυμία μου να βρίσκομαι κοντά στην ομάδα μου, η οποία με βοήθησε πάρα πολύ σε όλο αυτό το διάστημα της απουσίας μου.
Από την αναζήτηση και την εύρεση των καλύτερων χειρουργών και του κατάλληλου κέντρου αποκατάστασης μέχρι τις μετακινήσεις μου στο γήπεδο. Γιατί, λίγο μετά καιρό μετά την επέμβαση, ήθελα να πηγαίνω στο γήπεδο. Να παρακολουθώ τις προπονήσεις και τους αγώνες. Με βοηθούσε πολύ στη ψυχολογία μου.
Όσο παράξενο και να ακούγεται, το καλύτερο μπάσκετ το έπαιξα μετά τους τραυματισμούς μου.
Στον δεύτερο, ο οποίος ακολούθησε τρεις μήνες μετά την επάνοδό μου στους αγώνες, ήμουν πολύ πιο ψύχραιμη. Ήξερα από την εμπειρία που είχα από τον πρώτο τι με περίμενε. Τι έπρεπε να κάνω και τι δεν έπρεπε.
Την πρώτη φορά που είχα χτυπήσει δεν κρατιόμουν για την επιστροφή μου στο γήπεδο! Ανυπομονούσα τόσο πολύ να γυρίσω στους αγώνες, ώστε κάποιες φορές το παράκανα στις προπονήσεις, με συνέπεια αυτό να επιβραδύνει την επάνοδό μου.
Μετά τον δεύτερο τραυματισμό, πήρα τον χρόνο μου.
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα κάνω τα λάθη που έκανα την πρώτη φορά. Θα έμπαινα στο γήπεδο, όταν θα ήμουν απόλυτα έτοιμη. Χωρίς βιασύνη. Την πρώτη φορά επέστρεψα μετά από επτά μήνες. Τη δεύτερη πέρασαν εννιά.
Έγινα πιο δυνατή. Πείσμωσα. Είπα θα επιστρέψω και θα γίνω καλύτερη!
Δεν ήθελα με τίποτα να έχω στο μυαλό μου ότι, μόλις θα γύριζα, θα είχα τον φόβο ή θα άλλαζα κάτι στο παιχνίδι μου, επειδή έτυχαν οι δύο τραυματισμοί, οι οποίοι πλέον είναι και πολλοί συνηθισμένοι σε αρκετούς αθλητές.
Μπήκα στη διαδικασία να δουλέψω ακόμα περισσότερο. Πολύ περισσότερο από όσο δούλευα πριν.
Δεν ήθελα κανείς να πει, με πρώτη η ίδια στον εαυτό μου, «δεν είσαι όπως ήσουν πριν τον τραυματισμό σου». Δεν το δεχόμουν!
Φρόντισα να γυρίσω καλύτερη!
Μετά την επιστροφή μου, συνέχισα την πορεία μου στη Γαλλία, πήγα στην Τουρκία και το 2016 ήρθε η πρόταση από τον Ολυμπιακό.
Πριν φύγω από την Ελλάδα, είχα πει στον εαυτό μου ότι πολύ δύσκολα θα επέστρεφα να αγωνιστώ σε ομάδα του εγχώριου Πρωταθλήματος, αν δεν υπήρχε πολύ υψηλός στόχος.
Η πρόταση από τον Ολυμπιακό ήταν μία πρόκληση.
Υπήρχε πάντα στο μυαλό μου ως σκέψη η συμμετοχή μου σε μια ευρωπαϊκή διασυλλογική οργάνωση μ’ έναν ελληνικό σύλλογο και, όταν μου παρουσίασαν απ’ τον Ολυμπιακό το σχέδιο και τους στόχους της ομάδας, τα βρήκα πολύ ενδιαφέροντα.
Αυτός ήταν και ο μοναδικός λόγος για τον οποίον επέστρεψα πίσω. Δεν είχα στο μυαλό μου το ενδεχόμενο να οδηγηθώ σταδιακά προς την αποχώρηση. Σε καμιά περίπτωση!
Γι’ αυτό κιόλας μετά τον δεύτερο χρόνο έφυγα ξανά από τη χώρα για να πάω αυτή τη φορά στην Πολωνία. Στην Πολκοβίτσε.
Εκεί όπου ουσιαστικά ολοκληρώθηκε η καριέρα μου.
Η τελευταία μου χρονιά ως παίκτρια ήταν και η πιο ενδιαφέρουσα. Αν και η ομάδα είχε ένα από τα καλύτερα και πιο δυνατά ρόστερ όπου έχω υπάρξει, έκανε ένα κακό ξεκίνημα.
Ήταν όμως τόσο δυνατή η χημεία μεταξύ των παικτριών και τόσο μεγάλη η εμπειρία της πλειονότητας των αθλητριών, ώστε, όταν καθίσαμε με τον προπονητή μας (οποίος σημειωτέων είναι ένας άνθρωπος που λατρεύει το μπάσκετ), τα βάλαμε κάτω και αναλύσαμε τα αίτια της απόδοσή μας, στη συνέχεια καταφέραμε να παίξουμε σύμφωνα με τις πραγματικές μας δυνατότητες.
Πετύχαμε μάλιστα να έχουμε την καλύτερη εμφάνιση που είχε κάνει ο σύλλογος στα χρόνια που αγωνίζεται στην Ευρωλίγκα, κατακτώντας παράλληλα όλους τους τίτλους στην Πολωνία.
Εκείνη η χρονιά ήταν πολύ γεμάτη και σταθερή για μένα. Σωματικά όμως ήταν δύσκολο να ανταπεξέλθω στις αγωνιστικές απαιτήσεις με τον τρόπο που ήθελα.
Στη διάρκεια της αγωνιστικής περιόδου υπήρχαν πολλές φορές που έκανα συντηρητική προπόνηση.
Η κατάσταση αυτή ήταν αρκετή για να με βάλει σε σκέψεις σχετικά με την επόμενη μέρα και να με ωθήσει στο τέλος να αποφασίσω την αποχώρησή μου από την ενεργό δράση, όσο βρισκόμουν ακόμα στο υψηλότερο επίπεδο.
Δεν ήθελα να με πάρει η “κατηφόρα”! Δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μου να πάω σε μια ομάδα και να παίζω απλώς για να λέω ότι παίζω.
Για μένα το μπάσκετ ήταν ή να αγωνίζομαι στο υψηλότερο επίπεδο ή να μην αγωνίζομαι καθόλου. Δεν μου αρέσουν τα ημίμετρα. Ποτέ δεν συμβιβάστηκα με αυτά!
Ολοκλήρωσα την πορεία μου ως παίκτρια με τον τρόπο που επιθυμούσα.
Μέχρι εκείνο το σημείο, η προπονητική δεν ήταν μέσα στο μυαλό μου. Αν με ρωτούσε κάποιος μάλιστα, πέντε-έξι χρόνια πριν αποσυρθώ, αν σκόπευα να ασχοληθώ με την προπονητική, θα του απαντούσα «με τίποτα»!
Εκείνο που είχα στο μυαλό για την επόμενη μέρα, μετά την αποχώρησή μου, ήταν να ασχοληθώ ως προπονήτρια αθλητών. Έβρισκα αρκετά ενδιαφέρουσα τη διαδικασία της προετοιμασίας ενός/μίας αθλητή/τριας την αγωνιστική “συντήρησή” του/της αλλά και την ανεύρεση του τρόπου και της τεχνικής που θα συνέβαλαν στη περαιτέρω εξέλιξή του/της.
Την τελευταία χρονιά όμως στην Πολωνία είχα “πιάσει” τον εαυτό μου να σκέφτομαι την προπονητική.
Είχα αρχίσει να βλέπω εντελώς διαφορετικά το παιχνίδι, όταν έπαιζα. Το εξέταζα από τη πλευρά του προπονητή. Κάτι το οποίο δεν ήταν καλό για μένα, γιατί, όσο έπαιζα, το μυαλό μου “έτρεχε” σε άλλα κομμάτια του παιχνιδιού και αυτό με αποπροσανατόλιζε.
Ωστόσο, ήθελα να δοκιμάσω τις δυνατότητές μου. Να διαπιστώσω αν είμαι καλή ως προπονήτρια και μέχρι πού μπορώ να φτάσω.
Τότε, στην Πολωνία, στο προπονητικό τιμ βρισκόταν ένας ασίσταντ κόουτς. Έκανα άπειρες συζητήσεις μαζί του για θέματα που αφορούσαν στην προπονητική, την τακτική, την στατιστική, πώς προετοιμάζεις μία ομάδα. Όλα αυτά που ως παίκτρια με απασχολούσαν μεν, αλλά σ’ έναν πολύ μικρό βαθμό.
Το βρήκα τόσο ενδιαφέρον, ώστε έπεσα με τα μούτρα και αποφάσισα να δοκιμάσω τον εαυτό μου, βάζοντας -για άλλη μια φορά- έναν πολύ μεγάλο στόχο: Να καταφέρω κάποια στιγμή να μπω στο προπονητικό τιμ κάποιας ομάδας που αγωνίζεται στην Ευρωλίγκα των Ανδρών.
Αναγνωρίζω πως ο συγκεκριμένος στόχος δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί. Όμως δεν είναι ανέφικτος. Είναι μία τεράστια πρόκληση!
Αφενός γιατί το επίπεδο είναι τόσο υψηλό, ώστε μπορεί να σε διδάξει ακόμα περισσότερα πράγματα στο κομμάτι της προπονητικής. Αφετέρου γιατί στην Ευρώπη δεν έχει υπάρξει (μέχρι σήμερα τουλάχιστον, απ’ όσο γνωρίζω) καμιά γυναίκα-μέλος σε coaching staff ανδρικής ομάδας που αγωνίζεται στη Ευρωλίγκα.
Αντίθετα, στις ΗΠΑ και το ΝΒΑ αυτό το βήμα έχει γίνει με την Μπέκι Χάμον.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω γιατί δεν έχει γίνει κάτι ανάλογο και στην Ευρωλίγκα.
Ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι ακόμη υπάρχουν μερικές προκαταλήψεις και ταμπού που αφορούν στο φύλο και όχι τις γνώσεις που έχει μια γυναίκα-προπονήτρια.
Στο παρελθόν που είχα κάνει αυτήν τη συζήτηση με άνδρες προπονητές, όλοι μού είχαν πει ότι ποτέ δεν είχαν στο μυαλό τους ότι δεν θα μπορούσα να εργαστώ εγώ ή κάποια άλλη γυναίκα σε μια ανδρική ομάδα της Ευρωλίγκα λόγω του φύλου.
Εκτιμώ λοιπόν ότι είναι θέμα χρόνου να συμβεί.
Ίσως οι σύλλογοι να περιμένουν το σωστό τάιμινγκ ή και τον κόουτς που πρώτος θα εισηγηθεί την παρουσία μιας γυναίκας-προπονήτριας στο τεχνικό τιμ του.
Από την άλλη, μπορεί και οι ίδιες οι γυναίκες από την πλευρά τους να μην έχουν τολμήσει να πάνε σε άνδρες προπονητές και να τους πουν ευθέως «θα ήθελα να με βάλεις στο τιμ σου». Να σκέφτονται ότι θα εισπράξουν αρνητική απάντηση και να μην μπαίνουν καν στη διαδικασία να τολμήσουν.
Προσωπικά, δεν έχω κανένα πρόβλημα να ακούσω «όχι». Είμαι της λογικής ότι, αν δεν ρωτήσεις, η απάντηση θα είναι πάντα «όχι».
Επομένως πρέπει κι εμείς οι γυναίκες να τολμήσουμε να μπούμε στον χώρο των ανδρών. Να διεκδικήσουμε τη δουλειά και να κάνουμε αυτό που ξέρουμε.
Στην Ελλάδα πάντως είχα την εμπειρία να είμαι μέλος στο προπονητικό τιμ μιας ανδρικής ομάδας την περίοδο όπου συνεργάστηκα με το Μαρούσι. Εκεί από όπου ξεκίνησε η προπονητική μου πορεία.
Δεν ένιωσα ούτε στιγμή ότι οι παίκτες με αντιμετώπισαν με διαφορετικό τρόπο λόγω του φύλου. Ίσα-ίσα. Έδειξαν απόλυτο σεβασμό.
Δεν γνωρίζω αν έπαιξε ρόλο η πορεία που είχα στο παρελθόν ως παίκτρια.
Η ουσία είναι ότι είχα ίση αντιμετώπιση. Δεν υπήρχε καμία διαφορά με τους άνδρες συναδέλφους μου.
Το μπάσκετ άλλωστε είναι ένα. Το μόνο που διαφοροποιείται είναι η ταχύτητα και η δύναμη του παιχνιδιού. Τα υπόλοιπα παραμένουν ίδια. Ο τρόπος που θα κάνεις προπόνηση, η τακτική, το πώς θα “στήσεις” αγωνιστικά μία ομάδα μέσα στο γήπεδο.
Ήταν υπέροχη η συνεργασία μου με το Μαρούσι. Έμεινα απόλυτα ικανοποιημένη. Αποχώρησα από την ομάδα πριν την ολοκλήρωση της αγωνιστικής περιόδου, γιατί έπρεπε να επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη λόγω ενός οικογενειακού προβλήματος. Θα θυμάμαι όμως πάντα πόσο όμορφη ήταν η εμπειρία που έζησα.
Επιστρέφοντας ξανά στην Αθήνα, μου έγινε η πρόταση να αναλάβω την γυναικεία ομάδα του Ζωγράφου (ΕΦΑΟΖ). Για μένα ήταν άλλη μία πρόκληση, γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση θα ήμουν η πρώτη προπονήτρια. Στην ουσία, ήταν η πρώτη φορά που είπα «για να δούμε, μπορώ να το κάνω»;
Αν και ο κορωνοϊός έφερε τα πάνω-κάτω και η χρονιά ήταν πολύ περίεργη λόγω της διακοπής του Πρωταθλήματος, έμεινα απόλυτα ικανοποιημένη από το τελικό αποτέλεσμα της συνεργασίας.
Ούσα συνηθισμένη να αγωνίζομαι σε υψηλό επίπεδο και μαθημένη να βάζω πάντα υψηλούς στόχους, στην ομάδα του Ζωγράφου έπρεπε να προσαρμόσω ορισμένα από τα πράγματα που είχα στο μυαλό μου.
Έπρεπε να κάνω ένα βήμα πίσω σε κάποια από τα “θέλω” μου (κάποια άλλα βέβαια ήταν αδιαπραγμάτευτα) και μετά να πείσω τα κορίτσια να κάνουν εκείνα δύο βήματα μπροστά.
Υπήρχε μια παρεΐστικη νοοτροπία που είχε τα θετικά και τα αρνητικά της.
Το θετικό ήταν ότι αυτή κράτησε την ομάδα και τη βοήθησε να “ανέβει” στην Α1 κατηγορία.
Από την άλλη όμως, η συγκεκριμένη νοοτροπία ήταν πολύ μακριά από εκείνο που ήθελα να τους περάσω. Αυτό που ήθελα να καταλάβουν ήταν οι προϋποθέσεις που πρέπει να υπάρχουν για να πετύχουν έναν μεγάλο στόχο.
Κάθε μέρα που περνούσε έβλεπα ότι τις έπειθα γι’ αυτά που έπρεπε να κάνουμε. Πηγαίναμε βήμα-βήμα. Κάποια στιγμή λοιπόν τους είπα ότι ο στόχος μας ήταν να μπούμε στην εξάδα του Πρωταθλήματος. Με κοίταξαν λες και είδαν… εξωγήινο!
Εγώ γνώριζα ότι υπήρχαν οι προϋποθέσεις να τον πετύχουμε. Το θέμα ήταν να το πιστέψουν και οι ίδιες.
Τους εξήγησα πώς είχαν τα πράγματα, παραθέτοντας τα επιχειρήματά μου και, μόλις κατάλαβαν ότι μπορούσαμε να φτάσουμε στον στόχο μας, άρχισαν σιγά-σιγά να παίρνουν τα πάνω τους.
Να ευχαριστιούνται το παιχνίδι και να έρχονται με μεγαλύτερη όρεξη στην προπόνηση. Ήταν πολύ σημαντικό αυτό για μένα, γιατί σχεδόν όλες εργάζονταν και, επειδή κάποιες από τις προπονήσεις ήταν σε βραδινές ώρες, είχε πολύ μεγάλη σημασία την ώρα της προπόνησης να περνούν καλά και να είναι ευχαριστημένες.
Πλέον μπορώ να πω ότι όλα τα κορίτσια έδωσαν αυτό που μπορούσαν και πολύ παραπάνω. Έκαναν την υπέρβαση!
Ένιωσα τεράστια ικανοποίηση και είμαι πολύ υπερήφανη γι’ αυτό που κατάφεραν.
Την επόμενη χρονιά ήρθε η πρόταση να μπω στο προπονητικό τιμ της γυναικείας ομάδας του Ολυμπιακού.
Μια ομάδα με μεγαλύτερες απαιτήσεις και διαφορετικούς στόχους, οι οποίοι δεν είναι προς διαπραγμάτευση! Σίγουρα η πίεση είναι πιο μεγάλη, αλλά για μένα είναι μία ακόμα πρόκληση.
Μία ακόμα ευκαιρία μέσα από την οποία μου δίνεται η δυνατότητα να μάθω από την πλευρά του προπονητή, από το πώς πρέπει να διαχειριστεί, να ξεπεράσει και να διδαχτεί μια ομάδα μέσα από μία “οδυνηρή” ήττα (όπως ήταν αυτή από τη Ναντέζντα στη Ρωσία) μέχρι το πώς θα αντιδράσει, θα “προσγειωθεί” και θα προχωρήσει παρακάτω μετά από μια σημαντική νίκη (όπως ήταν αυτή επί του Παναθηναϊκού).
Κάθε μέρα μαθαίνεις και κάτι καινούργιο. Μέσα από τη συνεργασία μου με τον Μάρτινς Ζίμπαρτς, έναν κόουτς με μεγάλη εμπειρία, μου δόθηκε η ευκαιρία να αντλώ περισσότερες προπονητικές πληροφορίες.
Βέβαια, χρειάστηκα κι εγώ τον χρόνο μου μέχρι να προσαρμοστώ στη νέα κατάσταση.
Μπορεί να γνώριζα ως αθλήτρια πώς είναι να έχεις στο πρόγραμμά σου δυο παιχνίδια την εβδομάδα, αλλά ως προπονήτρια είναι λίγο διαφορετικό. Ο όγκος της δουλειάς για την προετοιμασία είναι μεγαλύτερος και πολλές φορές, κυρίως στις αρχές, ξενυχτούσα σχεδόν κάθε βράδυ, ώστε να είμαι έτοιμη την επόμενη μέρα.
Σιγά-σιγά όμως βρέθηκαν τρόποι ώστε να βγαίνει η ίδια δουλειά σε λιγότερο χρόνο.
Έχοντας συνεργαστεί πάντως ως αθλήτρια με αρκετούς προπονητές, έχω κρατήσει κάποια στοιχεία τα οποία εφαρμόζω.
Φυσικά υπάρχουν και πράγματα τα οποία είχα παρατηρήσει, όσο έπαιζα, και που έλεγα πως δεν θα έκανα ποτέ, αν γινόμουν προπονήτρια.
Αυτά μάλιστα προσπαθώ να τα θυμάμαι περισσότερο, γιατί πολλές φορές, όταν αλλάζεις θέση και βρεθείς σ’ αυτήν του προπονητή, όπου πλέον δεν έχεις να διαχειριστείς μόνον τον εαυτό σου αλλά άλλους 12 ανθρώπους, μπορεί κάποια στιγμή να ξεχαστείς και να παρασυρθείς.
Επομένως έχω πάντα στο μυαλό μου τα «do» και τα «do not».
Οφείλω όμως να πω ότι τα περισσότερα στοιχεία τα έχω πάρει από τους Κώστα Μίσσα και Τζώρτζη Δικαιουλάκο. Έχω πιάσει μάλιστα πολλές φορές τον εαυτό μου να λέω ατάκες τους που μου ‘χουν μείνει από την εποχή όπου ήμουν παίκτριά τους.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά κάποια που είχε πει ο κόουτς Μίσσας, θέλοντας να αιτιολογήσει το γεγονός ότι κάθε παίκτης πρέπει να έχει τον ρόλο του μέσα στο γήπεδο και την ομάδα: «Στο μπάσκετ δεν υπάρχει δημοκρατία»!
Με τον Τζώρτζη πλέον έχω τη χαρά και την τιμή να είμαι συνεργάτιδά του στην Εθνική ομάδα Γυναικών της Σλοβενίας. Μου έδωσε μία πολύ μεγάλη ευκαιρία. Είναι ένας άνθρωπος που εκτιμώ πάρα πολύ, γνωρίζει πολύ καλά το άθλημα και δεν αφήνει τίποτα στην τύχη του!
Από την πρώτη στιγμή που συζητήσαμε ήμουν ενθουσιασμένη. Τόσο για την ευκαιρία που θα μου έδινε να δουλέψω κι εγώ σε τέτοιο επίπεδο όσο και για τη δυνατότητα που θα είχα να συνεργαστούμε ξανά από ένα διαφορετικό πόστο.
Ήξερα ποια θα είναι τα οφέλη που θα έχω και ότι η δουλειά μαζί του θα είναι σαν ένα καθημερινό ολοήμερο σχολείο. Μέχρι και σημειωματάριο κρατούσα στους πρώτους αγώνες της Εθνικής, όπου έγραφα οποιαδήποτε προπονητική πληροφορία μού έδινε.
Το θετικό είναι πως δεν δυσκολεύτηκα καθόλου στη μετάβασή μου από παίκτρια σε προπονήτρια. Ήταν εύκολη.
Ήμουν πολύ συνειδητοποιημένη άλλωστε, όταν αποφάσισα να σταματήσω να παίζω μπάσκετ. Δεν πήρα την απόφαση «ελαφρά τη καρδία».
Είχα «σκοτώσει», όπως λένε, την παίκτρια που είχα μέσα μου.
Κι έτσι απλά αποφάσισα να ανοίξω το νέο κεφάλαιο, το οποίο ελπίζω να είναι εξίσου συναρπαστικό και ενδιαφέρον.
Με προκλήσεις και μεγάλους στόχους.
Η Στέλλα Καλτσίδου είναι προπονήτρια μπάσκετ.
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Στέλλα Καλτσίδου: Κεφάλαιο Εθνική: Σχέση Στοργής
Μαριέλλα Φασούλα: Η Χαρά του Παιχνιδιού
Έλενα Τσινέκε: Έξω Από Τη Ζώνη Ασφαλείας
Κατερίνα Σωτηρίου: Πορεία λύτρωσης
Ελεάννα Χριστινάκη: Διαδρομή Απελευθέρωσης / Στρατιωτική βάση για την επιτυχία
Εβίνα Μάλτση: Η Εβίνα χωρίς την Εθνική / Γιατί Πρέπει Να Τελειώνει; / Από τη Γουμένισσα στο Γκάρντεν
Όλγα Χατζηνικολάου: Η δική μου αλήθεια