Από μικρός που θυμάμαι τον εαυτό μου, λάτρευα το ποδόσφαιρο.
Στις ακαδημίες που έπαιξα ως παιδί, και στο Αθήνα ’90 και στον Υπερίωνα, το αντρικό τους τμήμα έτυχε να είναι ποδόσφαιρο σάλας (futsal) κι όχι «11 επί 11».
Δηλαδή τζούνιορ, παμπαίδες κλπ, παίζαμε «5 επί 5» και αργότερα, μετά τα 12-13, μπαίναμε σε κλειστό γήπεδο.
Περίπου σ’ αυτή την ηλικία, στο Γυμνάσιο, άρχισα να έχω συμμετοχές στην ανδρική ομάδα και μάλιστα θυμάμαι ένα ταξίδι στην Σλοβενία για το Futsal Cup, κάτι αντίστοιχο με το Champions League, που ήταν μια μοναδική εμπειρία.
Στα 15, μου μπήκα στο δίλλημα να συνεχίσω σε μεγάλο γήπεδο, σε 11άρι, στον Πανιώνιο. Είχα πάει στο Κορωπί για δοκιμαστικά, αλλά για πολλούς λόγους αυτό δεν προχώρησε.
Εν τω μεταξύ, ήρθε η πρώτη κλήση από την εθνική Ανδρών futsal για κάποια φιλικά παιχνίδια. Ήταν κάτι μεγάλο και σημαντικό αυτό για μένα, να αγωνιστώ με το εθνόσημο.
Ήμουν σε ένα σταυροδρόμι και η πρόσκληση αυτή στάθηκε κομβική για την τελική μου απόφαση. Με «κέρδισε» το futsal.
Αυτό που που άρεσε πολύ είναι πως, σε αντίθεση με το κανονικό ποδόσφαιρο, εδώ έχεις πολύ ώρα τη μπάλα στα πόδια σου και συμμετέχεις συνεχώς ενεργά στο παιχνίδι.
Υπάρχει πολύ κίνηση, πολλές επαφές με τη μπάλα. Επιπλέον, ήμασταν μια ομάδα πολύ δεμένη και δεν ήθελα να αποχωριστώ φίλους και συμπαίκτες.
Σίγουρα, όλοι σαν παιδιά έχουμε όνειρο να παίξουμε σε μεγάλο γήπεδο αλλά πλέον, στα 22 μου χρόνια, είμαι πολύ ευτυχής με την απόφασή μου και δεν έχω μετανιώσει.
Για όσους δεν ξέρουν, futsal και ποδόσφαιρο είναι τελείως διαφορετικά σπορ.
Η προσωπική μου γνώμη είναι το ποδόσφαιρο σάλας έχει πολύ τακτική και θεωρώ ότι ένας παίκτης μπορεί να μεταπηδήσει ευκολότερα σε μεγάλο γήπεδο, παρά το ανάποδο, γιατί ξέρει ήδη να σκέφτεται γρήγορα και να κινείται σε μικρούς χώρους.
Στο εξωτερικό, το futsal είναι επαγγελματικό και δύσκολα ένας παίκτης μπορεί να μπει από το μεγάλο γήπεδο στο μικρό, ωστόσο στην Ελλάδα δεν ισχύει αυτό.
Λόγω επιπέδου κυρίως, τα προηγούμενα χρόνια μπήκαν πολλοί παίκτες στη σάλα και κάνουν πολύ επιτυχημένη καριέρα.
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Είναι η σεζόν 2013-14, όταν μετά από ένα παιχνίδι με την τότε ομάδα μου, τον Υπερίωνα, κόντρα στην ΑΕΚ, ζήτησα από έναν καταξιωμένο παίκτη του futsal, τον Γιάννη Μοστριό, που τότε θα έφευγε στην Ιταλία για επαγγελματικούς λόγους, να με βοηθήσει να κάνω πραγματικότητα το όνειρό μου.
Πράγματι, μου έκλεισε ένα δοκιμαστικό στην ισπανική Inter Movistar. Με έδρα στη Μαδρίτη, είναι η μεγαλύτερη και πιο ιστορική ομάδα στην Ευρώπη, με τα περισσότερα τρόπαια.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Γιάννη να μου λέει: «Κωστή, ήρθαν έτσι τα πράγματα που πάμε κατ’ ευθείαν στην κορυφή του Έβερεστ. Το πιο φυσιολογικό είναι να μην μας κάτσει. Μην απογοητευτείς. Θα δοκιμάσουμε και αλλού».
Σε όλο αυτό, είχα πάντα τη βοήθεια και την υποστήριξη των γονιών μου. Με έκαναν να νιώθω σίγουρος, δίνοντάς μου ελευθερία στις επιλογές μου. Είναι ίσως το πιο σημαντικό αυτό και τους ευχαριστώ.
Πραγματικά, αρχές Μαίου του 2014, ταξιδεύουμε για Μαδρίτη με τον πατέρα μου.
Στο αεροπλάνο έλεγα μέσα μου: «Κωστάκη, θα κάνεις αυτό που ξέρεις. Αν πετύχεις θα είναι ότι καλύτερο, αν όχι δεν έγινε και κάτι».
Εκεί, με περίμενε μια εβδομάδα προπονήσεων, τις πρώτες μέρες με τη Β’ ομάδα, όλοι μεγαλύτεροι από εμένα, από 18 και πάνω.
Συνέχισα τις προπονήσεις με την πρώτη ομάδα του Εφηβικού, το οποίο έχει 4-5 ομάδες, ανάλογα με τη δυναμικότητα των παικτών. Το λέω αυτό για να καταλάβει κάποιος, πόσο δημοφιλές είναι το futsal στην Ισπανία και πόσοι παίζουν!
Την τελευταία ημέρα, μας φώναξαν στο γραφείο. Η αλήθεια είναι ότι περιμέναμε με τον πατέρα μου, να μας πουν απλά ένα «ευχαριστώ» και να φύγουμε.
Καθόμαστε και ακούμε μια σειρά προτάσεων και το τί μπορούν να μου δώσουν για να μείνω. Χάρηκα πολύ και τους είπα ότι θα απαντήσω άμεσα, αφού το συζητήσω με τους γονείς μου.
Βγαίνουμε έξω. Ο πατέρας μου συγκινημένος με αγκαλιάζει, εγώ νιώθω πολύ χαρούμενος και περήφανος. Τηλεφωνούμε στη μητέρα μου και τον Γιάννη Μοστριό που ήταν ήδη στην πόλη, είχε έρθει τις τελευταίες μέρες να μου συμπαρασταθεί.
Η αλήθεια είναι ότι είχα αποφασίσει από την πρώτη στιγμή. Όμως, το σωστό ήταν να το συζητήσω με τους δικούς μου και να σκεφτώ όλες τις παραμέτρους.
Πράγματι, σε 3-4 μέρες απάντησα θετικά. Λάβαμε το συμβόλαιο ηλεκτρονικά. Υπήρχε πολλή γραφειοκρατία, καθώς ήμουν ανήλικος.
Επιστρέψαμε στην Ισπανία με τη μητέρα μου πλέον στις αρχές Αυγούστου για όλα τα διαδικαστικά.
16 ΕΤΩΝ, ΜΟΝΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΞΕΝΗ ΧΩΡΑ
Το πρώτο συμβόλαιό μου με την Inter Movistar μού παρείχε σπίτι και φαγητό τρεις φορές την ημέρα. Θεμελιώδες να έχεις εξασφαλίσει στέγη και διατροφή.
Επέλεξα να μείνω σε διαμέρισμα κι όχι σε φοιτητική εστία, όπως κάποιοι άλλοι παίκτες της ομάδας, με συγκάτοικο έναν 18χρονο συμπαίκτη μου στη Β’ ομάδα, ο οποίος συμπτωματικά ήταν και αρχηγός του Εφηβικού.
Γενικά, σαν παιδί, από μικρός, ήμουν αρκετά αυτόνομος. Η μητέρα μου έμεινε μαζί μου τον πρώτο μήνα και παρότι ήθελε να μείνει παραπάνω και να με βοηθήσει, δεν χρειάστηκε. Δεν χρειάστηκε γιατί, για μένα, κάθε μέρα εκεί ήταν παράδεισος.
Γράφτηκα σε μια σχολή για να μάθω τα ισπανικά, καθώς έπρεπε να ξεπεράσω το θέμα της επικοινωνίας μιας και οι περισσότεροι εκεί δεν μιλούσαν καλά αγγλικά.
Περίπου τέσσερις ώρες μάθημα την ημέρα, βοήθησε και η καθημερινή επαφή με τη γλώσσα κι έτσι σε 5-6 μήνες είχα μάθει να μιλάω πάρα πολύ καλά. Πήρα τέσσερα διπλώματα σε μια σεζόν, απαραίτητα ώστε την επόμενη χρονιά να μπορώ να συνεχίσω το σχολείο.
Όλο το πρόγραμμά μου και η ζωή εκεί, η κουλτούρα, ήταν εξαιρετικά ενδιαφέροντα για μένα: σχολή, προπόνηση, γυμναστήριο, βόλτες με συμπαίκτες ή φίλους. Και φυσικά αγώνες.
Έτσι κύλησε ο πρώτος χρόνος, με τους γονείς μου να με επισκέπτονται ανά διαστήματα.
Η μητέρα μου ήρθε περίπου τρεις φορές και άλλες δύο ο πατέρας μου, ήταν μαζί μου στα γενέθλιά μου, μετά επέστρεψα εγώ Ελλάδα για τα Χριστούγεννα, γενικά δεν μου έλειψε πολύ η επικοινωνία και μαζί τους και με την αδελφή μου, αφενός γιατί με την τεχνολογία όλα πλέον είναι πιο εύκολα, αφετέρου γιατί κι εγώ περνούσα πολύ καλά εκεί και δεν μου έλειπε τίποτα.
Τον Απρίλιο, μιλήσαμε με τον τεχνικό διευθυντή και αποφασίσαμε από κοινού να ενεργοποιηθεί ο δεύτερος χρόνος του συμβολαίου.
Το καλοκαίρι, είμαι στην Αθήνα για διακοπές, όταν η μητέρα μου λαμβάνει ένα e-mail από το σύλλογο ότι με θέλουν να αρχίσω προετοιμασία για τη νέα σεζόν με την πρώτη ομάδα!
Σαν τώρα θυμάμαι τη στιγμή που μου το είπε! Αυτό σήμαινε ότι 28 Ιουλίου έπρεπε να ήμουν πίσω, αντί για 12-13 Αυγούστου.
Άλλαξα το πρόγραμμά μου, τις διακοπές με φίλους, τα πάντα, και συγκεντρώθηκα στο στόχο μου.
Είπα μέσα μου: «Κωστή, έχεις άγχος, όμως πρέπει να αποδείξεις ότι αξίζεις να είσαι μέλος αυτής της ομάδας, δίπλα σε μερικούς από τους καλύτερους παίκτες στον κόσμο».
Ήταν μια μοναδική εμπειρία αυτό που έζησα εκεί…
Το πλάνο που είχαν κάνει για μένα ήταν, αφού ολοκληρώσω το πρώτο στάδιο προετοιμασίας, να συνεχίσω με τη Β’ ομάδα που εν τω μεταξύ θα έμπαινε κι αυτή σε ρυθμό προπονήσεων.
Παρ’ όλα αυτά, συνέχισα με την πρώτη ομάδα γιατί πήγαινα καλά και ο κόουτς ανανέωνε συνεχώς την εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό μου.
Έφτασα να είμαι στην αποστολή και στα πρώτα φιλικά, σε τουρνουά στην Πορτογαλία με τοπ ομάδες όπως η Σπόρτιγκ, η Μπενφίκα και η Μπαρτσελόνα, αλλά και τον Οκτώβριο, όταν άρχισαν οι επίσημοι αγώνες και στο Champions League! Μάλιστα, έπαιξα σε δύο από τα τρία παιχνίδια του ομίλου και πέτυχα και γκολ, το πρώτο μου στην κορυφαία αυτή διοργάνωση, στο παιχνίδι κόντρα στη γαλλική Κρεμλίν. Ήμουν μόλις 17 ετών!
Συνέχισα στη σεζόν παράλληλα με τη Β’ ομάδα, ως ο 16ος παίκτης της πρώτης ομάδας, και η χρονιά κύλησε έτσι.
Το μόνο άσχημο ήταν πως η παρουσία μου στην ανδρική ομάδα, άφησε πίσω το ακαδημαϊκό κομμάτι, καθώς άρχισα το σχολείο αλλά δεν κατάφερα να το συνεχίσω λόγω απουσιών, γιατί οι προπονήσεις ήταν διπλές καθημερινά, πρωί και απόγευμα.
Παρότι ήθελα πολύ να συνεχίσω τις σπουδές μου, σκέφτηκα ότι εκεί έχω πάει αποκλειστικά για το ποδόσφαιρο και πρέπει να αφοσιωθώ σ’ αυτό για να κυνηγήσω το όνειρό μου.
Αναγκαστικά, προλάβαινα να παρακολουθήσω μόνο ένα φροντιστήριο, κάνοντας τέσσερα μαθήματα: μαθηματικά, γλώσσα, ισπανικά και αγγλικά.
Τα ισπανικά πλέον τα μιλάω σαν τα ελληνικά, σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και τώρα που έχω φύγει ενάμιση χρόνο, όταν σκοράρω, μπορεί και να πανηγυρίσω στα ισπανικά!
Την 3η χρονιά, δυστυχώς, το συμβόλαιό που μου πρότειναν, δεν ήταν ανάλογο των δύο προηγούμενων και κλήθηκα στα 18 μου να διαχειριστώ το μέλλον μου.
Αυτό που θεωρούσα το καλύτερο για μένα, ήταν να με δώσουν σε μια ομάδα πρώτης κατηγορίας ως δανεικό, παίρνοντας παιχνίδια και εμπειρία και να μην μείνω στη Β’ ομάδα της Inter.
Ο αθλητικός διευθυντής, που με είχε σαν παιδί του αυτά τα δύο χρόνια, μου ζήτησε να μείνω, αλλά για οικονομικούς και αγωνιστικούς λόγους, αυτό για μένα ήταν αδύνατο.
Μέσα στο καλοκαίρι, κι ενώ έχω πάρει την απόφαση να αλλάξω φανέλα, αντικαταστάθηκε ο προπονητής της Β’ ομάδας.
Ήρθε ο Αλμπέρτο Ρικέρ, παλιός παίκτης του συλλόγου, ο οποίος με ήξερε από τα προηγούμενα χρόνια. Μου είπε τι σκέφτεται για μένα, όσα άκουσα με ικανοποίησαν και δέχθηκα να μείνω.
Αρχίζω προετοιμασία νωρίς και πάλι, με την πρώτη ομάδα ξανά, και στις 28 Αυγούστου έρχεται πρόταση από την Ribera Navarra, ομάδα πρώτης κατηγορίας και αυτή, να πάω δανεικός.
Ήμουν πολύ ευχαριστημένος γιατί, αν και είχα αποφασίσει κάτι διαφορετικό, στην πορεία ήρθε τελικά αυτό που πραγματικά ήθελα από την αρχή.
Η Ναβάρα είχε έδρα στην Τουντέλα, μια κωμόπολη 25-30 χιλιάδων κατοίκων, περίπου δυόμιση ώρες από τη Μαδρίτη με τρένο, αλλά εγώ δεν είχα πρόβλημα να προσαρμοστώ οπουδήποτε, αν και έμεινα μόνος μου τελείως για πρώτη φορά.
Ήξερα γιατί είχα πάει εκεί, ήμουν συνειδητοποιημένος. Αν και αρχικά ο χρόνος συμμετοχής μου, δεν ήταν απόλυτα αυτό που ήθελα, ο προπονητής ήταν εξαιρετικός και πήρα πολλά πράγματα από εκείνον.
Στον δεύτερο γύρο, έπαιξαν πολύ περισσότερο και πολύ καλύτερα. Στο τέλος της χρονιάς, επέστρεψα στην Inter, μου έγινε πρόταση να μείνω στη Β’ ομάδα του συλλόγου, αλλά εγώ ήθελα ξεκάθαρα και πάλι να πάω κάπου να παίξω.
Αναγκάστηκα, για πρώτη φορά, να αναζητήσω μάνατζερ, προκειμένου να κάνω την καλύτερη επιλογή και κατέληξα σε έναν Ισπανό, μέσω ενός φίλου και πρώην συμπαίκτη.
Υπήρχε ενδιαφέρον από αρκετές ομάδες, πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, όμως το πράγμα πάντα κάπου σκάλωνε.
Αρχές Αυγούστου, παραμένω χωρίς ομάδα και τελικά έχω μια εξαιρετική οικονομικά πρόταση από ομάδα Γ’ εθνικής που πήγαινε για άνοδο στη Β’.
Εκεί, θα είχα και πολύ χρόνο συμμετοχής και αποφάσισα να δεχθώ. Μετακομίζω στην Αλμερία, στο Ελ Εχίδο, σε ομάδα με δυνατό ρόστερ και μεγάλες βλέψεις.
Ο ΣΟΒΑΡΟΣ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Μέχρι τον Δεκέμβριο, η ομάδα πήγαινε εξαιρετικά και πάλευε για άνοδο σε ένα πολύ δυνατό και ανταγωνιστικό πρωτάθλημα. Μετά, αρχίζουν τα προβλήματα.
Βασικοί παίκτες, μεταξύ αυτών και ο τερματοφύλακας μας, αποχωρούν για διάφορους λόγους. Άλλοι λόγω προσωπικών προβλημάτων, άλλοι γιατί είχαν προτάσεις από ομάδες εκτός Ισπανίας.
Το κλίμα χάλασε, υπήρξαν και κάποιες τριβές μέσα στην ομάδα, στα αποδυτήρια και τελικά πέσαμε από τη 2η θέση στην 8η θέση, επτά ματς πριν από το τέλος της σεζόν.
Κάπου εκεί, μιλήσαμε μεταξύ μας οι παίκτες και είπαμε να τα δώσουμε όλα κι ότι γίνει. Αυτό δούλεψε και κάνοντας συνεχόμενες νίκες τερματίσαμε στην 3η θέση, νικώντας πολύ δυνατές ομάδες.
Σε προσωπικό επίπεδο, σε αυτόν το δεύτερο γύρο, είχα γκολ και ασίστ σε κάθε παιχνίδι, πολύ χρόνο συμμετοχής και μια καταπληκτική σχέση με τον προπονητή μου.
Είμαστε πλέον στον Απρίλιο και εκεί, στο προτελευταίο παιχνίδι της τέταρτης χρονιάς μου στην Ισπανία, έρχεται η στιγμή του τραυματισμού. Είναι ένα άσχημο κτύπημα. Κάνω ένα τάκλιν και πριν κατεβάσω το πόδι μου στο έδαφος, τρώω κλωτσιά στο γόνατο. Ακούω ένα «κρακ». Πονάω πολύ, νομίζω ότι έχω σπάσει το καλάμι μου. Βγαίνω έξω.
Ο αγώνας έχει γίνει Σάββατο. Τη Δευτέρα πάω να με δει ο φυσιοθεραπευτής μας, που είναι και φυσιοθεραπευτής στην Αλμερία, μια ομάδα που έχει παίξει και στην Πριμέρα Ντιβιζιόν.
Θεωρείται ο καλύτερος στην περιοχή, με εξετάζει και μου λέει: «Δεν έχεις τίποτα, μόνο ένα μικρό διάστρεμμα στο γόνατο». Έτσι το λένε εκεί.
Πήγα και σε γιατρό, μου είπε και αυτός ότι δεν χρειάζεται να κάνω μαγνητική, κάτι που αποδείχθηκε μεγάλο λάθος γιατί αν είχα κάνει θα είχαμε αποφύγει όλη αυτή την περιπέτεια.
Την Τρίτη, ξαναμπαίνω στην προπόνηση, νιώθω ενοχλήσεις, αλλά δεν πάει το μυαλό μου στο κακό. Θεωρώ πως ο πόνος που νιώθω είναι από το κτύπημα και θα περάσει.
Έρχεται η ώρα για το τελευταίο παιχνίδι. Παίζω με χιαστό χωρίς να το ξέρω, με δεμένο γόνατο. Το απίστευτο είναι ότι παίζω πολύ καλά, βάζω και γκολ! Κάποια στιγμή δεν αντέχω άλλο και ζητάω αλλαγή.
Αργότερα, οι γιατροί στην Ελλάδα, μου είπαν ότι ενδεχομένως την πρώτη φορά δεν είχε κοπεί τελείως ο χιαστός, κάτι που δεν θα το μάθουμε ποτέ, εφόσον δεν είχα κάνει μαγνητική, και μετά, στο δεύτερο παιχνίδι κόπηκε τελείως.
Μετά από λίγες ημέρες ξεκούρασης, ξαναπάω για προπόνηση. Σε μια φάση, «φεύγει» το γόνατό μου πολύ. Σταμάτησα και είπα στον εαυτό μου ότι πρέπει να ξεκουραστώ όσο χρειάζεται.
Και πάλι, δεν μπορούσε να πάει το μυαλό μου στο χειρότερο και ότι έπρεπε να κάνω μαγνητική τομογραφία, εφόσον είχα ήδη πάει σε φυσιοθεραπευτή και γιατρό.
Η ομάδα, μού κάνει πρόταση ανανέωσης με εξαιρετικούς όρους και στο οικονομικό κομμάτι και 29 Μαίου επιστρέφω στην Ελλάδα.
Ταυτόχρονα, ενημερώνομαι από το μάνατζέρ μου ότι έχουν έρθει προτάσεις από ομάδες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας Ισπανίας, αλλά και από την Γαλλία και την Πολωνία.
Στο μεταξύ, η μητέρα μου βλέπει ότι ακόμα έχω ενοχλήσεις στο γόνατο και με πιέζει να πάμε για εξετάσεις. Στη διάγνωση, η πρώτη εκτίμηση μιλά για χιαστό και αρχίζουμε να παίρνουμε σβάρνα τους γιατρούς. Ο ένας μετά τον άλλο, τρεις συνολικά, μας λένε ότι ο χιαστός είναι κομμένος.
Είναι Ιούνιος, έχω δέκα προτάσεις στο χέρι και δεν μπορώ να υπογράψω πουθενά. Η ομάδα μου, η Ελ Εχίδο δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον πλέον, κάτι που μου άφησε ένα παράπονο, γιατί εμπιστεύτηκα τους ανθρώπους που μου υπέδειξαν εκείνοι, δεν έκανα εξετάσεις και ρίσκαρα την υγεία μου παίζοντας γι’ αυτούς.
Ό,τι έγινε, έγινε όμως. Αποφάσισα να μείνω Ελλάδα, να κάνω το χειρουργείο άμεσα και να τελειώσω και το σχολείο που το είχα αφήσει πίσω.
Η ανάρρωση ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος. Η πρώτη εβδομάδα, εφιαλτική. Είχα 4-5 μέρες να κοιμηθώ. Δεν είναι τόσο ο πόνος, όσο η ενόχληση και το ότι δεν βολεύεσαι πουθενά! Επιπλέον, δεν αισθανόμουν το πόδι μου, το έξυνα, το έπιανα, δεν καταλάβαινα τίποτα για περίπου δέκα μέρες. Ήμουν πολύ θυμωμένος, κλείστηκα στον εαυτό μου, ένιωθα καλύτερα μόνος μου. Αισθανόμουν και λίγο… «ντροπή» που γύρισα σπίτι, γιατί είμαι πολύ αυτόνομος, όμως αυτό είναι κάτι που συζήτησα με τους δικούς μου και το ξεπέρασα.
Σαν άνθρωπος, είμαι υπερκινητικός, ένιωθα θηρίο στο κλουβί και ήθελα να βγω έξω να παίξω, ακόμα και μπάσκετ στο σχολείο με τους φίλους μου. Το έκανα μια φορά, κρυφά, έπαθα διάστρεμμα, χτύπησε μέσα μου το… καμπανάκι ότι κάνω βλακείες και σταμάτησα!
Είμαι πολύ τυχερός που η οικογένειά μου ήταν πάντα δίπλα μου. Και φυσικά η κοπέλα μου. Με βοήθησαν πολύ να… κοντρολάρω τα νεύρα μου και να ξεπεράσω τον τραυματισμό μου στο ψυχολογικό κομμάτι!
Οι φίλοι μου, επίσης, έρχονταν συνέχεια για παρέα και με βοήθησαν και αυτοί. Μετά από έξι μήνες αποθεραπείας, άρχισε η αθλητική μου επανένταξη.
Όταν είμαι πλέον έτοιμος να επιστρέψω, έχω αποφασίσει να παίξω τη μισή σεζόν που απέμενε στο Δούκα λόγω του Γιάννη Μοστριού, του ανθρώπου που με βοήθησε να φύγω στο εξωτερικό και ήταν προπονητής στην ομάδα. Ήθελα να του δείξω την ευγνωμοσύνη μου αλλά και της οικογένειάς μου και να τον βοηθήσω όσο μπορώ για όσα έκανε για μένα.
Έπαιξα Φεβρουάριο, ήμουν πολύ χαρούμενος και αποφασισμένος ότι θα επιστρέψω 100%, αν και κάποιες φορές με έπιαναν τα ψυχολογικά μου, ότι δύσκολα θα γίνω ξανά ο ίδιος παίκτης.
Το ματς κυπέλλου στη φάση των «16» με την ΑΕΚ ήταν κομβικό για μένα. Παίζω πολύ καλά κόντρα στην μετέπειτα πρωταθλήτρια, νιώθω σημαντικός και πάλι. Παίρνουμε την πρόκριση στα πέναλτι, συνεχίζουμε και τελικά κατακτούμε το τρόπαιο στον τελικό με τον Παναθηναϊκό!
Εκεί κατάλαβα πως πάντα στη ζωή, όλα είναι στο χέρι μας. Να πετύχουμε τους στόχους μας ή όχι, να επιστρέψουμε δυνατοί μετά από μια ατυχία-αποτυχία, ή όχι.
Η μεταγραφή στην ΑΕΚ, τη σεζόν 2019-20, ήταν η καλύτερη επιλογή για μένα, όχι μόνο γιατί ήταν η κάτοχος του τίτλου, αλλά και γιατί συμμετείχαμε στο Champions League.
Είμαι πολύ ικανοποιημένος εδώ, χαρούμενος, καθώς κάνουμε πια συνολικά πολύ καλή πορεία στη σεζόν, έχοντας ως στόχο το νταμπλ.
Μετά από τέσσερα χρόνια στο εξωτερικό, το ελληνικό πρωτάθλημα έχει αλλάξει πολύ προς το καλύτερο. Υπάρχουν αρκετές καλές ομάδες που το κάνουν αρκετά ανταγωνιστικό. Σίγουρα, γίνεται μια προσπάθεια.
Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΒΗΤΗ
Θυμάμαι ήμουν στην 5η Δημοτικού όταν διαγνώστηκα. Έπαιζα futsal στα τζούνιορ του Αθήνα ’90.
Παίζαμε στον τελικό και ένιωθα σαν «χαμένος».
Με έχουν πιάσει τα κλάματα από θυμό, αν και κερδίζουμε. Είχα πολύ υψηλό ζάχαρο χωρίς να το καταλαβαίνω.
Τα συμπτώματα είναι τα τρία «πι»: πολυουρία, πολυφαγία, πολυδιψία. Κάθε πέντε λεπτά, πήγαινα τουαλέτα και έτρωγα πάρα πολύ. Το κατάλαβε η μητέρα μου, όπως κατάλαβε και του πατέρα μου που επίσης είναι διαβητικός.
Υπάρχει ένα ποσοστό κληρονομικότητας, μικρό όμως περίπου στο 8% από τον ένα γονιό και 4% από τον άλλο.
Με πήρε και με πήγε στο νοσοκομείο. Θυμάμαι εκείνη να είναι τρομερά αγχωμένη, κι εγώ πολύ μικρός, να μην καταλαβαίνω και πολλά. Μου βρήκαν 450 ζάχαρο και 12 γλυκοζυλιωμένη! Ό,τι χειρότερο. Μου έκαναν εισαγωγή επειγόντως, μου έβαλαν ινσουλίνη για να με ρυθμίσουν άμεσα, γιατί θα μπορούσα να πάθω μεγάλη ζημιά, στα νεφρά, στα μάτια και σε άλλα ζωτικά όργανα.
Έμεινα μέσα περίπου 10 μέρες. Μου έφεραν οι δικοί μου και το Playstation για να περνάει η ώρα μου και έρχονταν και οι φίλοι μου για να μου κάνουν παρέα.
Βγήκα και ήξερα ότι πλέον θα ζήσω με αυτό. Το πήρα πολύ χαλαρά, δεν είχα ποτέ πρόβλημα ούτε να κάνω τις ενέσεις, ούτε τίποτα.
Η μητέρα μου, έχοντας την εμπειρία του πατέρα μου, μού είπε: «Κωστή, θα κάνουμε το διαβήτη φίλο μας».
Για αστείο, μάλιστα, για να προσπαθήσει να με χαλαρώσει, μου είπε ότι θα μου αγοράζει εκείνη τα φάρμακα και το επίδομα από το κράτος, θα το έχω ως χαρτζιλίκι! Έπαιζα ήδη ποδόσφαιρο και αποφάσισα ότι αυτό δεν θα επηρεάσει.
Στην πορεία, πολλοί ήταν εκείνοι που αμφέβαλλαν για το αν θα μπορέσω να πετύχω κάτι λόγω του προβλήματος, που όμως εγώ δεν το θεωρώ πρόβλημα αλλά μια κατάσταση την οποία καλείσαι να διαχειριστείς.
Όσο και να προσέξεις, που προσέχεις, θα έρθει μια δύσκολη στιγμή που ίσως χρειαστεί να μπεις και στο νοσοκομείο!
Ωστόσο, η επιστήμη προχωρά και σίγουρα σε βάθος χρόνου υπάρχει πρόοδος στην αντιμετώπιση.
Σε κάθε περίπτωση, ακολουθείς τη ρουτίνα σου. Πριν φας, κάνεις τη μέτρησή σου. Όταν ξυπνάς, κάνεις τη μέτρησή σου, το ίδιο και πριν κοιμηθείς. Να δεις ότι το ζάχαρό σου είναι στο σωστό επίπεδο, ούτε πολύ χαμηλό, ούτε πολύ υψηλό.
Επίσης, πριν την προπόνηση, πριν τους αγώνες, κάποιες φορές ακόμα και κατά τη διάρκειά τους. Έχει συμβεί να νιώσω κάπως περίεργα ή να έχω κουραστεί πολύ και να βγω να το μετρήσω.
Αν έχει πέσει λίγο, θα πιώ ένα χυμό ή θα φάω μια σοκολάτα μέχρι να ανέβει πάλι στα σωστά επίπεδα.
Έχει τύχει και να κάνω ένεση στη διάρκεια αγώνα και επίσης έχει συμβεί να μην μπορώ να συνεχίσω.
Το διάστημα που έφυγα στην Ισπανία δεν αποτέλεσε ιδιαίτερο πρόβλημα, καθώς οι γονείς μου, μού έδειξαν εμπιστοσύνη, ξεπερνώντας το αρχικό τους άγχος. Παρ’ όλα αυτά, έτυχε να πάθω δύο φορές υπογλυκαιμικό επεισόδιο.
Στο πρώτο, θυμάμαι, κάλεσα εγώ το ασθενοφόρο, ήρθε με πήρε, με πήγε στο νοσοκομείο και η μητέρα μου πήρε το επόμενο αεροπλάνο και ήρθε αμέσως από την αγωνία της!
Όταν το παθαίνεις αυτό, έχει πέσει το ζάχαρο τόσο χαμηλά που αρχίζεις να χάνεις τις αισθήσεις σου και λες άλλα αντ’ άλλων. Μια φορά, μιλούσα στο τηλέφωνο με πεσμένο ζάχαρο και κατά λάθος με έχουν ηχογραφήσει! Άκουσα τον εαυτό μου μετά και το βρήκα τρομακτικό!
Αυτές είναι οι κακές στιγμές, αλλά σίγουρα θα υπάρξουν κι αυτές, όσο σοβαρός και προσεκτικός να είσαι, γιατί ζεις μ’ αυτό.
Ούτε το ζάχαρο όμως, ούτε ο χιαστός με άφησαν πίσω σε αυτά που ήθελα να κάνω στο futsal.
Και είναι σημαντικό ότι για καμία ομάδα στην οποία αγωνίστηκα το πρόβλημά μου δεν αποτέλεσε τροχοπέδη.
Δεν το έκρυψα ποτέ και, μάλιστα, μέχρι να ενηλικιωθώ στην Ισπανία, είχα κηδεμόνα, τον τεχνικό διευθυντή της Inter Movistar, τον Χάβι Λορέντε, που ήταν υπεύθυνος για μένα.
Δεν δίστασε ποτέ να με εμπιστευτεί, ίσως και εγώ με τη στάση μου απέναντι στο διαβήτη και την ωριμότητα που έδειχνα, του ενέπνεα αυτή την εμπιστοσύνη.
Στα 22 μου πλέον, έχω καταλάβει από μικρός ότι πάνω από όλα είναι η υγεία μας. Και ξέρω ότι όποια στιγμή νιώσω κάπως περίεργα, θα βγω να το κοιτάξω.
Αυτό που έχω να πω σε όλους και κυρίως στα παιδιά που είναι σε μικρή ηλικία και έχουν ένα πρόβλημα υγείας, είναι ότι ο διαβήτης δεν με εμπόδισε ούτε να αθληθώ, ούτε να κάνω πρωταθλητισμό.
Αρκεί να ξέρεις πως να το διαχειριστείς.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα πρωταθλητών σε άλλα σπορ με αντίστοιχο πρόβλημα και δεν τους σταμάτησε αυτό.
Μπορούμε να πετύχουμε τα πάντα.
Αρκεί να το βάλουμε στο μυαλό μας και να κάνουμε τις αναγκαίες θυσίες.
Και όταν το κάνουμε αυτό, δεν υπάρχουν όρια!
Ο Κωνσταντίνος Πάνου είναι διεθνής ποδοσφαιριστής του Futsal.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος