Ο ποδηλάτης τρέχει για να συντομεύσει τα βάσανά του, κυνηγά τις αγωνίες του.
Τρέχει εκθέτοντας τον εαυτό του σε κίνδυνο συνειδητοποιημένα, εν γνώσει του.
Προκαλεί τα όριά του, τα βάζει με τα καιρικά φαινόμενα, τους νόμους της φυσικής, τον οργανισμό του, τη μοίρα του.
Ατέλειωτες ώρες προπονήσεων, έξοδα, απομόνωση, πειθαρχία, πόνοι, αδρεναλίνη, κουσούρια.
Κι αν ο στόχος είναι ο πρωταθλητισμός, τότε σίγουρα κίνδυνος. Μεγάλος κίνδυνος.
Δεν υπάρχει άλλο «προσωπικό ομαδικό άθλημα μονάδων» όπως η ποδηλασία. Ο αθλητής στην αρχή ενδόμυχα και κατόπιν μηχανικά, μετατρέπει το ποδήλατο σε προέκταση του εαυτού του, γίνεται ένα με τον εξοπλισμό του, φροντίζει σαν παιδιά του τα αξεσουάρ.
Το ποδήλατο τροφοδοτεί τους δικούς του μύθους, ακολουθεί ένα δικό του γραμμικό μονοπάτι εκ διαμέτρου αντίθετων προορισμών για περισσότερο από έναν αιώνα και παρά την πρόοδο σε όλους τους τομείς της ζωής μας, δεν έπαψε ποτέ να φλερτάρει με το θάνατο.
Και, μάλιστα, με μεταφυσικές και υπέρλογες προεκτάσεις, παρά το γεγονός πως ισχύει πάντοτε το αξίωμα παρεμβολής του ανθρώπινου παράγοντα. Δεν νοείται εγγενής υπέρβαση του ορίου, παρά μόνο σφάλμα και θάνατος.
Απλώς, στην ποδηλασία τα πράγματα γίνονται πολλές φορές πιο σύνθετα και ακουμπούν τελεολογικές ερμηνείες αλλοτινών εποχών.
Θάνατοι παράξενοι, παράλογοι, άσχημοι, ανεξήγητοι. Αναίτιες αυτοκτονικές συμπεριφορές, απίθανοι συνδυασμοί γεγονότων, ιστορίες γεμάτες εξωφρενική θλίψη που υπό κανονικές συνθήκες θα παρέπεμπαν σε κινηματογραφική μυθοπλασία.
Η δόξα ανθρώπων που υπερβάλλουν εαυτούς και ξεπερνούν τα ανθρώπινα όρια να κονιορτοποιείται από την κόπωση και μια ανατριχιαστική τυχαιότητα γεγονότων σε ευθεία αντιδιαστολή με την πειθαρχία και τη σχολαστική τακτικότητα του ίδιου του αθλήματος.
Εάν ήταν ταινία πιθανότατα να δανειζόταν τον τίτλο του δράματος του Μάικ Χότζες, A Prayer for the Dying που στην Ελλάδα μεταφράστηκε εκ παραδρομής ως «Καμία προσευχή για τους πεθαμένους».
Les Forçats de la route – Οι Είλωτες του δρόμου
Από τους επτά νικητές στα πρώτα επτά χρόνια του γύρου της Γαλλίας, οι τέσσερις βρήκαν το θάνατο από μη φυσικά αίτια.
Λουσιέν Πτι-Μπρετόν, Φρανσουά Φαμπέρ και Οτάβ Λαπίζ χάθηκαν στο μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο τέταρτος, ο Ρενέ Ποτιέ, δεν πρόλαβε καν την παγκόσμια σύρραξη. Πέθανε το 1907, έξι μήνες μετά την κατάκτηση του Grande Boucle. Δεν είχε κερδίσει απλώς, είχε κυριαρχήσει απόλυτα με 5 στα 13 ετάπ (στάδια επί το ελληνικότερον) με το θρύλο να επιμένει ότι στο απαιτητικότερο εξ αυτών, εκείνο της διαδρομής Γκρενόμπλ-Νις είχε τόσο μεγάλη διαφορά από το δεύτερο που σταμάτησε σε ένα πανδοχείο και ήπιε δυο ποτήρια κρασί.
Το πέπλο του μύθου καλύπτει σχεδόν όλους τους αγώνες της αρχής του προηγούμενου αιώνα, θολώνει όμως την πραγματικότητα με γοητευτικό τρόπο.
Εξαντλητικά ετάπ 12 και 13 ωρών, γενική κατάταξη που δεν βασιζόταν στο χρόνο αλλά στη θέση (ανεξαρτήτως απόστασης), η εποχή των “forçats de la route”, των «δούλων» του δρόμου, μια έκφραση που επινόησε ο επίσης θρυλικός δημοσιογράφος Αλμπέρ Λοντρ, ένας από τους πρώτους “suiveur” (φανατικούς ακόλουθους) στην ιστορία για το Γύρο της Γαλλίας του 1924.
Αφυδατωμένοι και εξουθενωμένοι άνδρες επί δυο βδομάδες, ετάπ 300 και 400 χιλιομέτρων, με στόχο την υπηρέτηση μιας υπερφίαλης ιδέας: της ενοποίησης της Γαλλίας, ακόμα κι εκείνης εκτός συνόρων.
Το 1911 ήταν η Αλσατία και η Λωρραίνη, εκείνα τα χρόνια υπό πρωσικό έλεγχο και με έναν Kaiser, τον Γουλιέλμο το Δεύτερο, να εκφράζει αυτό που οι ευγενείς θα έλεγαν «τη διακριτική οργή του».
Οι υπεραθλητές-ποδηλάτες εκείνη την εποχή θεωρούντο ήρωες, σύμβολα που δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να χρησιμοποιήσουν οποιαδήποτε επιστημονική υποστήριξη θα τους εξασφάλιζε μεγαλύτερη αντοχή ή βοήθεια προκειμένου να υπερβούν τα ανθρώπινα όρια.
Μην σοκάρεστε, οι εποχές ήταν τρομερά σκληρές, οι ποδηλάτες ξεκινούσαν βαθιά νύχτα και έφταναν στον προορισμό τους την επόμενη ημέρα.
Η ιστορία του Ρενέ Ποτιέ είναι η πρώτη «καταραμένη» στην αφήγησή μας και από τις λίγες που χρήζουν τόσο αναλυτικής εισαγωγής, πρώτον και κύριον διότι ήταν η πρώτη και δεύτερον γιατί είναι αδύνατον για οποιονδήποτε εν ζωή να αντιληφθεί τις συνθήκες της εποχής του.
Θάνατος πικρός, παράξενος, άσχημος, άδικος και λίγο μυστηριώδης. Ο Ρενέ μιλούσε ελάχιστα, δεν ήταν επικοινωνιακός. Εκφραζόταν μόνο πάνω στο ποδήλατο, εκεί ένιωθε ελεύθερος, εκεί ήταν δημιουργικός.
Ένας άριστος ποδηλάτης, ειδικά στην ανάβαση, με εκπληκτική επίδοση στο Ballon d’ Alsace (Μπαλόν ντ’ Αλζάς) στο Γύρο του 1905 (μέχρι σήμερα υπάρχει σχετικό μνημείο) την πρώτη ιστορικά ανάβαση του Γύρου της Γαλλίας.
Στις 25 Ιανουαρίου του 1907, ο Ρενέ κρεμάστηκε σε ένα δοκάρι στο συνεργείο της Peugeot στο Levallois-Peret, κοντά στο Παρίσι.
Σε εκείνο το δοκάρι συνήθως κρέμαγε το ποδήλατό του για να το φροντίσουν οι μηχανικοί και οι άνθρωποι της Peugeot, μιας και ο Ποτιέ ήταν από τους πρώτους επαγγελματίες ποδηλάτες στην ιστορία.
Τον βρήκε ένας συνεργάτης, έψαξε για σημείωμα αλλά δεν υπήρχε πουθενά. «Ερωτική απογοήτευση» ήταν η εύκολη εξήγηση. Από πουθενά δεν προέκυπτε.
Ο Ρενέ ήταν παντρεμένος, η γυναίκα του ήταν έγκυος στην κόρη τους (που πήρε το όνομά του) και την αγαπούσε πολύ. Η γυναίκα πιέστηκε μήπως τον πρόδιδε εκείνη. Ορκιζόταν πως όχι.
Κάποιες εφημερίδες του Παρισιού έκαναν λόγο για νευρική κατάρρευση, η κατάθλιψη εκείνα τα χρόνια ήταν άγνωστη λέξη, αντιμετωπιζόταν σαν ταμπού.
Ο μοναδικός άνθρωπος που είχε ψελλίσει έννοιες όπως η ψυχανάλυση, η ύπνωση, η ψυχική αστάθεια, βρισκόταν στη Βιέννη και τον έλεγαν Σίγκμουντ Φρόιντ.
Η αυτοκτονία του Ποτιέ δεν ξεχάστηκε, απεναντίας απασχόλησε επί μακρόν και την αθλητική κοινότητα και τη γαλλική κοινωνία και όταν το 1924 ήρθε το δεύτερο χτύπημα από έναν «δούλο του δρόμου», τον Οτάβιο Μποτέκια, οι ποδηλάτες για πρώτη φορά ένωσαν τις φωνές τους εναντίον των διοργανωτών και του Ανρί Ντεγκράνζ, εκ των ιδρυτών του Γύρου της Γαλλίας.
Προεξέχοντος του πρωταθλητή Ανρί Πελισιέ, μέσα σε μια brasserie του Χερβούργου (Cherbourg – Octeville) της Νορμανδίας, έγινε η πρώτη οικειοθελής αποχώρηση από τους αγώνες.
«Δεν είμαστε αδέσποτα σκυλιά», φώναξε ο Πελισιέ όταν άκουσε τον Ντεγκράνζ να αρνείται το απλό αίτημα των αθλητών να ντύνονται με περισσότερα ρούχα για να πολεμήσουν το τσουχτερό κρύο.
«Οι κανόνες επιτρέπουν μόνο μια μπλούζα, ας φορέσετε μάλλινο», αποκρίθηκε ο κομισάριος εξοργίζοντας τον Πελισιέ και ακολούθησε ίσως μια από τις πιο σοκαριστικές στιγμές της αθλητικής ιστοριογραφίας: ο Πελισιέ παίρνει μια τσάντα και την ανοίγει μπροστά στα μάτια του Αλμπέρ Λοντρ της Petit Parisien, ο οποίος από αυτό το σκηνικό δημοσίευσε το θρυλικό ρεπορτάζ “Les forçats de la route – Tour de France – Tour de souffrance”.
«Το βλέπετε αυτό κύριε Λοντρ; Είναι κοκαΐνη. Και αυτό; Το βλέπετε αυτό; Είναι χλωροφόρμιο. Χάπια; Θέλετε να δείτε και χάπια; Ορίστε. Δεκάδες χάπια. Δεν είστε σε θέση να αντιληφθείτε τι είναι αυτό που κάνουμε. Δεν ξέρετε τι είναι πραγματικά η ποδηλασία απαιτήσεων, ο πρωταθλητισμός, η δοκιμασία που υποβάλλουμε τον εαυτό μας. Ανέχομαι το φυσικό πόνο, βρίσκουμε όλοι τρόπους. Η ψυχολογική φθορά όμως είναι απροσπέλαστη και δεν θα το καταλάβει ποτέ και κανένας αυτό. Τρέχουμε με δυναμίτη έτοιμο να εκραγεί επάνω μας».
Ο Ανρί Πελισιέ ήταν σαν αληθινό καθαρόαιμο. Δυνατός, ενστικτώδης, ακούραστος, επικοινωνιακός και επαναστάτης. Το ακριβώς αντίθετο του Ποτιέ με λίγα λόγια.
Μετά την αποχώρησή του από την ποδηλασία έγραψε μάλιστα και την αυτοβιογραφία του σε στυλ feuilleton (επιφυλλίδα) στο εβδομαδιαίο περιοδικό Miroir des Sports, με τίτλο «Το ρομάντζο της ζωής μου».
Πρωταθλητής Γαλλίας, πρωταθλητής στο Μιλάνο – Σανρέμο, πολλάκις πρώτος στο Παρίσι – Ρουμπαί και στο γύρο της Λομβαρδίας, ο Πελισιέ ήταν το «φαινόμενο» της δεκαετίας του ’20, ο αγαπημένος του κοινού και η αιτία που το ποδήλατο έγινε mainstream.
Παρά την ανοικτή παραδοχή της φαρμακευτικής υποστήριξης -η οποία, ωστόσο, δεν ήταν παράνομη εκείνη την εποχή- το κοινό απαίτησε να επιστρέψει στους δρόμους του Grande Boucle το 1925, πιέζοντας αφόρητα τον Ντεγκράνζ να ικανοποιήσει οποιοδήποτε αίτημά του.
Εν ολίγοις, ο Πελισιέ ήταν ο πρώτος σταρ στην ιστορία της ποδηλασίας. Το μυθιστόρημά του όμως είχε ακόμα ένα τραγικό τελευταίο κεφάλαιο που δεν είχε γραφτεί ακόμα.
Την Πρωτομαγιά του 1935, σε ηλικία 46 ετών, ο Ανρί Πελισιέ πέφτει νεκρός από τους πυροβολισμούς της ερωμένης του στη βίλα του στις Βερσαλλίες, στο Dampierre-Yvelines.
Η θεατρικότητα των στιγμών θα ήθελε κάτι σαν εικόνες από έργο εποχής με παριζιάνικες φορεσιές στο γρασίδι του κήπου μιας βίλας στο Dampierre-Yvelines και εραστές να πέφτουν νεκροί από τη λάμα ενός αμαρτωλού μαχαιριού.
Η εικόνα όμως δεν ήταν σε καμία περίπτωση ειδυλλιακή, η ιστορία είναι οδυνηρή ακόμα και με σύγχρονους όρους. “La maison du malheur”, το σπίτι της δυστυχίας, την ονόμασαν τα γαλλικά ταμπλόιντ.
Δύο χρόνια πριν, στην ίδια ζηλευτή βίλα, η σύζυγος του Ανρί, η Λεονί είχε αυτοκτονήσει τραβώντας τη σκανδάλη του ίδιου περίστροφου. Μια αυτοκτονία που επίσης δεν εξηγήθηκε ποτέ, μια επιλογή που ήταν ακατανόητη.
Ο Πελισιέ έμεινε μόνος με την κόρη του Ζανίν, ανήμπορος να ανταπεξέλθει και στους δυο ρόλους του γονέα. Τότε, ήταν αθλητικός διευθυντής του Club Sportif International, παραμένοντας έστω και δια της τεθλασμένης στο περιβάλλον της ποδηλασίας.
Βρήκε παρηγοριά σε μια γκρούπι, ένα δροσερό κορίτσι 20 ετών, την Καμίλ «Μιέτ» (ψίχουλο) Θαρό. Η μικρή εγκαθίσταται σχεδόν αμέσως στη βίλα του Dampierre-Yvelines, συμβιώνει με τη συνομήλική της Ζανίν και συμπεριφέρεται σαν κυρία του σπιτιού.
Προσπαθεί να βοηθήσει τον Πελισιέ να ξεπεράσει το πένθος, αλλά ο Ανρί πέραν της σαρκικής ανταπόδοσης δεν έχει ξεπεράσει το σοκ του χαμού της γυναίκας του. Πίνει, θυμώνει με το παραμικρό, γίνεται βίαιος λεκτικά, κάποιες φορές δεν περιορίζεται μόνο στα λόγια.
Η Καμίλ αντί να φύγει και να μην ξανακοιτάξει πίσω, καλεί και την αδελφή της Ζαν, να μετακομίσει στη βίλα. Θεωρεί ότι η παρουσία της θα περιορίσει τις εκρήξεις του Ανρί. Ο Πελισιέ δεν πτοείται, οι διαφωνίες και οι τσακωμοί συνεχίζουν απτόητοι, οι εκρήξεις γίνονται συχνότερες.
Εκείνη την Πρωτομαγιά του 1935, ο Ανρί είχε προσκαλέσει για φαγητό δυο φίλους από το Παρίσι μαζί με τις οικογένειές τους. Το κλίμα στο τραπέζι βαρύ και με την Καμίλ και με την αδερφή της. Διαφωνίες και προσβολές με ασήμαντη αφορμή: το μενού, το κρασί, τα ρούχα των καλεσμένων, όλα ενοχλούσαν τον Πελισιέ.
Κάποια στιγμή, το σκηνικό μεταφέρθηκε από την τραπεζαρία στην κουζίνα. Στην αρχή φωνές, οι φωνές γίνονται βρισιές, οι βρισιές χαστούκια. Ο Ανρί όμως δεν έμεινε εκεί. Με μια γροθιά σπάει τα δόντια της Ζαν, αρπάζει ένα μαχαίρι και της χαράσσει το πρόσωπο, η γυναίκα πέφτει στο πάτωμα και κλαίει με αναφιλητά, προσπαθώντας να σκουπίσει τα αίματα.
Ο Πελισιέ την κλωτσάει με λύσσα στο στομάχι ενώ η κοπέλα προσπαθεί να συρθεί έξω.
Η Καμίλ που είναι μάρτυρας στο μισό σκηνικό τρέχει αμέσως στο δωμάτιο και ψάχνει στα συρτάρια για το περίστροφο. Όταν βεβαιώνεται ότι είναι γεμάτο και επιστρέφει στην κουζίνα, οι δυο καλεσμένοι άνδρες προσπαθούν να λογικέψουν τον Πελισιέ που εξακολουθεί να χτυπάει τη Ζαν.
Η «Μιέτ» τραβάει τη σκανδάλη. Ο Ανρί σωριάζεται στο έδαφος. Το κορίτσι πυροβολεί και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη και πέμπτη φορά. Θα αρκούσε μόνο η πρώτη, αλλά η κίνηση ήταν μηχανική, ήταν η συσσωρευμένη βία μέσα της που θα γαλήνευε μόνο όταν το όπλο άδειαζε.
Η πρώτη σφαίρα είχε βρει αρτηρία, ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Λουτρό αίματος, τρυπημένοι πνεύμονες, σκηνές από ψυχολογικό θρίλερ.
«Δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Ήθελα να σταματήσει να κάνει κακό στην αδερφή μου», είπε η Καμίλ στον πρώτο αστυνομικό που μπήκε στη βίλα. Με τις μαρτυρίες όλων των παρόντων και κατόπιν της εξέτασης των στοιχείων, η Καμίλ «Μιέτ» Θαρό καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους για ανθρωποκτονία σε νόμιμη άμυνα.
Αυτή ήταν η τιμωρία της γυναίκας που σκότωσε τον πρώτο μεγάλο ποδηλάτη του προηγούμενου αιώνα, του ανθρώπου που έκανε πρωταθλητή τον Οτάβιο Μποτέκια, μετά τη συγκλονιστική αποχώρησή του σε εκείνη τη brasserie.
Η ειρωνεία της μοίρας είναι ότι και ο Μποτέκια, ένας ακτιβιστής και αντιφασίστας Ιταλός που σύχναζε στα προλεταριακά στέκια της Γαλλίας, βρέθηκε νεκρός υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες σε έναν αγρό κοντά στο σπίτι του στο Φρίουλι.
Η επίσημη εκδοχή του αστυνομικού δελτίου έκανε λόγο για μοιραία πτώση κατά τη διάρκεια μιας προπόνησης.
Δεν υπήρξε ποτέ ιατροδικαστική έκθεση, δεν υπήρχαν μάρτυρες, τίποτα.
Κυκλοφόρησαν κάποιες φήμες για ξεκαθάρισμα λογαριασμών και ξυλοδαρμό μέχρι θανάτου από φασίστες, οι ντόπιοι διέδιδαν ότι τον σκότωσε ένας γείτονας αγρότης επειδή του έκλεβε τη σοδειά, ο κόσμος της ποδηλασίας ψιθύριζε ότι ο Μποτέκια ήταν μπλεγμένος στους κύκλους του παράνομου στοιχήματος και χρωστούσε τόσα πολλά που το πλήρωσε με τη ζωή του.
*Στην κεντρική φωτογραφία απεικονίζεται πίνακας ζωγραφικής του Ντιντιέ Νάβας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Καμία προσευχή για τους πεθαμένους – μέρος 2ο
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro